Απόφαση

Αριθμός 701/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Γεώργιο Αυγέρη και Mαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ν. Σ. του Α., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 14ης Ιανουαρίου 2020 είχε εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Λιακόπουλο, ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 17.1.2020.
Του αναιρεσιβλήτου: Συνεταιρισμού με την επωνυμία "Αγροτικός Οινοποιητικός Συνεταιρισμός ...”, ο οποίος εδρεύει στη … Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Νικολακόπουλο, ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 14.1.2020.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 110/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 61/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 5-7-2018 αίτησή της, η οποία συζητήθηκε κατόπιν αναβολής κατά τη δικάσιμο της 14ης Ιανουαρίου 2020 χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Η υπόθεση εισήχθη για επανασυζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 307 του Κ.Πολ.Δ. με την …/2022 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ... ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ορίσθηκε δε Εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης ....
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 936/2018, 869/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την …/2022 πράξη του Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού προσδιορίστηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω πράξη και συνίστανται στην αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της από 5.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Ναυπλίου, …/2018 αίτησης αναίρεσης, που είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 14.1.2020, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με σκοπό την επανάληψη της συζήτησης. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 61/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) γι αυτό και είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί για το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. το από 6.7.2022 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Αρείου Πάγου Κ. Τ. στην Δ. Κ., σύνοικο και συνεργάτη του αντικλήτου της αναιρεσείουσας Παναγιώτη Λιακόπουλου), η οποία όμως είχε παραστεί και καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης. Επομένως θα θεωρηθεί παρούσα και κατά τη νέα συζήτηση, κατά τα ανωτέρω. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, ιδρύονται λόγοι αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Τέλος, η νομική αοριστία αγωγής ή ενστάσεως, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής ή της ενστάσεως κρίσεώς του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος, προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, ενώ, αντίθετα, η ποσοτική (ή ποιοτική) αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής ή της ενστάσεως, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Έτσι, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή ή στην ένσταση ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 8, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 922/2019, 19/2022). Εάν η ένσταση δεν περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε' στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ' αυτές (ΑΠ 123/2020, 1069/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ζητούσε με την από 12.10.2012 αγωγή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος, ο οποίος καθ' όλο το χρονικό διάστημα που τού παρείχε την εργασία της την άμειβε με αποδοχές που υπολείπονταν των νομίμων, να της καταβάλει τις αιτούμενες με την αγωγή διαφορές. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το κεφάλαιο αυτό και επιδίκασε στην αναιρεσείουσα το ποσό των 7.422,82 ευρώ, καθώς και το ποσό των 2.241,46 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ο αναιρεσίβλητος περιορίστηκε σε άρνηση της αγωγής, χωρίς να προτείνει ένσταση εξόφλησης των επίδικων κονδυλίων ή συμψηφισμού των υπέρτερων των νομίμων αποδοχών με τα επιδόματα δώρων εορτών, που επίσης διεκδικούσε η ενάγουσα. Επί της εφέσεως που άσκησε ο αναιρεσίβλητος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, απορρίφθηκε εν όλω το κονδύλιο για την αποζημίωση απόλυσης και, ως προς τις διαφορές αποδοχών μεταξύ νόμιμων και καταβληθεισών αποδοχών, η αγωγή έγινε δεκτή μόνο για το ποσό των 380,94 ευρώ. Το Εφετείο, για να καταλήξει στο ως άνω αποτέλεσμα, δέχθηκε ως παραδεκτή και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση εξόφλησης που πρότεινε ο αναιρεσίβλητος με την έφεσή του, σύμφωνα με τη διατύπωση της οποίας η αναιρεσείουσα έλαβε για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 1.753,44 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 12.168,18 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 12.159,52 ευρώ και για το διάστημα από 1.1.2011 έως 11.7.2011 το ποσό των 7.077,73 ευρώ, όπως τα ποσά αυτά αποδεικνύονταν από τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών των ανωτέρω περιόδων, απορρίπτοντας σιωπηρά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί αοριστίας της ένστασης, δεδομένου ότι δεν εκτίθετο με σαφήνεια ποια ποσά αντιστοιχούσαν στις μηνιαίες αποδοχές της και ποια σε επιδόματα δώρων εορτών και αδείας. Με τις προτάσεις που υπέβαλε στο Εφετείο η αναιρεσείουσα επεσήμανε, ταυτόχρονα με την ως άνω ένσταση αοριστίας, ότι στις αποδείξεις πληρωμής, στις οποίες παρέπεμπε ή ένσταση και οι οποίες δεν κάλυπταν όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, περιλαμβάνονταν και όσα της καταβλήθηκαν λόγω υπερεργασίας και υπερωρίας και εργασίας τις Κυριακές, δηλαδή για αιτία άσχετη με αυτήν της αγωγής, αφού με αυτή διεκδικούσε τη συμπλήρωση των δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών της μέχρι του ποσού των νόμιμων αποδοχών της, που ρυθμίζονταν από την από 25.7.2008 σσε, για τους όρους αμοιβής και εργασίας του εν γένει Προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ένσταση αυτή εξοφλήσεως, υπό την παραπάνω διατύπωσή της, ήταν αόριστη, διότι δεν διελάμβανε τα καταβληθέντα επί μέρους ποσά για κάθε μία από τις αξιώσεις της αναιρεσείουσας, η αοριστία δε αυτή δεν μπορούσε να συμπληρωθεί παραδεκτά με τις επικαλούμενες από τον αναιρεσίβλητο εξοφλητικές αποδείξεις. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την ένσταση εξοφλήσεως ως ορισμένη, και ουσιαστικά βάσιμη παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416 του ΑΚ, 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984. Επομένως, ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των υπόλοιπων λόγων της. Η απόφαση πρέπει, κατά το μέρος που προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως (με την αίτηση δεν πλήττεται το κεφάλαιο που αφορά στην απόρριψη του κονδυλίου της αποζημιώσεως λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας) να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που την εξέδωσε. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας του (ΚΠολΔ 176, 183, 191), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 61/2018 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν κεφάλαιο της απόφασης που αναφέρεται στο σκεπτικό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως την υπόθεση και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ