Αριθμός απόφασης 339/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: σωματείου με την επωνυμία «…………», που εδρεύει κατά μεν το καταστατικό του στην …., κατά δε την αγωγή στον ………., επί της …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παναγιώτης Σαπουντζάκης και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομικών και Μετανάστευσης και Ασύλου, που κατοικοεδρεύουν στην …., επί της οδού …………. και στον …….., επί ………….., αντίστοιχα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Αναστασία Σκουντή και την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Λαμπρινή Παρασκευουλάκου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Το εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.5.2023 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/11.5.2023) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1593/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εκκαλούν με την από 17.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../18.5.2023 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις του που κατέθεσε, ενώ οι δικαστικές παραστάτριες του εφεσίβλητου παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη από 17.5.2023 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../18.5.2023 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../26.5.2023) έφεση πλήττεται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η με αριθμό 1593/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και με την οποία έγινε δεκτή η από 11.5.2023 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/11.5.2023) του ήδη εφεσίβλητου και αναγνωρίστηκε ότι η απεργία – αποχή που κηρύχθηκε από το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν στις 5.5.2023 είναι παράνομη, απαγορεύτηκε δε με απειλή χρηματικής ποινής η συνέχισή της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός δηλαδή της προβλεπόμενης στο άρθρο 22 § 4 του Ν. 1264/1982 γνήσιας προθεσμίας των τριών ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (ΜονΕφΑθ. 124/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι ναι μεν δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εκκαλούσα συνδικαλιστική οργάνωση, όμως η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18.5.2023 (βλ. την υπ’ αριθμ. …../2023 ως άνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου), δηλαδή εντός τριών [3] ημερών από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.
ΙΙ. Στο άρθρο 22 § 4 του Ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων (ΦΕΚ Α 79/1.7.1982) ορίζεται ότι «Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 – 22 αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας», ήδη δε μετά το Ν. 4335/2015 των άρθρων 614 αρ. 3 περ. α΄ και 621 ΚΠολΔ (Α. Μπούρλος, στο υπό την επιμέλεια του Δ. Λαδά συλλογικό έργο Εργατικές Διαφορές – Δικονομικά Ζητήματα, 2019, σελ. 337). Στις υπαγόμενες στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού διαφορές περιλαμβάνονται όσες ανακύπτουν εξαιτίας της αμφισβήτησης είτε της νομιμοποίησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης στην κήρυξη της απεργίας είτε της νομιμότητας της ίδιας της απεργίας λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος ή λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του απεργιακού δικαιώματος (ΑΠ 528/1990, Δνη 1991/534 = ΔΕΝ 1991/455 = ΕΕΝ 1991/106 = ΕΕΔ 1990/832, ΜονΕφΘεσ. 2674/2013, Αρμ. 2014/252 = ΠειρΝ 2015/153). Η διάταξη θεσπίζει αποκλειστική (Ι. Ληξουριώτης, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2020, σελ. 490), μη υποκείμενη επομένως σε σιωπηρή παρέκταση (άρθρο 42 § 1 ΚΠολΔ), τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κήρυξε την απεργία, στο οποίο και δωσιδικεί αυτή υπό οποιαδήποτε δικονομική ιδιότητα (είτε ενάγει είτε ενάγεται: Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Σχόλια στα άρθρα 1, 19, 20, 21, 22, 30, 30α, 30β ν. 1264/82, 2002, άρθρο 22, αρ. 412, σελ. 393), κατ’ αποκλεισμό της δωσιδικίας του δικαστηρίου της περιφέρειας του τόπου παροχής της εργασίας (άρθρο 621 § 1 ΚΠολΔ) και των λοιπών συντρεχουσών δωσιδικιών των άρθρων 31 – 35 ΚΠολΔ (Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Β/ΙΙ, 1984, § 164, σελ. 1178). Ως έδρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, που αποτελεί πάντοτε νομικό πρόσωπο (άρθρο 1 Ν. 1264/1982), πρέπει να εννοηθεί, όπως και κατά την ερμηνεία της ιδρύουσας τη γενική νόμιμη δωσιδικία των νομικών προσώπων διάταξη του άρθρου 25 § 2 ΚΠολΔ, η αναγραφόμενη στο καταστατικό της (άρθρο 64 ΑΚ), εκτός αν ο εκεί κατονομαζόμενος τόπος διαφέρει από τον τόπο όπου ασκείται πραγματικά η διοίκησή της (υπό την έννοια του τόπου όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή αυτού στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις: ΟλΑΠ 2/2003, ΕΕμπΔ 2003/60 = ΧρΙΔ 2003/240 = ΕΝαυτΔ 2003/35 = ΝοΒ 2003/1392 = Δνη 2003/388 = ΕπισκΕΔ 2003/117), οπότε ο τελευταίος υπερισχύει (ΑΠ 616/1976, ΑρχΝ 1977/24, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 16, αρ. 13, σελ. 81, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 25, αρ. 3, σελ. 76, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, § 40, σελ. 53, Δ. Παπαστερίου, Η έδρα των νομικών προσώπων στο ιδιωτικό δίκαιο, 1979, σελ. 169), με αποτέλεσμα να καθίσταται τοπικά αρμόδιο το μονομελές πρωτοδικείο της πραγματικής έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κήρυξε την απεργία. Το ίδιο ισχύει και όταν η έδρα που αναγράφεται στο καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν είναι σαφώς καθορισμένη, όπως συμβαίνει όταν αναφέρεται μόνον κάποιος Δήμος της Επικράτειας, χωρίς συγκεκριμένη ταχυδρομική διεύθυνση (μνεία συγκεκριμένης οδού και αριθμού). Στην περίπτωση αυτή, η ελλιπής αναφορά ισούται κατ’ ουσίαν με ανυπαρξία καταστατικής έδρας, αφού ο οριζόμενος τόπος δεν είναι τότε προσιτός στους τρίτους, ώστε να επιχειρήσουν επιτυχώς εκεί επιδόσεις δικογράφων και λοιπές γνωστοποιήσεις απευθυνόμενες στη συνδικαλιστική οργάνωσης ούτε και στα μέλη αυτής, ώστε να μετάσχουν στις γενικές συνελεύσεις της (Αθ. Κρητικός, Παρατηρήσεις σε Αρμ. 1993, σελ. 1051 – 1057 [1052]), με αποτέλεσμα η εναγωγή της συνδικαλιστικής οργάνωσης να λαμβάνει παραδεκτώς και πάλι χώρα στο δικαστήριο της περιφέρειας της πραγματικής έδρας της, εφόσον βέβαια αποδεικνύεται ο (άλλος, πραγματικός) τόπος λήψης των βασικών για τη λειτουργία της αποφάσεων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση διαφοράς της καταστατικής και της πραγματικής έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κήρυξε απεργία, ο ισχυρισμός της περί τοπικής αναρμοδιότητας του δικαστηρίου της τελευταίας, στο οποίο απευθύνθηκε ο αντίδικός της, αποκρούεται με την επίκληση καταχρηστικότητας (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι Α, Γενικές Αρχές, άρθρα 64, αρ. 8, σελ. 893 και 80, αρ. 4, σελ. 1014, Δ. Παπασταύρου, ο.π., αρ. 411, σελ. 392), δεδομένου ότι η άσκηση της διοίκησης σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της καταστατικής έδρας δημιουργεί ευλόγως στους τρίτους φαινόμενο δικαίου, άξιο προστασίας.
Εν προκειμένω, η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση απευθύνθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ως Δικαστήριο της έδρας του εναγόμενου σωματείου, που δεν αμφισβητείται ότι συνιστά πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και επιχειρήθηκε πρωτοδίκως να αντικρουστεί ως απαράδεκτη, λόγω τοπικής αναρμοδιότητας, με την επίκληση της καταστατικής έδρας του εναγομένου, που βρίσκεται στην Αθήνα, όπως δεν αμφισβητείται, προκύπτει άλλωστε και από το από 13.9.2017 καταστατικό του που αναγνωρίστηκε κατ’ άρθρο 81 ΑΚ από το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. …../2018 σχετική διαταγή του και εγγράφηκε στο μητρώο σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 14.2.2018 με αριθμό ……… Ομοίως, όμως, δεν αμφισβητείται ούτε ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι σε χρόνο μεταγενέστερο και, συγκεκριμένα, το μήνα Ιανουάριο του έτους 2021 ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση και στέγαση όλων του Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής στο επί της ……………….. κείμενο ακίνητο, που υπάγεται στην περιφέρεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα όλοι οι υπάλληλοι – μέλη του εκκαλούντος να απασχολούνται πλέον εκεί ούτε το γεγονός της επίδοσης της ένδικης αγωγής στον ίδιο τόπο, όπου παρελήφθη από το μέλος της διοικήσεώς του ………….., αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων (βλ. την με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …………../11.5.2023 επιδοτήρια της αγωγής έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., την οποία, όπως και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ επισκοπεί το Δικαστήριο και πριν την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως) αλλά και συνυπογράφοντα με την ιδιότητα του γενικού του γραμματέα την από 2.5.2023 εξώδικη γνωστοποίηση της κήρυξης της ένδικης απεργίας από κοινού με την ……………., πρόεδρο του διοικητικού του συμβουλίου) ούτε το (αποδεικνυόμενο άλλωστε από την ίδια εξώδικη γνωστοποίηση) γεγονός ότι στο έγγραφό της αναγράφεται ως έδρα του εκκαλούντος η αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η πραγματική έδρα του εκκαλούντος βρίσκεται στον …………………, όπου και η επαγγελματική κατοικία των μελών της διοικήσεώς του (άρθρο 51 ΑΚ) και όπου ελήφθη η (μείζονος σοβαρότητας και ουσιώδης για τη λειτουργία της εναγόμενης συνδικαλιστικής οργάνωσης) απόφαση κήρυξης και γνωστοποίησης της ένδικης απεργίας και, επομένως, αρμοδίως η αγωγή ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως και η εκκαλουμένη, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 22 § 4 Ν. 1264/1982, 64 ΑΚ και 25 § 2 ΚΠολΔ, έκρινε. Άλλωστε, στο καταστατικό του εκκαλούντος δεν γίνεται μνεία συγκεκριμένης διεύθυνσης εντός του Δήμου Αθηναίων, με αποτέλεσμα η ελλιπής μνεία της καταστατικής του έδρα («στην …….») να το καθιστά κατ’ ουσίαν απρόσιτο στους τρίτους που επιθυμούν να συναλλαγούν ή να αντιδικήσουν μαζί του, γεγονός που καταδεικνύει καταχρηστικότητα της προβολής του περί τοπικής αναρμοδιότητας αμυντικού ισχυρισμού του, τόσον πρωτοδίκως όσον και με λόγο (τον πρώτο της ένδικης) έφεσης στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος για καθέναν από τους παραπάνω λόγους, από τους οποίους έκαστος επιστηρίζει επαλλήλως αλλά και αυτοτελώς την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 23 § 2 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων … Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του». Αντίστοιχα, στα άρθρα 19 §§ 1 και 2 και 30 §§ 1 και 8 στοιχ. α΄ και β΄ του Ν. 1264/1982 ορίζεται ότι «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς και β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρίες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας, και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων» (άρθρο 19 § 1), ότι «Η απεργία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, επιτρέπεται μετά από την τήρηση της διαδικασίας της παρ. 2 του άρθρου 20 και του άρθρου 21» (άρθρο 19 § 2) και ότι «Ο νόμος αυτός, όπως είναι, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 – 10, 16 παρ. 7 – 9, 22 παρ. 1 και 2, 24 και 27, εφαρμόζεται με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται παρακάτω ανάλογα και στους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, με εξαίρεση τους υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), όπως και στους μόνιμους ή με θητεία υπαλλήλους των Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ακόμη δε και στους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου που κατέχουν οργανικές θέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 του Συντάγματος (άρθρο 30 § 1) … Προκειμένου για δημοσίους υπαλλήλους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου (άρθρο 30 § 8 στοιχ. α΄) … Η απεργία κηρύσσεται από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (30 § 8 στοιχ. β΄). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά τη συνταγματική δικαιοταξία το δικαίωμα της απεργίας αποτελεί ειδικότερη έκφανση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και συνιστά αυτοτελές ατομικό δικαίωμα των εργαζομένων, αφενός, συνιστάμενο στην προστατευόμενη, αν ασκηθεί νομίμως, ευχέρεια του μισθωτού (στον ιδιωτικό ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα) να απαλλαγεί προσωρινά, δια της αναστολής της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης, από την εξ αυτών απορρέουσα υποχρέωση παροχής της εργασίας του χωρίς να περιέλθει σε υπερημερία οφειλέτη και, αφετέρου, υποκείμενο στους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει ο (κοινός) νομοθέτης για την άσκησή του. Μεταξύ αυτών καταλέγεται και η αρμοδιότητα του οργάνου της συνδικαλιστικής οργάνωσης που λαμβάνει την απόφαση για την κήρυξη της απεργίας και ασκεί το απεργιακό δικαίωμα, καθώς δεν αρκεί να είναι αυτή απλώς νόμιμα συνεστημένη (Δ. Ζερδελής, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2021, αρ. 777, σελ. 346). Σε τέτοιον περιορισμό υποβάλλει, κατά παρέκκλιση των αντίστοιχων ρυθμίσεων που ισχύουν για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, το δικαίωμα απεργίας των (μόνιμων και ΙΔΑΧ) πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου ο νομοθέτης προβλέποντας ότι η κήρυξη της απεργίας τους γίνεται από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ύστερα από απόφαση της οικείας γενικής συνέλευσης. Οι ρυθμίσεις του αυτές είναι αποκλειστικές, υπό την έννοια ότι καμία άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει απεργία με συμμετοχή των ως άνω υπαλλήλων (Δ. Ζερδελής, ο.π., αρ. 782, σελ. 349), ο δε περιορισμός αυτός θεωρείται συνταγματικά θεμιτός, αφού υπαγορεύεται από την ανάγκη στάθμισης και εξισορρόπησης των συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και δεν αναιρεί την ουσιαστική υπόσταση του δικαιώματος της απεργίας. Άλλωστε, δεν είναι νοητό ότι από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων παρακωλύεται η νόμιμη άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, δεδομένου ότι δικαίωμα αυτό οριοθετείται από αυτές ακριβώς τις διατάξεις, που θέτουν απλώς διαδικαστικούς κανόνες που αποσκοπούν να αποτρέψουν πρόχειρες ή βιαστικές αποφάσεις για την κήρυξη απεργίας, που αποτελεί κατά τη φύση της, ως μέσου προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, το ultimum refugium κατά το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη (ΜονΕφΘεσ. 383/2018, ΤΝΠ QUALEX, ΠρΕφΑθ. 1/1992, Δνη 1992/412 = ΕΕΔ 1992/840 = ΔΕΝ 1992/298, ΕφΠειρ. 258/2008, ΠειρΝ 2008/164, Γ. Θεοδόσης, στο υπό την επιμέλεια του Σ. Βλαχόπουλου συλλογικό έργο Θεμελιώδη Δικαιώματα, Ατομικά Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 2022, [20], αρ. 62, σελ. 465 επομ.). Επομένως, η κήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση δημοσίων υπαλλήλων είναι πάντοτε παράνομη, υπό την έννοια ότι η κηρύττουσα αυτήν οργάνωση στερείται του απεργιακού δικαιώματος, δικαιούμενες στην άσκηση του οποίου είναι μόνον οι λοιπές (δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες) οργανώσεις των υπαλλήλων αυτών (Κ. Παπαδημητρίου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2022, σελ. 241, Ι. Ληξουριώτης, ο.π., σελ. 477, Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 928, Δ. Παπασταύρου, ο.π., άρθρο 30, αρ. 450, σελ. 418, βλ. και Αλ. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 396, σελ. 222, πρβλ ΑΠ 543/2013, ΠειρΝ 2013/251 = ΧρΙΔ 2013/623, ΜονΕφΘεσ. 857/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 5466/2013, Δνη 2014/131, ΜονΕφΑθ. 3678/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η ένδικη απεργία – αποχή από κάθε διαδικασία ή ενέργεια που συνδέεται με τη διαδικασία στοχοθεσίας και αξιολογήσεως του Ν. 4940/2022 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθεισών πράξεων με αίτημα την απόσυρση των διατάξεων των άρθρων 1 – 27 και 29 του εν λόγω Νόμου και την ανάκληση των κατ’ εξουσιοδότησή τους εκδοθεισών κανονιστικών διοικητικών αποφάσεων – κηρύχθηκε από το εκκαλούν σωματείο, δηλαδή από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία μετέχουν ως μέλη υπάλληλοι (μόνιμοι και ΙΔΑΧ) του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Συνομολογείται επίσης ότι στο Υπουργείο αυτό δραστηριοποιούνται σήμερα τρεις [3] σύλλογοι εργαζομένων, που αποσκοπούν μεν στη σύσταση ομοσπονδίας, δηλαδή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, όμως δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμα τη σχετική διαδικασία. Υπό τα δεδομένα αυτά η ένδικη απεργία – αποχή είναι πράγματι παράνομη, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, αφού η κήρυξή της έπρεπε, κατά το άρθρο 30 § 8 στοιχ. β΄ του Ν, 1264/1982, να γίνει από δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια δημοσιοϋπαλληλική συνδικαλιστική οργάνωση, δεδομένου ότι εδώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 30 § 3 εδαφ. β΄ του Ν. 1264/1982, κατά την οποία θεωρείται ως δευτεροβάθμια, δυνάμενη επομένως στη σύννομη κήρυξη απεργίας, η μία και ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση (με περισσότερους κλάδους) των υπαλλήλων ενός Υπουργείου (περί της οποίας βλ. Ι. Ληξουριώτη, ο.π.). Με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του το εκκαλούν προβάλλει μόνον τον ισχυρισμό, πρώτον, ότι η έλλειψη δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των υπαλλήλων του ΥΜΕΠΟ προσδίδει αρμοδιότητα για την κήρυξη της ένδικης απεργίας στη γενική συνέλευσή του, με απόφαση της οποίας κηρύχθηκε πράγματι η επίδικη απεργιακή κινητοποίηση και, δεύτερον, ότι η τελευταία καλύπτεται, σε κάθε περίπτωση, από την από 5.5.2023 απόφαση της Ανώτατης Διοίκησης των Ενώσεων των Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), που αποτελεί την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα, η οποία γνωστοποιήθηκε εξωδίκως σε όλους τους Υπουργούς (και στον πολιτικό προϊστάμενο του ΥΜΕΠΟ) και αναφέρεται σε αποχή όλων των δημοσίων υπαλλήλων της Χώρας από τη διαδικασία αξιολόγησης του Ν. 4940/2022. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι προδήλως αβάσιμοι. Πράγματι, η εκδοχή περί αναγνωρίσεως αρμοδιότητας κήρυξης απεργίας σε πρωτοβάθμια δημοσιοϋπαλληλική συνδικαλιστική οργάνωση σε περίπτωση ανυπαρξίας υπερκείμενης θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αποδοκιμαζόμενο από το νομοθέτη, που ρητά αρνείται την απονομή τέτοιας αρμοδιότητας σε πρωτοβάθμιες οργανώσεις που αδρανούν ή ολιγωρούν ή αδυνατούν να συμπράξουν για τη σύσταση δευτεροβάθμιας οργάνωσης και ρητά τις αποκλείει από τη δυνατότητα άσκησης του απεργιακού δικαιώματος. Επιπλέον, η (συνομολογούμενη αλλά και αποδεικνυόμενη) απόφαση της ΑΔΕΔΥ δεν αρκεί για να προσδώσει νομιμότητα στην κήρυξη της ένδικης απεργίας – αποχής, που είναι παράνομη, επειδή την περί αυτής απόφαση έλαβε αναρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Πράγματι, αν η απόφαση της ΑΔΕΔΥ κάλυπτε όντως και τα μέλη του εκκαλούντος σωματείου, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η κήρυξη της απεργιακής κινητοποίησής τους, προκειμένου να παρασχεθεί πλήρης κάλυψη «στο σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής Προσφύγων του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, τους οποίους εκπροσωπούμε», όπως (όμως) ρητά αναφέρεται στην από 2.5.2023 (προγενέστερη της απόφασης της ΑΔΕΔΥ) εξώδικη γνωστοποίηση του εκκαλούντος, το περιεχόμενο της οποίας συνομολογείται. Αν πάλι η απόφαση της ΑΔΕΔΥ καλύπτει πράγματι τους υπαλλήλους – μέλη του εκκαλούντος, δεν υφίσταται κίνδυνος να υποστούν αυτά τις συνέπειες από την αυθαίρετη αποχή από τα εργασιακά τους καθήκοντα, με αποτέλεσμα η ένδικη έφεση να παρίσταται ως άνευ εννόμου συμφέροντος ασκούμενη. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ο ερευνώμενος λόγος της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Μετά ταύτα παρέλκει η έρευνα του τρίτου (και τελευταίου) λόγου της ένδικης έφεσης, με τον οποίον το εκκαλούν παραπονείται για την κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, όπως υποστηρίζει, εκφορά της πρωτοβάθμιας κρίσης περί του ότι η επίμαχη απεργία – αποχή είναι παράνομη και για το λόγο ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωσή του για την υποβολή ενώπιον του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) αίτησης διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας. Και τούτο διότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και, επομένως, απαράδεκτος, υπό την έννοια ότι και αν ακόμα ευδοκιμούσε δεν θα ήταν ικανός να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το (απορριπτικό της αγωγής) διατακτικό της οποίας επαρκώς επιστηρίζει η προηγούμενη παραδοχή της περί παράνομης απεργίας λόγω της κηρύξεώς της από αναρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση (ΜονΕφΑθ. 4242/2021, αδημ., προσκομιζόμενη, ad hoc, ενώ περί του ότι αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει επάλληλη αιτιολογία, η προσβολή της κατά το ένα μόνο σκέλος δεν αρκεί, αφού το διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς επί του άλλου, οι δε λόγοι της έφεσης που πλήττουν τις υπόλοιπες επάλληλες αιτιολογίες είναι απαράδεκτοι ως αλυσιτελείς, όταν μία από αυτές, που δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό βλ. ΟλΑΠ 25/1996, ΝοΒ 1996/46, ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 439/2010, ΝοΒ 2010/2052, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009, 927, ΑΠ 265/1989, Δνη 31/769, ΑΠ 1390/1988, Δνη 31/95, ΑΠ 1530/1988, Δνη 31/518, ΕφΠειρ. 234/2010, ΠειρΝομ. 2010/404, ΕφΘεσ. 435/2010, ΕΠολΔ 2011/116 = Αρμ. 2011/472, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1189, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1181, ΕφΛαρ. 294/2008, ΑρχΝ 2010/208, ΕφΙωαν. 186/2007, Αρμ. 2008/71, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231, Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ.).
V. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957, καθώς η υπεράσπιση της υπόθεσης για λογαριασμό του εφεσίβλητου διεξήχθη από αντιπροσώπους του ΝΣΚ (ΑΠ 589/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά την έφεση
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει μειωμένα σε τριακόσια ευρώ (300 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ