Περίληψη

Οι δικηγόροι, υπαγόμενοι στην ασφάλιση του πρώην ΕΤΑΑ και από 1.1.2017 στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ (ήδη e-ΕΦΚΑ), καταβάλλουν, κατ’ αρχήν, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 39 Ν 4387/2016 εισφορές για τον κλάδο κύριας συντάξεως, ως εκ της ιδιότητάς τους ως αυτοαπασχολούμενοι. Την ιδιότητα αυτή φέρουν κατά τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων (Ν 4194/2013) και οι έμμισθοι δικηγόροι, καθόσον η παροχή από δικηγόρο νομικών συμβουλών και υπηρεσιών, ακόμα και στο πλαίσιο της σχέσεως πάγιας αντιμισθίας, είναι σχέση έμμισθης εντολής και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Διάφορο είναι το ζήτημα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο νομοθέτης εξομοιώνει κατά πλάσμα δικαίου το εισόδημα των έμμισθων δικηγόρων με εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της περ. στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 38 Ν 4387/2016, που προβλέπει ρητώς ότι μόνον το εισόδημα των έμμισθων δικηγόρων (παλαιών και νέων ασφαλισμένων) που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών εξομοιώνεται με εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και ότι για το εισόδημα αυτό ισχύει ο καθιερούμενος στο άρθρο 38 κανόνας επιμερισμού των εισφορών μεταξύ ασφαλισμένου έμμισθου δικηγόρου (1/3) και εργοδότη-εντολέα (2/3), ενώ κατά τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της ίδιας περ. στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 38 το τυχόν εισόδημα των έμμισθων δικηγόρων από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης, υπόκειται σε εισφορά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 39 αναλόγως εφαρμοζόμενο πλην της παρ. 3 αυτού [ήδη το ζήτημα της καταβολής εισφορών επί παράλληλης απασχολήσεως των έμμισθων δικηγόρων ρυθμίζεται στην υποπερ. vi της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 36 Ν 4387/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 Ν 4670/2020] (ΣτΕ 13/2022). Με τις διατάξεις αυτές (άρθρο 38 παρ. 3 περ. στ΄ Ν 4387/2016), όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση, οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί όσον αφορά την ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο κύριας συντάξεως και οι εντολείς-εργοδότες αυτών αποδίδουν ασφαλιστικές εισφορές (τόσο την εργοδοτική όσο και την μηνιαίως παρακρατούμενη από την πάγια αντιμισθία εισφορά του ασφαλισμένου έμμισθου δικηγόρου) κατά τα οριζόμενα στις περί εισφορών διατάξεις της νομοθεσίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Εξάλλου, η αντιμετώπιση από ασφαλιστικής απόψεως των έμμισθων δικηγόρων ως μισθωτών για το προερχόμενο από την μηνιαία πάγια αντιμισθία εισόδημά τους και ο συνεπεία αυτής επιμερισμός των εισφορών μεταξύ ασφαλισμένου και εντολέα-εργοδότη ισχύει και όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ υγειονομικής περιθάλψεως, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 41 Ν 4387/2016, με την παρ. 1 του οποίου καθορίζονται το ποσοστό (7,10%) και ο τρόπος υπολογισμού (με επιμερισμό κατά 4,55% σε βάρος του «εργοδότη» και κατά 2,55% σε βάρος του ασφαλισμένου) της εισφοράς αυτής των μισθωτών «των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα του παρόντος νόμου», δηλαδή κατά το άρθρο 38 του νόμου αυτού. Επίσης, τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εισφορές επικουρικής ασφαλίσεως σύμφωνα με το άρθρο 97 Ν 4387/2016, με την παρ. 1 του οποίου καθορίζεται το ποσοστό και ο τρόπος υπολογισμού (με επιμερισμό κατά το ήμισυ μεταξύ «εργοδότη» και ασφαλισμένου) της μηνιαίας εισφοράς των μισθωτών με παραπομπή όσον αφορά τη βάση υπολογισμού στο άρθρο 38. Όσον αφορά την εισφορά για την ασφάλιση πρόνοιας των έμμισθων δικηγόρων για τα έτη 2017 και 2018 είναι εφαρμοστέο το καθεστώς του Ν 4461/2017 και διά παραπομπής από το άρθρο 96 του νόμου αυτού καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν 1868/1989 και της ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσας ΚΥΑ -η οποία εφαρμόζεται σε όλους τους έμμισθους δικηγόρους, δηλαδή τους απασχολούμενους τόσον στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ όσον και στον ιδιωτικό τομέα- καθώς και το πλέγμα των διατάξεων που ρύθμιζαν την ετήσια ασφαλιστική εισφορά των έμμισθων δικηγόρων υπέρ του κλάδου πρόνοιας του π. ΤΠΔΑ.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων