Αριθμός 2/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Μωραϊτάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1.Ε. Π. - Μ. του Β. και 2. Β. Π. του Ν., κατοίκων ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Μαριδάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 178/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Μ. Μ. του Ι., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτιο Πεπόνα.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. πρωτ. …/18-6-2021, κοινή, αίτησή τους αναιρέσεως, καθώς και στους από 20-9- 2021, κοινούς, προσθέτους λόγους αυτής, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/21.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για τον 1° λόγο αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς το λόγο αυτό και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17/6/2021 και με αριθμό …/18-6-2021 αίτηση των: α)Ε. Π. χήρας Ν., το γένος Β. και Α. Μ. και β)Β. Π. του Ν. και της Ε., κατοίκων ... για αναίρεση της 178/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία η μεν πρώτη των αναιρεσειόντων κηρύχθηκε ένοχη (με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ) για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ο δε έτερος εκ των αναιρεσειόντων κηρύχθηκε ένοχος (με την ελαφρυντική, επίσης, περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ) για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση, και επιβλήθηκε στον καθένα από τους αναιρεσείοντες συνολική ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει, δε, λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και από το άρθρο 510 παρ.3 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 559 παρ.13 του ΚΠολΔ, και, συνακόλουθα, είναι παραδεκτή. Με την ειρημένη αίτηση αναίρεσης συνεκδικάζεται και ο από 20/9/2021 πρόσθετος λόγος, που κατατέθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 509 εδ. α του ΚΠοινΔ), με τον οποίο προβάλλεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης), και με τον οποίο ζητείται η αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης κατά το καταδικαστικό για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση) σκέλος αυτής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 ΠΚ, "Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται...”, από την αντίστοιχη, δε, διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ έχει απαλειφθεί η φράση "με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές (και, υπό την προϊσχύσασα μορφή του άρθρου, να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού). Πρέπει, όμως, το περιεχόμενο της καταγγελίας να είναι αντικειμενικά αξιόποινη πράξη ή πράξη πειθαρχικά κολάσιμη.
Εξάλλου, από τις διατάξεις τον άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από τον δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου η θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ' αυτήν, γιατί δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη (ΑΠ 900/2022, ΑΠ 63/2021, ΑΠ 326/2021, ΑΠ 504/2020).
Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού τα τελευταία δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 950/2019, ΑΠ 1207/2017). Εξετέρου, η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 εδ. α του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος δεν είναι κατ'αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν, όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της καταμήνυσης κ.λπ. ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 795/2017, ΑΠ 1171/2016). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 876/2020, ΑΠ 504/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την ειρημένη απόφασή του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα μνημονευόμενα σ'αυτήν κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Η εγκαλούσα είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος του 5ου ορόφου πολυκατοικίας κείμενης στον … επί της οδού ... ενώ η πρώτη κατηγορουμένη είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος του 6ου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας και ο δεύτερος κατηγορούμενος, υιός της πρώτης κατηγορουμένης διαμένει μαζί της στο ίδιο διαμέρισμα. Το έτος 2012 οι σχέσεις της εγκαλούσας και των κατηγορουμένων διαταράχθηκαν λόγω της εγκατάστασης εκ μέρους της εγκαλούσας ενός ηλιακού θερμοσίφωνα στην ταράτσα της πολυκατοικίας, μέσω ενός αεραγωγού και οι κατηγορούμενοι θεώρησαν ότι η εγκατάσταση αυτή εγκυμονεί κίνδυνο πυρκαγιάς για τα λοιπά διαμερίσματα, με αποτέλεσμα να απευθυνθούν στην Δ/νση Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά, για να προβεί σε αυτοψία επικινδύνου κατασκευής, όπως προκύπτει από την από 9-11-2012 αίτηση για διενέργεια αυτοψίας επικινδύνου οικοδομής. Οι σχέσεις των διαδίκων χειροτέρευσαν το 2014, όταν η πρώτη κατηγορουμένη υπέβαλε εκ νέου αίτημα για διενέργεια αυτοψίας στη Δ/νση Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Πειραιά, με αφορμή το άνοιγμα ενός παραθύρου, το κλείσιμο ενός άλλου παραθύρου πλάγιας όψης και την ολική κάλυψη μπαλκονιού για τη δημιουργία αποθηκευτικού χώρου, που κατά την κρίση της ήταν αυθαίρετες κατασκευές, όπως προκύπτει από το από 14-7- 2014 σχετικό αίτημα. Η εγκαλούσα, που είναι ιατρός κυτταρολόγος στο επάγγελμα και εργάζεται στο Θριάσιο Νοσοκομείο ως Συντονίστρια Διευθύντρια ΕΣΥ και τομεάρχης του εργαστηριακού τομέα στις 31-8-2015 πληροφορήθηκε προφορικά στην υπηρεσία της ότι η πρώτη κατηγορουμένη υπέβαλε εναντίον την υπ' αριθμ.πρωτ.ΓΕΔΔ .../19-2-2013 καταγγελία της στο Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα όλων των συγκατοίκων της και εμού προσωπικά το ωράριο εργασίας της Διευθυντού του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου του Θριάσιου Νοσοκομείου Ελευσίνας κυρίας Μ. Γ.-Μ., η οποία από την ημερομηνία διορισμού της καθημερινώς αναχωρεί από την περιοχή του κέντρου του Πειραιά όπου συγκατοικούμε το πρωί περί τις 09.00 και επιστρέφει περί τις 14.00, είναι απορίας άξιο πως η εν λόγω δημόσια λειτουργός αιτιολογεί αυτό το ωράριο εργασίας επί σειρά τόσων ετών και πως αφού ο μοναδικός βιοποριστικός της πόρος είναι αυτή η ημιαπασχόληση και ούσα σύζυγος συνταξιούχου ηλεκτρολόγου εγκαταστάτου αναφέρεται σε δευτερεύουσα εξοχική κατοικία μετά υδατοδεξαμενής οδηγεί αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού μάρκας μερσεντές και γενικά διάγει βίο δυσαναλόγως πλουσιοπάροχο ως προς τα εισοδήματά της. Παρακαλώ για την ενδελεχή εξέταση της καταγγελομένης περιπτώσεως Μ. Γ.-Μ. καθώς και την άμεση ενημέρωσή μου. Μετά τιμή Ε. Π.”. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι μετά την καταγγελία την οποία υπέγραψε η πρώτη κατηγορουμένη ξεκίνησε έλεγχος από το Σώμα Επιθεώρησης Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτή είναι συνεπής στα καθήκοντά της, ως προς την τήρηση του ωραρίου εργασίας της και αν η συμπεριφορά της συνάδει σε επίορκη και διεφθαρμένη ιατρό, η οποία κερδίζει παράνομα χρηματικά ποσά εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως Δ/ντριας του Θριάσιου Νοσοκομείου. Από την έρευνα που διεξήχθη, πλήρως απεδείχθη ότι τα καταγγελλόμενα από την πρώτη κατηγορουμένη ήταν ψευδή, αφού η εγκαλούσα ήταν συνεπής στο ωράριο εργασίας της, όπως προκύπτει από το από 27-11-2015 έγγραφο του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, αυτή υπήρξε συνεπής και άψογη στις υποχρεώσεις της και συνεργάσιμη με το προσωπικό και τους ασθενείς του νοσοκομείου, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ.πρωτ…./30-7-2015 έγγραφο του Δ/ντή Ιατρικής Υπηρεσίας Ε. Α.. Επιπλέον, ουδόλως απεδείχθη παράνομος πλουτισμός της εγκαλούσας από τη διεξαχθείσα έρευνα και έτσι η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο (βλ. από Α.Π. …/1-10-2018 έγγραφο του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης). Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, προέκυψε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, αν και γνώριζε ότι τα καταγγελλόμενα από αυτήν περιστατικά ήταν ψευδή, εν τούτοις προέβη στην καταγγελία της αυτή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση ποινικής και πειθαρχικής δίωξης της εγκαλούσας, αφού την εμφάνισε ως επίορκο ιατρό, που παραβαίνει τα υπηρεσιακά της καθήκοντα, τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας της και κερδίζει χρήματα με ύποπτο τρόπο, δεδομένου ότι η εργασία της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικονομική της κατάσταση. Ο λόγος για τον οποίο προέβη στην καταγγελία αυτή, ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους, από τη συγκατοίκηση τους στην ίδια πολυκατοικία και οι έριδες που είχαν δημιουργηθεί από την τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα στην ταράτσα, που ενοχλούσε τους κατηγορούμενους. Τα άνω καταγγελλόμενα ψευδή γεγονότα έβλαψαν την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας, δεδομένου ότι έλαβαν γνώση αυτών οι συνάδελφοι της στο Νοσοκομείο και οι Επιθεωρητές -ελεγκτές, οι οποίοι χειρίστηκαν την καταγγελία, αφού η εγκαλούσα εμφανίστηκε ως επίορκος ιατρός, που παραβαίνει τα υπηρεσιακά της καθήκοντα, τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας της και κερδίζει χρήματα με ύποπτο τρόπο, αφού η εργασία της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικονομική της κατάσταση. Επίσης, απεδείχθη ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος που είναι υιός της πρώτης κατηγορουμένης και βρίσκεται ομοίως σε μεγάλη αντιδικία με την εγκαλούσα για τα θέματα της πολυκατοικίας, που προαναφέρθηκαν, με πρόθεση προκάλεσε στη μητέρα του, που είναι ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, αλλά παράλληλα είναι και ηλικιωμένη, την απόφαση να τελέσει τις άνω παράνομες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις προκάλεσε την απόφαση σε αυτήν να προβεί στην άνω καταγγελία, καταγγέλλοντας ψευδώς την εγκαλούσα ότι δεν είναι συνεπής στην εργασία της, είναι επίορκη ιατρός και κερδίζει χρήματα με ύποπτο τρόπο, αφού η εργασία της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικονομική της κατάσταση. Η ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις του δεύτερου κατηγορουμένου ενισχύεται από το γεγονός ότι η πρώτη κατηγορουμένη ήταν ηλικίας 82 ετών περίπου και επηρεαζόταν στις αποφάσεις της από τον υιό της, από την κατάθεση της εγκαλούσας, η οποία ανέφερε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν επιθετικός απέναντι της, τη χλεύαζε στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας και την απειλούσε ότι θα την καταστρέψει και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Σ. Π. και Ε. Μ.. Κατόπιν των ανωτέρω η πρώτη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και ο δεύτερος κατηγορούμενος ένοχος για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση." Με βάση το προμνησθέν σκεπτικό το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους του ότι: "Στους κάτωθι αναφερόμενους τόπους και χρόνους: Α)Η 1η κατηγορούμενη με μια πράξη τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα: 1) Εν γνώσει της ανέφερε για άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις και πειθαρχικές παραβάσεις, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτές. Συγκεκριμένα, στην … στις 12/12/2014, κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης την υπ' αρ. πρωτ. ... καταγγελία σε βάρος της εγκαλούσης ιατρού Μ. Μ. - Γ., Διευθύντριας του Κυτταρολογικού Εργαστηρίου του Θριάσιου Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας, δια της οποίας κατήγγειλε την ανωτέρω περί μη τηρήσεως του ωραρίου εργασίας της επί σειρά ετών και περί του δυσαναλόγως πλουσιοπάροχου βίου της ως προς τα εισοδήματά της, αιτούμενη την ενδελεχή εξέταση της εν λόγω καταγγελλόμενης περίπτωσης. Ωστόσο, η κατηγορούμενη γνώριζε ότι τα καταγγελλόμενα στην από 12-2-2014 αναφορά της, ενώπιον του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ήταν ψευδή, αφού, κατόπιν διενέργειας ελέγχου από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, δεν επιβεβαιώθηκε η βασιμότητά τους και σκοπός της, δια της υποβολής της εν λόγω καταγγελίας, κατά της νυν εγκαλούσης, ήταν να προκαλέσει την άσκηση πειθαρχικής και ποινικής διώξεως αυτής, καθόσον την εμφάνιζε ως επίορκο δημόσιο λειτουργό, που παραβαίνει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας του και κερδίζει χρήματα με ύποπτους τρόπους, αφού η εργασία του δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικονομική του κατάσταση. 2) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψευδή. Συγκεκριμένα, τα όσα ψευδή ισχυρίσθηκε στην από 12-2-2014 καταγγελία της κατά της νυν εγκαλούσης, τα οποία αναλυτικώς εκτίθενται στην υπό στοιχείο Α1) κατηγορία, έβλαψαν την τιμή και υπόληψη αυτής ενώπιον των Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης και των συναδέλφων της εγκαλούσης στο Νοσοκομείο, όπου εργάζεται, οι οποίοι χειρίστηκαν και έλαβαν γνώση του περιεχομένου της καταγγελίας, καθόσον η εγκαλούσα εμφανίζεται ως επίορκος δημόσιος λειτουργός, που παραβαίνει τα υπηρεσιακά της καθήκοντα, τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας της και κερδίζει χρήματα με ύποπτους τρόπους, αφού η εργασία της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οικονομική της κατάσταση. Β)Στον …στις 12-2-2014, ο δεύτερος κατηγορούμενος, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της ψεύδους καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που ο τελευταίος διέπραξε. Συγκεκριμένα, με πειθώ, παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσε την απόφαση στην συγκατηγορουμένη του Ε. Π. να καταγγείλει ενώπιον του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, εν γνώσει του ψευδούς, τα όσα ψευδή γεγονότα αναφέρονται στην υπό στοιχεία Α1)κατηγορία, σε βάρος της εγκαλούσης, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτής και με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική και ποινική δίωξη της τελευταίας”.
Με τις εν λόγω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η ως άνω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα ρηθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, αφού αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τα οποία καταδικάστηκε η πρώτη των αναιρεσειόντων και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση, για τα οποία καταδικάστηκε ο δεύτερος των αναιρεσειόντων. Τούτο διότι στην προσβαλλομένη απόφαση η αναγκαία ύπαρξη του άμεσου δόλου των αναιρεσειόντων αιτιολογείται ειδικά, αφού, κατά τη συλλογιστική των παραδοχών της ανωτέρω απόφασης, οι σχετικοί με τα ψευδή γεγονότα ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, θεμελιώνονται σε προσωπική αυτών πεποίθηση και αντίληψη (της εκφοράς του οικείου ψεύδους οφειλομένης στις κακές σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων και της εγκαλούσας από τη συγκατοίκησή τους στην ίδια πολυώροφη οικοδομή και στις έριδες που είχαν μεταξύ των ανωτέρω από την τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα στην ταράτσα της πιο πάνω οικοδομής, που ενοχλούσε τους κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες, όπως διαλαμβάνεται στην ίδια απόφαση), οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση των δραστών αναιρεσειόντων, χωρίς να απαιτείται παράθεση και ετέρων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος.
Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των προβλεπομένων από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ εγκλημάτων απαιτείται, πλην των άλλων, ισχυρισμός ή διάδοση, από το δράστη για άλλον, ενώπιον "τρίτου”, γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει αν οι "τρίτοι" γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Ενώπιον "τρίτου" τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων, όπως ανακοίνωση δια του τύπου ή με την έκδοση βιβλίου. Στην έννοια του "τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι' αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού κατά το γλωσσικό νόημα της λέξης, "τρίτος" είναι οποιοσδήποτε που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός (Ολομ. ΑΠ 3/2021). Κατ'ακολυθίαν των ανωτέρω τα όσα αντιθέτως οι αναιρεσειόντες ισχυρίζονται με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κρίνοντας ότι οι Επιθεωρητές Ελεγκτές του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης αντιμετωπίσθηκαν ως τρίτοι, με την έννοια που απαιτούν οι ειρημένες διατάξεις του ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αβάσιμα. Συνακόλουθα αβάσιμος είναι και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠοινΔ - δεύτερος - λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.3 του ΚΠοινΔ "Εκτός από τους πιο πάνω λόγους μπορούν να προταθούν, σε ό,τι αφορά το μέρος της απόφασης το σχετικό με την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων, και οι λόγοι αναίρεσης οι οποίοι προβλέπονται από την πολιτική δικονομία”. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αίτησής τους επικαλούνται την ως άνω διάταξη, ώστε στη συνέχεια να καταδείξουν παράβαση (κατ'αυτούς) της διάταξης του άρθρου 559 παρ.13 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αναίρεση επιτρέπεται και "αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης”. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι πρόδηλα αβάσιμος, διότι το άρθρο 510 παρ.3 του ΚΠοινΔ δεν παραπέμπει συλλήβδην στους προβλεπόμενους από την πολιτική δικονομία λόγους αναίρεσης, δεδομένου του ότι στη διάταξη αυτή του ΚΠοινΔ γίνεται σαφής και ρητή αναφορά για το μέρος της απόφασης το σχετικό με την απόδοση των όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων. Με τον νόμιμο και παραδεκτό, κατά το άρθρο 509 εδάφ. α' ΚΠΔ, πρόσθετο λόγο αναίρεσης (κατατεθέντος του σχετικού δικογράφου την 20-9-2021 για τη δικάσιμο της 12-10-2021, από τον έχοντα παραστεί κατά τη συζήτηση ενώπιον του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου δικηγόρο) οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το καταδικαστικό για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σκέλος αυτής, υποστηρίζοντας ότι η υποβληθείσα την 22-10-2015 και απαιτούμενη για την ποινική δίωξη της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης έγκληση (άρθρ. 368 παρ. 1 ΠΚ) υποβλήθηκε από την εγκαλούσα μετά την πάροδο της οριζόμενης (άρθρ. 114 παρ. 1 ΠΚ) τρίμηνης προθεσμίας, αφού η τελευταία κατέθεσε ότι έλαβε γνώση τον Μάρτιο του 2015, με αποτέλεσμα να συντρέξει εν προκειμένω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 117 παρ. 1 προϊσχύσαντος ΠΚ και άρθρο 114 παρ.1 νέου ΠΚ) (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ).
Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και των πρακτικών της προκύπτει ότι καταθέτοντας η εγκαλούσα ανέφερε στην αρχή της κατάθεσής της: “...Η καταγγελία έγινε το Φεβρουάριο του 2014, εγώ έλαβα γνώση το Μάρτιο του 2015, με ενημέρωσαν ότι ήρθε το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.." (σελ. 5), στη συνέχεια κατέθεσε “...Για την καταγγελία έλαβα γνώση τον Αύγουστο του 2015, η οποία έγινε το Φεβρουάριο του 2014..." (σελ. 6), από δε την επίσης επιτρεπτή επισκόπηση της πρωτόδικης υπ' αριθμ. AT 781/2019 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και των πρακτικών της προκύπτει ότι κατέθεσε: “...Το έμαθα το καλοκαίρι του 2015 για την καταγγελία, δεν είχα ενημερωθεί νωρίτερα..." (σελ. 3). Σύμφωνα δε με το αιτιολογικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, το εκδώσαν αυτή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του “...Η εγκαλούσα, που είναι ιατρός κυτταρολόγος στο επάγγελμα και εργάζεται στο Θριάσιο Νοσοκομείο ως Συντονίστρια Διευθύντρια ΕΣΥ και τομεάρχης του εργαστηριακού τομέα στις 31-8-2015 πληροφορήθηκε προφορικά στην υπηρεσία της ότι η πρώτη κατηγορουμένη υπέβαλε εναντίον την υπ' αριθμ. πρωτ. ΓΕΔΔ ...19-2-2013 καταγγελία της στο Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης..." (σελ. 13), δεν τέθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ζήτημα εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠοινΔ πρόσθετος λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 368 παρ.1 του ΠΚ και 117 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ και του άρθρου 114 παρ.1 του νέου ΠΚ), είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τις πιο πάνω σκέψεις, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει: α)να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, καθώς και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης και β)να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα της παρούσης δίκης (άρθρο 578 παρ.1 του ΚΠοινΔ), και να καταδικαστούν οι ίδιοι (αναιρεσείοντες) στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της υποστηρίζουσας την κατηγορία Μ. Μ. του Ι. (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερον στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17/6/2021 και με αριθμό …/18-6-2021 αίτηση των: α)Ε. Π. χήρας Ν., το γένος Β. και Α. Μ. και β)Β. Π. του Ν. και της Ε., κατοίκων ... για αναίρεση της με αριθμό 178/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς και τον από 20/9/2021 πρόσθετο λόγο αναίρεσης των ως άνω αναιρεσειόντων κατά της ειρημένης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€).
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία Μ. Μ. του Ι., την οποία (δαπάνη) ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500,00€).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ