Απόφαση

Αριθμός 394/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Αγορίτσα Σδράκα, Φραντζέσκα Γιαννακού, Σύμβουλοι, Βασιλική Μόσχου, Γεωργία Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αναστασία Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Ιανουαρίου 2019 αίτηση:
του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Αθανίτη (Α.Μ. 15396), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Χαλκοκονδύλη 30), η οποία παρέστη με τις δικηγόρους: α) Χρυσούλα Πρωτόπαπα (Α.Μ. 12882) και β) Χρυσούλα Μαυρομμάτη (Α.Μ. 28461), που τις διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3404/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Φραντζέσκας Γιαννακού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά τον νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3404/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 15.3.2017 προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της .../2017 εγγραφής της στον χρηματικό κατάλογο του αναιρεσείοντος Δήμου για τέλη καθαριότητας και φωτισμού οικονομικού έτους 2017, ποσού 423.146,88 ευρώ.
2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στις 10.1.2019, υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και το από 7.1.2019 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Διευθυντή Δημοτικών Προσόδων του Δήμου Αθηναίων, το χρηματικό ποσό της αγομένης κατ’ αναίρεση διαφοράς υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο των 40.000 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του ποσού της διαφοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει.
3. Επειδή, το β.δ. της 24.9./20.10.1958 (Α΄ 171) ορίζει στο άρθρο 21, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν. 1080/1980 (Α΄ 246), ότι: «1. Δια τας υπό του δήμου […] παρεχομένας υπηρεσίας καθαριότητος των οδών, πλατειών και κοινοχρήστων εν γένει χώρων, της περισυλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμμάτων [...], επιβάλλεται τέλος οριζόμενον δι’ αποφάσεως του συμβουλίου, υποκειμένης εις την έγκρισιν του νομάρχου. […] 5. Το τέλος καθαριότητος και αποκομιδής απορριμμάτων βαρύνει τον ποιούμενον την χρήσιν των ακινήτων [...]» και στο άρθρο 22 ότι: «Δια τας δαπάνας εγκαταστάσεων, συντηρήσεως και ηλεκτρικής ενεργείας προς φωτισμόν των κοινοχρήστων χώρων επιτρέπεται δι’ αποφάσεως του συμβουλίου, υποκειμένης εις την έγκρισιν του νομάρχου, η επιβολή υπέρ του δήμου […] τέλους μη δυναμένου να υπερβή τα τριάκοντα τοις εκατόν του εκάστοτε επιβαλλομένου τέλους καθαριότητος. Τα εκ του τέλους έσοδα διατίθενται αποκλειστικώς δια τας δαπάνας φωτισμού». Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 12 του ν. 1828/1989 (Α΄ 2) ορίζεται ότι: «Τα τέλη καθαριότητος και φωτισμού που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του β.δ. 24.-9./20.10.1958 [...] και του άρθρου 4 του ν. 1080/1980 [...], ενοποιούνται σε ενιαίο ανταποδοτικό τέλος. Το τέλος αυτό επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού [...] συμβουλίου για την αντιμετώπιση των δαπανών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από παγίως παρεχόμενες στους πολίτες δημοτικές ή κοινοτικές υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα. Για τον καθορισμό του συντελεστή του τέλους και τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του τέλους αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 25/1975 (ΦΕΚ A΄ 74), όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 429/1976 (ΦΕΚ Α΄ 235) και το άρθρο 5 του ν. 1080/1980». Εξάλλου, στο άρθρο 12 παρ. 2 του α.ν. 1672/1951 (Α΄ 36), ορίζεται ότι: «Η Δημοσία Επιχείρησις Ηλεκτρισμού δύναται να χρησιμοποιή δημοσίας, δημοτικάς και κοινοτικάς οδούς, πεζοδρόμια, πλατείας, σιδηροδρομικάς και τροχιοδρομικάς γραμμάς δια την υπέρ ή υπό ταύτας τοποθέτησιν εναερίων ή υπογείων εγκαταστάσεων, τροφοδοτικών συρμάτων και δικτύων, ως και να ενεργή τας απαιτουμένας εργασίας δια την συντήρησιν και επισκευήν των εγκαταστάσεων τούτων. Η Δημοσία Επιχείρησις Ηλεκτρισμού δύναται επίσης να χρησιμοποιή οδούς και πλατείας δια την κατασκευήν υπ’ αυτάς υποσταθμών και άλλων τεχνικών έργων. Δια τας ανωτέρω χρησιμοποιήσεις η Δημοσία Επιχείρησις Ηλεκτρισμού εις ουδεμία υποχρεούται αποζημίωσιν, υποχρεούται όμως ν’ αποκαθιστά άνευ αναβολής εις την προτέραν κατάστασιν οδούς, πλατείας κ.λπ. διαταραχθείσας παρ’ αυτής».
4. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του β.δ/τος της 24.9./20.10.1958 και του ν. 1828/1989 προκύπτει ότι το κατά το άρθρο 25 παρ. 12 του ν. 1828/1989 ενιαίο τέλος καθαριότητας και φωτισμού έχει ανταποδοτικό (και όχι φορολογικό) χαρακτήρα (ΣτΕ 60/2010 7μ., 1955, 1952/2022) και επιβάλλεται για παρεχόμενες από τους δήμους υπηρεσίες (ιδίως, καθαριότητας των οδών, πλατειών και κοινοχρήστων εν γένει χώρων, περισυλλογής, αποκομιδής και διάθεσης απορριμμάτων και φωτισμού των κοινοχρήστων χώρων). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν νοείται επιβολή του εν λόγω τέλους στους ίδιους τους κοινοχρήστους χώρους, στην εξασφάλιση της καθαριότητας και του φωτισμού των οποίων αποβλέπει, ως χρήση δε ακινήτου, η οποία επάγεται υποχρέωση καταβολής του εν λόγω τέλους, νοείται η χρήση των ιδιωτικών ακινήτων, τα οποία εξυπηρετούνται από τις παρεχόμενες από τους δήμους ως άνω υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού των κοινοχρήστων χώρων, και δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν η χρήση των κοινοχρήστων χώρων (οδών, πλατειών κ.λπ.), είτε πρόκειται για τη συνήθη χρήση είτε για ειδική ή αυξημένη χρήση αυτών, εκτός αν αυτή ασκείται κατά τρόπον προσομοιάζοντα προς τη συνήθη χρήση ή εκμετάλλευση ιδιωτικών ακινήτων (ΣτΕ 1955, 1952/2022, 1891/1977, πρβλ. ΣτΕ 914, 915, 1314, 1315, 1349-1352/2018, 2049/1982, 2812/1972, 1165/1970). Ενόψει των ανωτέρω, τέλος καθαριότητας και φωτισμού δεν μπορεί να επιβληθεί για το καταλαμβάνον κοινοχρήστους χώρους εναέριο και υπόγειο δίκτυο της Δ.Ε.Η., στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι υπόγειοι υποσταθμοί στους οποίους είναι εγκατεστημένος ηλεκτρολογικός εξοπλισμός για τη μετατροπή και, στη συνέχεια, διανομή ηλεκτρικής ενέργειας στους κατοίκους του οικείου δήμου, διότι η χρήση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσομοιάζει προς τη συνήθη ή επαγγελματική χρήση ιδιωτικού ακινήτου (ΣτΕ 1955, 1952/2022).
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκανε δεκτό ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προέκυπταν τα εξής: «Η προσφεύγουσα [και ήδη αναιρεσίβλητη] διαβίβασε στον καθ’ ού [και ήδη αναιρεσείοντα] Δήμο, με την υπ’ αρ. πρωτ. .../30.1.2017 βεβαίωση - δήλωσή της, συνημμένες καταστάσεις με τα ακίνητα και τα αντίστοιχα εμβαδά τους (χώροι που χρησιμοποιούνται ως υποσταθμοί πόλεως) ιδιοκτησίας της Δ.Ε.Η., τη διαχείριση και λειτουργία του δικτύου των οποίων έχει ήδη αναλάβει η ίδια, βάσει του ν. 4001/2011, καθώς και καταστάσεις με τα ακίνητα που έχει μισθώσει αυτή από τρίτους, τα οποία βρίσκονται στα διοικητικά όρια του Δήμου, δηλώνοντας ότι αυτά παραμένουν μόνιμα κλειστά και δεν έχουν τοποθετηθεί σ’ αυτά μετρητές Δ.Ε.Η. για την ηλεκτροδότησή τους και, επομένως, για τον λόγο αυτό, πληρούν τις προϋποθέσεις του ν. 3345/ 2005 (άρθρο 5) για την απαλλαγή τους από δημοτικά τέλη. Ο [αναιρεσείων] Δήμος έκρινε ότι τα ανωτέρω ακίνητα υπάγονται σε τέλη καθαριότητας και φωτισμού για το έτος 2017, βάσει του ν. 25/75 (άρθρο 3), και του ν. 1080/1980, και προέβη στη σύνταξη χρηματικού καταλόγου για την βεβαίωσή τους (Α.Χ.Κ. .../2017), αφού τα προσδιόρισε στο ποσό των 423.146,88 ευρώ. Ακολούθως, κοινοποιήθηκε στην [αναιρεσίβλητη] η από 14.02.2017 ειδοποίηση της Δ/νσης Εσόδων του Δήμου, με την οποία της γνωστοποιήθηκε η εγγραφή της στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών φωτισμού καθαριότητας, για το έτος 2016 (οικ. 2017), για το ανωτέρω ποσό, λόγω χρήσης κοινοχρήστων χώρων συνολικής επιφάνειας 67.812 τ.μ., σύμφωνα με την 2138/2016 απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου (67.812×6,24). […] Με την [...] προσφυγή της η [αναιρεσίβλητη] προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι οι χώροι για τους οποίους επιβλήθηκαν τα ένδικα τέλη είναι υπόγειοι υποσταθμοί όπου είναι τοποθετημένος ηλεκτρολογικός εξοπλισμός για τη μετατροπή και εν συνεχεία διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, συνεπώς οι υποσταθμοί αυτοί εξυπηρετούν σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, η χρήση δε των κοινόχρηστων χώρων για την τοποθέτηση και λειτουργία των εν λόγω υποσταθμών από τη Δ.Ε.Η. και, εν συνεχεία, από την καθολική διάδοχο αυτής ΔΕΔΔΗΕ δεν υπόκειται σε δημοτικά τέλη, επομένως, ούτε στα ένδικα τέλη, όπως προκύπτει από τα άρθρα 12-14 του α.ν. 1672/1951. Ο [αναιρεσείων] Δήμος, με τις απόψεις του επί της προσφυγής υποστηρίζει ότι τα ένδικα τέλη υπολογίστηκαν με βάση τον, κατ’ έτος, προσδιορισμό τους με σχετική απόφαση του Δ.Σ., ότι η καταβολή του τέλους είναι υποχρεωτική και ανεξάρτητη από τη χρήση της σχετικής υπηρεσίας του Δήμου, καθώς και ότι για την εφαρμογή της ευεργετικής διάταξης του ν. 3345/2005 είναι απαραίτητη η μη ηλεκτροδότηση των ακινήτων». Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ως εξής: «στη Δ.Ε.Η., η οποία ιδρύθηκε με τον ν. 1468/1950 και το εκδοθέν από 28 Ιανουαρίου 1951 β.δ. και λειτουργούσε ως δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας, παραχωρήθηκαν, για την εκπλήρωση του σκοπού της, που συνίστατο στην κατασκευή εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και στην εγκατάσταση εθνικού δικτύου μεταφοράς και διανομής αυτής, διάφορα φορολογικά προνόμια και ατέλειες, μεταξύ των οποίων ήταν και η απαλλαγή της, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951, από την “αποζημίωση”, για τη χρήση δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών οδών, πεζοδρομίων, πλατειών κ.λπ., για την τοποθέτηση υπέργειων και υπογείων εγκαταστάσεων, στύλων και υποσταθμών για τη διέλευση δικτύων και καλωδίων, ως τέτοια δε “αποζημίωση” θεωρείται, κατά την έννοια του νόμου, και η υποχρέωση καταβολής τελών καθαριότητας και φωτισμού για την χρήση των ανωτέρω κοινοχρήστων χώρων. Ακολούθως, και μετά τη μετατροπή της Δ.Ε.Η. με το π.δ. 333/2000, σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “Δ.Ε.Η. Α.Ε.”, εξακολουθεί αυτή, και με τη νέα της μορφή, να έχει ως σκοπό την άσκηση εμπορικής και βιομηχανικής δραστηριότητας στον τομέα της ενέργειας καθώς και την κατασκευή, επίβλεψη, εκμετάλλευση συντήρηση και λειτουργία εργοστασίων, αλλά και δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ενώ με τον ν. 2941/2001, ορίστηκε ρητά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις που αφορούσαν προνόμια της Δ.Ε.Η. ως δημόσιας επιχείρησης, και μετά τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, μεταξύ των οποίων είναι και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951, που αφορά στη δυνατότητα της χρήσης των κοινοχρήστων χώρων για τη διέλευση γραμμών μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την τοποθέτηση στύλων και υποσταθμών κ.λπ. για την εκπλήρωση του δημοσίας ωφέλειας σκοπού της, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις που αφορούν στην απελευθέρωση της ενέργειας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 8 του ν. 4001/2011, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951 εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων διατάξεων, που προβλέπουν προνόμια χρήσεως κ.λπ. κοινοχρήστων χώρων υπέρ της Δ.Ε.Η. Α.Ε., και υπέρ της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., η οποία αποτελεί θυγατρική εταιρεία της Δ.Ε.Η. Α.Ε., στην οποία ανατέθηκε με τον ν. 4001/2011 η λειτουργία, συντήρηση και ανάπτυξη του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας». Ενόψει των προεκτεθέντων, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε, τελικώς τα ακόλουθα: «Η Δ.Ε.Η., ως δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας που ήταν πριν από τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, απαλλασσόταν από την υποχρέωση καταβολής δημοτικών τελών για χρήση κοινοχρήστων χώρων και του υπεδάφους αυτών, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951. Η απαλλαγή αυτή εξακολούθησε να ισχύει και μετά τη μετατροπή της, με το π.δ. 333/2000, σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “Δ.Ε.Η. Α.Ε.”, δεδομένου ότι με τον ν. 2941/2001 ορίστηκε ρητά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις που αφορούσαν προνόμια της Δ.Ε.Η. ως δημόσιας επιχείρησης, και μετά τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, μεταξύ των οποίων είναι και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951. Η τελευταία διάταξη εφαρμόζεται και υπέρ της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. ([αναιρεσίβλητης]), σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 123 παρ. 8 του ν. 4001/2011. Κατά συνέπεια, είναι μη νόμιμη η εγγραφή της στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών φωτισμού καθαριότητας, για το έτος 2017, του [αναιρεσείοντος] Δήμου, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο της προσφυγής». Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκανε δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε την εγγραφή της στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών καθαριότητας και φωτισμού, οικ. έτους 2017, ποσού 423.146,88 ευρώ.
6. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι τα ένδικα τέλη καθαριότητας και φωτισμού διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του από 24.9./20.10.1958 β.δ., οι δε απαλλαγές προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 82 του ίδιου β.δ. και 5 του ν. 3345/2005 (Α΄ 138), μη εφαρμοζομένης της διατάξεως του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951, την οποία εσφαλμένως εφήρμοσε το δικάσαν διοικητικό εφετείο, δεδομένου ότι η απαλλαγή από την προηγούμενη καταβολή τέλους χρήσεως κοινοχρήστων χώρων για τη διέλευση των εναέριων, επίγειων ή υπόγειων δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είναι διάφορη από την απαλλαγή από την καταβολή των επίδικων ανταποδοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού για τη χρήση των ανωτέρω χώρων. Ενόψει τούτων, προβάλλεται ότι νομίμως εχώρησε η ένδικη εγγραφή της αναιρεσίβλητης στον βεβαιωτικό κατάλογο του αναιρεσείοντος Δήμου και έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο δεχθέν το αντίθετο, δεδομένου ότι, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, για την απαλλαγή από τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς η μη ηλεκτροδότηση και η μη χρησιμοποίηση των ακινήτων καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως δε η αναιρεσίβλητη συνομολόγησε με την προσφυγή και με τα υποβληθέντα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου υπομνήματά της, οι υπόγειοι υποσταθμοί, επί των οποίων επιβλήθηκαν τα ένδικα τέλη, ναι μεν δεν ηλεκτροδοτούνται, χρησιμοποιούνται όμως για την εγκατάσταση ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, για τη μετατροπή και στη συνέχεια διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, γίνονται δε σ’ αυτούς εργασίες συντήρησης. Για το παραδεκτό του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι επί του κρισίμου εν προκειμένω νομικού ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντιθέτως, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχεται σε αντίθεση προς μνημονευόμενες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθώς και προς πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
7. Επειδή, από το παρατεθέν στην πέμπτη σκέψη περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, ενόψει της εφαρμογής από το δικάσαν δικαστήριο των διατάξεων που αφορούν στην απαλλαγή της Δ.Ε.Η. από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για τη χρήση κοινοχρήστων χώρων (βλ. μνεία του άρθρου 12 του α.ν. 1672/1951), προκύπτει ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι το ένδικο τέλος καθαριότητας και φωτισμού επιβλήθηκε για υπόγειους υποσταθμούς της Δ.Ε.Η., στους οποίους είναι τοποθετημένος ηλεκτρολογικός εξοπλισμός για τη μετατροπή και την εν συνεχεία διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι ευρίσκονται στο υπέδαφος κοινοχρήστων χώρων. Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη, νομίμως ακυρώθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση η εγγραφή της αναιρεσίβλητης στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών καθαριότητας και φωτισμού για το ένδικο έτος για τους υπόγειους υποσταθμούς της Δ.Ε.Η., ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολογίας της (ΣτΕ 1955/2022, πρβλ. ΣτΕ 1952/2022), ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι, ανεξαρτήτως του παραδεκτού αυτού από την άποψη της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, απορριπτέος ως αβάσιμος (πρβλ. ΣτΕ 1955/2022). Οι δε περαιτέρω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, ότι οι επίμαχοι υπόγειοι υποσταθμοί δεν αφορούν στο κατά μήκος των οδών εκτεινόμενο εναέριο και υπόγειο δίκτυο της Δ.Ε.Η., προβάλλονται απαραδέκτως, διότι αναφέρονται κατ’ ουσίαν σε ζητήματα εσφαλμένης εκτιμήσεως περί τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και υπαγωγής αυτών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, με συνέπεια να μην νοείται μη ύπαρξη σχετικής νομολογίας (ΣτΕ 1953/2022).
8. Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα Δήμο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2023
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Μιχαήλ Πικραμένος Αναστασία Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2023.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Κωνσταντίνος Κουσούλης Καλλιόπη Ανδρέου