Αριθμός 1089/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Παπαγεωργίου, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Χρυσούλα Πλατιά - Εισηγήτρια, Βαρβάρα Πάπαρη, Αικατερίνη Χονδρορίζου και Λεωνίδα Χατζησταύρου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιουλίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Οικονόμου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αχιλλέα Κυριάκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΖΤ2189/2022 απόφασης του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “...”, νομίμως εκπροσωπουμένη, με έδρα στο ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Νικόλαο Αργυρόπουλο και Φώτιο Παπαγεωργίου.
Το Ζ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’αριθ. .../23-5-2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2023.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 23.5.2023 αίτηση αναίρεσης του Α. Κ. του Δ. κατά της υπ' αριθ. ΖΤ 2189/2022 απόφασης του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε ένοχο αυτόν για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 3 και 474 παρ. 2Α του ΚΠΔ) από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με δήλωσή του, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 24.5.2023 (με αριθ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου .../24.5.2023), ήτοι εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη, την 5.5.2023, στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, ασκήθηκε δε από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο και περιλαμβάνει ορισμένους λόγους αναίρεσης και συγκεκριμένα: α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ). Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙ. Με το άρθρο 59 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι "Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη υποχρεωτική αναβολή ή αναστολή (όρος ταυτόσημος) της ποινικής δίκης γίνεται, όταν στην αναβαλλόμενη δίκη ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα το ίδιο ποινικό ζήτημα που εκκρεμεί ως κύριο αντικείμενο στην άλλη συναφή δίκη, η οποία πρέπει να εκκρεμεί στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, και όχι της προδικασίας. Τέτοιο ζήτημα είναι εκείνο, το οποίο πρέπει, προηγουμένως, να αντιμετωπιστεί και να λυθεί από το δικαστήριο, ώστε να είναι δυνατό να εκδοθεί μετά απόφαση για την κατηγορία.
Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης μέχρι να εκδοθεί απόφαση άλλου δικαστηρίου σε συναφή ποινική υπόθεση, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με την προϋπόθεση ότι η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 572/2021, ΑΠ 1112/2019, ΑΠ 1966/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος υπέβαλε εγγράφως αίτημα αναστολής (ή αναβολής) της δίκης κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, που έχει ως εξής: "Εισάγεται ενώπιον Σας προς εκδίκαση η έφεση του κατηγορουμένου κατά της με αριθμό ΔΜ 1721/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Το αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε συνίσταται στην νόθευση της υπ' αριθ. ... δίγραμμης επιταγής της Τράπεζας ... ποσού 21.910,5 ευρώ, δια της οπισθογράφησης αυτής προκειμένου να εισπραχθεί από αυτόν, εν αγνοία δήθεν της εγκαλούσας εταιρείας ... μοναδικής δικαιούχου για την είσπραξή της. Δια του παρόντος υποβάλλω ενώπιον Σας αίτημα αναστολής της ποινικής δίκης κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ για τους ακόλουθους βάσιμους λόγους:...
Εν προκειμένω, από την αποδεικτική διαδικασία που έχει λάβει χώρα τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου βαθμού όσο και από την αποδεικτική διαδικασία που έλαβε χώρα κατά την εκδίκαση της αγωγής της και νυν εγκαλούσας εταιρείας είναι σαφές ότι ο βασικότερος υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου συνίστατο στο ότι η επίμαχη επιταγή του παραδόθηκε στο πλαίσιο μιας απόπειρας μερικής κάλυψης των αξιώσεων που αυτός προέβαλε από τη συνεργασία του με την εγκαλούσα και τον εκπρόσωπο αυτής Π. Κ.. Για να αποδείξει δε την μη παρακράτηση της επίμαχης επιταγής και τη δήθεν εν αγνοία της εγκαλούσας οπισθογράφηση αυτής, όπως ισχυρίζεται η εγκαλούσα, ο κατηγορούμενος προσκόμισε και ζήτησε να αναγνωσθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο σχετική απόδειξη παράδοσης πέντε επιταγών στην εγκαλούσα, την οποία είχε υπογράψει την 27-10-2015 ο υπάλληλος αυτής και μάρτυρας κατά την αποδεικτική διαδικασία Π. Κ.. Τόσο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό όσο και ενώπιον του πολιτικού Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αγωγής της εγκαλούσας κατά του κατηγορουμένου για ηθική βλάβη, γεννηθείσα εξ αδικοπραξίας συνισταμένης στο υπό έρευνα αδίκημα της πλαστογραφίας της ένδικης επιταγής, η εγκαλούσα και ο ανωτέρω μάρτυρας υποστήριξαν ότι δήθεν και η απόδειξη αυτή είναι πλαστή, δήθεν προϊόν φωτομοντάζ. Για την απόδειξη αυτή που αποδεικνύει τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι αυτός γνωστοποίησε και παρέδωσε την επιταγή στην εγκαλούσα και η τελευταία εν συνεχεία του την επέστρεψε αργότερα, η εγκαλούσα υπέβαλε και έτερη μήνυση για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ενώπιον του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, συνταχθέντος σχετικώς του υπ' αριθ. ... /... κατηγορητηρίου,... έχει δε προσδιορισθεί να εκδικασθεί κατόπιν αναβολής ενώπιον του ανωτέρω ακροατηρίου κατά τη δικάσιμο της 18-1-2023. Αξιοσημείωτο δε τυγχάνει το γεγονός ότι κατά την εκδίκαση της εν λόγω απολύτως συναφούς υποθέσεως, υπό τη μορφή του δικονομικού προκρίματος για την απόδειξη της παρούσας κατηγορίας, ο και εκεί κατηγορούμενος προσκόμισε την πρωτότυπη από 27-10-2015 απόδειξη του παραπάνω μάρτυρα και υπαλλήλου της εγκαλούσας κ. Κ. αιτήθηκε δε της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης επί του εγγράφου αυτού, αίτημα το οποίο παρά τις αντιδράσεις της υποστηρίζουσας την κατηγορία εγκαλούσας εταιρείας, εν τέλει έγινε δεκτό, έχει δε ήδη ορισθεί ο πραγματογνώμονας και ο Ανακριτής ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί η εν λόγω γραφολογική διερεύνηση... Επειδή με την απόφαση του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να αποφευχθεί η κατασπατάληση του χρόνου και η καταταλαιπώρηση των διαδίκων που θα κληθούν να απαντήσουν δύο φορές επί του αυτού αποδεικτέου ζητήματος της παράδοσης ή όχι της επιταγής, ζήτημα που δύναται να κριθεί κυριαρχικά και με ασφάλεια -κατόπιν διενέργειας σχετικώς γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης- από το Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, χωρίς να περιορίζεται από οποιαδήποτε πρώιμη δικανική κρίση έτερου Δικαστηρίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ Όπως το Δικαστήριό Σας αναβάλλει την παρούσα ποινική δίκη μέχρι την έκδοση αμετάκλητης ποινικής απόφασης επί της με αριθμό ΒΜ ... και …/109 ποινικής υποθέσεως που εκδικάζεται ενώπιον του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 18-1-2023”.
Τo ως άνω αίτημα του κατηγορουμένου, κατόπιν όμοιας εισαγγελικής πρότασης, απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας με το κατωτέρω σκεπτικό: "Κατά το άρθρο 59 ΚΠΔ, όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και δεν είναι δυνατή ούτε σκόπιμη η ένωση των δύο δικών, η πρώτη αναβάλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προβλεπόμενη υποχρεωτική αναβολή της ποινικής δίκης γίνεται όταν στην αναβαλλόμενη δίκη ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα το ίδιο ποινικό ζήτημα που εκκρεμεί ως κύριο αντικείμενο στην άλλη δίκη... Στην προκειμένη περίπτωση το υποβληθέν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο δια του συνηγόρου του αίτημα για αναβολή της δίκης, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση υπόθεσης πλαστογραφίας με αριθμό ΒΜ ... και …/..., που εκδικάζεται ενώπιον του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο 18-1-2023, επειδή αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την προκειμένη υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί, καθώς η παρούσα δίκη μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς την έκδοση της απόφασης του ΑΠ για την εν λόγω πράξη της πλαστογραφίας, διότι για την παρούσα κατηγορία δεν είναι προδικαστικό ζήτημα η κρίση επί του άνω αδικήματος”.
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο και απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, ως αβάσιμο, διέλαβε την απαιτούμενη, από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται οι λόγοι και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε και απέρριψε το σχετικό αίτημα, διαπιστώνοντας ότι το αντικείμενο της έτερης ποινικής δίκης για πλαστογραφία που εκκρεμούσε ενώπιον του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα για το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμούσε ενώπιόν του και ότι δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της εκδικαζόμενης από αυτό υπόθεσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ (που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019) ορίζεται, ότι: "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι πλέον σαφές, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι, εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι` αυτόν, δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος, ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου, με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσότερων αυτών διατάξεων, εάν δε από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται κατ` αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Προδήλως δε, επιεικέστερος είναι και ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη (ΑΠ 1296/2022, ΑΠ 1302/2022, ΑΠ 720/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την 1.7.2019, "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”, ενώ κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ, "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών, που, ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, δεν διαφοροποιούνται, προκύπτει ότι ευμενέστερη διάταξη είναι αυτή του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα, καθόσον: α) η χρήση πλαστού από τον ίδιο τον πλαστογράφο δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση κατά την παρ. 1, αλλά αυτοτελή πράξη (παρ. 2) που συρρέει φαινομενικά, όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν και β) ειδικώς και μόνο ως προς την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλαδή από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη, ενώ η προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης, προέβλεπε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως πέντε (5) ετών (ΑΠ 227/2023, ΑΠ 1053/2022, ΑΠ 639/2020).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικότερα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε (ΑΠ 227/2023, ΑΠ 482/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της και κατά το ενδιαφέρον, τον αναιρετικό έλεγχο, μέρος αυτού, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, καθόσον αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της επίδικης πράξης.... Σε συνέχεια των ανωτέρω, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, στην …, στις 20.10.2015 τέλεσε την πράξη, για την οποίαν κατηγορείται, ήτοι παράνομα, αυθαίρετα, άνευ εντολής ή συναινέσεως τρίτου, ή σχετικού δικαιώματος έθεσε όπισθεν της υπ' αριθμ. ... δίγραμμης επιταγής της Τράπεζας ..., ποσού 21.910,50 ευρώ, εκδόσεως της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... υπηρεσίες ανώνυμος εμπορική και τεχνική εταιρεία”, σε χρέωση του υπ' αρ. ... λογαριασμού της, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “...”, σφραγίδα ομοιάζουσα με τη σφραγίδα της εγκαλούσας, χωρίς άδεια του νομίμου εκπροσώπου αυτής και έθεσε όπισθεν αυτής την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, Ε. Ρ., ο οποίος ουδέποτε είχε υπογράψει σε αυτή, με σκοπό να παραπλανήσει τρίτους ότι έχει μεταβιβαστεί η ανωτέρω επιταγή με λευκή οπισθογράφηση και παράδοση σε αυτόν από την εγκαλούσα εταιρεία και ότι ήταν νόμιμος κομιστής αυτής, καθώς από την 25-8-2015 είχε παύσει να είναι μέλος του Δ.Σ της εγκαλούσας εταιρίας, λόγω οπισθογραφήσεως και έτσι να πετύχει την είσπραξή της, ενώ στην συνέχεια έκανε χρήση της επίδικης επιταγής εμφανίζοντας αυτή στον αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας ... από όπου και εισέπραξε το ενσωματούμενο στην επιταγή ποσό. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος αυτός, της πράξης για την οποίαν κατηγορείται υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το σύνολο του προσκομιζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων των άνω καταθέσεων των μαρτύρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ενώ επισημαίνεται ότι, αντίθετη κρίση περί των άνω αποδειχθέντων, δεν δύναται να συναχθεί από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ίδιο τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο έγγραφα. Αντιθέτως, από τα άνω, από 27.10.2015, 13.11.2015, 16.11.2015 και 24.1 1.2015 εξώδικα, συνάγεται ότι ήδη, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης του και την εμφάνιση της επιταγής προς είσπραξη στην τράπεζα ..., ο κατηγορούμενος ευρίσκετο σε αντιδικία με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας και με την εγκαλούσα, αναφορικά με τις απορρέουσες οικονομικές αξιώσεις από τη λειτουργία των άνω επιχειρήσεων, ειδικά δε, στην από 16.11.2015 εξώδικό του (συνταγείσα τρεις ημέρες πριν την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, στις 19.11.2015), εκθέτει ότι παραιτείται από τη θέση του Προέδρου του Δ.Σ. της εγκαλούσας. Επομένως, ο εκκαλών-κατηγορούμενος (ι) τελούσε σε γνώση ότι δεν είναι πλέον μέλος του Δ.Σ. της εγκαλούσας...και (ιι ως εκ της αντιδικίας του με την εγκαλούσα, που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, συνάγεται ότι δεν είχε αυτός εξουσία να προβεί σε υπογραφή για λογαριασμό του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας, σε εξόφληση τυχόν αξιώσεών του έναντι αυτής, οι οποίες, άλλωστε, δεν αποδείχθηκαν.
Συνεπώς, πρέπει ο εκκαλών-κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποίαν κατηγορείται, υπό τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα”.
Στη συνέχεια, το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ) και επέβαλε σ` αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στην …. στις 20/10/2015 νόθευσε έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει, με την χρήση του άλλους, σχετικά με γεγονός, που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια, έκανε χρήση του πλαστού (νοθευμένου) εγγράφου. Συγκεκριμένα, παράνομα, αυθαίρετα, άνευ εντολής ή συναινέσεως τρίτου, ή σχετικού δικαιώματος, έθεσε όπισθεν της υπ' αριθμ. ... δίγραμμης επιταγής της Τράπεζας ..., ποσού 21.910,50 ευρώ εκδόσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... υπηρεσίες ανώνυμος εμπορική και τεχνική εταιρεία, σε χρέωση του υπ' αρ. ... λογαριασμού της, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “...”, σφραγίδα ομοιάζουσα με τη σφραγίδα της εγκαλούσας, χωρίς άδεια του νομίμου εκπροσώπου αυτής και έθεσε όπισθεν αυτής την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, Ε. Ρ., ο οποίος ουδέποτε είχε υπογράψει σε αυτή, με σκοπό να παραπλανήσει τρίτους ότι έχει μεταβιβαστεί η ανωτέρω επιταγή με λευκή οπισθογράφηση και παράδοση σε αυτόν από την εγκαλούσα εταιρεία και ότι ήταν νόμιμος κομιστής αυτής, καθώς από την 25/8/2015 είχε παύσει να είναι μέλος του Δ.Σ της εγκαλούσας εταιρείας, λόγω οπισθογραφήσεως και έτσι να πετύχει την είσπραξή της, ενώ στην συνέχεια έκανε χρήση της επίδικης επιταγής εμφανίζοντας αυτή στον αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας ... από όπου και εισέπραξε το ενσωματούμενο στην επιταγή ποσό”. Με τις ως άνω παραδοχές είναι σαφές, ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι αυτή "της πλαστογραφίας μετά χρήσεως”, όπως ρητά αναφέρεται στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, και στην κατάληξη του ιδίου σκεπτικού αναφέρεται ότι "πρέπει ο εκκαλών-κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποίαν κατηγορείται, υπό τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα" που είναι αυτή της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, όπως περιγράφεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης, για την οποία (πράξη) και καταδικάσθηκε πρωτοδίκως. Έσφαλε, συνεπώς, το ως άνω Δικαστήριο κατά το μέρος που δέχθηκε την εν γνώσει του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου (ήτοι της αναφερόμενης επιταγής), και, ως εκ τούτου, την ύπαρξη της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού, εφαρμόζοντας το άρθρο 216 παρ. 1 του προηγούμενου ΠΚ και όχι την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύοντος κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ΠΚ, που δεν προβλέπει τέτοια επιβαρυντική περίσταση.
IV. Κατ' ακολουθίαν τούτων, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται από τον αναιρεσείοντα η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή ως προς την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης πλαστού, της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ, είναι βάσιμος και πρέπει, εφαρμοζομένης από το Δικαστήριο της ορθής νομικής διάταξης (κατ' άρθρο 518 ΚΠΔ), να απαλειφθεί από την απόφαση η διάταξη περί της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης πλαστού. Επομένως, πρέπει: Α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνο: α) ως προς τη διάταξη της περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού εγγράφου, η οποία πρέπει να απαλειφθεί, β) ως προς την, περί επιβολής σ' αυτόν ποινής, διάταξή της για την πράξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, η οποία ποινή πρέπει να καθορισθεί αφενός με βάση την μη ύπαρξη της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης πλαστού και αφετέρου με βάση το πλαίσιο της επιεικέστερης ποινής του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου ΠΚ και Β) να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρα 519, 522 ΚΠΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. ΖΤ 2189/2022 απόφαση του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (δικάσαντος κατ' έφεση) και δη μόνο ως προς τις διατάξεις της: α) περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού εγγράφου και β) περί επιβολής ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας.
Απαλείφει τη διάταξη περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού εγγράφου.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο περί ποινής μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 23.5.2023 αίτηση του Α. Κ. του Δ., κατοίκου ... κατά της υπ' αριθ. ΖΤ 2189/2022 απόφασης του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 2 Αυγούστου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ