Αριθμός 943/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2022, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Νικόλαος Σκαρβέλης, Σύμβουλοι, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Ευαγγελία Τζιράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 9 Οκτωβρίου 2018 αίτηση:
των: 1. … του …, κατοίκου εν ζωή Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (…), ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του: α. …, β. …, γ. …, δ. … και 2. … χήρας … του …, το γένος …., κατοίκου Σίνδου Θεσσαλονίκης (…), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Χριστοφορίδη (Α.Μ. 5899 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισαν με πληρεξούσια και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Παρασκευή Μίληση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3101/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσίβλητου Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Νικολάου Σκαρβέλη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής …).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3101/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της 6939/2017 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη αυτήν απόφαση είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς νομιμοτόκως 48.995,17 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της σιωπηρής άρνησης χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της κατ’ άρθρο 923 Κ.Πολ.Δ. άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου για ικανοποίηση αξιώσεών τους σε βάρος του, οι οποίες τους έχουν επιδικαστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.
3. Επειδή, από το προσκομισθέν απόσπασμα της με αριθμό …/2021 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξιάρχου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσείων (...) αποβίωσε στις 26.7.2021, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (16.10.2018). Σύμφωνα δε με το .../3.8.2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών της Προϊσταμένης Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Καλαμαριάς, κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς, που ζούσαν την ημέρα του θανάτου του, τη σύζυγό του ... και τα τέκνα του ..., ... και ..., οι οποίες συνεχίζουν νομίμως την παρούσα δίκη υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του ανωτέρω, κατόπιν της από 26.8.2021 σχετικής δήλωσής τους προς το Δικαστήριο (βλ. Σ.τ.Ε. 1677, 1558/2018 κ.ά.).
4. Επειδή, με την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζονται τα εξής: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της […]». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αν πρόκειται για διαφορά που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ή για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της, για το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ενώ, αν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή η τυχόν προβολή ισχυρισμών με το ως άνω περιεχόμενο (Σ.τ.Ε. 665/2022 7μ., 2497, 2257/2018). Επί πλειόνων αναιρεσειόντων ή αναιρεσιβλήτων, για τον προσδιορισμό του ύψους του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το ύψος του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί σε καθέναν από αυτούς (Σ.τ.Ε. 2497, 35/2018, 2905/2017), κρίσιμο δε χρονικό σημείο για τον προσδιορισμό του ύψους του αντικειμένου της διαφοράς είναι η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, με συνέπεια να είναι αδιάφορος, από της πλευράς αυτής, ο επιγενόμενος θάνατος του αναιρεσείοντος ή του αναιρεσιβλήτου και ο ενδεχόμενος επιμερισμός του επίδικου ποσού στους κληρονόμους του (Σ.τ.Ε. 1479/2016, 3414/2013). Εξάλλου, σε περίπτωση που το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου (και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου, Σ.τ.Ε. 37/2019 7μ., 2934/2017 7μ., 4163/2012 7μ., 2257/2018), κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αίτησης αναιρέσεως (Σ.τ.Ε. 194/2019, 2257/2018), είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 4877/2012 7μ., 4163/2012 7μ., 2257/2018). Στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση εκείνων των διαφορών που ήχθησαν ενώπιον των δικαστηρίων (Σ.τ.Ε. 2766/2019 7μ., 3374/2011 7μ., 1700/2019). Αν ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία ή έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει η αντίθεση ή η έλλειψη αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (Σ.τ.Ε. 2497, 2257/2018). Τέλος, σε περίπτωση ερμηνείας και εφαρμογής από τα δικαστήρια της ουσίας αόριστων νομικών εννοιών που αποτελούν στοιχεία του εφαρμοστέου από τα δικαστήρια της ουσίας κανόνα δικαίου, εφόσον οι εν λόγω αόριστες νομικές έννοιες προσδιορίζονται με βάση τα πραγματικά δεδομένα της κάθε υπόθεσης, ζήτημα νομολογιακού προηγούμενου μπορεί να τεθεί μόνο εφόσον έχει αποφανθεί το Δικαστήριο σε υπόθεση με όμοια ή παρεμφερή νομικά και πραγματικά γεγονότα, διότι τότε και μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας το ίδιο νομικό ζήτημα (Σ.τ.Ε. 1964-1972/2021 7μ., 1700/2019).
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 16.10.2018, άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται για κάθε αναιρεσείοντα από το χρηματικό ποσό των 48.995,17 ευρώ, που ζήτησαν με την αγωγή τους, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 1415/2017). Το ποσό αυτό υπερβαίνει για κάθε αναιρεσείοντα το κατ’ άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 όριο των 40.000 ευρώ, χωρίς να επάγεται καμία διαφορετική έννομη συνέπεια, όσον αφορά ειδικώς τον πρώτο από τους αναιρεσείοντες, σύμφωνα με όσα γίνονται ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω, ο επιγενόμενος της άσκησης της κρινόμενης αίτησης θάνατός του και η συνέχιση της δίκης ως προς αυτόν από τις κληρονόμους του. Συνεπώς, για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης απαιτείται προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη.
6. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά λαμβανόμενα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Οι αναιρεσείοντες, κληρονόμοι εξ αδιαθέτου κατά τα 3/8 έκαστος του αποβιώσαντος στις 7.2.2002 πατέρα τους ..., άσκησαν την από 27.9.2005 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του Ιταλικού Δημοσίου, με την οποία ζήτησαν να οριστεί προσωρινή τιμή μονάδας των τμημάτων της κληρονομούμενης ιδιοκτησίας τους, τα οποία απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας κατ’ εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Θεσσαλονίκης, και να αναγνωριστούν δικαιούχοι της αποζημίωσης που θα καθοριστεί. Ειδικότερα, με τη 2698/1969 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης του Γραφείου Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, η οποία κυρώθηκε με την 1/66841/23.5.1969 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, είχε οριστεί ότι το Ιταλικό Δημόσιο, ως ωφελούμενος ιδιοκτήτης, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πατέρα των αναιρεσειόντων για τμήματα ιδιοκτησίας του, επιφάνειας 9 τ.μ. και 71,20 τ.μ., που βρίσκονται επί της οδού … αρ. … στην περιφέρεια του Δήμου Θεσσαλονίκης (συνοικισμό «Δόξα»). Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η 32337/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καθορίστηκε προσωρινώς η τιμή μονάδας αποζημίωσης των ως άνω εδαφικών τμημάτων στο ποσό των 1.140 ευρώ ανά τ.μ. και αναγνωρίστηκαν οι αναιρεσείοντες ως δικαιούχοι της αποζημίωσης και ειδικότερα έκαστος κατά ποσοστό 3/8, επιβλήθηκε δε σε βάρος του Ιταλικού Δημοσίου η δικαστική δαπάνη τους, η οποία καθορίστηκε στο ποσό των 300 ευρώ για την παράσταση και τα έξοδα των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και σε ποσοστό 3% επί του συνόλου της αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε αυτούς για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων. Στη συνέχεια, με την 22357/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της από 22.2.2006 αγωγής των αναιρεσειόντων, υποχρεώθηκε το Ιταλικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες, ως αποζημίωση με βάση την ανωτέρω 32337/2005 δικαστική απόφαση, το ποσό των 34.285,50 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και καθορίστηκαν τα δικαστικά έξοδα στο συνολικό ποσό των 3.500 ευρώ. Κατά των αποφάσεων αυτών, οι οποίες επιδόθηκαν στο Ιταλικό Δημόσιο, δεν ασκήθηκαν τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα (σχετ. τα υπ’ αρ. …/20.3.2008 και …/27.3.2008 πιστοποιητικά του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) και εκδόθηκαν τα … και …/15.5.2008 εκτελεστά απόγραφα του Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ επίσης εκδόθηκαν από την ίδια δικαστική αρχή τα από 7.4.2008 πιστοποιητικά ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με τις διατάξεις του 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Εξάλλου, δεδομένου ότι δεν καταβλήθηκαν οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις μετά των οφειλόμενων τόκων και δικαστικών εξόδων, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν την …/18.1.2008 αίτησή τους προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με την οποία ζήτησαν να τους χορηγηθεί, κατ’ άρθρο 923 του Κ.Πολ.Δ., άδεια, προκειμένου να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση των 22357/2007 και 32337/2005 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Ιταλικού Δημοσίου που βρίσκονται στην ημεδαπή. Επί της αίτησης αυτής δεν εκδόθηκε απόφαση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με την από 18.5.2009 αγωγή, που άσκησαν οι αναιρεσείοντες από κοινού με άλλους δικαιούχους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι η σιωπηρή άρνηση χορήγησης σε αυτούς της άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 923 Κ.Πολ.Δ., ανεξαρτήτως του ότι ως κυβερνητική πράξη εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου μη υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως, γεννά ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί της ισότητας των βαρών. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι, λόγω της σιωπηρής άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να τους χορηγήσει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης, υπέστησαν ζημία συνολικού ποσού ο καθένας 48.995,17 ευρώ (κεφάλαιο 34.285,50 ευρώ + τόκοι 12.256,11 ευρώ + αναλογούσα δικαστική δαπάνη 1.312,50 και 1.141,06 ευρώ), η οποία πρέπει να επιρριφθεί στο κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκτίμησε ότι λόγοι αναγόμενοι στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας επιβάλλουν τη μη χορήγηση της άδειας. Με την πρωτόδικη απόφαση (6939/2017) έγινε δεκτή η αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους αναιρεσείοντες και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το ως άνω ποσό των 48.995,17 ευρώ, με την αιτιολογία ότι η άρνηση χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης άδειας στους αναιρεσείοντες προκειμένου να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση των 22357/2007 και 32337/2005 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί μεν κυβερνητική πράξη και δεν ελέγχεται ούτε ευθέως από το Συμβούλιο της Επικρατείας ούτε παρεμπιπτόντως στα πλαίσια εξέτασης αγωγής αποζημίωσης, προσέβαλε τον πυρήνα του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος των αναιρεσειόντων και προκάλεσε ζημία σε αυτούς που συνίσταται στην αποστέρηση των ποσών (κεφαλαίου, τόκων, δικαστικών εξόδων) που τους επιδικάστηκαν με τις προαναφερθείσες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, η οποία ζημία πρέπει να ικανοποιηθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί της ισότητας των πολιτών όσον αφορά τη συνεισφορά τους στα δημόσια βάρη. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης το Δημόσιο άσκησε έφεση. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η έφεση αυτή έγινε δεκτή, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και απερρίφθη η αγωγή των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η άρνηση της χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης άδειας για την αναγκαστική εκτέλεση των αξιώσεων των αναιρεσειόντων αποτελεί κυβερνητική πράξη που δεν υπάγεται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε είναι δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητάς της επ’ ευκαιρία άσκησης αγωγής αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από παράνομη πράξη του Δημοσίου (κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.). Εξάλλου, ναι μεν, εν προκειμένω, από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης προκαλούνται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των περιουσιακών δικαιωμάτων των αναιρεσειόντων, η βλάβη όμως που υφίστανται αυτοί δεν είναι ιδιαίτερη και σπουδαία σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η αποκατάστασή της διά της εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες, εφόσον οι αγωγές τους έχουν ασκηθεί πριν από τις 10.1.2015 (σχετ. άρθρο 66 του 1215/2012 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), δύνανται να προβούν, με την προβλεπόμενη διαδικασία από τις διατάξεις του 44/2001 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (άρθρα 32 και επόμ.), στην αναγνώριση και την εκτέλεση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στο κράτος της Ιταλίας ή, άλλως, στην εκτέλεση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων στην Ιταλία με βάση τους ανωτέρω εκδοθέντες από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ευρωπαϊκούς τίτλους εκτέλεσης δυνάμει της οριζόμενης διαδικασίας από τις διατάξεις του υπ’ αριθμ. 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 «Για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου». Συνεπώς, εφόσον η βλάβη των αναιρεσειόντων δύναται να αποκατασταθεί άλλως με την εξάντληση των ως άνω προβλεπόμενων διαδικασιών, στερείται του εξαιρετικού χαρακτήρα που επιβάλλεται για την εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και συνεπώς εσφαλμένως κατά το δικάσαν εφετείο επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές από νόμιμη ενέργεια της Διοίκησης.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν εφετείο, εκκινώντας από την εσφαλμένη αντίληψη ότι κωλύεται ακόμη και ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της επίμαχης ζημιογόνου κυβερνητικής πράξης, έκρινε, κατά παραβίαση της διέπουσας την επίδικη έννομη σχέση διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ότι δεν πληρούνται τα ουσιώδη ερμηνευτικά στοιχεία της σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης των αναιρεσειόντων ως προϋπόθεσης ευδοκίμησης της αξίωσής τους προς αποζημίωση επί τη βάσει της διάταξης αυτής. Και τούτο διότι, κατά τους αναιρεσείοντες, σε αντίθεση με όσα κρίθηκαν από το δικάσαν εφετείο, ως ιδιαίτερη βλάβη νοείται η πλήττουσα (όπως εν προκειμένω) συγκεκριμένους διοικουμένους και όχι έναν ευρύ κύκλο ομοιογενούς κατηγορίας προσώπων και ως σπουδαία η έχουσα υπέρμετρο χαρακτήρα, προσδιοριζόμενο κατά τρόπο σχετικό και όχι απόλυτο, δηλαδή μετά από σύγκριση μεταξύ του εν προκειμένω ύψους της ζημίας που υπέστησαν οι αναιρεσείοντες και του συνόλου της αντίστοιχης δραστηριότητάς τους, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη η άσχημη οικονομική τους κατάσταση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι κατά εσφαλμένη ερμηνεία της ίδιας ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξάρτησε τη στοιχειοθέτηση σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης ως στοιχείου θεμελίωσης της αγωγικής αξίωσης των αναιρεσειόντων από τη δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ εφαρμογή κανόνων έτερης της εσωτερικής έννομης τάξης (ιταλικού κράτους), θεωρώντας μάλιστα τη δυνατότητα αυτήν ως προϋπόθεση για την επέλευση των έννομων συνεπειών της ως άνω συνταγματικής διάταξης, παρά το ότι μια τέτοια προϋπόθεση ουδόλως προκύπτει ερμηνευτικά από τη διάταξη αυτήν ως έρεισμα για την αποζημιωτική αξίωση των αναιρεσειόντων, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η αναγκαστική εκτέλεση στο ιταλικό κράτος διασφαλίζει με τρόπο ουσιωδώς αποτελεσματικό τα έννομα συμφέροντά τους. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι, όσον αφορά το προκριματικό νομικό ζήτημα που τίθεται με τους ως άνω λόγους αναιρέσεως, δηλαδή της δυνατότητας παρεμπίπτοντος (στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης) ελέγχου της νομιμότητας ζημιογόνου κυβερνητικής πράξης, οι ερμηνευτικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αντίκεινται προς τα κριθέντα με τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όσον αφορά δε το τιθέμενο από τους ως άνω λόγους αναιρέσεως νομικό ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε να ευδοκιμήσει αγωγική αξίωση αποζημίωσης με νομική βάση την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος για ζημία προκληθείσα από την έκδοση τέτοιας πράξης και, ειδικότερα, εάν απαιτείται ως τέτοια προϋπόθεση η ύπαρξη σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης του ζημιωθέντος και ποια είναι η ερμηνευτική οριοθέτηση της εν λόγω προϋπόθεσης, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μέρος μεν που αναφέρεται σε αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού εν προκειμένω η αγωγική αξίωση των αναιρεσειόντων δεν θεμελιώνεται σε επίκληση παρανομίας της φερόμενης ως ζημιογόνου για τους αναιρεσείοντες άρνησης χορήγησης άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου, έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής, αλλά η αξίωσή τους έχει ως νομικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος για ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από τέτοια πράξη ανεξάρτητα από τη νομιμότητά της. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η ως άνω 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει για το διαφορετικό ζήτημα της ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας και όχι για το τιθέμενο εν προκειμένω ζήτημα της ευθύνης προς αποζημίωση από κυβερνητικές πράξεις, με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη με τις κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά το μέρος όμως που με τον ως άνω ισχυρισμό προβάλλεται έλλειψη νομολογίας του Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, πράγματι, για το ως άνω τιθέμενο με τους λόγους αναιρέσεως κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα εάν μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση προς αποζημίωση για πρόκληση ζημίας από κυβερνητικές πράξεις με νομική βάση την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος και, σε καταφατική περίπτωση, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θεμελιώνεται τέτοια αξίωση δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
8. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε παράλληλα και διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες ή νόμιμες. Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία (Σ.τ.Ε. 1360-1361/2021 Ολομ., 905/2022 7μ., 622/2021).
9. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ., άρθρου μόνου του π.δ. 503/1985, Α΄ 182) ορίζεται ότι: «Aναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης». Εξάλλου, με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 12/16.1.2001) -ο οποίος, κατ’ άρθρο 66 παρ. 2 του νεότερου Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, συνεχίζει να διέπει τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκήθηκαν, τα δημόσια έγγραφα που εκδόθηκαν ή καταγράφηκαν και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίθηκαν ή συνήφθησαν πριν από την 10η Ιανουαρίου 2015- ορίστηκαν, εκτός των άλλων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 32 του εν λόγω Κανονισμού «Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντα κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από το γραμματέα», σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 33 «απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία» και σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 38 «Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου». Στο άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού ορίζονται οι αποφάσεις που δεν αναγνωρίζονται και στα άρθρα 39 επόμ. καθορίζεται η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας, ενώ η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής καθ’ εαυτήν δεν ρυθμίζεται από τον εν λόγω κανονισμό, αλλά ακολουθεί τους κανόνες του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους της εκτέλεσης. Εξάλλου, με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 143/30.4.2004) προβλέφθηκε η «θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση» (άρθρο 1). Στον εν λόγω Κανονισμό ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «απόφαση η οποία έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή και χωρίς να είναι δυνατή η προσβολή της αναγνώρισής της» (άρθρο 5), ότι «Το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, κατόπιν αιτήσεως προς το δικαστήριο προέλευσης: α) διορθώνεται όταν, λόγω τυπικού σφάλματος, υπάρχει απόκλιση μεταξύ της απόφασης και του πιστοποιητικού, β) ανακαλείται, όταν χορηγήθηκε προφανώς εσφαλμένα με βάση τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό» (άρθρο 10 παρ. 1) και ότι «η έκδοση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο» (άρθρο 10 παρ. 4). Τέλος, στο Κεφάλαιο IV του εν λόγω κανονισμού (άρθρα 20-23) και υπό τον τίτλο «Εκτέλεση» καθορίζεται, εκτός των άλλων, η διαδικασία της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και ορίζεται, ειδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 20 ότι «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, οι διαδικασίες εκτέλεσης διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ιδίους όρους με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης».
10. Επειδή, αποκλειστικός σκοπός της θέσπισης της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 923 Κ.Πολ.Δ. είναι, κατά την προφανή έννοιά της, να παρασχεθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης η εξουσία εκτίμησης της σκοπιμότητας της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού δημοσίου με κριτήριο τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η λήψη των μέτρων αυτών στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το εν λόγω κράτος. Μολονότι δε η σχετική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδίδεται επ’ ευκαιρία της δικαστικής επίλυσης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, δεν πρόκειται για πράξη σχετική με την επίλυση της ως άνω διαφοράς, δεδομένου ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν έχει περαιτέρω αρμοδιότητα, επί τη βάσει του ανωτέρω άρθρου του Κ.Πολ.Δ., να ελέγξει τη συνδρομή των γενικώς τασσόμενων από τον νόμο προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας ή την απόρριψη της αίτησης επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης περιορίζεται, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποκλειστικώς στην εκτίμηση της σκοπιμότητας, ως προς την χορήγηση της άδειας προς επίσπευση της εν λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης, από την πλευρά της μη διατάραξης των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το εμπλεκόμενο αλλοδαπό Κράτος. Συνεπώς, η αρμοδιότητα αυτή ούτε ανάγεται, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, στην άσκηση δικαιοδοτικού έργου ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Περαιτέρω, η κατά την ενάσκηση της ως άνω αρμοδιότητας εκδιδόμενη πράξη δεν αφορά στην επίλυση διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, από την προσβολή δε αυτής προκαλείται κατ’ αρχήν διαφορά διοικητικού δικαίου (Σ.τ.Ε. 22/2007 Ολομ., 3669/2006 Ολομ.). Εξάλλου, κατά τον σκοπό της θέσπισης της ανωτέρω διάταξης του Κ.Πολ.Δ., η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου με την έκδοση σχετικής άδειας περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επίσπευσης της αναγκαστικής εκτέλεσης από την πλευρά της μη διατάραξης ή της εξυπηρέτησης των καλών σχέσεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή Πολιτεία. Συνεπώς, οι πράξεις με τις οποίες, κατ’ επίκληση της εν λόγω διάταξης, ενεργείται, όπως αξιούται από τη διάταξη αυτή, στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τούτο δε διότι με τις πράξεις αυτές δεν ασκούνται εν στενή εννοία διοικητικές αρμοδιότητες, αλλά αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα όργανα του Κράτους πολιτικής φύσης ζητήματα, αναγόμενα στη διαχείριση προβλημάτων ύψιστης σημασίας για τη Χώρα. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της έλλειψης αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η κατά τα ανωτέρω, όμως, μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνο από την προπεριγραφείσα φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς από αυτές. Εξάλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τήρησης των οικείων συνταγματικών διατάξεων, ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο (Σ.τ.Ε. 22/2007 Ολομ., 3669/2006 Ολομ.). Συνακόλουθα, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας τέτοιας πράξης, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην 8η σκέψη, δηλαδή να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 923 Κ.Πολ.Δ. και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος. Η σπουδαιότητα δε της βλάβης προσδιορίζεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και των επιπτώσεων που προκαλούνται στον συγκεκριμένο διοικούμενο από την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας από αυτόν άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, τέτοια βλάβη νοείται μόνο η αποδεδειγμένα προκληθείσα εξ αυτής ταύτης της άρνησης χορήγησης άδειας εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού δημοσίου και στο μέτρο που προκλήθηκε. Δεν συνιστά δε άνευ άλλου τέτοια βλάβη το συνολικό ποσό της αξίωσης για την αναγκαστική εκτέλεση της οποίας δεν παρέχεται η αιτηθείσα άδεια, αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε περίπτωση που η άρνηση χορήγησης της άδειας συνεπάγεται την οριστική απώλεια της δυνατότητας του διοικουμένου να ικανοποιηθεί με άλλον τρόπο. Έτσι, σε περίπτωση που η ικανοποίηση της συγκεκριμένης αξίωσης μπορεί να επιδιωχθεί με εκτέλεση της απόφασης στο αλλοδαπό κράτος, η προκαλούμενη ζημία δεν ανέρχεται στο ύψος της αξίωσης αυτής, αφού αυτή εξακολουθεί υφιστάμενη και δυνάμενη να ικανοποιηθεί, αλλά ανέρχεται στο επί πλέον κόστος που συνεπάγεται (οικονομικώς αλλά και σε χρόνο) για τον διοικούμενο η προσφυγή στην αλλοδαπή έννομη τάξη για την ικανοποίησή του. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση αποζημιωτικής αξίωσης του διοικουμένου έναντι του ελληνικού δημοσίου για την αποκατάσταση της προκληθείσας από την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας άδειας ζημίας αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άρνησης αυτής και της προκληθείσας ζημίας, ο οποίος δεν υφίσταται, εκτός των άλλων, σε περίπτωση που, ενόψει της τυχόν έλλειψης στην ημεδαπή περιουσιακών στοιχείων του αλλοδαπού δημοσίου υποκείμενων σε αναγκαστική εκτέλεση, δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί η απόφαση ακόμα και αν χορηγούνταν η αιτηθείσα άδεια. Σε κάθε δε περίπτωση, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της προκληθείσας ζημίας και του ύψους αυτής, καθώς και των λοιπών προϋποθέσεων γέννησης της αποζημιωτικής αξίωσης έναντι του ελληνικού δημοσίου από την παραπάνω αιτία φέρεται από τον ζημιωθέντα. Μόνη, όμως, αφηρημένα, η δυνατότητα του τελευταίου να επιδιώξει την εκτέλεση της εκδοθείσας στην ημεδαπή απόφασης στο κράτος το οποίο αυτή αφορά με βάση τους υφιστάμενους σχετικώς διεθνείς κανόνες και, στην ειδικότερη περίπτωση που πρόκειται για κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστής της απόφασης στο κράτος αυτό κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001 ή με έκδοση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 805/2004 δεν αποκλείει τον χαρακτήρα της τυχόν προκαλούμενης βλάβης ως ιδιαίτερης και σπουδαίας. Και τούτο γιατί, ακόμη και αν, ενόψει του υφιστάμενου στο αλλοδαπό κράτος δικονομικού καθεστώτος εκτέλεσης (το οποίο είναι εφαρμοστέο, ελλείψει σχετικών ρυθμίσεων στους κανονισμούς αυτούς), είναι δυνατή (ή εξακολουθεί να είναι δυνατή, λαμβανομένου υπόψη του διαδραμόντος χρόνου) η εκτέλεση αυτή στο εν λόγω κράτος, δεν αποκλείεται η προκαλούμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση βλάβη του διοικουμένου από την υποχρέωσή του να προσφύγει σε αλλοδαπή έννομη τάξη για την ικανοποίηση της αξίωσής του να υπερβαίνει, ενόψει των ακολουθητέων εκεί διαδικασιών και του κόστους αυτών, καθώς επίσης και του απαιτούμενου προς ολοκλήρωσή τους χρόνου, τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια ζημίας που μπορεί να αξιωθούν από τον συγκεκριμένο διοικούμενο, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας από την επίρριψη του συνόλου της βλάβης αυτής στον συγκεκριμένο διοικούμενο, προς εξυπηρέτηση του σκοπού δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκεται με την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας από αυτόν άδειας.
11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της πρωτόδικης απόφασης με το σκεπτικό ότι η βλάβη των αναιρεσειόντων (για την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη δέχεται ότι προκλήθηκε) δεν είναι ιδιαίτερη και σπουδαία εκ μόνου του ότι οι αναιρεσείοντες δύνανται να προβούν, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του 44/2001 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 διαδικασία, στην αναγνώριση και την εκτέλεση στο κράτος της Ιταλίας των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για τις οποίες ζητήθηκε η ένδικη άδεια, ή άλλως στην εκτέλεση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων στην Ιταλία με βάση τους σχετικώς εκδοθέντες από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ευρωπαϊκούς τίτλους εκτέλεσης δυνάμει της οριζόμενης από τις διατάξεις του 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 διαδικασίας, δεν αιτιολογείται νομίμως.
12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Λόγω όμως της σπουδαιότητας των τιθέμενων με την υπό κρίση αίτηση ζητημάτων, που συναρτώνται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γεννηθεί αξίωση προς αποζημίωση κατ’ επίκληση της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την κατ’ άρθρο 923 Κ.Πολ.Δ. άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης κατά αλλοδαπού δημοσίου και, περαιτέρω, με το αν η δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης αυτής στο κατά περίπτωση αλλοδαπό κράτος αποτελεί ή όχι στοιχείο που αναιρεί άνευ άλλου τον χαρακτήρα της προκαλούμενης στον διοικούμενο από την ως άνω άρνηση βλάβης ως ιδιαίτερης και σπουδαίας και, συνακόλουθα, την αξίωσή του προς αποζημίωση, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση, λόγω σπουδαιότητας, στην επταμελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Νικόλαο Σκαρβέλη και δικάσιμο την 4η Δεκεμβρίου 2023.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2022
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου Ειρήνη Δασκαλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 2023.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ταξιαρχία Κόμβου Μαρία Κουμουτσάκου