Απόφαση

Αριθμός 240/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου και 10 Φεβρουαρίου 2023, με την παρουσία των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου 1)Μαριάννας Ψαρουδάκη και 2)Γεωργίου Οικονόμου αντίστοιχα, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου (επ.) Γ. ή G. (ον.) Ζ. η Z. του Γ. ή G. ή G. και της Α. ή A., που γεννήθηκε στις 18.12.1989, στο ... κατοίκου ... περιοχής ... ο οποίος δεν εμφανίστηκε αλλά εκπροσωπήθηκε από την εξουσιοδοτημένη συνήγορο της υπερασπίσεώς του Κυριακή Πακιρτζίδου, κατά της υπ’αριθμ. 590/30.11.2022 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση των 1) από 22.8.2018 Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. …) και 2) από 8.10.2019 Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. …/18), σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία .../1-12-2022 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης ... και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../22. Προκειμένης συζητήσεως
Αφού άκουσε την συνήγορο της υπερασπίσεως του εκζητουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα η οποίος πρότεινε:
Α) Να γίνει τυπικά δεκτή η υπ' αριθ. …/01-12-2022 έφεση του ως άνω εκζητουμένου, εναντίον της υπ' αριθμό 590/2022 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Β) Να απορριφθεί κατ' ουσία η ως άνω έφεση εν μέρει και δη κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της παραπάνω υπ' αριθ. 590/2022 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτό διέταξε: α) την εκτέλεση του, υπό στοιχεία αναφοράς φακέλου " Ποιν. Φάκελοι ΤΑΕ Λεμεσού ... και ..., από 18/02/2021, Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Κύπρου, βάσει των: 1) από 22/8/2018, Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. ΤΑΕ Λ/σού ...) και 2) από 08/10/2019 Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. ΤΑΕ Λ/σού ...), με το οποίο ζητείται από τις Αρχές της Κύπρου η έκδοση του ως άνω εκκαλούντος-εκζητουμένου προκειμένου να δικαστεί για "Διάρρηξη κατοικίας και κλοπή”, β) την άρση των περιοριστικών όρων, που είχαν επιβληθεί στον ανωτέρω εκζητούμενο, με την υπ' αριθμ 329/2022 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και γ) την σύλληψη αυτού προκειμένου να παραδοθεί στην ως άνω Αρχή της Κύπρου, που εξέδωσε το προαναφερθέν Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, για να δικαστεί για "Διάρρηξη κατοικίας και κλοπή”.
Γ) Να γίνει εν μέρει δεκτή κατ' ουσία η ως άνω έφεση και να εξαρτηθεί η εκτέλεση του ως άνω, υπό στοιχεία αναφοράς φακέλου " Ποιν. Φάκελοι ΤΑΕ Λεμεσού ... και ..., από 18/02/2021, Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με το οποίο ζητείται από τις Αρχές της Κύπρου η έκδοση του ως άνω Έλληνα υπηκόου υπό την προϋπόθεση ότι, μετά από ακρόασή του και εφόσον αυτός καταδικασθεί από το Κυπριακό δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στο ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του από το ως άνω δικαστήριο.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 9 και 18 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης κ.λ.π.”, προκύπτει ότι αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, αν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προαχθεί στο κράτος έκδοσης του Εντάλματος, είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου αυτός διαμένει ή συλλαμβάνεται. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 22 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, είναι επιτρεπτή η άσκηση έφεσης από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 451 Κ.Ποιν.Δ. ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος αποφαίνεται σε Συμβούλιο μετά από κλήτευση του εκζητουμένου, για την άσκηση δε της έφεσης αυτής συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα Εφετών. Ενόψει της τελευταίας διάταξης (άρθρου 451 Κ.Ποιν.Δ.) και εκείνων του άρθρου 474 ίδιου Κώδικα, όπως ισχύουν μετά την κύρωση του νέου Κ.Ποιν.Δ. από 1.7.2019 (Ν. 4620/2019), η προθεσμία άσκησης της έφεσης ανέρχεται πλέον σε πέντε (5) ημέρες (ΑΠ 498/2021, 284/2020, 329/2020), η σχετική δε έκθεση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ασκείται η έφεση. Επομένως, η υπό κρίση από 1.12.2022 έφεση, με αριθμό έκθεσης …/2022 του εκζητούμενου από τις δικαστικές αρχές της Κύπρου Γ. ή G. Z. ή Z. του Γ. ή G. ή G. και της Α. ή A, που γεννήθηκε στις 18.12.1989, στο ... είναι υπήκοος Ελλάδα, κάτοικος ... περιοχής ... και δεν κρατείται, η οποία (έφεση) ασκήθηκε με δήλωση του έχοντος ειδική εντολή πληρεξουσίου δικηγόρου του εκζητούμενου, ενώπιον της αρμοδίας γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, κατά της 590/30.11.2022 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αποφασίστηκε η κατ' αυτού (εκζητούμενου) εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης με στοιχεία αναφοράς φακέλου "Ποιν.Φάκελος ΤΑΕ Λεμεσού ... και ... από 18.2.2021”, το οποίο εκδόθηκε από την Επαρχιακή Δικαστή Λεμεσού Κύπρου, στις 18.2.2021, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 451 παρ. 1, 462 στοιχ. α', 466 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 4 Κ.Ποιν.Δ. και 22 παρ. 1 του Ν. 3251/2004). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του προαναφερθέντος Ν.3251/2004, όπως η παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 Ν. 4947/2022, προκύπτει ότι το Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται είτε για να εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας και με την επιφύλαξη της μη προσβολής με την έκδοσή του των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, σε κάθε δε περίπτωση ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται, ούτε απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο μα του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει, για το τυπικό κύρος του, να περιέχει: α) την ταυτότητα και την ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του Εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) την φύση και το νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Προϋπόθεση της έκδοσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, είναι οι πράξεις, για τις οποίες πρόκειται να ασκηθεί η ποινική δίωξη να τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και, αν πρόκειται για εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου ασφαλείας, που έχουν δηλαδή ήδη επιβληθεί, να είναι διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Το ένταλμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του αυτού νόμου, εκτελείται, με την επιφύλαξη περαιτέρω των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του ιδίου νόμου, εφόσον η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί αυτό, συνιστά έγκλημα, σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες σ' αυτή (παράγραφο) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτές των οργανωμένων ή ένοπλων ληστειών και κλοπών (στοιχ. ιη' της παρ. 2 του άρθρου 10 Ν. 3251/2004). Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ιδίου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 Ν. 4947/2022, ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στο άρθρο 12 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 Ν. 4947/2022, οι περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του. Ο Έλληνας δικαστής, ως δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερικά νομότυπη έκδοση (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές, που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου λόγους υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Ν. 3251/2004, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 Ν. 4947/2022, ορίζεται ότι: "Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Ελλάδα είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης, β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του Εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το Ένταλμα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Με το άρθρο δε 12 παρ.1 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 Ν. 4947/2022 (ΦΕΚ 124/23.6.2022) ορίζεται ότι: "η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του Εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, β) αν οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη, γ) αν ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης, δ) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του Εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, ε) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα ή είναι Έλληνας υπήκοος και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, στ) αν ο εκζητούμενος, με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, ζ) αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία είτε θεωρείται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο με αυτό τόπο είτε για αξιόποινη πράξη η οποία τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του Εντάλματος και σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, απαγορεύεται η δίωξη για το έγκλημα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας, θ) αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, ι) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας”. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4947/2022, επελέγη η διαγραφή-μεταξύ άλλων- εκ των λόγων υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, της περίπτωσης η' του άρθρου 11, (που προέβλεπε ότι " αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη. Αν δεν διώκεται, το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης εκτελείται αν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του Εντάλματος”), η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω, διότι η εν λόγω περίπτωση είναι αυτοτελώς ενσωματωμένη στην παρ. 2 του άρθρου 4 της απόφασης - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, ως λόγος προαιρετικής και όχι υποχρεωτικής εκτέλεσης του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης.
Συνεπώς, η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της δυνατότητας χειρισμού από τις δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης της εν λόγω περιπτώσεως προς την κατεύθυνση της δέσμιας αρμοδιότητας μη εκτέλεσης αντί εκείνης της διακριτικής ευχέρειας, καταδεικνύει ανακριβή και μη προσήκουσα ενσωμάτωση της άνω απόφασης - πλαίσιο στην ελληνική έννομη τάξη. Για τον λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο να απαλειφθεί η ανωτέρω διάταξη από το άρθρο 11 και να μεταφερθεί στο άρθρο 12 του Ν. 3251/2004 (βλ. άρθρο 12 περ. θ' ως ισχύει). Περαιτέρω, - σύμφωνα πάντα με την αιτιολογική έκθεση- δεν κρίθηκε επιβεβλημένη η μεταφορά του τελευταίου εδαφίου της περ. η', σύμφωνα με την οποία "αν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του Εντάλματος”, καθώς αφενός μεν η εν λόγω υποχρέωση δεν απορρέει από την παρ. 2 του άρθρου 4 της απόφασης - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, αφετέρου δε η εν λόγω δυνατότητα εγγύησης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 της απόφασης - πλαίσιο και έχει ήδη ενσωματωθεί προσηκόντως στην αντίστοιχη παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν. 3251/2004. Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 παρ. 3, αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, και πάντως μετά από απόδοση σε αυτό το πρόσωπο συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος ώστε να εκτίσει σε αυτό τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του. Εξ όσων αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, όσες φορές το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, προς το σκοπό της δίωξης, αφορά υπήκοο ή κάτοικο Ελλάδας, ο οποίος διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, υφίσταται δυνητικός (και όχι πλέον υποχρεωτικός) λόγος άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος. Σε περίπτωση δε που ο ανωτέρω δεν διώκεται στην Ελλάδα, η εκτέλεση του εντάλματος δεν εξαρτάται από την παροχή διασφάλισης περί διαμεταγωγής του στο ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, όπως προέβλεπε το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης η' του άρθρου 11 του Ν. 3251/2004, δεδομένου ότι, στο προαναφερόμενο άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3251/2004, η παροχή διασφάλισης από το κράτος έκδοσης περί διαμεταγωγής του εκζητουμένου προβλέπεται ως δυνατότητα και όχι ως προαπαιτούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ήτοι την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του εκζητουμένου, όλων των εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η συνήγορος του εκκαλούντος - εκζητουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, προφορικά και εγγράφως με το κατατεθέν υπόμνημά του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 590/2022 απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του υπό στοιχεία αναφοράς φακέλου "Ποιν.Φάκελος ΤΑΕ Λεμεσού ... και ... από 18.2.2021 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Κύπρου, βάσει των: 1) από 22.8.2018 Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. ΤΑΕ Λ/σού .../18) και 2) από 8.10.2019 Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Π.Φ. ΤΑΕ Λ/σου .../18), κατά του εκκαλούντος Γ. ή G. ή Z. του Γ. ή G. ή G. και της Α. ή A. ‘Ελληνα υπηκόου, που γεννήθηκε στο ... στις 18.12.1989 και κατοικεί στην ... περιοχής ... προκειμένου να συλληφθεί και προσαχθεί ενώπιον της ως άνω Δικαστικής Αρχής, με σκοπό την άσκηση εναντίον του, ποινικής δίωξης για την αξιόποινη πράξη της "διάρρηξης κατοικίας και κλοπής" που τελέστηκε στη Λεμεσό της Κύπρου στις 25/26.12.2017 και 18.4.2018, προβλέπεται από το άρθρο 292, κεφ. 154 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή επτά ετών, είναι δε αξιόποινη και κατά την ελληνική νομοθεσία "κλοπή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση" (παράβαση των άρθρων 98 παρ.2 και 372 παρ.1 ΠΚ). Ο εκζητούμενος συνελήφθη στη (Θεσσαλονίκη στις 27.6.2022 (βλ. την από 27.6.2022 έκθεση σύλληψης του Υπαστυνόμου Β’ Θ. Τ., παρουσία και του Ανθ/μου Γ. Τ.) και κρατήθηκε, δυνάμει της υπ' αριθμ. 30/2022 Διάταξης της Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατόπιν ευδοκιμήσεως προσφυγής του κατά της προσωρινής του κράτησης, ενόψει του ότι αυτός δεν συγκατατέθηκε να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του Εντάλματος, με την υπ’αριθμ. 329/2022 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης αντικαταστάθηκε η προσωρινή του κράτηση με τους περιοριστικούς όρους: α) της υποχρέωσης εμφάνισής του στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του την 1η και 15η ημέρα κάθε μήνα και β) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της εκτέλεσης ή μη του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης και αποφυλακίστηκε στις 13.7.2022. Με την εκκαλούμενη απόφαση ήρθησαν οι ως άνω περιοριστικοί όροι και διατάχθηκε η σύλληψη του εκζητουμένου και η προσωρινή του κράτηση μέχρι την παράδοσή του στην Κυπριακή Δικαστική Αρχή που εξέδωσε το προαναφερθέν Ευρωπαϊκό ‘Ενταλμα Σύλληψης. Στο εν λόγω από 18.2.2021 Ευρωπαϊκό ‘Ενταλμα Σύλληψης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού Κύπρου, οι πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση του εκζητουμένου περιγράφεται ως εξής: α) Στις 25/26.12.2017 και μεταξύ των ωρών 14.30' - 8.30' διαρρήχθηκε η κατοικία της Π. Χ., η οποία βρίσκεται στην οδό ... ..... η είσοδος επιτεύχθηκε από την κύρια ανοιγόμενη ξύλινη είσοδο της οικίας αφού πρώτα αφαιρέθηκε η κλειδωνιά της με ειδικό εργαλείο, να σημειωθεί ότι παραβιάστηκε και η ανοιγόμενη αλουμινένια πόρτα της εισόδου του κτηρίου, με τη χρήση αιχμηρού αντικειμένου, η οποία είναι πάντα κλειστή και ανοίγει με κλειδί... κλάπηκε περιουσία συνολικής αξίας 29.840 ευρώ και β) Στις 18.4.2018 και περί ώρα 19.00' ... από την οικία της I. O. στη ... κλάπηκε μικρό χρηματοκιβώτιο... στο οποίο υπήρχαν διάφορα κοσμήματα συνολικής αξίας 49.550 ευρώ... η είσοδος στην οικία επιτεύχθηκε από την κύρια πόρτα εισόδου, η οποία παραβιάστηκε με τη χρήση αιχμηρού αντικειμένου”. Το ανωτέρω Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσκομίζεται στην ελληνική γλώσσα, φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του Δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία, που προβλέπονται από το άρθρο 2 παρ.1 του Ν. 3251/2004 για το τυπικό κύρος του, ήτοι ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του Εντάλματος, μνεία των προηγηθεισών εθνικών ενταλμάτων σύλληψης επί των οποίων στηρίζεται (δοθέντος ότι σχηματίστηκαν διαφορετικές δικογραφίες για κάθε επιμέρους κλοπή και εκδόθηκαν αντίστοιχα εθνικά εντάλματα), τη φύση και το νομικό χαρακτηρισμό του αποδιδομένου στον εκζητούμενο εγκλήματος, η περιγραφή των περιστάσεων, υπό τις οποίες τελέστηκε το εν λόγω έγκλημα, στις οποίες περιλαμβάνεται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, και, τέλος, το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αποδιδόμενη στον εκζητούμενο αξιόποινη πράξη, κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης ου εντάλματος. Όσον αφορά δε τη μορφή συμμετοχής του εκζητούμενου στην αξιόποινη πράξη, μπορεί αυτή να μην αναγράφεται ρητώς, αλλά από την περιγραφή των περιστατικών, συνάγεται ότι αποδίδεται στον εκζητούμενο αυτουργική δράση, αφού αναφέρεται στο ένδικο Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης ότι γενετικό υλικό του υπόπτου, που ταυτίζεται με αυτό του εκζητουμένου ή δεν δύναται να αποκλεισθεί, λήφθηκε στη μεν κλοπή της 26ης.12.2017, εξωτερικά της (παραβιαθείσας) κύριας εισόδου της οικίας στη δε κλοπή της 18ης.4.2018, εντός της οικίας και συγκεκριμένα από το ερμάρι, όπου βρισκόταν το αφαιρεθέν χρηματοκιβώτιο, χωρίς να είναι αναγκαία και η περαιτέρω αναλυτική και λεπτομερέστερη εξειδίκευση της μορφής συμμετοχής, η οποία μπορεί να γίνει από την αιτούσα αρχή, κατά την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, ενόψει του ότι το ένδικο Ευρωπαϊκό Ένταλμα αφορά την άσκηση ποινικής δίωξης και άρα η ποινική διαδικασία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των ερευνών, πριν την άσκηση αυτής (ΑΠ 174/2022), με συνέπεια να μην υπάρχει ακυρότητα του εντάλματος εξ αυτού του λόγου. Επιπρόσθετα, δεν παραβιάζεται η αρχή της ειδικότητας, αφού με την παραπάνω περιγραφή ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται για την ταυτότητα της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Περαιτέρω, η προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ως άνω ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 292 κεφ. 154 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, με ανώτατο όριο ποινής τα επτά (7) έτη, προβλέπεται όμως και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με απειλούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή και από το Ελληνικό Ποινικό δίκαιο, χαρακτηριζόμενη ως "κλοπή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση" (άρθρα 98 παρ 2 και 372 παρ. 1 ΠΚ). Είναι δε άνευ εννόμου επιρροής ότι η ελληνική έννομη τάξη επιφυλάσσει ηπιότερη ποινική μεταχείριση για τη διωκόμενη πράξη, καθόσον, για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, αρκεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, η δε επαπειλούμενη ποινή είναι, κατά ανώτατο όριο, τουλάχιστον 12 μηνών (άρθρο 10 παρ.1α του Ν. 3251/2014) και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας επειδή η πράξη κατά το Κυπριακό δίκαιο τιμωρείται βαρύτερα. Σε βάρος του εκζητουμένου δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τις ίδιες πράξεις, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ …/29.6.2022 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Επομένως, οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος της Κύπρου και οι οποίες περιέχονται στο παραπάνω Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης είναι επαρκείς ώστε να αποφασιστεί η προσαγωγή του εκζητουμένου στην Κύπρο για την άσκηση κατ' αυτού ποινικής δίωξης. Επιπλέον, δεν συντρέχει στην προκειμένη υπόθεση κάποια από τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ή δυνητικής μη εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 3251/2004. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι έχει ήδη επισυναφθεί στη δικογραφία αλληλογραφία της Γενικής Εισαγγελίας της Κύπρου και της από 20.12.2022 δήλωσης της, ως αρμοδίας κατά τον Κυπριακό νόμο αρχής, για ανάληψη υποχρέωσης διαμεταγωγής του εκζητουμένου στην Ελλάδα, εάν εκδοθεί απόφαση του Κυπριακού Δικαστηρίου, καταγιγνώσκουσα στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας σε βάρος του για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Οι αιτιάσεις του εκκαλούντος που περιέχονται στον πρώτο λόγο έφεσης ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπρεπε να διατάξει την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης σε βάρος του, αλλά έπρεπε να αναβάλει την έκδοση απόφασης περί της εκτέλεσης του σε βάρος του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης μέχρι να παρασχεθεί η "διασφάλιση" από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές ότι μετά την τυχόν δίωξη και επιβολή ποινής ή μέτρου θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος για την έκτιση, να απορρίψει το αίτημα για εκτέλεση του ως άνω Εντάλματος, δεδομένου ότι πρόκειται για πράξεις πλημμεληματικού χαρακτήρα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία που αποδίδεται σε βάρος ‘Ελληνα πολίτη και η έκδοσή του για τις εν λόγω πράξεις παραβιάζει κατά πολύ το μέρος που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένης της αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων να ασκηθεί ποινική δίωξη και να αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης η αρμόδια ελληνική αρχή, άλλως κατ' εφαρμογή του άρθρου 19 παρ.2 Ν 3251/201 να εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση και να ζητήσει πλείονα στοιχεία από τις Κυπριακές Αρχές, κρίνονται αβάσιμες, ενόψει της πλήρους, ορισμένης και επαρκούς καταγραφής στο προσβαλλόμενο Ένταλμα, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, όλων των απαιτούμενων από τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3251/2004 στοιχείων, ενώ δεν υφίσταται κίνδυνος καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν τους λόγους μη εκτέλεσης του Εντάλματος, αφού σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ή δυνητικής μη εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει κίνδυνος καταστρατήγησης της αρχής της ειδικότητος. Επίσης δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας επειδή η πράξη κατά το Κυπριακό δίκαιο τιμωρείται βαρύτερα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, είναι άνευ εννόμου επιρροής ότι η ελληνική έννομη τάξη επιφυλάσσει ηπιότερη ποινική μεταχείριση, για τη διωκόμενη πράξη, καθόσον για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, αρκεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, η δε επαπειλούμενη ποινή είναι, κατά ανώτατο όριο, τουλάχιστον 12 μηνών (άρθρο 10 παρ. 1α του Ν. 3251/2004) και δεν συνιστά αιτία μη παραδόσεώς του στις Κυπριακές αρχές (βλ. ΑΠ 854/2016), ενώ ως προς το αίτημα μετάθεσης της ποινικής διαφοράς στα ελληνικά δικαστήρια ατελεσφόρως προβάλλεται, αφού δεν προκύπτει δικαιοδοσία επιλήψεως των ελληνικών αρχών. Επιπλέον, έχει ήδη επισυναφθεί στη δικογραφία αλληλογραφία της Γενικής Εισαγγελίας Κύπρου και η από 20.12.2022 δήλωση της, ως αρμοδίας κατά τον Κυπριακό νόμο αρχής, περί αναλήψεως υποχρεώσεως διαμεταγωγής του εκζητουμένου στην Ελλάδα εάν εκδοθεί απόφαση του Κυπριακού Δικαστηρίου καταγιγνώσκουσα στερητική ποινή ή μέτρο ασφαλείας. Η περιλαμβανόμενη στην έφεση άποψη ότι η αναγγελία και καταχώρηση από την ΙΝΤΡΠΟΛ Ελλάδος του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης της Κύπρου, δύναται να θεωρηθεί ως ανακοίνωση αξιόποινης πράξης, αντίκειται στο νόμο, αφού για την καθιέρωση δικαιοδοσίας των ελληνικών αρχών, απαιτείται αίτηση της χώρας τέλεσης του πλημμελήματος ή έγκληση των παθόντων (άρθρο 6 ΠΚ), περί των οποίων δεν γίνεται αναφορά στην έφεση. Επίσης, η ασαφής μνημόνευση στην έφεση, φερομένης παραβιάσεως δικονομικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου, όταν προσήχθη στις 18.6.2018 σε αστυνομικό Τμήμα της Λεμεσού και έγινε λήψη γενετικού υλικού ως υπόπτου ή και δακτυλοσκόπηση, δεν άγει σε θεμελίωση ουδενός εκ των προαναφερομένων λόγων άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, όμως υφίσταται υπαγωγή στην εσωτερική διαδικασία της Κυπριακής έννομης τάξης, παρεχομένης της δυνατότητας, στον εκζητούντα, να απευθυνθεί αρμοδίως περί των θεμάτων αυτών (ΑΠ 427/2022). Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης ο εκζητούμενος ισχυρίζεται ότι πάσχει ακυρότητας το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης διότι δεν διευκρινίζεται σ' αυτό η μορφή συμμετοχής του στην αποδιδόμενη πράξη. Όπως, όμως προκύπτει από την επισκόπηση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης και αναφέρθηκε αναλυτικά παραπάνω, από την περιγραφή των περιστατικών σ' αυτού, συνάγεται ότι αποδίδεται στον εκζητούμενο αυτουργική δράση, αφού αναφέρεται στο ένδικο Ένταλμα ότι γενετικό υλικό του υπόπτου, που ταυτίζεται με αυτό του εκζητουμένου, ή δεν δύναται να αποκλεισθεί, λήφθηκε στην με κλοπή της 26ης.12.2017, εξωτερικά της (παραβιασθείσας) κύριας εισόδου της οικίας, στη δε κλοπή της 18ης.4.2018 εντός της οικίας και συγκεκριμένα από το ερμάρι, όπου βρισκόταν το αφαιρεθέν χρηματοκιβώτιο. Εξάλλου, δεν είναι αναγκαία η παράθεση άλλων, πλην των αναγραφομένων και απαιτουμένων από το νόμο στο Ευρωπαϊκό ‘Ενταλμα Σύλληψης στοιχείων, αφού προκειμένου περί υπόθεσης που από άποψη ποινικής διαδικασίας βρίσκεται στο στάδιο των ερευνών πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, αυτά θα συμπληρωθούν από την αιτούσα την έκδοση δικαστική αρχή με την ολοκλήρωση των ερευνών αυτών, ενώ η παράθεση στοιχείων σχετιζομένων με τη βασιμότητα των αποδιδομένων στον εκζητούμενο κατηγοριών, δεν είναι αναγκαία καθόσον, δεν συγχωρείται στο Δικαστικό Συμβούλιο του Κράτους που επιλαμβάνεται της έρευνας της σχετικής αίτησης να προβεί στην εξέταση της βασιμότητας της αποδιδόμενης στον εκζητούμενο κατηγορίας και συνεπώς ούτε και στην ύπαρξη ή όχι στοιχείων ενοχής του, καθώς αυτή ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους που ζητεί την έκδοση και άλλωστε τα ως άνω στοιχεία δεν αποτελούν καν περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3251/2004.
Συνεπώς τα όσα ως άνω ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του τυγχάνουν αβάσιμα. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση ήρε τους περιοριστικούς όρους, που είχαν επιβληθεί σε βάρος του, διατάσσοντας την επιβολή κράτησής του και απορρίπτοντας το αίτημά του για διατήρηση αυτών έως την αμετάκλητη κρίση επί του ζητήματος της εκτέλεσης με απόφαση του παρόντος Συμβουλίου. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον η αντικατάσταση της κράτησης του εκζητουμένου με περιοριστικούς όρους, η οποία διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 329/2022 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης αίρεται αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί η απόφαση για την εκτέλεση του Εντάλματος, κατ' άρθρο 449 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ., που εφαρμόζεται και στην περίπτωση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΑΠ. 56/2021, ΑΠ 2087/2017, ΑΠ 1706/2017).
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εφόσον εν προκειμένω συντρέχουν όλες οι θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, για την αξιόποινη πράξη της διάρρηξης κατοικίας και κλοπή, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμ. 590/2022, απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση τούτου σε βάρος του εκκαλούντος, για την προαναφερόμενη πράξη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, ενόψει της επισυναφθείσας ήδη στη δικογραφία αλληλογραφίας της Γενικής Εισαγγελίας της Κύπρου και της από 23.12.2022 δήλωσής της, ως αρμοδίας κατά τον Κυπριακό νόμο αρχής, περί αναλήψεως υποχρεώσεως διαμεταγωγής του εκζητουμένου εκκαλούντος στην Ελλάδα, εάν εκδοθεί απόφαση του Κυπριακού δικαστηρίου, καταγιγνώσκουσα στερητική ποινή ή μέτρο ασφαλείας, και του ότι ο εκζητούμενος είναι ομογενής από την …., έχει την Ελληνική ιθαγένεια, είναι κάτοχος ελληνικού δελτίου ταυτότητας και είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη χώρα με την οικογένειά του, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 13 παρ. 3 του Ν. 3251/2004 και πρέπει η εκτέλεση του ως άνω Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης σε βάρος του να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι αυτός, μετά από ακρόασή του και εφόσον καταδικασθεί από το Κυπριακό δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα ώστε να εκτίσει εδώ, όποια στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας θα απαγγελθεί σε βάρος του από το ως άνω δικαστήριο, απορριπτομένου, συνακόλουθα του αιτήματός του για αντικατάσταση της κράτησής του με περιοριστικούς όρους, ως μη νομίμου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν και παραπάνω. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 1.12.2022 και με αριθμό …./2022 έφεση του (επ) Γ. ή G. (ον) Z. ή Z. του Γ. ή G. ή G. και της Α. ή A., που γεννήθηκε στις 18.12.1989, στο ... κατοίκου ... περιοχής ... κατά της υπ' αριθμ. 590/2022 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του, υπό στοιχεία αναφοράς φακέλου "Ποιν.Φάκελοι ΤΑΕ Λεμεσού .../18 και .../18 από 18.2.2021, Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Κύπρου, υπό τον όρο ότι, μετά από ακρόαση του ως άνω εκζητουμένου - εκκαλούντος και εφόσον αυτός καταδικασθεί από το Κυπριακό δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του από το ως άνω δικαστήριο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2023
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ