Απόφαση

Αριθμός απόφασης : 4373/2020
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14Ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Αθανάσιο Κουτρίκη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Γεωργία Ανδριοπούλου και Αναστάσιο Σάββα – Εισηγητή, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα τη Θέκλα Μανδρέκα, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει τη με χρονολογία κατάθεσης 29 Οκτωβρίου 2018 (αριθ. καταχ. : …/29.10.2018) προσφυγή,
του ... του …, κατοίκου … Αττικής (..), ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη,
κατά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Κολοκοτρώνη αρ. 1 και Σταδίου) και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ματίνα Ντανάκα, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ, περί μη εμφανίσεώς της.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα υπ’ αριθμ. …, …, …, … και … παράβολα Δημοσίου σειράς Α), ο προσφεύγων ζητά παραδεκτώς την ακύρωση της .../2.8.2018 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο 80.000 ευρώ, κατ’ επίκληση του άρθρου 37 παρ. 1 (περ. α΄) του ν. 4443/2016, για παράβαση του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 1 (περ. γ΄) του ίδιου Κανονισμού (χειραγώγηση της αγοράς με τη διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών για τη μετοχή της εταιρείας «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» μέσω των ετήσιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων αυτής για τη χρήση 2017).
2. Επειδή, ο ν. 3556/2007 «Προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις» (Α΄ 91), ορίζει στο υπό το τίτλο «Ετήσια οικονομική έκθεση» άρθρο 4, ότι : «1. Ο εκδότης δημοσιοποιεί ετήσια οικονομική έκθεση με το περιεχόμενο που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο το αργότερο τέσσερις (4) μήνες μετά τη λήξη κάθε οικονομικής χρήσης. Ως αφετηρία της προθεσμίας θεωρείται η τελευταία ημέρα της οικονομικής χρήσης (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 4374/2016, Α΄ 50). 2. Η ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει: (α) τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, (β) την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, και (γ) δηλώσεις: (αα) του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη ή του αναπληρωτή του, (ββ) του διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος σύμβουλος ή η ιδιότητά του συμπίπτει με εκείνη των ανωτέρω προσώπων, ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη που ορίζεται από αυτό και (γγ) ενός ακόμα μέλους του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη που ορίζεται από αυτό, ότι, εξ όσων γνωρίζουν: –οι οικονομικές καταστάσεις, που καταρτίσθηκαν σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα, απεικονίζουν κατά τρόπο αληθή τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού, την καθαρή θέση και τα αποτελέσματα χρήσεως του εκδότη και των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση εκλαμβανόμενων ως σύνολο, και –η έκθεση του διοικητικού συμβουλίου απεικονίζει κατά τρόπο αληθή την εξέλιξη, τις επιδόσεις και τη θέση του εκδότη, καθώς και των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση εκλαμβανόμενων ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζουν. Το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα των παραπάνω προσώπων καταγράφονται σαφώς στην παραπάνω δήλωση. 3. Σε περίπτωση που εκδότης υποχρεούται σε κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 99 και 134 του κ.ν. 2190/1920 ή, εφόσον ο εκδότης έχει την καταστατική του έδρα σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Έβδομη Οδηγία 83/349/ΕΟΚ (EEEK L 193/1/18.7.1983) όπως έχει ενσωματωθεί στο κράτος μέλος αυτό, οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν: (α) τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.1606/2002 (EEEK L 243/1/11.9.2002), καθώς και (β) τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας που έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο η μητρική εταιρία έχει την καταστατική της έδρα. Προκειμένου για εκδότη που έχει την καταστατική του έδρα στην Ελλάδα, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο του εκδότη. … ». Εξάλλου, στην παράγραφο 5 του προστεθέντος στο ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» (Α΄ 144) με το άρθρο 24 του ν.δ. 4237/1962 (Α΄ 123) άρθρου 42α, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει, κατά τον κρίσιμο χρόνο και μετά την ισχύ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 2339/1995 (Α΄ 204), ορίζεται ότι : «Για να ληφθεί από τη γενική συνέλευση έγκυρη απόφαση πάνω στις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο, πρέπει να έχουν υπογραφεί από τρία διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι από: α) τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του, β) τον διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος σύμβουλος ή η ιδιότητά του συμπίπτει με εκείνη των ανωτέρω προσώπων, από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου που ορίζεται από αυτό γ) τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου. … ».
3. Επειδή, η Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 (L 182) «σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις … “, με την οποία καταργήθηκε η ανωτέρω 83/349/ΕΟΚ Οδηγία του Συμβουλίου (L 193), ορίζει στο άρθρο 4 ότι : «1. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο και περιλαμβάνουν για όλες τις επιχειρήσεις, κατ’ ελάχιστον, τον ισολογισμό, τα αποτελέσματα χρήσης και το προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων. 2. … 3. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης. … 4. … » και στο άρθρο 24 παρ. 7 ότι : «Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν το ενεργητικό και το παθητικό, την οικονομική θέση και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σαν να πρόκειται για μια μόνο επιχείρηση. … ». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002 (Α΄ 54), οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, εφαρμόζουν υποχρεωτικά τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) (ΙΝΤΕRNATIONAL ACCOUNTING STANDARDS) (IAS) κατά την κατάρτιση των δημοσιευόμενων οικονομικών καταστάσεων (παρ. 1), στις καταστάσεις δε αυτές περιλαμβάνονται τόσο οι ατομικές οικονομικές καταστάσεις των "μητρικών" εταιριών όσο και οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των Ομίλων εταιριών που συντάσσονται με ευθύνη των "μητρικών" εταιριών των Ομίλων αυτών (παρ. 2). Στο δε νόμο 4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Α΄ 251), που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την ως άνω 2013/34/EE οδηγία, ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 5 ότι : «Οι οντότητες που επιλέγουν να συντάξουν τις ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους βάσει των Δ.Π.Χ.Α., συντάσσουν και τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους βάσει των ιδίων προτύπων, όταν υποχρεούνται σε σύνταξη ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων”, στο άρθρο 5 ότι : «1. Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη της τήρησης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος και κατάλληλων λογιστικών αρχείων για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου ή, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση. … 2. … 3. … 4. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις κάθε οντότητας που υπόκεινται στον παρόντα νόμο, προ της έκδοσής τους, εγκρίνονται κατά περίπτωση από το αρμόδιο όργανο διοίκησης της οντότητας και υπογράφονται από το εξουσιοδοτημένο μέλος (μέλη) του και τον κατά το νόμο υπεύθυνο λογιστή για τη σύνταξη αυτών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. 5. … » και στο άρθρο 34 ότι : «1. … 3. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσωματώνονται στο σύνολό τους στον ενοποιημένο ισολογισμό. 4. … 8. Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις εμφανίζουν τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τις χρηματοοικονομικές θέσεις, τα κέρδη ή τις ζημίες των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, ως να ήταν μια οντότητα. … ». Περαιτέρω, το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 1, με τίτλο «Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων» [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1274/2008 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1], ορίζει στην παράγραφο 9 ότι : «Οι οικονομικές καταστάσεις είναι μια δομημένη απεικόνιση της οικονομικής θέσης και επίδοσης μιας οικονομικής οντότητας. Σκοπός των οικονομικών καταστάσεων είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική θέση, την επίδοση και τις ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας, που είναι χρήσιμες για τις οικονομικές αποφάσεις ευρέος κύκλου χρηστών. Οι οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν επίσης τα αποτελέσματα της διαχείρισης από τη διοίκηση των πόρων που της εμπιστεύθηκαν. Για να επιτύχουν αυτό το σκοπό, οι οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πληροφορίες σχετικές με τα ακόλουθα στοιχεία της οικονομικής οντότητας: (α) τα περιουσιακά στοιχεία, (β) τις υποχρεώσεις, (γ) τα ίδια κεφάλαια, (δ) τα έσοδα και τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και ζημιών, (ε) τις εισφορές από τους ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή καθώς και τις διανομές προς αυτούς, και (στ) τις ταμιακές ροές. Αυτές οι πληροφορίες, παράλληλα με άλλες πληροφορίες στις σημειώσεις, βοηθούν τους χρήστες να προεκτιμήσουν τις μελλοντικές ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας και ειδικότερα το χρόνο και τη βεβαιότητα αυτών. … » και στην παράγραφο 15 ότι : «Οι οικονομικές καταστάσεις θα παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμιακές ροές μιας επιχείρησης». Τέλος, το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 27 με τίτλο «Ενοποιημένες και ατομικές οικονομικές καταστάσεις» [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής της 3ης Νοεμβρίου 2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008)], ορίζει στην παράγραφο 1 ότι : «Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται για την κατάρτιση και παρουσίαση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για όμιλο οικονομικών οντοτήτων που υπάγεται στον έλεγχο μιας μητρικής εταιρείας» και στην παράγραφο 4 ότι : «Οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται στο παρόν Πρότυπο με τις έννοιες που καθορίζονται: Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι οι οικονομικές καταστάσεις ενός ομίλου που παρουσιάζονται ως εκείνες μιας ενιαίας οικονομικής οντότητας. … ».
4. Επειδή, από τις παρατεθείσες στις δύο προηγούμενες σκέψεις διατάξεις προκύπτει ότι θεμελιώδη κανόνα για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων επιχειρήσεων, που συνιστούν ένα σύνολο, αποτελεί η τήρηση της αρχής της απεικονίσεως της πραγματικής εικόνας όσον αφορά την περιουσιακή διάρθρωση, την χρηματοοικονομική θέση και τα αποτελέσματα χρήσεως των εν λόγω επιχειρήσεων (βλ. απόφαση Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαΐου 2005, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2005, σελίδα I-03565, σκ. 54-55, επίσης πρβλ. απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 27ης Ιουνίου 1996, επί της υποθέσεως C-234/94, σκ. 17, Δ.Ε.Ε. C-306/99, σκ. 72, 126, ΣτΕ 3210-3215/2015), τον κανόνα δε αυτόν πρέπει να υπηρετεί η εφαρμογή των κανόνων του λογιστικού δικαίου. Η αρχή της απεικονίσεως της πραγματικής εικόνας επιβάλλει, αφενός, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών να απεικονίζουν τις δραστηριότητες και τις συναλλαγές που φέρεται ότι περιγράφουν και, αφετέρου, οι λογιστικές πληροφορίες να δίδονται με τον πλέον αξιόπιστο και κατάλληλο τρόπο, προκειμένου να ικανοποιείται η ανάγκη πληροφορήσεως των τρίτων, χωρίς να βλάπτονται τα συμφέροντα των εταιρειών (πρβλ. απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 7ης Ιανουαρίου 2003, επί της υποθέσεως C-306/99, σκ.72, 126, απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, επί της υποθέσεως C-275/97, σκ. 26-27, βλ. και ΣτΕ 1963/2016, 4155-6/2015, 3210-4/2015, 3084/2013, 3915-8/2011).
5. Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 173) της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ, ορίζει στο άρθρο 12, με τον τίτλο «Χειραγώγηση της αγοράς» ότι : «1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η χειραγώγηση αγοράς συνίσταται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) … β) … γ) διάδοση πληροφοριών διά των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, η οποία δίδει, ή είναι πιθανόν να δώσει, ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός συνδεδεμένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής ή διαμορφώνει, ή είναι πιθανόν να διαμορφώσει, την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεομένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης φημών, εφόσον το πρόσωπο που τις διέδωσε γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, ότι οι πληροφορίες ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές. δ) ... » και στο άρθρο 15 με τον τίτλο «Απαγόρευση της χειραγώγησης αγοράς» ορίζεται ότι : «Απαγορεύεται η χειραγώγηση αγοράς ή η απόπειρα χειραγώγησης αγοράς». Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4443/2016 (Α΄ 232), με το άρθρο 41 παρ.1 και 2 του οποίου καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 19, 20 έως 28 και 31Α του προϊσχύσαντος νόμου 3340/2005 (Α΄ 112). Στο άρθρο δε 37 του ως άνω ν. 4443/2016 ορίζεται ότι : «1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 14, 15, 16 παράγραφοι 1 και 2, 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 7 και 8, 18 παράγραφοι 1 έως 6, 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7, 11 και 12 και του άρθρου 20 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και των διατάξεων των κατ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων Κανονισμών, καθώς και των Κανονισμών για τον καθορισμό εκτελεστικών και ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επιβάλλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: α) Για παράβαση από φυσικό πρόσωπο της απαγόρευσης κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, της απαγόρευσης παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών και της απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ ή πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. … β) … 3. Για τον προσδιορισμό του είδους και της, τυχόν, χρονικής έκτασης των διοικητικών κυρώσεων και την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται, λαμβάνονται, κατά περίπτωση, ενδεικτικά υπόψη τα κατωτέρω από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς: α) η σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης, β) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό, γ) η αξία των παράνομων συναλλαγών, δ) ο βαθμός ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, ε) η χρηματοοικονομική ευρωστία του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως προκύπτει για παράδειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών προκειμένου περί νομικού προσώπου ή από το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα προκειμένου περί φυσικού προσώπου, στ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ζ) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης-ελέγχου από την τελευταία με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο, η) οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης, θ) τυχόν προηγούμενες παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, ι) τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης. 4. … 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν προβεί στην επιβολή των κυρώσεων ή στη λήψη των μέτρων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους καλεί τον φερόμενο ως παραβάτη να εκφράσει τις απόψεις του εγγράφως για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση. Ο φερόμενος ως παραβάτης έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση της έκθεσης ελέγχου κατά το μέρος που τον αφορά. 6. … ».
6. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 αποβλέπει στη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και την προστασία του επενδυτικού κοινού, με την αποτροπή της διάδοσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, οι οποίες είναι ικανές, ως εκ της φύσεώς τους, να επηρεάσουν την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, που εισάγεται ή έχει εισαχθεί σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, υπό την έννοια ότι είναι ικανές να ασκήσουν επιρροή στο επενδυτικό κοινό και στη διαμόρφωση των αποφάσεων του ως προς τις συναλλαγές του επ’ αυτού (πρβλ. ΣτΕ 2015, 991, 861, 288, 196/2019, 2588-9/2018 κ.α.), χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται ότι επηρεάσθηκαν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι συναλλαγές ή ότι επήλθε ζημία σε συγκεκριμένα πρόσωπα, μετόχους ή μη της εταιρείας, αλλά και χωρίς να ασκεί επιρροή η υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) του προσώπου που υπέπεσε στην παράβαση (πρβλ. ΣτΕ 1592/2018, 1963/2016, 4155-6, 3210-5/2015 κ.α.). Επιτρέπεται, όμως, η επιμέτρηση του προστίμου του άρθρου 37 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4443/2016, που επιβάλλεται στην περίπτωση παράβασης της ανωτέρω διάταξης, αναλόγως με την βαρύτητα της παράβασης και τις λοιπές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα. Περαιτέρω, ο κοινοτικός νομοθέτης προβλέπει μεν το μέσο (μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαδίκτυο ή οποιοδήποτε άλλο μέσο) όχι όμως τον τρόπο διάδοσης των ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών που επιφέρουν το ως άνω αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη αποτέλεσμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι δυνατόν να επέλθει, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ερμηνευομένης σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 4 του ν. 3556/2007, 34 του ν. 4308/2014, 4 και 24 παρ. 7 της Οδηγίας 2013/34/EE και τα οριζόμενα στα διεθνή λογιστικά πρότυπα 1 και 27 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008, και σε περίπτωση διάδοσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μέσω της δημοσίευσης ανακριβών ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, δεδομένου ότι οι καταστάσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 135 του ν. 2190/1920 (Α΄ 144), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 4403/2016 (Α 125) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ., αναρτώνται στην ιστοσελίδα της ανώνυμης εταιρείας για δύο τουλάχιστον έτη και, εφόσον πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τέλος, το πρόστιμο του άρθρου 37 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4443/2016 επιβάλλεται, πάντως, σε βάρος των φυσικών προσώπων, που, ως εκ της ιδιότητάς τους και της θέσης που κατέχουν στη μητρική εταιρεία, είτε φέρουν την ευθύνη για τη σύνταξη των καταστάσεων αυτών και, προφανώς, και για την ακρίβεια των περιεχομένων σε αυτές στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα στοιχεία των θυγατρικών εταιρειών, όπως συμβαίνει με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, είτε εγκρίνουν τις καταστάσεις αυτές με την υπογραφή τους και, επομένως, πιστοποιούν την ακρίβεια του περιεχομένου τους και κατά το μέρος που αφορά τα στοιχεία αυτά (πρβλ. ΣτΕ 1592/2018, 1963/2016, 4155-6, 3210-5/2015, 3915-8/2011 κ.α.).
7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η ανώνυμη εταιρεία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (εφεξής : εταιρεία), που δραστηριοποιείται στους τομείς κατασκευής κοσμημάτων, ένδυσης-υπόδυσης και πολυκαταστημάτων και είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, είναι επικεφαλής διεθνούς ομίλου επιχειρήσεων, που απαρτίζεται από δύο υπό-ομίλους, ο πρώτος από τους οποίους περιλαμβάνει εκτός την μητρική εταιρεία «... ... LTD» (την οποία ελέγχει η εταιρεία με ποσοστό συμμετοχής 99,99% και δη η θυγατρική του εν λόγω υπό-ομίλου εταιρεία «...»), 17 θυγατρικές και αναπτύσσει την δραστηριότητά του στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού (Asia & Pacifik [APAC]), ενώ ο δεύτερος υπό-όμιλος απαρτίζεται από 26 εταιρείες (μητρική και θυγατρικές) και δραστηριοποιείται στην περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Αφρικής και Βορείου Αμερικής (Europe Middle East Africa [EMEA] & North America). Με αφορμή την από 4.5.2018 δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο έκθεσης από το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο fund «...» για την εταιρεία που αφορούσε, μεταξύ άλλων, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αυτής χρήσης 2017, που εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας στις 25.4.2018 και η σχετική ετήσια οικονομική έκθεση δημοσιοποιήθηκε στις 26.4.2018, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με το από 7.5.2018 δελτίο τύπου που εξέδωσε, ζήτησε αφενός μεν από την εταιρεία να προβεί σε πρόσθετο ανεξάρτητο έλεγχο στοιχείων των ανωτέρω καταστάσεων από αναγνωρισμένη διεθνή ελεγκτική εταιρεία, αφετέρου δε από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου να προβεί σε κατά προτεραιότητα ποιοτικό έλεγχο της εργασίας του ορκωτού ελεγκτή-λογιστή της εταιρείας επί των οικονομικών της καταστάσεων για την επίδικη χρήση 2017. Με την από 14.5.2018 ανακοίνωσή της στην ιστοσελίδα του Χρηματιστηρίου Αθηνών η εταιρεία ενημέρωσε το επενδυτικό κοινό ότι ανέθεσε στην ανεξάρτητη διεθνή ελεγκτική εταιρεία «...» τον επανέλεγχο των ανωτέρω καταστάσεων, συγχρόνως δε απέστειλε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική δήλωση ανεξαρτησίας του ν. 4449/2017. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την από 9.5.2018 επιστολή της στην εταιρεία, ζήτησε από την τελευταία να της αποστείλει: α) ως προς τα υπόλοιπα των ταμειακών διαθεσίμων και ισοδυνάμων των εταιρειών του ομίλου (446 εκατ. ευρώ περίπου) για την 31.12.2017: αα) αναλυτική κατάσταση ανά γεωγραφικό τομέα, χώρα, εταιρεία και ββ) για τις εταιρείες ... Α.Ε., ... Α.Ε., ..., ..., ... και κάθε μία από τις εταιρείες του ομίλου ... αναλυτική κατάσταση ανά τράπεζα και λογαριασμό, επιστολές επιβεβαίωσης υπολοίπων από τις τράπεζες, καθώς και συμφωνία αυτών με τα υπόλοιπα των οικονομικών καταστάσεων. Επιπρόσθετα, για τις εν λόγω εταιρείες ζητήθηκε από την εταιρεία να στείλει επιστολές επιβεβαίωσης υπολοίπων στις αρμόδιες τράπεζες, με κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου αυτές να επιβεβαιώσουν άμεσα τα υπόλοιπα με επιστολές τους απευθείας προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και β) τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και τις εκθέσεις ελέγχου των θυγατρικών εταιρειών ... και ... για τη χρήση 2017, καθώς και αναλυτικές πληροφορίες αναφορικά με τις δραστηριότητες των εν λόγω εταιρειών και τις συναλλαγές τους με τις υπόλοιπες εταιρείες του ομίλου. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στα γραφεία της εταιρείας στις 10.5.2018 ζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, από την εταιρεία και τα στελέχη της συγκεκριμένα στοιχεία και έγγραφα, που αφορούσαν τα ταμειακά διαθέσιμα των εταιρειών του ομίλου της. Ειδικότερα, ζητήθηκαν: α) λίστα του συνόλου των τραπεζικών λογαριασμών του ομίλου της εταιρείας, με τα αντίστοιχα υπόλοιπα της 31.12.2017 που να συμφωνεί με το υπόλοιπο του κονδυλίου «Καταθέσεις όψεως και προθεσμίας» της σελίδας 70 των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας για τη χρήση 2017 και β) επιβεβαιωτικά έγγραφα (επιστολές τραπεζών ή/και extrait bank reconciliations στις περιπτώσεις διαφορών από τις επιστολές των τραπεζών και τα extrait), για το σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών. Ως προς τα αιτηθέντα στοιχεία – για τα οποία η εταιρεία ανέφερε στο πλαίσιο του επιτόπιου ελέγχου ως πιθανό χρόνο προσκόμισής τους την 11.5.2018 (για τη λίστα του υπό στοιχείο α) και την 16.5.2018 (για τα έγγραφα του υπό στοιχείο β) – η εταιρεία, με την από 11.5.2018 επιστολή της ζήτησε παράταση απάντησης και προσκόμισης των εν λόγω στοιχείων έως τις 16.5.2018, ενώ, με τη νεώτερη από 15.5.2018 επιστολή της ζήτησε εκ νέου παράταση έως 28.5.2018, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό, με την από 15.5.2018 επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία ζήτησε από την εταιρεία να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα για το οποίο είχε ρητά δεσμευθεί. Σε συνέχεια, η εταιρεία, με την από 16.5.2018 επιστολή της προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανέφερε ότι είχε ήδη παραδώσει σ’ αυτήν από τις 10.5.2018 κατά τη διάρκεια του έκτακτου ελέγχου τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις ελέγχου των θυγατρικών της εταιρειών «... International (Holdings) Limited» και «...» για τη χρήση 2017, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο κανάλι της χονδρικής πώλησης προϊόντων του brand ... και το λειτουργικό τους μοντέλο περιλαμβάνει αγορές από προμηθευτές και πωλήσεις προϊόντων σε ομάδα εταιρειών που με τη σειρά τους διανέμουν μέσω διαφόρων τμημάτων τους σε ποικίλα κανάλια σε εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές σε όλο τον κόσμο, ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν κάνουν ενδοομιλικές πωλήσεις, ότι η «...» εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και ορθώς περιλαμβάνεται στον γεωγραφικό τομέα «Ασιατικές Χώρες» διότι αποτελεί θυγατρική εταιρεία της «... ... LIMITED» (που εδρεύει και δραστηριοποιείται στην Ασία), σε κάθε δε περίπτωση, οι Βρετανικές Παρθένες Νήσοι αποτελούν βρετανικό υπερπόντιο έδαφος, όπως και η αναφορά της έδρας της στη Μεγάλη Βρετανία συνιστά από λογιστικής πλευράς την ορθή καταχώριση, ότι έχει ήδη αποστείλει με e-mail στις 14.5.2018 αναλυτική κατάσταση ανά τράπεζα και λογαριασμό και επιστολές επιβεβαίωσης υπολοίπων για τις εταιρείες του ομίλου στις γεωγραφικές χώρες Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική και Βόρειο Αμερική, ότι, αναφορικά με τα στοιχεία που δεν προσκομίζει, διευκρίνισε ότι τα στοιχεία αυτά είχαν ήδη ζητηθεί από τους αρμόδιους για την εταιρεία «...» ορκωτούς λογιστές και δεν γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους παρουσιάσθηκε η σχετική καθυστέρηση, ότι τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, καθότι ο όμιλος αποτελείται από δύο υπό-ομίλους με λειτουργική και ουσιαστική αυτοτέλεια, ειδικότερα ο υπό-όμιλος «... ... LTD» ενοποιεί και αυτός (sub-consolidation) και έχει δική του αυτόνομη δομή διοικήσεως και οικονομικής διαχείρισης με δικά του στελέχη και γραφεία που δεν βρίσκονται στην Ελλάδα, ότι η κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων είχε πραγματοποιηθεί με βάση τα στοιχεία και τις επιστολές των αρμοδίων για την κάθε εταιρεία λογιστών και ότι είχε ζητηθεί από την εταιρεία «...» να ξεκινήσει τις εργασίες της από την εταιρεία «...». Με βάση τα ανωτέρω, η εταιρεία δεν είχε υποβάλει έως και τις 16.5.2018 στην Επιτροπή αυτή τα αιτηθέντα στοιχεία, ήτοι : α) λίστα τραπεζικών λογαριασμών με τα υπόλοιπα της 31ης.12.2017 κυρίως των εταιρειών που συγκροτούν τον υπό-όμιλο της «... ... LTD”, β) το σύνολο των επιβεβαιωτικών εγγράφων των λογαριασμών αυτών, γ) το σύνολο των επιβεβαιωτικών εγγράφων της λίστας των τραπεζικών λογαριασμών με τα υπόλοιπα της 31ης.12.2017 για τις εταιρείες του υπό-ομίλου στις περιοχές EMEA North America, εκτός από λογαριασμούς των εταιρειών «... A.E.», «... ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Α.Ε.», «... …», «... Α.Β.Ε.Ε.», «… LTD» και «… Α.Ε.» και δ) αποσταλμένες από την εταιρεία επιστολές επιβεβαίωσης τραπεζικών υπολοίπων προς τις σχετικές τράπεζες, με κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αίτημα άμεσης απάντησης απευθείας στην Επιτροπή. Κατόπιν τούτων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εξετάζοντας το ενδεχόμενο παράβασης των σχετικών με την παροχή στοιχείων διατάξεων απέστειλε στην εταιρεία και σε στελέχη της επιστολές για παροχή στοιχείων και, ακολούθως σχετικά δικαιώματα προηγούμενης ακρόασης για την ως άνω παράβαση (μη παροχή στοιχείων). Στις 25.5.2018 η εταιρεία, σε απάντηση της απευθυνόμενης προς αυτήν σχετικής πρόσκλησης, με επιστολή της προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφερόμενη στην αδυναμία της να προσκομίσει τα αιτηθέντα στοιχεία, υπέβαλε αίτημα αναστολής διαπραγμάτευσης των μετοχών της, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό αυθημερόν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία εξέδωσε σχετικό δελτίο τύπου και, με τις από 25.5.2018 και 31.5.2018 επιστολές της προς την εταιρεία «...», ζήτησε από την τελευταία να την ενημερώσει για την εξέλιξη του ελέγχου, να της προσκομίσει τη σχετική σύμβαση ανάθεσης έργου και να της γνωστοποιήσει εάν η εταιρεία της είχε αποστείλει τα στοιχεία που είχε ζητήσει. Σε απάντηση η εταιρεία «...», με τις από 25.5.2018 και 4.6.2018 επιστολές της, γνωστοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι δεν είχε υπογραφεί σχετική σύμβαση έργου για δικούς της εσωτερικούς λόγους και ότι έχει λάβει από την εταιρεία ορισμένα στοιχεία (φύλλα ενοποίησης και οικονομικές καταστάσεις χρήσεων 2016 και 2017, καθώς και ισοζύγια για όλες τις εταιρείες που παρακολουθούνται από το λογιστήριο της «...»). Κατόπιν τούτων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την από 8.6.2018 επιστολή της προς την εταιρεία, ζήτησε από την τελευταία να συνάψει άμεσα εντός τριών (3) εργασίμων ημερών τη σχετική σύμβαση ελέγχου με την ως άνω ελεγκτική εταιρεία και να προσκομίσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέχρι τις 14.6.2018 τα αιτηθέντα ήδη από τις 9.5.2018 στοιχεία και ιδίως αυτά που αφορούσαν τα ταμειακά υπόλοιπα της 31ης.12.2017 των εταιρειών που συγκροτούν τον υπό-όμιλο «... ... LTD» (ύψους 247 εκατ. ευρώ), άλλως, σε περίπτωση μη προσκόμισής τους, της ζήτησε να αναμορφώσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της για τη χρήση 2017, με την παραδοχή ότι τα ανωτέρω ταμειακά υπόλοιπα δεν υφίστανται, πλην η εταιρεία ουδέποτε προέβη σε αναμόρφωση των καταστάσεών της αυτών, ενώ, με την από 11.6.2018 επιστολή της προς την εταιρεία, σχολιάζοντας την απάντηση της τελευταίας στην από 8.6.2018 επιστολή της περί «διενέργειας στοχευμένων ελεγκτικών διαδικασιών”, επέστησε την ανάγκη διενέργειας επανελέγχου του συνόλου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για τη χρήση 2017. Στις 13.6.2018 η εταιρεία υπέβαλε με ηλεκτρονικό μήνυμα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την από 13.6.2018 σύμβαση διενέργειας προσυμφωνημένων διαδικασιών με την εταιρεία «...» που αφορούσε την εκτέλεση προσυμφωνημένων διαδικασιών βάσει του διεθνούς προτύπου ελέγχου 4400 για συγκεκριμένα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων του ομίλου για τη χρήση 2017, ενώ στην εν λόγω σύμβαση αναγράφεται αφενός μεν ότι οι διαδικασίες που περιγράφονται σε παράρτημα αυτής θα πραγματοποιηθούν από άλλες εταιρείες του ομίλου «...» στις χώρες όπου λειτουργούν οι θυγατρικές εταιρείες του ομίλου της εταιρείας για κάθε μία από αυτές, οι οποίες θα υπογράψουν ξεχωριστές συμβάσεις με παρόμοιο περιεχόμενο, αφετέρου δε ότι, ενόψει του ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν συνιστούν έλεγχο ή επισκόπηση, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ελέγχου ή επισκόπησης, δεν εκφράζεται καμία διασφάλιση και ότι εάν πραγματοποιούνταν πρόσθετες διαδικασίες ή έλεγχος ή επισκόπηση των οικονομικών καταστάσεων, ενδεχομένως να διαπιστώνονταν άλλα σχετικά θέματα. Τέλος, η εταιρεία, με την από 14.6.2018 επιστολή της ενημέρωσε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι είχε προσκομίσει σ’ αυτήν αντίγραφο της σύμβασης με την ελεγκτική εταιρεία «...”, ότι θα ξεκινήσει άμεσα και έλεγχος από την εταιρεία «...» κατόπιν συνεννόησης με την «...», ότι η εταιρεία προτίθεται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις εξελίξεις και την πρόοδο των ανωτέρω ελέγχων και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις υποδείξεις και τα πορίσματα της «...», αλλά και με τις υποδείξεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ότι, συμμορφούμενη πλήρως με τις διατάξεις του ν. 4449/2017, έχει διορίσει νέα μέλη στην Επιτροπή Ελέγχου της εταιρείας, σύμφωνα με το οικείο πρακτικό της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της 8ης.6.2018, που της είχε ήδη προσκομίσει.
8. Επειδή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της εταιρείας, στη σημείωση «11 Ταμειακά Διαθέσιμα και ισοδύναμα» των ετήσιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεών της για τη χρήση 2017 τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα ανέρχονταν σε 446 εκατ. περίπου, από τα οποία 5 εκατ. συνιστούσαν διαθέσιμα στο ταμείο, ενώ τα υπόλοιπα 441 εκατ. συνιστούσαν καταθέσεις όψεως και προθεσμίας. Κατά δήλωση δε της εταιρείας, το 55% περίπου των καταθέσεων όψεως και προθεσμίας του ομίλου της εταιρείας ποσού 247 εκατ. περίπου (επί συνόλου 446 εκατ. ευρώ περίπου) αντιστοιχούσε στον υπό-όμιλο «... ... LTD», ενώ, σύμφωνα με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της θυγατρικής εταιρείας «... LTD» για τη χρήση 2017 που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ποσό 242 εκατ. ευρώ περίπου (από το ποσό των 247 εκατ. ευρώ περίπου του ως άνω υπό-ομίλου) φαίνεται ότι αφορούσε την εν λόγω θυγατρική («... LTD») και ήταν κατατεθειμένο σε μία τράπεζα, το δε υπόλοιπο 45% των καταθέσεων όψεως και προθεσμίας, ποσού 194 εκατ. ευρώ περίπου, αντιστοιχούσε στις 26 εταιρείες του ομίλου (μητρική και θυγατρικές) που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Αφρικής και Βορείου Αμερικής. Όσον αφορά τις θυγατρικές εταιρείες του υπό-ομίλου Ασίας-Ειρηνικού (σύνολο ταμειακών διαθεσίμων 247 εκατ. ευρώ περίπου), συμπεριλαμβανομένης της θυγατρικής εταιρείας «... LTD» με διαθέσιμα ύψους 242 εκατ. ευρώ περίπου, η εταιρεία δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο για τις θυγατρικές αυτές ούτε κατάσταση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα υπόλοιπά τους ανά πιστωτικό ίδρυμα ούτε και αποσταλμένες από την ίδια προς τις σχετικές τράπεζες επιστολές επιβεβαίωσης των τραπεζικών υπολοίπων τους την 31.12.2017. Επίσης, όσον αφορά τις εταιρείες του ομίλου που εντάσσονται στην περιοχή EMEA & North America, η εταιρεία προσκόμισε, μεταξύ άλλων, ανάλυση των τραπεζικών λογαριασμών και υπολοίπων ανά εταιρεία (εκτός από τις εταιρείες ... (INTERNATIONAL) LTD, ... COM LTD (UK) και ... (ASIA) LTD) με ημερομηνία αναφοράς 31.12.2017, καθώς και στοιχεία και επιβεβαιωτικά έγγραφα για κάποιες εκ των εταιρειών της περιοχής αυτής, με τραπεζικά υπόλοιπα συνολικού ποσού 158 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ για τις λοιπές εταιρείες της περιοχής, με τραπεζικά υπόλοιπα συνολικού ποσού 36 εκατ. ευρώ περίπου η εταιρεία δεν είχε προσκομίσει παραστατικά ή επιστολές από τις εν λόγω τράπεζες, που να επιβεβαιώνουν τα αναφερόμενα τραπεζικά υπόλοιπα. Συνοψίζοντας, η εταιρεία δεν είχε προσκομίσει επιβεβαιωτικά έγγραφα για τραπεζικά υπόλοιπα των εταιρειών του ομίλου συνολικού ποσού 283 εκατ. ευρώ περίπου την 31.12.2017, ενώ, παράλληλα, δεν είχε προσκομίσει αποσταλμένες προς τις σχετικές τράπεζες επιστολές επιβεβαίωσης των τραπεζικών υπολοίπων την 31.12.2017, με κοινοποίηση αυτών των επιστολών στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και με το αίτημα όπως οι σχετικές απαντήσεις των τραπεζών σταλούν απευθείας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για το σύνολο των τραπεζικών υπολοίπων της συνολικού ποσού 441 εκατ. ευρώ περίπου. Η μη προσκόμιση των στοιχείων και πληροφοριών αυτών κρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι δεν μπορεί να οφείλεται στη μη δυνατότητα ανεύρεσής τους και τούτο διότι τα στοιχεία αυτά ήταν απαραίτητα για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας για τη χρήση 2017, ειδικά δε τα μη επιβεβαιωθέντα ταμειακά διαθέσιμα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά ως προς τη σύνθεση της κατάστασης οικονομικής θέσης του ομίλου, καθώς αποτελούσαν το 64% περίπου των συνολικών διαθεσίμων και το 10% περίπου του ενεργητικού του ομίλου. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι εφόσον η εταιρεία δεν της είχε αποστείλει εντός προθεσμίας πλέον του ενός μηνός τα αιτηθέντα στοιχεία, τα οποία όφειλε να είχε στη διάθεσή της, τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρείας, όπως αυτά εμφανίζονταν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της για τη χρήση 2017, ύψους 283 εκατ. ευρώ περίπου, δεν υφίσταντο στην πραγματικότητα και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω καταστάσεις ήταν ψευδείς και παραπλανητικές. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι οικονομικές καταστάσεις μιας εισηγμένης εταιρείας σε ενοποιημένη βάση, εφόσον υφίσταται όμιλος, αποτελούν βασικά στοιχεία για την αξιολόγηση της θέσης και της απόδοσης της εταιρείας και γενικότερα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που παρέχεται από την εν λόγω εταιρεία, βάσει της οποίας λαμβάνονται οι επενδυτικές αποφάσεις, θεώρησε ότι, μέσω των ανωτέρω καταστάσεων, διαδόθηκαν πληροφορίες που έδωσαν και πάντως ήταν πιθανόν να δώσουν ψευδείς και παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τη μετοχή της εταιρείας, κατά παράβαση της απαγόρευσης χειραγώγησης αγοράς του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, όπως η χειραγώγηση αγοράς ορίζεται στο άρθρο 12 παρ. 1 (περ. γ΄ ) του ίδιου Κανονισμού. Σύμφωνα δε τις προαναφερόμενες καταστάσεις, ο προσφεύγων ήταν ένας εκ των υπογραφόντων αυτές, ως Διευθυντής Λογιστηρίου. Με τα δεδομένα αυτά, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: α) ο προσφεύγων, υπό την ιδιότητα του Διευθυντή Λογιστηρίου της εταιρείας και του υπογράφοντος τις ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αυτής, διέδωσε, μέσω των τελευταίων, ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες για την ταμειακή κατάσταση της εταιρείας, β) ότι οι πληροφορίες αυτές έδωσαν και, πάντως, ήταν πιθανόν να δώσουν ψευδείς και παραπλανητικές ενδείξεις σχετικώς με τη μετοχή της εταιρείας, διότι παραπλανούσαν το επενδυτικό κοινό, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων με βάση αυτές και γ) ότι ο προσφεύγων γνώριζε και, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να γνωρίζει ότι οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις ήταν ψευδείς και παραπλανητικές, λόγω της ιδιότητάς του ως Διευθυντή Λογιστηρίου και εφόσον τις υπέγραψε. Στη συνέχεια, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την υπ’ αρ. πρωτ. .../28.6.2018 επιστολή της, σε συνέχεια της .../14.6.2018 απόφασής της, με την οποία αποφάσισε να αποσταλούν δικαιώματα προηγούμενης ακρόασης στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, κάλεσε τον προσφεύγοντα να διατυπώσει τις απόψεις του επί των διαπιστώσεων του ελέγχου. Με την υπ’ αρ. πρωτ. …/11.7.2018 απαντητική επιστολή, ο προσφεύγων, κατόπιν ικανοποίησης από την Επιτροπή των αιτημάτων του για χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας και παράταση της προθεσμίας προς απάντηση (σχετ. οι υπ’ αριθ. πρωτ. ../3.7.2018 και …/5.7.2018 αντίστοιχες επιστολές του), αρνήθηκε την αποδιδόμενη σε βάρος του παράβαση. Εξάλλου, η εταιρεία, ανταποκρινόμενη στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που της χορηγήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προσκόμισε, με την αρ. πρωτ. …/9.7.2018 επιστολή της, συμπληρωματικά στοιχεία αναφορικά με ταμειακά διαθέσιμα ποσού 40,9 εκατ. περίπου. Ειδικότερα, προσκόμισε επιβεβαιωτικά έγγραφα για 368 τραπεζικούς λογαριασμούς που αφορούσαν 41 εταιρείες του ομίλου, συνολικού ποσού 198,6 εκατ. περίπου, ενώ δεν προσκόμισε, παρότι ζητήθηκαν επανειλημμένα ήδη από τις 9.5.2018, έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τραπεζικά υπόλοιπα ποσού 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, το οποίο αντιστοιχεί στο 54% των συνολικών ενοποιημένων ταμειακών διαθεσίμων της εταιρείας για τη χρήση 2017. Από το ποσό των 242,5 εκατ. ευρώ, ποσό 242 εκατ. αφορούσε τον υπό-όμιλο του γεωγραφικού τομέα Ασίας-Ειρηνικού, οι εταιρείες του οποίου ενοποιούνται υπό τη θυγατρική εταιρεία «... ... LIMITED», την οποία ελέγχει η μητρική εταιρεία με ποσοστό συμμετοχής 99,99% και δη η θυγατρική του εν λόγω υπό-ομίλου εταιρεία «...». Τέλος, στις 16.7.2018 η ελεγκτική εταιρεία «VNT ΟΡΚΩΤΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» κοινοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιστολή της προς την εταιρεία, με θέμα «Ανάκληση της από 26.4.2018 έκθεσης ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που χορηγήθηκε στην εταιρεία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” για τη χρήση που έληξε στις 31.12.2017”, με την οποία επισημαίνεται ότι δεν είχε καταστεί εφικτή η επαλήθευση των οικονομικών καταστάσεων της θυγατρικής εταιρείας «... ... LTD» και ιδίως των διαθεσίμων της, με συνέπεια να προκύπτουν επαρκή στοιχεία ότι οι καταστάσεις του ομίλου της εταιρείας για τη χρήση 2017 δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν παρέχουν επαρκή αξιόπιστη πληροφόρηση στους αποδέκτες τους. Περαιτέρω, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού έλαβε επιπλέον υπόψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εισηγμένης εταιρείας αναθέτει την κατάρτιση των εταιρικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων (εφόσον υφίσταται όμιλος) στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες της εταιρείας και ότι οι καταστάσεις αυτές υπογράφονται, εκτός άλλων προσώπων, και από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, γεγονός που συνεπάγεται αφενός μεν ότι ο τελευταίος έχει αυξημένες υποχρεώσεις κατάρτισης αξιόπιστων οικονομικών καταστάσεων, απαλλαγμένων από ουσιώδη σφάλματα, αφετέρου δε ότι η υπογραφή των καταστάσεων αυτών από το Διευθυντή του Λογιστηρίου της εταιρείας αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων, ως υπεύθυνος για την κατάρτιση των ανωτέρω καταστάσεων και, ως υπογράφων αυτές δεσμευόταν για την πληρότητα και ακρίβεια του περιεχομένου τους, καθόσον έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι εν λόγω καταστάσεις αποτυπώνουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές του ομίλου, ενώ, παράλληλα ήταν υπεύθυνος και για τη διαδικασία ενοποίησης και είχε την ευθύνη των εργασιών που εκτελούσαν τα στελέχη των θυγατρικών εταιρειών του ομίλου που υπέβαλαν τα οικονομικά στοιχεία προς ενοποίηση και την υποχρέωση να τις επιβλέπει, αλλά και να επιβεβαιώνει την ορθότητα των υποβαλλομένων απ’ αυτούς οικονομικών στοιχείων, έχοντας εκ της θέσεώς του αυτής, τη δυνατότητα να υποβάλει ερωτήματα, να ζητήσει στοιχεία και να ελέγξει περαιτέρω το περιεχόμενο των οικονομικών στοιχείων που υπέβαλαν τα κατά τόπους στελέχη των θυγατρικών εταιρειών του ομίλου, για σκοπούς κατάρτισης και υπογραφής απ’ αυτόν των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας. Την ευθύνη του προσφεύγοντος, ως υπογράφοντος τις καταστάσεις αυτές, να διασφαλίσει ότι τα οικονομικά στοιχεία που λαμβάνονταν αναφορικά με τον γεωγραφικό τομέα APAC ήταν αξιόπιστα και ακριβή επέτεινε και το γεγονός ότι οι καθαρές εξωτερικές πωλήσεις του υπό-ομίλου αυτού ανέρχονταν σε 964,2 εκατ. ευρώ περίπου ή 68% περίπου των καθαρών εξωτερικών πωλήσεων του ομίλου, ενώ τα τραπεζικά υπόλοιπά του ανέρχονταν σε 247 εκατ. ευρώ περίπου ή 55% των τραπεζικών υπολοίπου του ομίλου. Ενόψει αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επέβαλε σε βάρος του προσφεύγοντος, κατ’ επίκληση του άρθρου 37 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4443/2016, πρόστιμο 80.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι αυτός, υπό την ιδιότητα του Διευθυντή του Λογιστηρίου της εταιρείας και του υπογράφοντος τις ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας χρήσης 2017, διέδωσε, μέσω των καταστάσεων αυτών, ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες για τα ταμειακά διαθέσιμα εταιρειών του ομίλου ύψους 242,5 εκατ. ευρώ περίπου και, συνεπώς, για τη μετοχή της εταιρείας, καθόσον οι πληροφορίες αυτές ήταν αρκετά σημαντικές που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, ως ουσιώδεις, κατά τη λήψη των αποφάσεών του, εφόσον αφορούσαν βασικό κονδύλι των ανωτέρω καταστάσεων (54% των συνολικών ενοποιημένων ταμειακών διαθεσίμων για τη χρήση 2017), το οποίο ενείχε διάχυτη επίπτωση στις προαναφερόμενες καταστάσεις, λόγω της σύνδεσής του με άλλα κονδύλια των καταστάσεων, ο δε προσφεύγων όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν ψευδείς και παραπλανητικές, λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων του και της κατά τα ήδη αναφερόμενα ευθύνης του που οι ιδιότητες αυτές συνεπάγεται, συνεπώς, παρέβη την απαγόρευση χειραγώγησης αγοράς, κατ’ άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, όπως η έννοια της χειραγώγησης αγοράς ορίζεται στην περίπτ. (γ) της παραγρ. 1 του άρθρου 12 του ίδιου Κανονισμού. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου, ελήφθησαν υπόψη τα εξής : α) Η παράβαση ήταν πολύ σοβαρή, καθόσον συνίστατο στη διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών αναφορικά με τα ταμειακά διαθέσιμα εταιρειών του ομίλου της εταιρείας ύψους 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, που συνιστούσαν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κονδύλι των καταστάσεων αυτών, τόσο σε απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό επί των ενοποιημένων ταμειακών διαθεσίμων του ομίλου (περίπου 54%), οπότε επρόκειτο για σημαντικές πληροφορίες που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδεις, κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων. Επίσης, η παράβαση άρχισε στις 26.4.2018 (ημερομηνία δημοσιοποίησης των επίμαχων καταστάσεων) και διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η εταιρεία δεν προέβη σε αναμόρφωση των εν λόγω καταστάσεων, ο δε προσφεύγων ουδέποτε προσκόμισε επιβεβαιωτικά έγγραφα (παραστατικά) για τα ως άνω ταμειακά διαθέσιμα. β) Η διάδοση των προαναφερθεισών πληροφοριών είχε πολύ μεγάλη επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης ενημέρωσης στο επενδυτικό κοινό, αφού έδωσαν και πάντως ήταν πιθανόν να δώσουν, ενόψει του ύψους του ως άνω κονδυλίου των ταμειακών διαθεσίμων, ψευδείς και παραπλανητικές ενδείξεις για τη μετοχή της εταιρείας, μετά δε τη δημοσίευση της έκθεσης του αμερικανικού fund «...» και τη μη παροχή εξηγήσεων για τις ανακρίβειες/ψεύδη των εν λόγω καταστάσεων δημιουργήθηκε καθεστώς αδιαφάνειας στην αγορά και σημαντικές αμφιβολίες στο επενδυτικό κοινό για την πιστότητα των οικονομικών μεγεθών της εταιρείας, με αποτέλεσμα η τιμή και η κεφαλαιοποίηση της μετοχής της να υποχωρήσουν κατά 68,7% και 70,8%, αντίστοιχα και να τεθεί υπό καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης. Σημειωτέον ότι η εταιρεία περιλαμβάνεται στο σχηματισμό των δύο μεγαλύτερων δεικτών αναφοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ήτοι του Γενικού Δείκτη και του FTSE-25, οι οποίοι παρακολουθούνται στενά όχι μόνο από τους έλληνες αλλά και από τους αλλοδαπούς επενδυτές που συμμετέχουν στην κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών, αλλά και στη συναλλακτική δραστηριότητα με ποσοστά που προσεγγίζουν ή και υπερβαίνουν το 50% του συνόλου. γ) Ο προσφεύγων όφειλε να διασφαλίσει ότι οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας αποτυπώνουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, την χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές του ομίλου, καθόσον, ως Διευθυντής του Λογιστηρίου αυτής, ήταν ένας από τους υπογράφοντες τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις (εταιρικές και ενοποιημένες), η δε υπογραφή των τελευταίων εκ μέρους του αποτελούσε προϋπόθεση για την εγκυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης της εταιρείας επ’ αυτών, γεγονός, που καταδεικνύει το κύρος, αλλά και το μέγεθος της ευθύνης του, πέραν δε τούτων, ήταν υπεύθυνος για τη διαδικασία της ενοποίησης, οπότε, ως υπογράφων τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, είχε την ευθύνη των εργασιών που εκτελούσαν τα στελέχη των θυγατρικών εταιρειών του ομίλου που υπέβαλαν τα οικονομικά στοιχεία προς ενοποίηση και την υποχρέωση να τις επιβλέπει, αλλά και να επιβεβαιώνει την ορθότητα των υποβαλλομένων από αυτούς οικονομικών στοιχείων, λαμβανομένου δε υπόψη ότι οι καθαρές εξωτερικές πωλήσεις του γεωγραφικού τομέα APAC ανέρχονταν σε 964,2 εκατ. ευρώ περίπου ή 68% περίπου των καθαρών εξωτερικών πωλήσεων του ομίλου, ενώ τα τραπεζικά υπόλοιπά του ανέρχονταν σε 247 εκατ. ευρώ περίπου ή 55% των τραπεζικών υπολοίπου του ομίλου, όφειλε, ως υπογράφων τις εν λόγω καταστάσεις, να διασφαλίσει, λόγω της σημαντικότητας του εν λόγω γεωγραφικού τομέα, ότι τα οικονομικά στοιχεία που λαμβάνονταν αναφορικά με τον τομέα αυτό ήταν αξιόπιστα και ακριβή. δ) Συνέτρεξε περίπτωση μη συνεργασίας του προσφεύγοντος με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθόσον δεν είχε προσκομίσει, παρά τη σχετική υποχρέωσή του προς τούτο, επιβεβαιωτικά έγγραφα (παραστατικά) για τα τραπεζικά υπόλοιπα εταιρειών του ομίλου της εταιρείας κατά την 31.12.2017 συνολικού ποσού 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, παρότι ζητήθηκαν επανειλημμένα από τις 9.5.2018, ούτε παρείχε για την παράλειψη αυτή πειστικές εξηγήσεις. ε) Ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποπέσει στο παρελθόν σε παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς. στ) Συνέτρεξε περίπτωση αποτροπής της τελέσεως παρομοίων παραβάσεων τόσο από τον ίδιο τον προσφεύγοντα (ειδική πρόληψη) όσο και από τρίτους (γενική πρόληψη) στο μέλλον, αφού η δημοσίευση ψευδών και παραπλανητικών ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας χρήσης 2017 είχε πάρα πολύ μεγάλη επίπτωση στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό. Και ζ) Δεν συνέτρεξε περίπτωση λήψης μέτρων από τον προσφεύγοντα προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης. Την ορθότητα της ως άνω αποφάσεως αμφισβητεί ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή.
9. Επειδή, ήδη, ο προσφεύγων, επικαλούμενος το τεκμήριο της αθωότητας, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και κατοχυρώνεται στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, η οποία έχει ήδη ενσωματωθεί στο άρθρο 48 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε πριν από την εκκίνηση σε βάρος του της προβλεπόμενης στα άρθρα 28 επ. του ν. 4443/2016 ποινικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το εν λόγω τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα ελληνικά δικαστήρια, αφού δεν αξιολογήθηκε ουσιαστικά ή προσωπικότητά του και η πραγματική τυχόν συμμετοχή του στην αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη. Ενόψει τούτου, διατείνεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όφειλε να αναστείλει την έκδοση της απόφασής της τουλάχιστον μέχρι την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του, η οποία δεν έχει εισέτι ασκηθεί. Σχετικά δε με το τεκμήριο αθωότητας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την 1779/2020 απόφασή του, έχει δεχθεί τα εξής : Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει την αρχή του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορούμενου, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως «τελική» δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ., 167-169/2017 επταμ. κ.ά.) και ότι προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και την αντίστοιχη διοικητική δίκη (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ., 175/2018 - πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 12.7.2013, 25424/09, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 94, 103 και 104, ΕΔΔΑ 18.10.2016, 21107/07, Alkaşi κατά Τουρκίας, σκέψεις 25-28). Ενόψει αυτών και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν προβλέπεται από κάποια διάταξη νόμου υποχρέωση ή δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αναστείλει την έκδοση της απόφασής της για τον πιο πάνω λόγο, ο ως άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος, προεχόντως, για το λόγο ότι ζήτημα εφαρμογής ή μη του τεκμηρίου αθωότητας δεν ανακύπτει ενώπιον της διοίκησης, όπως διατείνεται ο προσφεύγων, αλλά ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (και εφόσον υπάρχει αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου).
10. Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, ως πλημμελώς αιτιολογημένη, καθόσον δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία και πραγματικά περιστατικά, αλλά σε ένα γενικό και πλήρως αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι «όφειλε να γνωρίζει» ή «ενδεχομένως γνώριζε» τα πεπραγμένα όλων των εταιρειών του ομίλου, χωρίς να προσδιορίζει τις ειδικότερες αρμοδιότητές του και τις εταιρείες για τις οποίες ήταν υπεύθυνος, ούτε παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συνάγεται το συμπέρασμα ότι είχε γνώση και πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ασία. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στη διαδικασία που ακολουθούσε το τμήμα λογιστηρίου για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, διατείνεται ότι με προσωπική του πρωτοβουλία το 2013 συντόνισε με μία ομάδα του τμήματος μηχανογράφησης τη δημιουργία ενός δικτυακού τόπου υποβολής οικονομικών στοιχείων από όλες τις εταιρείες του ομίλου, στον οποίο γίνεται η υποβολή από τις χώρες των αναλυτικών στοιχείων κάθε τριμήνου ή πιο συγκεντρωτικών σε μηνιαία βάση, ότι η εισαγωγή γίνεται από τους κατά τόπους χρήστες σε τοπικό νόμισμα, βάσει των βιβλίων κάθε εταιρείας, ότι τα δεδομένα μεταφέρονται με την ολοκλήρωση εισαγωγής κάθε οντότητας σε αρχείο τελικής ενοποίησης (λογιστήριο μητρικής εταιρείας), αφού μετατραπούν τα ποσά σε ευρώ, ότι ακολουθεί η βασική διαδικασία της ενοποίησης για κάθε λογιστήριο που συντάσσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η οποία είναι η δημιουργία των εγγραφών απαλοιφής άρα και της ολοκλήρωσης της ενοποίησης, ότι τα δεδομένα που εισάγονται στην εφαρμογή από τους χρήστες οφείλουν να επιβεβαιώνονται από το λογιστήριο της μητρικής εταιρείας για την ορθότητά τους με τα ελεγμένα στοιχεία από τους κατά τόπους auditors που έρχονται στη διάθεση της εταιρείας και ότι το αρχείο τελικής ενοποίησης, το οποίο όπως αναφέρει, είναι σχεδιασμένο από τον ίδιο έτσι ώστε να «χτίζει» με σχετικές εντολές όλους τους πίνακες αριθμητικών δεδομένων που ενσωματώνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, είναι αυτό που τις περιόδους ενοποίησης υποβάλλεται από το λογιστήριο στη διοίκηση της εταιρείας για έγκριση αλλά και στους ορκωτούς ελεγκτές αυτής για έλεγχο. Ενόψει αυτών, υποστηρίζει ότι ουδεμία σχέση είχε με τον υπό-όμιλο APAC, ενώ ήταν πρακτικώς αδύνατη η φυσική παρουσία του στις εταιρείες του υπό-ομίλου αυτού, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, ότι ήταν υπεύθυνος σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων αποκλειστικά των εταιρειών «... ΑΕΒΤΕ», «... Συμμετοχών ΑΕ», «...ΑΕ», «... ΑΕ» και «… ΑΕ» με έδρα την Ελλάδα, ενώ, για τις λοιπές εταιρείες του ομίλου απλώς ελάμβανε πληροφορίες από τον αρμόδιο της κάθε εταιρίας, ειδικά δε, ως προς τις τελικές ενοποιητικές οικονομικές καταστάσεις του ομίλου, προβάλει ότι υπέγραψε αυτές μόνο όταν του απεστάλησαν όλες οι οικονομικές καταστάσεις των θυγατρικών εταιρειών, νομίμως υπογεγραμμένες και αφού οι συντάξαντες αυτές είχαν βεβαιώσει το ακριβές του περιεχόμενου τους, το οποίο φυσικά δεν είχε την αρμοδιότητα ούτε και τη δυνατότητα να ελέγξει, μη έχοντας στην κατοχή του τα αντίστοιχα στοιχεία (παρατίθεται κατάλογος με τα ονόματα των υπευθύνων των θυγατρικών εταιρειών στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και εκτός Ευρώπης). Επίσης, ισχυρίζεται ότι μετά την εμπλοκή του στη συγκεκριμένη υπόθεση και την κλήση του προς παροχή εξηγήσεων υπέβαλε την παραίτησή του από την εταιρεία, η οποία και έγινε δεκτή. Προς το σκοπό δε αυτό επικαλείται και προσκομίζει το από 22.7.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail), καθώς και τις από 10.8.2018 και 25.10.2018 εξώδικες δηλώσεις (και τις οικείες εκθέσεις επίδοσης) προς την εταιρεία, για την ικανοποίηση σχετικών αξιώσεών του. Τέλος, διατείνεται ότι το επίμαχο πρόστιμο ύψους 80.000 ευρώ αφενός μεν παραβιάζει το προστατευόμενο από το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαίωμα της περιουσίας, αφετέρου δε αντίκειται και στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο και πρόσφορο για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού, διότι το οικονομικό όφελος για το Δημόσιο είναι εξαιρετικά μικρό, ενώ θέτει σε κίνδυνο οικονομικής εξαθλίωσης τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του.
11. Επειδή, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κ.Δ.Δ., το παρόν Δικαστήριο, δικάζοντας επί προσφυγής, εξετάζει εξ αρχής το πραγματικό και νομικό μέρος της υπόθεσης, δυνάμενο να προβεί σε αυτοτελή διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών (ΣτΕ 620/1995 κ.ά.), υποχρεούμενο να μην ακυρώνει και αναπέμπει στη Διοίκηση την αναιτιολόγητη διοικητική πράξη, αλλά να εξαντλεί στην ουσιαστική του κρίση, αναπληρώνοντας τις τυχόν ελλείψεις της αιτιολογίας με τις κατά την εκτίμησή του διαπιστώσεις (ΣτΕ 1820/2015, 4596/2012, 2170/2003, 1496/1998). Όμως, ο ισχυρισμός αυτός εν προκειμένω είναι και αβάσιμος, αφού, ενόψει όλων των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στις σκέψεις 7 και 8, στοιχειοθετείται η παράβαση της διάδοσης, μέσω των ετήσιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ομίλου της εταιρείας για τη χρήση 2017, πληροφοριών που περιείχαν παραπλανητικές ενδείξεις για την μετοχή της εταιρείας. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την έρευνα που διεξήχθη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ουδέποτε προσκομίστηκαν τα αιτηθέντα στοιχεία (λίστα τραπεζικών λογαριασμών με τα υπόλοιπα της 31ης.12.2017 κυρίως των εταιρειών που συγκροτούν τον υπό-όμιλο ... ... LTD, επιβεβαιωτικά έγγραφα των λογαριασμών αυτών και επιστολές επιβεβαίωσης προς τις σχετικές τράπεζες) προς δικαιολόγηση του ύψους των ταμειακών διαθεσίμων του ομίλου της εταιρείας, συνολικού ύψους 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, όπως αυτά εμφανίζονταν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου της εταιρείας, παρότι ζητήθηκαν επανειλημμένα από τις 9.5.2018, με σχετικές επιστολές της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά και κατά τη διάρκεια του επιτοπίου ελέγχου που διενεργήθηκε στα γραφεία της εταιρείας, και τα οποία όφειλε να έχει στη διάθεσή της, αφού βάσει αυτών συντάχθηκαν οι εν λόγω καταστάσεις. Η μη προσκόμιση των στοιχείων αυτών, για την οποία, άλλωστε, δεν δόθηκαν πειστικές εξηγήσεις και, κατά συνέπεια, η μη επιβεβαίωση του ποσού των ως άνω ταμειακών διαθεσίμων, άγει κατ’ ακολουθίαν στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταντο τα διαθέσιμα αυτά, όπως επιβεβαιώνεται και στην από 16.7.2018 επιστολή της ελεγκτικής εταιρείας «… ΟΡΚΩΤΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, η οποία προέβη σε ανάκληση της από 26.4.2018 έκθεσης ελέγχου της εταιρείας επί των ανωτέρω καταστάσεων. Ως εκ τούτου, εφόσον οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις – τις οποίες, άλλωστε, δεν αναμόρφωσε η εταιρεία – δεν παρουσίαζαν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές της εταιρείας, σύμφωνα τους ορισμούς και τα κριτήρια αναγνώρισης που ορίζονται από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς, κατά τα αναφερόμενα και στη σκέψη 4, οι καταστάσεις αυτές ήταν ψευδείς και παραπλανητικές. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι οι οικονομικές καταστάσεις μιας εισηγμένης εταιρείας σε ενοποιημένη βάση αποτελούν τη σημαντική (αν όχι τη σημαντικότερη) παράμετρο για την αξιολόγηση της θέσης και των προοπτικών της, ορθώς θεωρήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εμφάνιση στις επίμαχες καταστάσεις της εταιρείας χρήσης 2017 ανύπαρκτων ταμειακών διαθεσίμων ύψους 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, που αντιστοιχούσε στο 54% του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων του ομίλου, που είχε κατ’ επέκταση ως αποτέλεσμα η κερδοφορία του ομίλου να παρουσιάζεται πολύ υψηλότερη της πραγματικής, συνιστούσε, ενόψει του μεγέθους της ανακρίβειάς της, διάδοση ψευδούς και παραπλανητικής πληροφορίας, ικανής να επηρεάσει την τιμή ή τις συναλλαγές επί της μετοχής της εταιρείας. Σημειωτέον, ότι οι μετοχές της εταιρείας, κατά την κρίσιμη περίοδο, δεν τελούσαν σε καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης, το οποίο άρχισε να ισχύει στις 25.5.2018, σύμφωνα με σχετικό δελτίο τύπου που εξέδωσε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ίδια ημέρα. Εξάλλου, για τη θεμελίωση της παράβασης, αρκεί, κατά τα ήδη εκτιθέμενα στις σκέψεις 6 και 8, η διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών για την χρηματοοικονομική θέση, τις επιδόσεις και τις προοπτικές της εταιρείας, οι οποίες ήταν ικανές να επηρεάσουν το επενδυτικό κοινό στη λήψη των αποφάσεων του και δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ότι οι πληροφορίες αυτές επέδρασαν, πράγματι, στη διακύμανση της τιμής της μετοχής της εταιρείας και ότι υπήρξε πραγματική επίπτωση στις συναλλαγές και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο προσφεύγων, όπως ο ίδιος δηλώνει στην προσφυγή του, υπήρξε εμπνευστής και συντονιστής ήδη από το 2013 ενός συστήματος δικτυακού τόπου υποβολής των οικονομικών στοιχείων από όλες τις εταιρείες του ομίλου, την ορθότητα των οποίων (στοιχείων) αναγνωρίζει ρητά ότι όφειλε να επιβεβαιώνει το λογιστήριο της μητρικής εταιρείας, του οποίου προΐστατο, προκύπτει, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη αρχή της θεώρησης του ενοποιημένου ομίλου ως μιας ενιαίας επιχείρησης (βλ. και ΣτΕ 1773/2018, 753/2018), ότι, ως Διευθυντής Λογιστηρίου της μητρικής εταιρείας, είχε την ευθύνη των εργασιών που εκτελούσαν τα στελέχη των θυγατρικών εταιρειών και των δύο υπό-ομίλων που υπέβαλλαν τα οικονομικά στοιχεία προς ενοποίηση και την υποχρέωση να τις επιβλέπει, αλλά και να επιβεβαιώνει την ορθότητα των υποβαλλομένων από αυτούς οικονομικών στοιχείων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η κατάρτιση οικονομικών καταστάσεων, απαλλαγμένων από ουσιώδη σφάλματα, ήτοι καταστάσεων που να αποτύπωναν ακριβοδίκαια, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές του ομίλου. Για την επίτευξη δε σκοπού αυτού είχε από τη θέση του Προϊσταμένου του λογιστηρίου της μητρικής εταιρείας τη δυνατότητα να υποβάλει ερωτήματα προς τα ως άνω στελέχη των θυγατρικών εταιρειών, να ζητήσει από αυτά οποιαδήποτε στοιχεία και να ελέγξει περαιτέρω το περιεχόμενο των οικονομικών στοιχείων που υπέβαλαν προς τη μητρική εταιρεία προς ενοποίηση. Λαμβάνοντας δε επιπλέον υπόψη ότι συνυπέγραψε τις επίμαχες ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας χρήσης 2017, γεγονός που δεν αρνείται με την προσφυγή, συνάγεται, ενόψει, της θέσης του στη μητρική εταιρεία και της συνεπεία αυτής αυξημένης ευθύνης του για την κατάρτιση και δημοσιοποίηση αξιόπιστων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ότι γνώριζε, άλλως, όφειλε να γνωρίζει, ότι οι περιεχόμενες στις επίμαχες καταστάσεις πληροφορίες αναφορικά με τα προαναφερόμενα ανύπαρκτα ταμειακά διαθέσιμα του ομίλου χρήσης 2017 ύψους 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, που περιλαμβάνονταν στις εν λόγω καταστάσεις ήταν ψευδείς και παραπλανητικές, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και είχαν ως συνέπεια την χειραγώγηση της αγοράς, η οποία απαγορεύεται κατ’ άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού. Επομένως, νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 (περ. α΄) του ν. 4443/2016, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Ειδικά δε, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι το επίμαχο πρόστιμο αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου [Π.Π.Π.] της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/74, Α΄ 256), σύμφωνα με το οποίο: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι του δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον … προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Και τούτο διότι : α) η επιβολή προστίμων ρητώς προβλέπεται κατ’ αρχήν από τη διάταξη αυτή του Π.Π.Π. ως περίπτωση σύννομης στέρησης περιουσίας, β) η επιβολή προστίμου για παράβαση του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 594/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προβλέπεται σαφώς από το νόμο (άρθρο 37 του ν. 4443/2016) και υπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, που ανάγονται στην προστασία του επενδυτικού κοινού και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, γ) το επιβληθέν πρόστιμο, ύψους 80.000 ευρώ, απέχει κατά πολύ του ανωτάτου ορίου προστίμου που προβλέπει η ως άνω διάταξη (5.000.000 ευρώ) και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρο ή εξοντωτικό σε σχέση με τη βαρύτητα της παράβασης (πρβ. απόφαση ΕΔΔΑ της 11.1.2007 - υπόθεση Μαμιδάκης, αρ. προσφ. 35533/2004) και δ) σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων δεν προσκομίζει προς απόδειξη της οικονομικής του αδυναμίας οποιοδήποτε στοιχείο, από το οποίο να απεικονίζεται η συνολική οικονομική/περιουσιακή κατάστασή του, τούτο δε ανεξαρτήτως αν η οικονομική κατάσταση του προσώπου σε βάρος του οποίου επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρηματική κύρωση είναι υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου (βλ. και ΣτΕ 1666/2015).
12. Επειδή, ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, ορθώς αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ορίστηκε, με την προσβαλλόμενη πράξη, στο εύλογο και προσήκον ποσό των 80.000 ευρώ, με βάση τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 4443/2016 κριτήρια. Ειδικότερα, λαμβάνονται υπόψη τα εξής: Πρώτον, η ως άνω παράβαση ήταν πολύ σοβαρή, αφού το ύψος των δηλωθέντων, πλην όπως αποδείχθηκε, ανυπάρκτων ταμειακών διαθεσίμων χρήσης 2017, ανέρχονταν στο ποσό των 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, κονδύλι ιδιαίτερα σημαντικό των ετήσιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό επί των ενοποιημένων ταμειακών διαθεσίμων του ομίλου (περίπου 54%) και ενείχε διάχυτη επίπτωση στις εν λόγω καταστάσεις, εξαιτίας της σύνδεσής των ταμειακών διαθεσίμων με άλλα κονδύλια αυτών. Η παράβαση, η οποία άρχισε στις 26.4.2018, με τη δημοσιοποίηση των ως άνω καταστάσεων είχε μεγάλη διάρκεια, ήτοι πάνω από τρεις (3) μήνες, ήτοι τουλάχιστον μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ, εξάλλου, ουδέποτε αναμορφώθηκαν οι καταστάσεις αυτές, ούτε προσκομίστηκαν τα αιτηθέντα επιβεβαιωτικά των ταμειακών διαθεσίμων έγγραφα. Δεύτερον, οι οικονομικές καταστάσεις μιας εισηγμένης εταιρείας αποτελούν σημαντική (αν όχι τη σημαντικότερη) χρηματοοικονομική πληροφόρηση την οποία λαμβάνουν οι φορείς της αγοράς (επενδυτές, αναλυτές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κ.λπ.), προκειμένου να αξιολογήσουν την χρηματοοικονομική θέση της, τις επιδόσεις της και τις προοπτικές της εταιρείας, ενώ η κατάρτιση των οικονομικών αποτελεσμάτων μιας εταιρείας χωρίς συμμόρφωση με τα ΔΛΠ/ΔΠΧΑ δεν εξασφαλίζει ακριβοδίκαιη παρουσίαση της εικόνας της εταιρείας, εν προκειμένω, δε η διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών αναφορικά με τα ανωτέρω ταμειακά διαθέσιμα μέσω των προαναφερόμενων καταστάσεων είχε πολύ μεγάλη επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στους επενδυτές για τη μετοχή της εταιρείας, αφού ενόψει του ιδιαίτερα μεγάλου ύψους των ανακριβώς εμφανιζομένων ταμειακών διαθεσίμων δημιουργήθηκε εσφαλμένη εντύπωση στο επενδυτικό κοινό για το μέγεθος των ταμειακών ροών της εταιρείας και, κατά συνέπεια, για την χρηματοοικονομική θέση της, πολλώ δε μάλλον που η εταιρεία αυτή περιλαμβανόταν στο σχηματισμό των δύο μεγαλύτερων δεικτών αναφοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών (Γενικού Δείκτη και FTSE-25), οι οποίοι παρακολουθούνται στενά όχι μόνο από τους έλληνες αλλά και από τους αλλοδαπούς επενδυτές που συμμετέχουν στην κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών, αλλά και στη συναλλακτική δραστηριότητα με ποσοστά που προσεγγίζουν ή και υπερβαίνουν το 50% του συνόλου. Τρίτον, ο προσφεύγων, λόγω της θέσης του στην εταιρεία, είχε πολύ μεγάλη ευθύνη για τη διάχυση μέσω των οικονομικών καταστάσεων ανακριβών πληροφοριών για τα οικονομικά στοιχεία αυτής. Ειδικότερα, ως Διευθυντής Λογιστηρίου της μητρικής εταιρείας και υπογράφων τις εταιρικές και ενοποιημένες καταστάσεις, έπρεπε να διασφαλίσει ότι αυτές αποτύπωναν ακριβόδικαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές του ομίλου, ενώ, εξάλλου, η υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων από το Διευθυντή Λογιστηρίου αποτελεί εκ του νόμου (άρθρο 42α του ν. 2190/1920) προϋπόθεση για την εγκυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης επ’ αυτών. Επίσης, ως υπεύθυνος για τη διαδικασία ενοποίησης, καθότι εμπνευστής και συντονιστής του συστήματος δικτυακής υποβολής των οικονομικών στοιχείων από όλες τις θυγατρικές εταιρείες του ομίλου, αλλά και ως υπογράψας τις επίμαχες ενοποιημένες καταστάσεις της εταιρείας χρήσης 2017, είχε την ευθύνη των εργασιών που εκτελούσαν τα στελέχη των θυγατρικών εταιρειών του ομίλου που υπέβαλαν τα οικονομικά δεδομένα προς ενοποίηση, αλλά και την υποχρέωση να επιβεβαιώνει την ορθότητα των υποβαλλομένων από τα στελέχη αυτά δεδομένων, με την υποβολή ερωτημάτων και αιτημάτων παροχής σχετικών στοιχείων προς τις εταιρείες του ομίλου. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι, σύμφωνα με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και της θυγατρικής της «... ... LIMITED» για τη χρήση 2017, οι καθαρές εξωτερικές πωλήσεις του γεωγραφικού τομέα APAC ανερχόταν σε 964,2 εκατ. ευρώ ή 68% περίπου των καθαρών εξωτερικών πωλήσεων του ομίλου, ενώ τα τραπεζικά υπόλοιπά τους ανέρχονταν σε 247 εκατ. ευρώ ή 55% περίπου των τραπεζικών υπολοίπων του ομίλου, όφειλε να διασφαλίσει ότι τα οικονομικά στοιχεία που λαμβάνονταν αναφορικά με τον εν λόγω γεωγραφικό τομέα είναι αξιόπιστα και ακριβή. . Τέταρτον, συνέτρεξε περίπτωση μη συνεργασίας του με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθόσον ουδέποτε προσκόμισε, παρά τη σχετική υποχρέωσή του προς τούτο, επιβεβαιωτικά έγγραφα (παραστατικά) για τα τραπεζικά υπόλοιπα εταιρειών του ομίλου της εταιρείας κατά την 31.12.2017 συνολικού ποσού 242,5 εκατ. ευρώ περίπου, παρότι ζητήθηκαν επανειλημμένα από τις 9.5.2018, ούτε παρείχε για την παράλειψη αυτή πειστικές εξηγήσεις. Πέμπτον, ο προσφεύγων δεν είχε υποπέσει στο παρελθόν σε παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς. Έκτον, συνέτρεξε περίπτωση αποτροπής της τελέσεως παρομοίων παραβάσεων τόσο από τον ίδιο τον προσφεύγοντα (ειδική πρόληψη) όσο και από τρίτους (γενική πρόληψη) στο μέλλον, αφού η δημοσίευση ψευδών και παραπλανητικών ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας χρήσης 2017 είχε πάρα πολύ μεγάλη επίπτωση στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό. Και έβδομον, δεν συνέτρεξε περίπτωση λήψης μέτρων από τον προσφεύγοντα προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης. Τέλος, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση και να επιβάλλει το κατά την κρίση του προσήκον πρόστιμο, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος, με τον οποίο προβάλλεται ότι η επιμέτρηση του προστίμου έγινε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελής (ΣτΕ 2129/2018, 1603/2018, 603/2017, 465/2016, 1926/2013, 415/2012, 117/2010 κ.α.).
13. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή, να διαταχθεί η περιέλευση του παραβόλου στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 εδάφιο α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να απαλλαγεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ο προσφεύγων από τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ίδιου Κώδικα).
Δια ταύτα
-Απορρίπτει την προσφυγή.
-Διατάσσει την περιέλευση του παραβόλου στο Ελληνικό Δημόσιο. Και
-Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 17 Δεκεμβρίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΤΡΙΚΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΘΕΚΛΑ ΜΑΝΔΡΕΚΑ