Απόφαση

Αριθμός απόφασης 1389/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16°
Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Λουκία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου και από τον Γραμματέα Μιχαήλ Αλεξάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της ..., (με ΑΦΜ ..., ΔΟΥ ..., αρ. ΓΕΜΗ ...) και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης δια απορροφήσεως της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (όπως μετέβαλε την επωνυμία της η εταιρεία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» σύμφωνα με την με αρ. .../3.6.2021 απόφαση του Τμήματος ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΕ, Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (καταχώριση ΓΕΜΗ την 3.6.2021 με κωδικό αρ. καταχώρισης ...), μετά την υπ’ αρ. πρωτ. ... /30.12.2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Δνσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (καταχώριση ΓΕΜΗ την 30.12.2021 με κωδικό αρ. καταχώρισης ...), με την οποία απόφαση εγκρίθηκε: i) η συγχώνευση των ανωνύμων εταιρειών «.... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με αριθμό ΓΕΜΗ ... (απορροφώσα εταιρεία) και .... ΑΝΩΝΥΜH ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με αριθμό ΓΕΜΗ ... (απορροφώμενη εταιρεία), με απορρόφηση της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη και μεταξύ άλλων ii) η τροποποίηση του άρθρου 1 (επωνυμία) του καταστατικού της απορροφώσας εταιρείας λόγω της συγχώνευσης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Κονιδιτσιώτη.
Του εφεσίβλητου ... του ... και της ..., κατοίκου ..., οδός ...., με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Κωνσταντινίδη δυνάμει δηλώσεως του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος - ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 30.3.2018 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης .../…/2018 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 15076/2020 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή.
Την απόφαση αυτή εκκαλεί η εναγόμενη και ήδη η ως άνω καθολική διάδοχος αυτής με την από 21.4.2021 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../…/2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί με την υπ’ αριθ. …/.../2021 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε και προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 15076/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε την 22.4.2021 νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης, που έλαβε χώρα την 11.3.2021, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. .../11.3.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ..., μη υπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από την επίδοση της απόφασης έως την 5.4.2021, λόγω προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας λόγω του Covid - 19, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 83 § 1 περ. α) Ν. 4790/2021 και 49 Ν. 4963/2022. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί το παράβολο των € 100 που προβλέπεται στο άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αρ. .../2021 e παράβολο και την από 13.4.2021 βεβαίωση της ...BANK για την ηλεκτρονική πληρωμή του), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …/.../2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι υπήρξε εργαζόμενος της εταιρείας «...» δυνάμει της από 4.4.2012 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι η εργοδότρια εταιρεία συνήψε με την εναγομένη το υπ’ αρ. ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης των εργαζομένων της, στο οποίο εντάχθηκε και ο ενάγων, που προέβλεπε σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της μόνιμης ολικής ανικανότητας εργαζομένου λόγω εργατικού ατυχήματος, την καταβολή ασφαλίσματος ποσού 30.000 ευρώ στον ασφαλισμένο εργαζόμενο. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας του την 27.9.2013, υπέστη εργατικό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου κατέστη ολικά τυφλός και μόνιμα ολικά ανίκανος για εργασία, πλην όμως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία αρνείται να του καταβάλει το ασφάλισμα. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε με τις προτάσεις κατ’ άρθρο 223 εδ. β` ΚΠολΔ, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 15076/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας), με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, στρέφεται η εναγόμενη, με όλους τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της έφεσης λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον της αγωγή.
Όπως προκύπτει από τα άρθρα 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 1 παρ. 1 Ν. 2496/1997 "περί ασφαλιστικής σύμβασης ...", για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης, λόγω επέλευσης του κινδύνου, αρκεί η επίκληση της ασφαλιστικής σύμβασης κατά το περιεχόμενό της και δη των στοιχείων αυτής που προβλέπονται από το ως άνω άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 2496/1997, ήτοι της σύμβασης, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής ανέλαβε έναντι ασφαλίστρων την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης αυτής (ΑΠ 139/2013, ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, στην αγωγή αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να είναι αυτή νόμιμη και ορισμένη, δηλαδή η κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης (ομαδικό ασφαλιστήριο μεταξύ της εναγομένης και της εργοδότριας αυτού εταιρείας), οι επίδικοι όροι αυτής, η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και η άρνηση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ασφάλισμα. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του Ν. 2496/1997, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201 επ. ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο - δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης. Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (ΑΠ 830/2019, ΑΠ 162/2017, ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρ. 7§1 εδ (α) του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι: ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεών του από την παρ. 1 του άρθρου αυτού παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Ακολούθως, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ (α) του ίδιου και πάλι άρθρου ορίζεται ότι: με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η υποχρέωση ειδικότερα του λήπτη της ασφάλισης να ειδοποιήσει εμπρόθεσμα τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστά ασφαλιστικό βάρος, στο οποίο οφείλει αυτός να ανταποκριθεί, διαφορετικά δεν απαλλάσσεται μεν ο ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, δημιουργείται όμως σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, εφόσον η παράλειψή του οφείλεται σε υπαιτιότητά του, υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκάλεσε η παράλειψή του στον ασφαλιστή (ΟλΑΠ 1805/1986, ΑΠ 1136/2012). Εξ άλλου η δυνατότητα διεύρυνσης, με την ασφαλιστική σύμβαση, των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη "επαγγελματικών κινδύνων", πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρ. 33§1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις "ημιαναγκαστικού" κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013). Αντίθετα στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρ. 33§1 του Ν. 2496/1997 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρ. 7§6 του Ν.2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού (2496/1997), που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών. Συνεπώς ως απαλλακτική ρήτρα μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα και η διαμορφωμένη στη διεθνή ασφαλιστική πρακτική στερεότυπη ρήτρα "claims made policy" (αξιώσεις που θα προβληθούν), σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί για τη γέννηση υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος μόνον η πραγματοποίηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά πρέπει και να προβληθούν κατά τη διάρκειά της οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή ή κατά επιεικέστερη παραλλαγή να αναγγελθεί απλώς στον ασφαλιστή κατά τη διάρκειά της η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που θα πρέπει έτσι να ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου (ρήτρα ανακάλυψης της ζημίας). Η υποχρέωση αυτή αναγγελίας δεν συνιστά απλό ασφαλιστικό βάρος κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρ. 7 του Ν. 2496/1997, ώστε και σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του ασφαλισμένου να δικαιούται αυτός εξακολουθητικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ασφάλισμα, αλλά συνιστά προϋπόθεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση (ΑΠ 1026/2008). Μάλιστα με την υπ’ αριθ. 14/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έχει ήδη κριθεί ότι η ρήτρα "claims made policy" μπορεί έγκυρα να συμφωνηθεί στην ασφάλιση πίστωσης κατά επαγγελματικών κινδύνων, οπότε όμως συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος για να γίνει δεκτή η ρήτρα αυτή και στις λοιπές ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων. Επομένως η παραπάνω απαλλακτική ρήτρα, εφόσον γίνεται τελικά δεκτό ότι αποτελεί ευχέρεια παρεχόμενη από το άρθρ. 7§6 του Ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρ. 33§1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξ άλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ’ εαυτής στη ρύθμιση του άρθρ. 2 § 8 του ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρ. 13§3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρ. 7§6 του παραπάνω νόμου (ΟλΑΠ 19/2015).
Από την εκτίμηση της υπ’ αρ. ..../23.7.2018 ένορκης βεβαίωσης της ... συζύγου ... ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αρναίας Χαλκιδικής, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη της, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. .../17.7.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ..., των υπ’ αρ. ...../23.7.2018 και ..../23.7.2018 ενόρκων βεβαιώσεων της ... του ... και του ..... του ..... αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη, οι οποίες λήφθηκαν μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. .../9.7.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..... και των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε την 4.4.2012 από την εταιρεία «...» και εργάστηκε με την ειδικότητα του βοηθού χειριστή πρέσσας στα μεταλλεία … Χαλικιδικής, μέχρι την 27.9,2013, οπότε υπέστη εργατικό ατύχημα. Εξάλλου, η εργοδότρια εταιρεία κατάρτισε με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία την 4.9.2008 το υπ’ αρ. ... ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με ασφαλιζόμενους το προσωπικό της εργοδότριας που θα υπέβαλε αίτηση συμμετοχής η οποία θα γινόταν δεκτή από την ασφαλιστική εταιρεία. Στο ομαδικό αυτό ασφαλιστήριο συμβόλαιο εντάχθηκε και ο ενάγων. Με την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση η εναγομένη ανέλαβε τις καλύψεις: 1) ασφάλιση ζωής, 2) ασφάλιση σε περίπτωση θανάτου από ατύχημα, 3) ασφάλιση σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας από ατύχημα, 4) ευρεία νοσοκομειακή περίθαλψη, 5) εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, 6) χειρουργικό επίδομα, 7) παροχή μητρότητας, 8) ιατροφαρμακευτικά έξοδα από ατύχημα, 9) προληπτική ιατρική - κάλυψη σε διαχείριση. Σύμφωνα με το παράρτημα ασφάλισης ατυχημάτων (κωδ. καλ. 5130 και 5131), συμφωνήθηκε η κάλυψη της μόνιμης ολικής ανικανότητας από ατύχημα ως εξής: «Στην περίπτωση ατυχήματος με συνέπεια σωματικές βλάβες οι οποίες, αποκλειστικά και ανεξάρτητα από κάθε άλλη αιτία, αποτελούν αποδεδειγμένα την αιτία που προκάλεσε στον ασφαλισμένο μόνιμη ολική ανικανότητα και εφόσον η ανικανότητα κριθεί οριστική δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία του ατυχήματος, η εταιρεία θα καταβάλει σε αυτόν ολόκληρο το ασφαλισμένο κεφάλαιο. Η εταιρεία ωστόσο δεν υποχρεούται στην καταβολή του ποσού προτού η ανικανότητα αυτή κριθεί οριστική. Σαν μόνιμη (ισόβια) ολική ανικανότητα θεωρείται περιοριστικά: 1) η ολική απώλεια της λειτουργίας των δύο οφθαλμών ή των δύο βραχιόνων ή των δύο χεριών, των δύο κνημών ή των δύο ποδιών ή η ταυτόχρονη απώλεια ενός πάνω και ενός κάτω μέλους..... Το ανωτέρω συμβόλαιο μετά από αίτημα της συμβαλλόμενης εταιρείας ακυρώθηκε από 4.3.2014 και εκδόθηκε προς τούτο την 6.3.2014 η υπ’ αρ. ... πρόσθετη πράξη της εναγομένης. Ο ενάγων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, υπέστη εργατικό ατύχημα την 27.9.2013. Συγκεκριμένα την ημέρα εκείνη και ενώ εργαζόταν ως βοηθός χειριστή πρέσσας, του ανατέθηκε, χωρίς να έχει τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις, να καθαρίσει μία αυτοκινούμενη πρέσσα υπογείων. Ενώ την καθάριζε, άλλος εργαζόμενος άνοιξε την παροχή αέρα στην πρέσα με αποτέλεσμα ο σωλήνας μεταφοράς να γυρίσει προς το μέρος του και να πεταχτούν πάνω στο πρόσωπό του υπολείμματα σκυροδέματος και επιταχυντή πήξεως (ταχυπηκτικό υγρό) μαζί με αέρα. Λόγω της πίεσης και της ορμής των εκτοξευομένων υγρών, πετάχτηκαν τα γυαλιά ασφαλείας από το πρόσωπο του ενάγοντος και τα εκτοξευμένα υγρά τον έπληξαν στα μάτια και το δέρμα του προκαλώντας τύφλωση στα μάτια και εγκαύματα στο δέρμα. Αρχικά μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «...» και εν συνεχεία στη Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης «...» όπου υποβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2013 σε χειρουργικές επεμβάσεις σχετικά με τοποθέτηση αμνιακής μεμβράνης σε κερατοπάθεια (βλ. το από 5.12.2013 έγγραφο της κλινικής «...»). Στην συνέχεια υποβλήθηκε και σε άλλες επεμβάσεις μεταμόσχευσης κερατοειδούς, χωρίς να αντιστραφεί η τύφλωση (βλ. την υπ’ αρ. ..../4.6.2014 γνωμάτευση πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΙΚΑ και την από 4.5.2016 ιατρική βεβαίωση του ιατρού ...). Με διαδοχικές αποφάσεις της Υγειονομικής Επιτροπής Ανικανοτήτων του ΕΟΠΥΥ κρίθηκε ανίκανος για εργασία μέχρι την 31.1.2016, όπως προκύπτει από το ατομικό βιβλιάριο υγείας του. Σύμφωνα με το από 12.12.2016 έγγραφο γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ / ΚΕΠΑ ..., ο ενάγων παρουσιάζει τύφλωση και στους δύο οφθαλμούς, η πάθησή του είναι μη ιάσιμη, είναι ολικά τυφλός με ποσοστό αναπηρίας 100%, από 10.6.2016 εφ’ όρου ζωής. Σύμφωνα με την ίδια γνωμάτευση, το ποσοστό της αναπηρίας του (100%) οφείλεται στο ατύχημα της 27.9.2013, με ημερομηνία εμφάνισης της τυφλότητας από 27.9.2013. Με την από 26.5.2017 όμοια πιστοποίηση αναπηρίας της ίδιας ως άνω υπηρεσίας βεβαιώθηκαν τα ίδια, με την τοποθέτηση της έναρξης του χρόνου αναπηρίας ήδη την 1.1.2015 και εφ’ όρου ζωής, ενώ βεβαιώνεται ότι χρήζει βοήθειας και συμπαράστασης ετέρου προσώπου από 27.9.2013 εφ’ όρου ζωής. Ο ενάγων κοινοποίησε την άνω από 12.12.2016 πιστοποίηση αναπηρίας του Υποκ/τος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ / ΚΕΠΑ ... στην εναγομένη, πλην όμως η τελευταία του απέστειλε την από 3.1.2018 εξώδικη δήλωσή της με την οποία αρνήθηκε να του καταβάλει το ασφάλισμα του ποσού των 30.000 ευρώ επικαλούμενη ως λόγο ότι η πιστοποίηση της αναπηρίας του έχει ημερομηνία έναρξης την 10.6.2016, δηλαδή ανάγεται σε χρόνο που το περιγραφόμενο συμβόλαιο δεν ήταν σε ισχύ και τον καλούσε να της προσκομίσει: 1) απόφαση του αρμοδίου υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ που να αναγνωρίζει την ανικανότητά του σε χρόνο προγενέστερο της 4.3.2014 και 2) απόφαση του ασφαλιστικού του φορέα για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας η οποία να έχει εκδοθεί έως την 4.3.2014. Συναφώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρότεινε την ένσταση απαλλαγής της από την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα, επικαλούμενη την ως άνω ρήτρα του συμβολαίου, που αποτελεί παραλλαγή της ρήτρας «claims made policy», βάσει της οποίας η σχετική υποχρέωση θεμελιώνεται μόνο σε περίπτωση που η ανικανότητα κριθεί οριστική δώδεκα μήνες από την ημερομηνία του ατυχήματος. Εν προκειμένω κατά την άποψή της αυτό δεν συνέβη, διότι η ανικανότητα κρίθηκε οριστική την 10.6.2016 σύμφωνα με το παραπάνω έγγραφο του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ / ΚΕΠΑ ... (σε χρόνο μάλιστα που ήδη η ασφαλιστική σύμβαση είχε λήξει). Την ένσταση αυτή επαναφέρει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με το σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος όμως είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Κατ’ αρχάς η παραπάνω ρήτρα, είναι αόριστη διότι δεν διευκρινίζεται από ποιον φορέα και υπό ποια έννοια πρέπει η ανικανότητα να έχει κριθεί «οριστική». Σε κάθε περίπτωση, από τα ανωτέρω μνημονευόμενα έγγραφα (ιατρικές γνωματεύσεις και ιδίως τις πιστοποιήσεις αναπηρίας του Υποκ/τος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ / ΚΕΠΑ ...), με σαφήνεια και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει ότι η ολική τυφλότητα κατά ποσοστό 100% και στα δύο μάτια του ενάγοντος συνέβη οριστικώς και αμέσως κατά το ατύχημα της 27.9.2013, χωρίς δυστυχώς οι ιατρικές επεμβάσεις που ακολούθησαν να την αντιστρέφουν.
Απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται εξάλλου και ο τελευταίος (τρίτος) λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε σε βάρος της δικαστική δαπάνη 1.000 ευρώ υπέρ του ενάγοντος - εφεσιβλήτου, αφού η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη είναι σύμφωνη με τα όρια που ορίζει ο νόμος με τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 και 68 § 1 Ν. 4194/2013.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα ίδια δεχόμενο την αγωγή ως και ουσία βάσιμη, απορρίπτοντας την άνω ένσταση της εναγομένης ως αβάσιμη και επιβάλλοντας την ανωτέρω αναφερόμενη δικαστική δαπάνη σε βάρος της εναγομένης, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα, ως εκ τούτου αβάσιμοι στην ουσία τους κρίνονται οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης και απορριπτέοι όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσής της κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 15076/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 17/3/2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ