Αριθμός 337/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη - Εισηγήτρια και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Κ. του Ν., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολάου, για αναίρεση της υπ’αριθ. 109/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με υποστηρίζουσες την κατηγορία τις: 1. ‘Α. Λ. του Γ. και 2. Κ. χήρα Γ. Λ., το γένος Π. Ψ., κατοίκων ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γαρδικιώτη.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 12.1.2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …./2022.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12.1.2022 αίτηση του Δ. Κ. του Ν. κατοίκου ... οδός ... για αναίρεση της υπ' αριθ. 109/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 Κ.Ποιν.Δ.), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου216 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30.6.2019 Π.Κ. "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση”.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου Π.Κ. που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως επιεικέστερη κατά το άρθρο 2 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται είτε η εξαρχής κατάρτιση από τον δράστη εγγράφου που εμφανίζεται ότι καταρτίστηκε από άλλον με απομίμηση της γραφής ή υπογραφής του είτε η νόθευση από τον δράστη γνήσιου εγγράφου. Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνησίου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πλαστογραφίας απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) τη γνώση και θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και β) τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του (εξαρχής) πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον ως προς γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή ως προς γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεμελίωση, διατήρηση, μεταβολή ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Οι έννομες συνέπειες μπορεί να αφορούν αυτόν που παραπλανάται ή τρίτο πρόσωπο, ενώ δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι η επιδιωκόμενη παραπλάνηση (ΑΠ 720/2020).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής, υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, όπως συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της πλαστογραφίας, στο οποίο αξιώνεται περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.
Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η .παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατά το είδος τους αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, στην ... στις 11-06-2015, ενώ είχε την ιδιότητα του διευθυντή του τραπεζικού υποκαταστήματος ... της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, αφετέρου δε του εξαδέλφου της Ά. Λ. του Γ. και ανιψιού της Κ. Λ. του Π., κατήρτισε ένα δελτίο (παραστατικό) ανάληψης, το οποίο έφερε ημερομηνία "11-06-2015”, ποσό ανάληψης "15.000”, την υπογραφή του εκ μέρους της Τράπεζας και στη θέση υπογραφής του πελάτη στο εν λόγω έγγραφο έθεσε κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή της Ά. Λ. του Γ., χωρίς τη συναίνεση ή εντολή της ανωτέρω ή άλλο προς τούτο δικαίωμα. Την πράξη αυτή τέλεσε στα πλαίσια ευρύτερης αξιόποινης συμπεριφοράς, η οποία δεν εξετάζεται εδώ (λόγω κήρυξης της ποινικής δίωξης, για άλλες πράξεις, ως απαράδεκτης κατά τα προαναφερθέντα), πλην όμως πρέπει να σημειωθεί ότι συνίσταται στην αφαίρεση ποσού συνολικά € 84.500 από τον υπ' αρ. ... τραπεζικό καταθετικό λογαριασμό της ανωτέρω Τράπεζας, του οποίου συνδικαιούχοι ήταν ο Γ. Λ., η Κ. Λ. του Π. και η Ά. Λ. του Γ., το δε ανωτέρω έγγραφο το πλαστογράφησε με πρόθεση, ώστε στη συνέχεια να το επιδείξει στον αρμόδιο ταμία της ανωτέρω Τράπεζας και να προβεί την ανάληψη του αναγραφόμενου χρηματικού ποσού. Ο ισχυρισμός του, ότι έθεσε την υπογραφή της Ά. Λ. και πραγματοποίησε την ανάληψη κατόπιν προφορικής εξουσιοδότησης της, είναι προφανώς ψευδής. Και τούτο διότι, πέραν του ότι διαψεύδεται από τους μάρτυρες και ότι δεν είναι πιστευτό, ως εκ της εμπειρίας του ως τραπεζικού στελέχους, πως έλαβε την άδεια από τον πατέρα της εγκαλούσας Γ. Λ. να εκταμιεύσει για δικές του ανάγκες ποσό έως € 100.000, όπως ισχυρίζεται, χωρίς να εξασφαλίσει σχετικό έγγραφο, δεν είναι δυνατό να επικαλείται τέτοια συμφωνία για το έτος 2015, οπότε τέλεσε την πράξη, ενώ ο Γ. Λ. είχε αποβιώσει από το Μάιο του 2013. Δηλ. δεν επικαλείται καν συμφωνία με τις εν ζωή πλέον δικαιούχους του λογαριασμού (βλ. ανωτέρω απολογία του). Αυτά δε σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν, κατά μείζονα λόγο, συμφωνία και για τη θέση της υπογραφής της Ά. Λ.. Επιπλέον δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός του για δαπάνες νοσηλείας τέκνου του, αφού δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι προέβη σε τέτοιες δαπάνες κατά το συγκεκριμένο χρόνο. Αντίθετα από την απολογία του, εμμέσως αλλά σαφώς, προκύπτει ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα για αποκλειστικά δικές του ανάγκες, ήτοι για την εξόφληση ποσών που όφειλε σε τρίτους”.
Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με το ακόλουθο διατακτικό: "Στην ... στις 11-06-2015, ενεργώντας με πρόθεση, κατάρτησε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, υπό την ιδιότητα αφενός μεν του διευθυντή του τραπεζικού υποκαταστήματος ... της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, αφετέρου δε του εξαδέλφου της Ά. Λ. του Γ. και ανιψιού της Κ. Λ. του Π., κατήρτισε ένα δελτίο (παραστατικό) ανάληψης, το οποίο έφερε ημερομηνία "11-06-2015”, ποσό ανάληψης "15.000”, την υπογραφή του εκ μέρους της Τράπεζας και στη θέση υπογραφής του πελάτη στο εν λόγω έγγραφο έθεσε κατ' ελεύθερη απομίμηση την υπογραφή της Ά. Λ. του Γ., χωρίς τη συναίνεση ή εντολή της ανωτέρω ή άλλο προς τούτο δικαίωμα. Εν συνεχεία, προέβη στη χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου και συγκεκριμένα το επέδειξε στον αρμόδιο ταμία της ανωτέρω Τράπεζας προκειμένου να προβεί την ανάληψη του αναγραφόμενου χρηματικού ποσού από τον υπ' αρ. ... τραπεζικό καταθετικό λογαριασμό της ανωτέρω Τράπεζας, του οποίου συνδικαιούχοι ήταν ο Γ. Λ., η Κ. Λ. του Π. και η Ά. Λ. του Γ.. Στη πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του πιο πάνω πλαστού εγγράφου τον αρμόδιο ταμία της ανωτέρω Τράπεζας ότι το ως άνω έγγραφο είχε υπογραφεί, ενώπιον του κατηγορούμενου, από τη συνδικαιούχο του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού Ά. Λ. του Γ., η οποία και επιθυμούσε να προβεί στην ανάληψη του ανωτέρω χρηματικού ποσού.”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες τα υπήγαγε στην ως άνω εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση.
Ειδικότερα, σε σχέση με την προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως αιτίαση περί εσφαλμένης εφαρμογής από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30.6.2019 Ποινικού Κώδικα αντί του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα ως επιεικέστερου, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται οι ακόλουθες κρίσιμες παραδοχές για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας 1) ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατήρτισε ένα δελτίο (παραστατικό) ανάληψης χρημάτων, το οποίο ήταν εξ υπαρχής πλαστό 2) ότι ο σκοπός τους ήταν να παραπλανήσει με τη χρήση τον αρμόδιο ταμία της Τράπεζας με την επωνυμία ... και να προβεί στην ανάληψη του αναγραφόμενου στο δελτίο ανάληψης ποσού των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω στο διατακτικό διηγηματικώς αναφέρεται ότι έκανε χρήση του εν λόγω πλαστού εγγράφου. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε το άρθρο 216 παρ.1 του νέου Ποινικού Κώδικα και τον έκρινε ένοχο για την πράξη της πλαστογραφίας και όχι και για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων προσάπτων στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εφαρμογής του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30.6.2019 Ποινικού κώδικα με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης πλαστού εγγράφου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. μοναδικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 578 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των παραστάντων υποστηριζόντων την κατηγορία (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.1.2022 αίτηση του Δ. Κ. του Ν., κατοίκου ... οδός ... για αναίρεση της υπ' αριθ.109/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων υποστηριζόντων την κατηγορία, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ