Απόφαση

Αριθμός 453/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Σταυρούλα Κουσουλού -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου G. E. του V., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ - Μηνά Σταύρου, για αναίρεση της υπ’αριθ. 4672/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Α. Α. του Δ., κάτοικο ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σταθόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.5.2022 αίτησή του αναιρέσεως και τους από 4.10.2022 πρόσθετους λόγους αυτής, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../22.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση με αρ. πρωτ..../ 24-5-2022 αίτηση του κατηγορουμένου G. E. του V., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4672/2021 τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24-5-2022, ήτοι εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την καταχώρηση [5-5-2022] της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένης, σύμφωνα με τη σχετική σημείωση της γραμματέως του ως άνω εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, είναι παραδεκτή κατά τις διατάξεις των άρ. 464, 466 παρ.2, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ.2Α και 4, 504 παρ. 1 και 505 παρ.1περ.α' του Κ.Π.Δ., και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των αναιρετικών της λόγων, συνεκδικαζόμενη, λόγω συναφείας, με τους πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 4-10-2022, στην γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κατ' άρ. 509 ΚΠΔ.
Κατά το άρθρο 302 του ΠΚ το οποίο επαναλαμβάνει την ταυτάριθμη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε το άρθρο 28 ΠΚ, " από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ` αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής, β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος κατά τις αρχές της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (condition sine qua non), ώστε να είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα προήλθε από την αμελή συμπεριφορά του δράστη και δεν θα επερχόταν, αν ο δράστης τηρούσε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά (ΑΠ 632/2022, ΑΠ 455/2019). Έτσι, η τυχόν συντρέχουσα υπαιτιότητα (συνυπαιτιότητα) του παθόντος ή και τρίτου, δεν αίρει την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική του ευθύνη, εκτός αν αυτή συνετέλεσε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος (ΑΠ 83/2022, ΑΠ 566/2020). Κατά τις διατάξεις του άρ. 12 παρ.1 του ν.2696/1999 "Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας" 1. “..... Οι Οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες .....και να μην προκαλούν παρενόχληση τους λοιπούς χρήστες των οδών....”. Κατά το άρ. 19 παρ.2 του ιδίου ως άνω Κώδικα "Ο Οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της Οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες Κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της Οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν”. Κατά το άρθρο 39 του Κ.Ο.Κ. περί της συμπεριφοράς των οδηγών προς τους πεζούς, παρ.1. "‘Ολοι οι Οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς”. Παρ.4. "Οι Οδηγοί, οι οποίοι πρόκειται να στρίψουν σε άλλη οδό στην οποία δεν υπάρχουν σημασμένες με πινακίδες διαβάσεις πεζών ή διαγραμμίσεις στο οδόστρωμα, υποχρεούνται να παραχωρούν προτεραιότητα στους πεζούς, οι οποίοι στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του παρόντος Κώδικα, έχουν κατέλθει στο οδόστρωμα της Οδού, στην οποία πρόκειται να εισέλθουν οι Οδηγοί και σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτουν την πορεία του οχήματός τους”. Τέλος, από τις ακόλουθες διατάξεις του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ., ορίζονται τα εξής, στην παρ. 1. "Απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση .....τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. ....Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών .......μπορεί να εξειδικεύονται τα όρια τοξικών ουσιών ......... και να καθορίζονται οι επιστημονικοί τρόποι και η διαδικασία διαπίστωσης της χρήσης ......τοξικών ουσιών.....κατά τις παραγράφους του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια”. Παρ. 2." Τα αρμόδια αστυνομικά .... όργανα μπορούν κατά περίπτωση να ασκούν έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης, στον οργανισμό των οδηγών,..... τοξικών ουσιών ή φαρμάκων κατά την προηγούμενη παράγραφο, οι δε Οδηγοί υποχρεούνται να δέχονται τον έλεγχο αυτόν”. Παρ.3 " Σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό ..... τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία από τα θανόντα πρόσωπα, ως και από τους ζώντες,....”.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 Κ.Π.Δ. Το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Ο αναιρετικός έλεγχος εστιάζεται στο αν το Δικαστήριο προέβη σε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνον εξ αυτών. Εξάλλου, από τα άρθρα 178 και 180 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η αυτοψία αποτελεί αυτοτελές και ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, το οποίο διενεργείται, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας από ανακριτικό υπάλληλο, από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο. Για να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η αυτοψία έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, πρέπει αυτή να μνημονεύεται ειδικά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν κατά τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος για τη διαμόρφωση και θεμελίωση της δικαστικής κρίσης, χωρίς να αρκεί απλή αναφορά στα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Διαφορετικά, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν αποτελεί, όμως, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η αυτοψία που διενεργήθηκε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης για τη διερεύνηση της εγκληματικής πράξης, χωρίς να διαταχθεί από δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο, οπότε και δεν απαιτείται ξεχωριστή μνημόνευση αυτής στο αιτιολογικό της απόφασης, αλλά αρκεί η γενική αναφορά στα έγγραφα που αναγνώστηκαν, ώστε να προκύπτει βεβαιότητα για την αξιολόγηση και τη στάθμισή της (ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 68/2017, ΑΠ 676/2017). Επίσης, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους ή από διάφορες αρχές, χωρίς να τηρηθούν οι τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους (ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη) ή η πραγματογνωμοσύνη που ενεργήθηκε δυνάμει απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δεν ταυτίζονται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 ΚΠοινΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, το οποίο διατάσσεται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα, αφού δεν συντάσσονται ύστερα από παραγγελία του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του ποινικού δικαστηρίου με τήρηση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων, αλλά λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και το πόρισμά τους συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του, ως απλά έγγραφα, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα ,ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους (ΑΠ 1414/2022, ΑΠ 1262/2019, ΑΠ 290/2016).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως (ΟλΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που δίκασε την ένδικη υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά : “......Στο ... στις 05.02.2018, ο κατηγορούμενος τυγχάνοντας οδηγός σχήματος και υποχρεωμένος για το λόγο αυτό σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής κατά την οδήγηση, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προξένησε με το όχημά του και κατά την οδήγηση αυτού, το θάνατο άλλου προσώπου. Συγκεκριμένα, στις 5 Φεβρουάριου 2018 και περί ώρα και περί ώρα 14:20 στο ... ο Δ. Α. του Μ. βάδιζε πεζή επί της νησίδας που βρίσκεται κατά μήκος της οδό Ηρακλείου. Κατά τον ίδιο χρόνο ο κατηγορούμενος οδηγώντας το υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΦ όχημα ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία “...” και κινούμενος με αυτό επί της Λεωφόρου Ηρακλείου και στην αριστερή λωρίδα αυτής με κατεύθυνση από Ν. Ιωνία προς Λυκόβρυση, στο σημείο της διασταύρωσης με τον παράδρομο της αττικής διενήργησε αλλαγή πορείας προς τα αριστερά προκειμένου να διασχίσει κάθετα το ρεύμα καθόδου και να εισέλθει στον παράδρομο της Αττικής Οδού (είσοδος προς Ελευσίνα). Ο πεζός αντιλήφθηκε την κίνηση του αυτοκινήτου, πλην όμως δε σταμάτησε να βαδίζει. Ο κατηγορούμενος ενήργησε αριστερό ελιγμό χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της Οδού και χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του κατά την οδήγηση του οχήματος του, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να ενεργεί αποφευκτικούς ελιγμούς, και μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη προσοχή που έπρεπε να έχει κατά τις περιστάσεις και μη έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του οχήματος του, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τον πεζό και να τον παρασύρει κάτω και από τους δύο δεξιούς του τροχούς (εμπρόσθιο και οπίσθιο) προξενώντας σοβαρές σωματικές βλάβες σε ολόκληρο το σώμα του, ένεκα των οποίων επήλθε ακαριαία ο θάνατός του. Η έκταση, η ανατομική εντόπιση, η φύση και το είδος των κακώσεων που διαπιστώθηκαν στον θανόντα κατέδειξαν ότι το όχημα έχει ανατρέψει το σώμα του θανόντος και έχει διέλθει με τουλάχιστον δύο τροχούς από αυτό, όπως επίσης και ότι το είχε σύρει επί του οδοστρώματος προκειμένου να καταλήξει στην τελική του θέση.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος μετά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής, ανεξαρτήτως της συνυπαιτιότητας του θανόντος, ο οποίος όφειλε να βαδίζει όσον το δυνατόν πιο προσεκτικά και να μην επιχειρήσει να κατέβει από νησίδα και να κινηθεί ανέλεγκτα και απρόσεκτα επί του οδοστρώματος, καθόσον όντας οδηγός οδικού οχήματος και υποχρεωμένος για το λόγο αυτό σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη προσοχής κατά την οδήγηση, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε το θανάσιμο τραυματισμό άλλου, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παρακάτω πράξη του. Συγκεκριμένα, οδηγώντας το ως άνω αυτοκίνητο δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγησή της (άρθρ. 12 παρ. 1 Ν. 2696/1999), χωρίς την απαιτούμενη προσοχή και χωρίς να έχει την εποπτεία του χώρου στον οποίο κινείτο, επιχείρησε προς τα αριστερά στροφή - χωρίς προηγουμένως να ελέγξει, όπως όφειλε, την κίνηση των κυκλοφορούντων στην οδό πεζών, έλεγχο που αν έκανε θα αντιλαμβανόταν την κίνηση του πεζού που διέσχιζε την ίδια οδό καθέτως έμπροσθεν του αυτοκινήτου του και τον οποίο δεν αντελήφθη έγκαιρα, παρότι οι συνθήκες το επέτρεπαν, δεδομένου ότι υπήρχε φως ημέρας, έβαινε σε οδό, με πλάτος οδοστρώματος, που ήταν 13 μ., και η ορατότητα του δεν περιοριζόταν, ώστε να διέλθει με το όχημά του από το τμήμα της Οδού χωρίς να επιπέσει επί του πεζού, ο οποίος βάδιζε καθέτως προς την πορεία του και είχε διασχίσει ολίγα μέτρα επί του οδοστρώματος, Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να προσκρούσει με το όχημά του επί του πεζού να τον παρασύρει κάτω και από τους δύο δεξιούς του τροχούς (εμπρόσθιο και οπίσθιο) προξενώντας σοβαρές σωματικές βλάβες σε ολόκληρο το σώμα του, ένεκα των οποίων επήλθε ακαριαία ο θάνατός του.
Συνεπώς ο θάνατος του ως άνω πεζού επήλθε συνεπεία του οδικού τροχαίου δυστυχήματος. Το αποτέλεσμα δε αυτό ο κατηγορούμενος δεν προέβλεψε ως δυνατόν. Επίσης, στον ως άνω τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος κατελήφθη να οδηγεί το υπ' αριθμ. Κυκλοφορίας ... ΙΧΦ όχημα, όντας υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης και συγκεκριμένα οδηγούσε το ως άνω όχημα, ενώ ήταν υπό την επήρεια των τοξικών ουσιών "eoeaine, ecgonine methyl ester, benzoylecgonine”, όπως προκύπτει από την από 3-4-2018 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Τοξικολογίας και Οινοπνεύματος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις αυτές”.
Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τα αδικήματα α) της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και β) της οδήγησης υπό την επίδραση τοξικών ουσιών, και αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρ.84 παρ.2 α' ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης έντεκα (11) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και την παρεπόμενη ποινή της αφαίρεσης της άδειας ικανότητας οδήγησης επί τρεις μήνες, με το ακόλουθο ,κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στο ... στις 05.02.2018, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα αληθώς συρρέοντα μεταξύ τους εγκλήματα, που τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: Α) Τυγχάνοντας οδηγός οχήματος και υποχρεωμένος για το λόγο αυτό σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής κατά την οδήγηση, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προξένησε με το όχημά του και κατά την οδήγηση αυτού, το θάνατο άλλου προσώπου. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και περί ώρα 14:20', οδηγώντας το υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΦ όχημα ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία “...” και κινούμενος με αυτό επί της Λεωφόρου Ηρακλείου και στην αριστερή λωρίδα αυτής με κατεύθυνση από Ν. Ιωνία προς Λυκόβρυση, στο σημείο της διασταύρωσης με τον παράδρομο της Αττικής Οδού και προκειμένου να εισέλθει σε αυτόν με κατεύθυνση προς Ελευσίνα, ενήργησε αριστερό ελιγμό χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της Οδού και χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του κατά την οδήγηση του οχήματος του, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να ενεργεί αποφευκτικούς ελιγμούς, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα τον πεζό Δ. Α. του Μ., ο οποίος διέσχιζε την οδό Ηρακλείου και είχε μόλις κατέβει από τη νησίδα, που βρίσκεται κατά μήκος της ως άνω Οδού, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν ο θανατηφόρος τραυματισμός του ανωτέρω πεζού, ο οποίος υπέστη πολλαπλές κακώσεις σώματος, εκ των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατός του. Β) Στον ως άνω τόπο και χρόνο, κατελήφθη να οδηγεί το υπ' αριθμ. Κυκλοφορίας ... ΙΧΦ όχημα, όντας υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης και συγκεκριμένα οδηγούσε το ως άνω όχημα, ενώ ήταν υπό την επήρεια των τοξικών ουσιών "cocaine, ecgonine methyl ester, benzoylecgonine”“.
Α) Η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με τις ανωτέρω παραδοχές της, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος για το οποίο, μεταξύ άλλων, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική του μορφή, οι αποδείξεις, που το θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες το Δικαστήριο της ουσίας ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή με πλάγιο τρόπο, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται πλήρως η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου οδηγού, η μορφή της αμέλειάς του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και του προκληθέντος θανάτου του πεζού Δ. Α. από το περιγραφόμενο αυτοκινητικό ατύχημα, το οποίο αυτός προκάλεσε (αναιρεσείων) κατά την οδήγηση του αναφερόμενου Ι.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου. Ειδικότερα, παρατίθενται με επάρκεια και σαφήνεια στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης: 1) Τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν την αμέλεια του κατηγορουμένου, συνιστάμενη στο ότι αυτός, οδηγώντας το αναφερόμενο Ι.Χ. φορτηγό και κινούμενος στην Λ. Ηρακλείου, στην αριστερή λωρίδα αυτής με κατεύθυνση από Ν. Ιωνία προς Λυκόβρυση Αττικής, από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει στην περίπτωση αυτή, στο σημείο της διασταύρωσης της ανωτέρω λεωφόρου με τον παράδρομο της Αττικής Οδού, προτιθέμενος ν' αλλάξει πορεία προς τα αριστερά για να διασχίσει κάθετα το ρεύμα καθόδου και να εισέλθει στον παράδρομο της Αττικής Οδού (είσοδος προς Ελευσίνα), πραγματοποίησε αιφνίδιο ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς αυτός να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο δίχως κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της Οδού και χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση του ως άνω οχήματός του, έτσι ώστε να ενεργεί αποφευκτικούς ελιγμούς, και μη έχοντας τον απόλυτο έλεγχο αυτού, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα τον πεζό Δ. Α., ο οποίος μόλις είχε κατέβει από τη νησίδα, που βρίσκεται κατά μήκος της Λ. Ηρακλείου, επί της οποίας προηγουμένως βάδιζε, και να τον παρασύρει κάτω από τους δύο δεξιούς τροχούς (εμπρόσθιο και οπίσθιο) του ως άνω οχήματός του, προξενώντας του σοβαρότατες πολλαπλές κακώσεις σε ολόκληρο το σώμα του, εκ των οποίων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ακαριαία ο θάνατός του. 2) Οι επικρατούσες συνθήκες Κυκλοφορίας οχημάτων στο τόπο και χρόνο κατά τους οποίους έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, ήτοι ότι υπήρχε φως ημέρας, ότι ο κατηγορούμενος έβαινε σε λεωφόρο με πλάτος οδοστρώματος [13] μέτρων και ότι η ορατότητά του δεν περιοριζόταν από κανένα εμπόδιο, με βάση τις οποίες (συνθήκες) αυτός μπορούσε να διέλθει με το φορτηγό όχημα που οδηγούσε, από τμήμα της ανωτέρω λεωφόρου ,επί της οποίας έβαινε, χωρίς να επιπέσει επί του πεζού, ο οποίος βάδιζε καθέτως προς την πορεία του και είχε διασχίσει ολίγα μέτρα επί του οδοστρώματος. 3) Η μορφή της υπαιτιότητας του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, η οποία περιγράφεται ως μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη του αξιόποινου αποτελέσματος). 4) Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω αμελούς περί την οδήγηση συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του επελθόντος θανατηφόρου αποτελέσματος, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο θάνατος του ως άνω πεζού είναι απότοκος της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του κατηγορούμενους, ενόψει ότι ο προκληθείς από το προπεριγραφόμενο ατύχημα βαρύτατος τραυματισμός του ήταν η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του. 5) Η υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για το επίδικο ατύχημα, ανεξαρτήτως της αναφερόμενης συνυπαιτιότητας του παθόντος, συνισταμένης στο ότι ο τελευταίος όφειλε να βαδίζει πιο προσεκτικά στη νησίδα και να μην επιχειρήσει να κατέβει απ' αυτήν και να κινηθεί ανέλεγκτα και απρόσεκτα επί του οδοστρώματος της λεωφόρου, η ύπαρξη όμως της οποίας [συνυπαιτιότητας του θανόντος] δεν αναιρεί την αμέλεια του κατηγορούμενου και την ποινική του ευθύνη, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην νομική σκέψη, μόνο η αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ενέργειας του δράστη και του αποτελέσματος. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει ιδιαίτερη αιτιολογία, ως προς τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θύματος, αφού με επάρκεια απάντησε σ' αυτούς με την αιτιολογημένη περί της ενοχής κρίση του. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η από 5-2-2018 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος με το συνημμένο σχεδιάγραμμα του αρμοδίου οργάνου της Τροχαίας, που επιλήφθηκε του ενδίκου συμβάντος, δεν μνημονεύονται ιδιαίτερα στο προοίμιο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης, με συνέπεια να μην είναι βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά τη διαμόρφωση της κρίσης για την ενοχή του , πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο δε, διότι από την επιτρεπτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η ανωτέρω έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος μετά του σχετικού σχεδιαγράμματος των συνθηκών τέλεσής του περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα, τα οποία αναγνώστηκαν στο ακροατήριο κατά την αποδεικτική διαδικασία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Η εν λόγω έκθεση αυτοψία διενεργήθηκε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης για την αστυνομική διερεύνηση του ενδίκου ατυχήματος, χωρίς να έχει διαταχθεί από δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, το οποίο πρέπει να μνημονεύεται ειδικά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά απλό έγγραφο, που αναγνώστηκε, και το οποίο με βεβαιότητα λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε για την περί ενοχής κρίση με τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα, δοθέντος ότι στο προοίμιο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ρητή αναφορά στα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Άλλωστε, δεν δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ότι έχει ληφθεί υπόψη η παραπάνω έκθεση αυτοψίας με το συνημμένο σχεδιάγραμμα και τα πορίσματά τους και ότι αυτά τα έγγραφα έχουν συνεκτιμηθεί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για την κρίση της ενοχής, αφού οι παραδοχές της απόφασης δεν είναι αντίθετες προς τις καταγραφές των εγγράφων αυτών που αποτυπώνουν τις συνθήκες τέλεσης του ενδίκου ατυχήματος. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, καθώς και της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης του νόμου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους και σχετικές με την κατηγορία, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και αποτελούν αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Β) Η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αξιόποινη πράξη της οδήγησης οχήματος υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, για την οποία επίσης καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με τις ως άνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρ. 42 παρ.1, 9 του Ν. 2696/1999, όπως τούτο ίσχυσε μετά τη τροποποίησή του από το άρ. 37 παρ.8 του Ν.4055/2012, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας, για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη του, δέχθηκε ανελέγκτως και εξέθεσε την απόφασή του ότι ύστερα από εξέταση του αναιρεσείοντος ανιχνεύθηκε στα ούρα του ,σύμφωνα με την από 3/4/2018 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του εργαστηρίου τοξικολογίας της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών, η παρουσία των αναφερομένων τοξικών ουσιών, ήτοι κοκαϊνης, μεθυλεστέρα εκγονίνης, βενζοϋλεκγονίνης, οι οποίες είναι ναρκωτικές ουσίες, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός οδηγούσε το προαναφερθέν Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο υπό την επίδραση των ανιχνευθεισών ως άνω ναρκωτικών ουσιών. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ,που εμπεριέχονται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, ότι το δικάσαν Δικαστήριο επιλεκτικά αξιολόγησε και συνεκτίμησε για την περί ενοχής κρίση της την ανωτέρω έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης ούρων, αγνοώντας την υπ' αρ. ... από 8/3/2018 έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του εργαστηρίου τοξικολογίας της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών ,μολονότι αυτή αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και αφορά στον μη εντοπισμό ευρημάτων τοξικών ουσιών στο εξετασθέν δείγμα του αίματός του, είναι αβάσιμες. Τούτο δε, διότι από την οικεία θέση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, που επισκοπούνται παραδεκτά για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται, και οι ανωτέρω δύο εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, που διεξήχθησαν στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης από το Γ’ Τμήμα Τροχαίας Β/Α Αττικής και διενεργήθηκαν από τον Υπαστυνόμο Α’- Χημικό Κ. Μ..
Πλην όμως, οι ανωτέρω εκθέσεις δεν αποτελούν πραγματογνωμοσύνη με την έννοια του νόμου, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του σχετικού λόγου αναίρεσης, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τη σύνταξή τους δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για το διορισμό πραγματογνωμόνων (ήτοι διορισμός από ανακριτικό υπάλληλο, δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όρκιση, κ.λπ. κατ' τα άρθρα 183 επ. ΚΠοινΔ), αλλά είναι απλά υποβοηθητικά της προανάκρισης έγγραφα προς διαπίστωση γεγονότων, ήτοι εργαστηριακές εξετάσεις δειγμάτων ούρων και αίματος του κατηγορούμενου για τον εντοπισμό τοξικών ουσιών.
Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, οι εν λόγω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (άρ. 178 περ.γ' ΚΠΔ) και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύονται κατ' είδος στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε να αναφερθεί και να αξιολογηθεί ειδικά το πόρισμά τους, αλλά, όπως από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ανενδοιάστως προκύπτει, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, για τη διαμόρφωση της κρίσης του, ως απλά έγγραφα. Επομένως, οι δεύτερος λόγος αναίρεσης και δεύτερος πρόσθετος λόγος αυτής , που συνιστούν τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 578 παρ.1 Κ.Π.Δ.), καθώς και η δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού μετά του συνηγόρου της (άρ. 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθ. πρωτ. .../24-5-2022 αίτηση μετά των προσθέτων λόγων αυτής του G. E. του V., για αναίρεση της υπ' αρ. 4672/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορίας, που ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ