Απόφαση

Αριθμός 1957/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ειρήνη Σάρπ, Πρόεδρος, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Όλγα Ζύγουρα, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Βικτωρία Πλαπούτα, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Ιωάννης Σπερελάκης, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Ευσταθία Σκούρα, Κωνσταντία Λαζαράκη, Κασσιανή Μαρίνου, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Ελένη Γεωργούτσου, Σύμβουλοι, Ιωάννης Δημητρακόπουλος, Ιωάννης Παπαγιάννης, Νικόλαος Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, καθώς και ο Πάρεδρος Ιωάννης Παπαγιάννης, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 2017 αίτηση:
της ..., κατοίκου ... Αττικής (...), ως κληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Στυλιανό Παπαηλία (Α.Μ. 23519), που νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1306/2020 αποφάσεως του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3883/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Κωνσταντίνα Φιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Διομήδη Κυριλλόπουλου και Ηλία Μάζου, τακτικών μελών της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, αναπληρωματικά μέλη της σύνθεσης (βλ. 51/28.5.2021 πρακτικό διάσκεψης της Ολομελείας του Δικαστηρίου).
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου: ...).
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3883/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 17784/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έχει απορριφθεί αγωγή του αποβιώσαντος συζύγου της αναιρεσείουσας, ..., τέως βουλευτή, περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, α) το ποσό των 69.552,39 ευρώ, ως αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του, μη καταβολή σε αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.8.2007, κατά το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτής, της μηνιαίας αποζημίωσης, ύψους 880,41 ευρώ, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, και β) το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία.
4. Επειδή, η υπόθεση συζητείται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά την παραπομπή της σε αυτήν με την 1306/2020 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περίπτ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος εάν στη βουλευτική αποζημίωση περιλαμβάνεται και η μηνιαία αποζημίωση του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού (Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου) για τη συμμετοχή του ως Προέδρου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου.
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και στη συνέχεια η παρ. 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), και ισχύουν, στις υποθέσεις εκείνες των οποίων το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει το απαιτούμενο ελάχιστο όριο ή οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει, με ειδικούς, αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή τίθεται ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, ως προς το ζήτημα δε αυτό είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία -επί του αυτού (και όχι ανάλογου ή παρόμοιου) νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 696/2020, 1618/2018, 1534/2016, 1613, 1439/2014, 3008/2013, 4987, 3933/2012, 916/2012 επτ., 2301/2011 επτ. κ.ά.).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο ... διετέλεσε βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 18.8.2007. Με την από 15.12.2007 αγωγή του ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των 69.552,39 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αποζημίωση συμμετοχής στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, ύψους 880,41 ευρώ μηνιαίως, την οποία ελάμβαναν οι Πρόεδροι των Ανώτατων Δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας και Αρείου Πάγου) και την οποία -όπως ισχυριζόταν- εδικαιούτο και ο ίδιος με την ιδιότητα του βουλευτή κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.8.2007. Την αποζημίωση δε αυτή προσμέτρησε, κατά τους ισχυρισμούς του, το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος, με την 13/2006 απόφασή του, στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Με την αγωγή του αυτή, ο ως άνω ..., επικαλούμενος την απόφαση της Βουλής που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 συνεδρίασή της και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος αυτής, υποστήριξε ότι η συνταγματικά επιβεβλημένη εξίσωση των αποδοχών του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου με τις αποδοχές του βουλευτή επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή και του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης και την εξίσωση αυτής με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Επιπλέον, ζήτησε και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης από την παράλειψη καταβολής της εν λόγω μηνιαίας αποζημίωσης. Η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 17784/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έφεση δε της ήδη αναιρεσείουσας, συζύγου του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος ενάγοντος, κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως επίσης απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο κατέληξε στις εξής παραδοχές: α) Ως μηνιαίες αποδοχές του δικαστικού λειτουργού νοούνται οι αποδοχές που λαμβάνει αυτός από το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών και όχι άλλες αποδοχές που λαμβάνει εκτός μισθολογίου λόγω της συμμετοχής, ως εκ της ιδιότητός του, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε άλλα θεσμικά όργανα (συμβούλια, δικαστήρια ή επιτροπές). Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ερείδεται και στην από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής (διατηρηθείσα σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του αυξημένης τυπικής ισχύος Ζ΄/1975 Ψηφίσματος), η γραμματική διατύπωση της οποίας περιλαμβάνει στην έννοια των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (εκτός του βασικού μισθού) και τα πάσης φύσεως παρεχόμενα επιδόματα και τις προσαυξήσεις. Εξάλλου, κατά τα περαιτέρω γενόμενα δεκτά, η επίδικη αποζημίωση λαμβάνεται μόνον από τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων που συμμετέχουν στο Α.Ε.Δ., δυνάμει των άρθρων 1 και 56 του ν. 345/1976, και δεν περιλαμβάνεται στο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, ενώ αφορά αποζημίωση για συμμετοχή σε συλλογικό θεσμικό όργανο που δεν συγκροτείται αποκλειστικώς από δικαστικούς λειτουργούς· και β) Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί, ούτε αντιστρατεύεται τον σκοπό της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά της συζήτησης στη Βουλή κατά τη θεσμοθέτηση της σχετικής διάταξης, στο να καθορίζεται η βουλευτική αποζημίωση σταθερώς ανάλογα με το κρατικό μισθολόγιο και δη του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, ώστε να καλύπτεται η ανάγκη αξιοπρεπούς παράστασης και ευχερούς κίνησης των βουλευτών για την εξυπηρέτηση των περιφερειών τους. Άλλωστε, κατά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, ο ανωτέρω σκοπός εκπληρώνεται και με το άρθρο 37 του Κανονισμού της Βουλής, σύμφωνα με το οποίο καταβάλλονται στους βουλευτές επιπλέον αποζημιώσεις για έργο που συνίσταται στην άσκηση των κύριων καθηκόντων τους, ήτοι για κάθε συμμετοχή αυτών στις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές της Βουλής, καθώς και με την 2449/1991 απόφαση του Προέδρου της Βουλής (Β΄ 82), με την οποία προβλέπεται η καταβολή επιπλέον ποσού ίσου με ποσοστό 25% της βουλευτικής αποζημίωσης για την οργάνωση και λειτουργία γραφείου. Το γεγονός δε, κατά το δικάσαν δικαστήριο, ότι στην προαναφερόμενη απόφαση 13/2006 του Ειδικού Δικαστηρίου μνημονεύεται η ειδική αυτή αποζημίωση, προκειμένου να γίνει λογιστική απεικόνιση των αποδοχών συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού και να εκτιμηθεί η διαφορά με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, δεν μπορεί να καταστήσει την εν λόγω αποζημίωση μέρος των τακτικών αποδοχών του δικαστικού λειτουργού και να οδηγήσει στην επέκταση της χορήγησης της αντίστοιχης αποζημίωσης και στους βουλευτές. Κατά τα περαιτέρω δε γενόμενα δεκτά, η μηνιαία αυτή αποζημίωση δεν προσμετρήθηκε ούτε στην έκτακτη παροχή του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 (Α΄ 276) που έλαβαν οι δικαστικοί λειτουργοί. Τέλος, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι η ανωτέρω κρίση του σχετικά με τη μη χορήγηση της επίδικης αποζημίωσης και στους βουλευτές δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι για την εφαρμογή αυτής απαιτείται ως προϋπόθεση η στέρηση της περιουσίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω.
7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (13.11.2017), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, όπως προκύπτει δε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς υπερβαίνει το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κρίνοντας ότι στη βουλευτική αποζημίωση δεν περιλαμβάνεται, ως μη προβλεπόμενη από το ειδικό μισθολόγιο των δικαστών, η μηνιαία αποζημίωση που λαμβάνει ο Ανώτατος Δικαστικός Λειτουργός για τη συμμετοχή του ως Προέδρου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφάρμοσε τις διατάξεις α) του άρθρου 63 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (συνεδρίαση ΚΔ΄) και την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, το οποίο, κατά το άρθρο 111 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, παραμένει σε ισχύ, και β) των νόμων 2521/1997 και 3205/2003. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις αυτές, κατά την αναιρεσείουσα, οποιαδήποτε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου επιφέρει αυτοδικαίως και ανεξαιρέτως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, ως προς το τιθέμενο με αυτόν ως άνω νομικό ζήτημα, εάν, δηλαδή, στη βουλευτική αποζημίωση πρέπει να περιλαμβάνεται και η μηνιαία αποζημίωση του Προέδρου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επιπλέον η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι υφίσταται και αντίθεση μεταξύ της ερμηνείας που δίδεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και της κρίσης της 13/2006 αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία στον μηνιαίο μισθό των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων περιλαμβάνεται το δυνάμει των άρθρων 1 και 56 του ν. 345/1976 καταβαλλόμενο ποσό ως μηνιαία αποζημίωση συμμετοχής στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, το οποίο καθορίσθηκε για τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, στους οποίους καταβάλλεται παγίως, σε 300.000 δραχμές (880,41 ευρώ) μηνιαίως.
9. Επειδή, το τιθέμενο στη συγκεκριμένη υπόθεση νομικό ζήτημα, εάν, δηλαδή, στη βουλευτική αποζημίωση πρέπει να περιλαμβάνεται και η μηνιαία αποζημίωση του Προέδρου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, έχει σχέση με την έννοια της ληφθείσης κατά τη συνεδρίαση ΚΔ΄ από 22.12.1964 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Ο ισχυρισμός περί μη υπάρξεως νομολογίας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέος. Ενόψει τούτου, ο επικουρικός ισχυρισμός περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς την προαναφερθείσα απόφαση 13/2006 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι για το παραδεκτό του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως αρκεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το τιθέμενο με τον λόγο αυτό νομικό ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει ο ανωτέρω επικουρικός ισχυρισμός είναι και αβάσιμος, διότι η απόφαση αυτή έκρινε επί διαφορετικού ζητήματος. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή κρίθηκε το ζήτημα της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων τουλάχιστον στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ενόψει των προβλεπομένων από τις αφορώσες τη δικαστική λειτουργία συνταγματικές διατάξεις ειδικών εγγυήσεων για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τη συνακόλουθη ιδιαίτερη μισθολογική και συνταξιοδοτική μεταχείρισή τους.
10. Επειδή, στο άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "Οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες· το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής". Εξάλλου, με την απόφαση που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 Συνεδρίαση της Βουλής ορίσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 του Συντάγματος έτους 1952, αντίστοιχου προς το ως άνω άρθρο 63 του ισχύοντος Συντάγματος, ότι "η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού", η απόφαση δε αυτή της Βουλής, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ.: Γ54039/25.9.2018 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 23/18.2.1975), κατά την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του οποίου [όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής 16345/18.11.2015 (Α΄ 151)], «Η βουλευτική αποζημίωσις, ως αύτη έχει καθορισθή δι’ αποφάσεως της Βουλής, ληφθείσης κατά την συνεδρίασιν ΚΔ΄ αυτής της 22ας Δεκεμβρίου 1964, διατηρουμένης εν ισχύϊ, υπόκειται εις τας κάτωθι μόνον κρατήσεις: α) [...] β) […]».
11. Επειδή, με τον ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις" (Α΄ 297), με τον οποίο αντικαταστάθηκαν από 1.1.2004, κατ’ άρθρο 56 αυτού, οι διατάξεις του ν. 2521/1997 περί ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών (Α΄ 174), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 29 παρ. 1: “Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών [...] καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ: [...]". Άρθρο 30 με τίτλο "Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις": "Α. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις, κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίας, [...] 2. Μεταπτυχιακών σπουδών, [...] 3. Για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), [...] 4. Οικογενειακή παροχή, [...] 5. Πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές), [...] 6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, [...]". Εξάλλου, ο προγενέστερος ν. 2521/1997 περί του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, τα άρθρα 3 έως 7 του οποίου, σύμφωνα με την παράγραφο Β του ως άνω άρθρου 30 του ν. 3205/2003, παρέμειναν σε ισχύ, όριζε, ειδικώς στα άρθρα 6 και 7 τα εξής: Άρθρο 6 παρ. 1 με τίτλο "Αποζημιώσεις μελών Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Συμβουλίων και Επιτροπών": "Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπεται καθορισμός αποζημίωσης για συμμετοχή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.), στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕ.Ν.Ε.), καθώς και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, σε ποσοστό επί των μηνιαίων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, το ύψος της αποζημίωσης αυτής, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καθορίζεται, προκειμένου περί των μελών της ΚΕ.Ν.Ε., με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, προκειμένου δε περί των μελών του Α.Ε.Δ. και λοιπών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού". Άρθρο 7 παρ. 3: "Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος της Βουλής του έτους 1975 [...] σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 [περί βασικού μισθού, και επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων, αντίστοιχα] του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο ακέραιο από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικας περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α΄ 141) [εφεξής αναφέρεται ως Κώδικας Α.Ε.Δ.] ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Το υπό του άρθρου 100 του Συντάγματος συσταθέν Ανώτατον Ειδικόν Δικαστήριον […] συγκροτείται εκ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ τεσσάρων Συμβούλων της Επικρατείας, εκ τεσσάρων Αρεοπαγιτών και του Γραμματέως. Εις τας περιπτώσεις των εδαφ. δ΄ και ε΄ της παρ. 1 του αυτού άρθρου του Συντάγματος [άρση των συγκρούσεων και άρση της αμφισβήτησης για την αντισυνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου] μετέχουν της συνθέσεως και δύο τακτικοί Καθηγηταί νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Χώρας. […] Του ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο αρχαιότερος μεταξύ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, τούτου δε απόντος ή κωλυομένου προεδρεύει ο έτερος». Επιπλέον δε, στο άρθρο 56 του ίδιου ως άνω Κώδικα Α.Ε.Δ. ορίζεται ότι: "Εις τους μετέχοντας του Ειδικού Δικαστηρίου δικαστικούς λειτουργούς και καθηγητάς, […] καταβάλλεται μηνιαίον επίδομα καθοριζόμενον εις ποσοστόν επί των αποδοχών των, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών". Τέλος, με την 2036129/3605/0022/ 3.6.1998 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 603/16.6.1998), που τροποποιήθηκε με την κοινή υπουργική απόφαση 2071470/7771/0022/29.10.1998 (Β΄ 1168/ 9.11.1998), καθορίσθηκε η μηνιαία αποζημίωση των μελών (τακτικών και αναπληρωματικών) του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ειδικώς δε του Προέδρου του Δικαστηρίου αυτού στο ποσό των 300.000 δραχμών (880,41 ευρώ).
12. Επειδή, το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος επιτάσσει την καταβολή από το Δημόσιο στους βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός των δαπανών τους, και μιας χρηματικής παροχής, υπό τη μορφή «αποζημίωσης» για την παροχή των υπηρεσιών τους. Ο καθορισμός του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής και γίνεται με απόφαση της Ολομέλειας αυτής και όχι με τυπικό νόμο. Συνεπώς, η Βουλή, η οποία ψηφίζει τον κρατικό προϋπολογισμό, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Συντάγματος, και καταρτίζει και ψηφίζει τον δικό της προϋπολογισμό εξόδων στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος πλήρους αυτονομίας της [βλ. και άρθρο 120 του Κανονισμού της Βουλής, Α΄ 106/1987, το οποίο ορίζει στην παρ. 6 ότι «O πρoϋπoλoγισμός της Boυλής πoυ εγκρίνεται με απόφασή της είναι υπoχρεωτικά εκτελεστός και καταχωρίζεται χωρίς καμία μεταβoλή στo γενικό πρoϋπoλoγισμό τoυ Kράτoυς»], γνωρίζει δε τις ανάγκες τις οποίες πρέπει να καλύψουν τα μέλη της, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν με αξιοπρέπεια και πλήρη ανεξαρτησία τα καθήκοντά τους, είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης των μελών της και να ορίσει αυτό είτε αυτοτελώς είτε σε σχέση με τις αποδοχές οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λαμβάνοντας υπόψη και τις, επιπλέον της αποζημίωσης, παροχές που προβλέπονται για τους βουλευτές προς κάλυψη δαπανών τους [π.χ. δαπάνη για την οργάνωση και λειτουργία γραφείου: άρθρο 2 παρ. 4 του Ζ΄ Ψηφίσματος, όπως έχει τροποποιηθεί, ταχυδρομικά τέλη: άρθρο 2 παρ. 1 περ. α του Ζ΄ Ψηφίσματος, όπως έχει τροποποιηθεί, συγκοινωνιακή ατέλεια: άρθρο 2 παρ. 2 και 3 του Ζ΄ Ψηφίσματος, έξοδα κίνησης: απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής ληφθείσα κατά τη συνεδρίαση ΡΠ΄ της 14.5.1991 (Α΄ 82), όπως έχει τροποποιηθεί, χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης με εταιρεία leasing: απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής ληφθείσα κατά τη συνεδρίαση ΞΗ΄ της 7.2.2003 (Α΄ 33)]. Η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ΄) και ορίσθηκε "ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού". Συνεπώς, με την απόφαση αυτή, η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975 [όπως η παράγραφος αυτή είχε πριν η πρώτη περίοδος αυτής αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 της 16345/ 18.11.2015 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής], προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, υπό την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Η σύνδεση δε της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων, επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως της Βουλής της 22.12.1964, η οποία, ενόψει των οικονομικών συνεπειών που έχει, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση και τα οποία έλαβε υπόψη της η Βουλή, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, μαζί με τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις, νοούνται οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, αυτές δηλαδή που προσδιορίζονται σε σχέση με τους μισθούς όλης της δικαστικής ιεραρχίας με βάση το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο και οι οποίες καταβάλλονται σε αυτόν σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων του και την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του (βλ. και σελ. 712 και 716 των πρακτικών συζητήσεων της ΚΔ΄ συνεδρίασης της Βουλής της 22.12.1964, στις οποίες αναφέρεται ότι η βουλευτική αποζημίωση πρέπει να καθορισθεί «σταθερώς και απαρασαλεύτως, συνδεομένη με το κρατικόν μισθολόγιον» και να εξισούται «προς το σύνολον των πάσης φύσεως μηνιαίων αποδοχών του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού, ήτοι του βασικού μηνιαίου μισθού, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων»). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο ως άνω ν. 3205/2003, στις αποδοχές αυτές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα αναφερόμενα στο άρθρο 30 του εν λόγω νόμου επιδόματα και αποζημιώσεις, και συγκεκριμένα τα επιδόματα χρόνου υπηρεσίας, μεταπτυχιακών σπουδών, ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), καθώς και η οικογενειακή παροχή, η πάγια αποζημίωση (λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών) και η αποζημίωση εξόδων παράστασης (βλ. Ε.Σ. Ολομ. 990/2015, 1925/2009). Αντιθέτως, στις ως άνω αποδοχές δεν περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που, κατά τα άρθρα 1 παρ. 1 και 56 του Κώδικα Α.Ε.Δ. και 6 του ν. 2521/1997, παρέχεται στον Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση περί εξομοιώσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού (22.12.1964), με συνέπεια η λαμβανόμενη από τους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων για τη συμμετοχή στο εν λόγω Δικαστήριο αποζημίωση να μην είναι μεταξύ των στοιχείων που εκτίμησε η Βουλή κατά τη λήψη της ως άνω αποφάσεώς της. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, η αποζημίωση αυτή χορηγείται στον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό, όχι λόγω της άσκησης των κύριων δικαστικών καθηκόντων της θέσης του ως Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά, κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2521/1997, ως πρόσθετη αμοιβή και ως αντιστάθμισμα των ειδικών και πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει αυτός με τη συμμετοχή του, ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του ως άνω Ειδικού Δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 3018/ 1991, 2576, 1720/1990), όπως, άλλωστε, προβλέπεται, αντιστοίχως, στην ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του ν. 2521/1997 και όσον αφορά τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς λόγω της συμμετοχής τους στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τους ορισμούς της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ως άνω ν. 2521/1997, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού περί του βασικού μισθού και των επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων, αντίστοιχα, των δικαστών. Ο νομοθέτης, δηλαδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2521/1997 θέλησε, όχι μόνον, ενόψει της αυτοτέλειας και ειδικότητας του μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, να επαναλάβει τη σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, αλλά και να διευκρινίσει, και ο ίδιος, το ύψος των αποδοχών αυτών, ως ίσο, και μόνον, προς το άθροισμα των καταβαλλόμενων στον εν λόγω Λειτουργό βασικού μισθού και πάσης φύσεως τακτικών επιδομάτων και προσαυξήσεων. Κατ’ ακολουθία, η αποζημίωση, που χορηγείται στον Πρόεδρο Ανώτατου Δικαστηρίου λόγω συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, δεν συνυπολογίζεται για την αντιστοίχιση της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του εν λόγω δικαστικού λειτουργού (βλ. Ε.Σ. Ολομ. 990/2015, 1925/2009).
13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η προεκτεθείσα κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία στη βουλευτική αποζημίωση δεν περιλαμβάνεται η μηνιαία αποζημίωση που λαμβάνει ο Ανώτατος Δικαστικός Λειτουργός για τη συμμετοχή του ως Προέδρου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, είναι ορθή, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως καθώς και ως αλυσιτελείς οι περαιτέρω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αποτελούν αυτοτελή λόγο αναιρέσεως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται πλήρους, επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση με την ερμηνευτική εκδοχή που διατυπώνεται σε αυτήν και ότι δεν περιέλαβε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο καμία απάντηση στους ειδικότερους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί της επιβαλλόμενης από τις οικείες διατάξεις πλήρους εξίσωσης της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές και παροχές εν γένει του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, ανεξαρτήτως της συμπερίληψης ή μη αυτών στο ειδικό μισθολόγιο των δικαστών.
14. Επειδή, εξάλλου, εφόσον είναι νόμιμη η ως άνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ορθώς κρίθηκε και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, αν θεωρηθεί ότι με τη μνεία στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ότι «η κατά τα ανωτέρω χορήγηση μειωμένης βουλευτικής αποζημίωσης, κατά παράβαση του Νόμου και των ως άνω Συνταγματικών διατάξεων, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, […]» πλήσσεται η αφορώσα τη μη παραβίαση της εν λόγω διατάξεως σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται παραδεκτώς κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, εν πάση περιπτώσει είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
15. Επειδή, κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στις 28 Μαΐου 2021
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Ελένη Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Νοεμβρίου 2023.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ευαγγελία Νίκα Ελένη Γκίκα