Απόφαση

Αριθμός 717/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Α. του Γ., κατοίκου ..., 2) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία "Α. Ι.. - Κ. Κ.. Ο..Ε..", που εδρεύει στην ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Μορφόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Βουτσινά και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/11/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2408/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6391/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30/9/2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 30-9-2021 αίτηση αναίρεσης (ΓΑΚ …/2021, ΕΑΚ …/2021, Αριθ. Δικ. …./2021) προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, 6391/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 8-2-2019 έφεσης των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 2408/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 24-11-2014 ένδικη αγωγή τους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 227 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία, ενώ κατά την παρ. 2 αυτού, η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας τον χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία”. Η παρούσα διάταξη στοχεύει στο να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, προς τούτο δε ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση έχει στη διάθεσή του και άλλες διατάξεις, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 236 ιδίου Κώδικα, που ρυθμίζει την υποχρέωσή του για την πλήρη έρευνα της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ωστόσο, η παράλειψη του διευθύνοντος τη συζήτηση να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου για τη συμπλήρωση των τυπικών ελλείψεων και δη για να καταβάλει το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και η απόρριψη, στη συνέχεια, εξ αυτού του λόγου του εν λόγω αιτήματος λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος, δεν ιδρύει αναιρετική πλημμέλεια, αφού κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από δικές του πράξεις ή από παραλείψεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του και δεν αφορούν τη δημόσια τάξη, όπως εν προκειμένω, την, δε, ανωτέρω παράλειψη του δικαστηρίου μόνο ως λόγο έφεσης μπορεί να την επικαλεστεί ο διάδικος (ΑΠ 542/2021, ΑΠ 1261/2019, ΑΠ 1412/2019, ΑΠ 986/2009, ΑΠ 1892/2006, ΑΠ 1526/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης (υπό στοιχεία 2.1.1.2. στο αναιρετήριο), προσάπτουν στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον Αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη του τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο παραπονούνταν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠολΔ, παρέλειψε το καθήκον του, στο πλαίσιο της καθοδηγητικής του διαδίκου λειτουργίας του, να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους να συμπληρώσει την τυπική παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου για το, κατά την κρίση του, καταψηφιστικό αίτημα της ένδικης αγωγής, με το οποίο ζητούσαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (εφεσίβλητος) να επιστρέψει σε καθένα από αυτούς τα σώματα των αναλυτικά αναφερόμενων επιταγών. Ο παραπάνω αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της ανωτέρω διάταξης καθήκοντός του να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου για τη συμπλήρωση της ως άνω τυπικής έλλειψης, εξακολουθητική μάλιστα, αφού μετά την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του άνω καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσείοντες, ούτε ενώπιον του Εφετείου κατέβαλαν το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο, δεν ιδρύει κανένα από τους περιοριστικά απαριθμούμενους στη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 Αριθ. 1 ΚΠολΔ, ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (ΟλΑΠ 10/2011). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και επομένως, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος εκ της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, αφού στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν εκτίμησε πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους (πρβλ. ΑΠ 1110/1989).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος του, δέχθηκε τα εξής: “... Ωστόσο, οι εκκαλούντες, ούτε κατά την κατάθεση της εφέσεως, ούτε και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση προσκόμισαν αποδεικτικό περί καταβολής δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των καταψηφιστικών τους αιτημάτων. Οι τελευταίοι, ειδικότερα, παραπονούνται με τους κατ' ιδίαν λόγους της εφέσεώς τους ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δικάστηκαν ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή τους κατ' ουσίαν λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, διότι πριν την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού και με τις προτάσεις τους περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους σε εν μέρει αναγνωριστικό και κατέβαλαν δικαστικό ένσημο για το εναπομείναν καταψηφιστικό τους αίτημα, εσφαλμένα δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι είναι καταψηφιστικό το αίτημά τους περί υποχρεώσεως του εναγόμενου, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να επιστρέψει στον πρώτο ενάγοντα τα σώματα των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή επιταγών, συνολικού ποσού 175.000 ευρώ και στην δεύτερη ενάγουσα τα σώματα των επίσης αναλυτικά αναφερόμενων επιταγών, συνολικού ποσού 28.468 ευρώ, αίτημα που κατά τους ισχυρισμούς τους δεν έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα, αλλά αμιγώς αναγνωριστικό, διότι δεν ζητήθηκε η καταβολή στους ενάγοντες του ποσού των 203.468 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αλλά το αίτημά τους κατέτεινε στη διάγνωση της διαφοράς των διαδίκων με τέτοιο τρόπο - αναγνώριση ανυπαρξίας οφειλής από τα επίμαχα αξιόγραφα - ώστε να αποδοθούν στου ενάγοντες τα σώματα των επίδικων επιταγών ως πράγματα, δηλαδή ως έγγραφα και όχι η αντίστοιχη χρηματική αξία που αυτά ενσωματώνουν. Ωστόσο, το αίτημα τούτο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να επιστρέψει κατά τις ως άνω διακρίσεις τα σώματα των επιταγών που βρίσκονται στην κατοχή του, συνολικού ποσού 203.468 ευρώ, είναι καταψηφιστικό, καθώς, όπως ακριβώς είναι διατυπωμένο, περιέχοντας πλην της αναγνώρισης του αχρεωστήτου αυτών και αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τα αποδώσει στους ενάγοντες, από το οποίο σημειωτέον, δεν έλαβε χώρα κατά κάποιο τρόπο νομότυπα παραίτηση εκ μέρους των εναγόντων, αποτελεί ακριβώς το δικονομικό αντίκρυσμα της ένδικης αξιώσεως του ουσιαστικού δικαίου εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το αίτημα τούτο, όπως συνάδει σε καταψηφιστικό αίτημα, συνίσταται στην καταδίκη των εναγομένων σε συγκεκριμένη πράξη, ήτοι στην απόδοση των επίδικων επιταγών, ώστε με την εκτέλεση της αναμενόμενης επί του εν λόγω αγωγικού αιτήματος αποφάσεως να μπορεί να εκπληρωθεί αναγκαστικά η παροχή και να ικανοποιηθεί η αξίωση των εναγόντων, οι οποίοι σαφώς προκύπτει από την διατύπωση του εν λόγω αιτήματος ότι δεν αρκέστηκαν στην υποβολή αναγνωριστικού αιτήματος για την διάγνωση της ανυπαρξίας της αξιώσεως του εναγομένου που απορρέει από τις επίδικες επιταγές, αλλά ζητούν με το συγκεκριμένο σκέλος του αιτήματος, που αφορά τα επίδικα αξιόγραφα, την καταδίκη του εναγομένου σε απόδοση των επιταγών, έτσι ώστε με την αναγκαστική εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως, που επιδιώκουν να εκδοθεί επ' αυτού, να μπορούν να ικανοποιήσουν την αξίωσή τους που απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο για απόδοση των επιταγών που παραδόθηκαν, έστω χάριν καταβολής του τιμήματος της πώλησης, από την οποία φέρεται, σύμφωνα με την αγωγή, ότι έχουν υπαναχωρήσει. Το αίτημα τούτο είναι αποτιμητό σε χρήμα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες, αφού από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή και την διατύπωση του συγκεκριμένου αιτήματος, καθίσταται σαφές ότι η αξίωση των εναγόντων εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού για την απόδοση σε αυτούς των επίδικων τραπεζικών επιταγών κατευθύνεται στην επιστροφή αυτών ως αξιογράφων, που παραδόθηκαν στον εναγόμενο πωλητή, κατά την αγωγή, χάριν καταβολής του τιμήματος, δηλαδή στην απόδοση αυτών όχι ως απλών εγγράφων, αλλά υπό την οικονομική αξία που αυτά ενσωματώνουν και η οποία αποτέλεσε την δοθείσα παροχή προς αντιστάθμισμα της ληφθείσας αντιπαροχής. Κατά συνέπεια, το αίτημα τούτο είναι καταψηφιστικό και υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, ύψους 2.155,12 ευρώ. Επομένως, οι ενάγοντες, πλην του τέλους δικαστικού ενσήμου που αντιστοιχούσε στο αιτούμενο ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο και κατέβαλαν, όφειλαν να καταβάλουν τέλος δικαστικού ενσήμου και για το συγκεκριμένο, επίσης, καταψηφιστικό αίτημα, το οποίο αποτιμάται σε χρήμα και που η αξία του προσδιορίζεται από την αξία των επιταγών, δηλαδή στο ποσό των 203.468 ευρώ, ποσού 2.155,12 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι το παραπάνω αίτημα είναι καταψηφιστικό, ότι οι εκκαλούντες όφειλαν να καταβάλουν για τούτο δικαστικό ένσημο και δίκασε τούτους ερήμην, λόγω της πλασματικής τους ερημοδικίας, δεν έσφαλε, όσον αφορά τα καταψηφιστικά αιτήματα της αγωγής, αντιθέτως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων ως αβασίμων των συναφών με τα ανωτέρω λόγων εφέσεως. Κατά συνέπεια, ως προς τα κεφάλαια της εφέσεως που αναφέρονται στα καταψηφιστικά αιτήματα της αγωγής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το ανωτέρω αίτημα, με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να επιστρέψει στους ενάγοντες, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, τα σώματα των παραπάνω επιταγών, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, δεδομένου ότι οι εκκαλούντες δεν κατέβαλαν το αναλογούν στο σύνολο των καταψηφιστικών αιτημάτων τους τέλος δικαστικού ενσήμου ούτε ενώπιον του Εφετείου, με συνέπεια ως προς αυτά να λογίζονται ερήμην δικαζόμενοι, και να τυγχάνει η έφεσή τους κατά το μέρος αυτό απορριπτέα ως ανυποστήρικτη...”. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης (υπό στοιχεία 2.2. στο αναιρετήριο), οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντας πλημμέλεια από τον Αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο ότι με το να δεχθεί ότι το αγωγικό αίτημα περί απόδοσης των ένδικων επιταγών είναι καταψηφιστικό και απορρίπτοντας, συνακόλουθα, λόγω της μη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το σχετικό κεφάλαιο της έφεσης λόγω πλασματικής ερημοδικίας τους, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, 419 και 421 ΑΚ. Ωστόσο, με την ανωτέρω κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, 419 και 421 ΑΚ, διότι με το ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αγωγικό αίτημα, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (αναιρεσίβλητος) να τους αποδώσει τις επίδικες επιταγές ως αξιόγραφα, τα οποία αυτοί παρέδωσαν στον αναιρεσίβλητο - πωλητή για την καταβολή του τιμήματος αντί χρημάτων, δηλαδή ως αντιπαροχή έναντι της ληφθείσας παροχής, ήτοι της μεταβίβασης προς αυτούς από τον αναιρεσίβλητο της επίδικης επιχείρησης, που αυτός διατηρούσε σε μισθωμένο ακίνητο στην …. και όχι ως απλά έγγραφα, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Υπό αυτή την έννοια το εν λόγω αίτημα, το οποίο, εκτός από την αναγνώριση του αχρεώστητου των επιταγών περιλαμβάνει και αίτημα απόδοσής τους στους αναιρεσείοντες, είναι καταψηφιστικό, αφού αποσκοπεί στην καταδίκη του αναιρεσίβλητου σε συγκεκριμένη πράξη, δηλαδή την απόδοση των επιταγών, έτσι ώστε, με την εκτέλεση της σχετικής απόφασης που θα εκδοθεί, να εκπληρωθεί αναγκαστικά η παροχή και να ικανοποιηθεί η απορρέουσα από το ουσιαστικό δίκαιο ως άνω αξίωση των αναιρεσειόντων για απόδοση των επιταγών. Ως εκ τούτου το εν λόγω αίτημα είναι αποτιμητό σε χρήμα, υποκείμενο στο ανάλογο, με βάση το συνολικό ποσό των επιταγών, τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις, που ανέρχεται σε ποσό 2.155,12 ευρώ, αφού το συνολικό ποσό των επιταγών είναι 203.466 ευρώ. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης (υπό στοιχεία 2.1.2 στο αναιρετήριο) οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον Αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν έχει νόμιμη βάση λόγω έλλειψης αιτιολογιών ή ανεπαρκών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, επικαλούνται ότι το Εφετείο απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή τους, χωρίς καμία αιτιολογία, ως προς το κεφάλαιο που αφορούσε το αίτημα της ένδικης αγωγής, με το οποίο ζητούσαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (αναιρεσίβλητος) να τους επιστρέψει τα σώματα των αναφερόμενων στην αγωγή επιταγών. Ο ως άνω αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση κατά το προαναφερόμενο αγωγικό αίτημα λόγω πλασματικής ερημοδικίας των αναιρεσίβλητων εκ της μη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου ενώπιόν του, δεν εκτίμησε πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους, με συνέπεια να μην θεμελιώνεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, ο οποίος προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης (πρβλ ΑΠ 1110/1989). Κατά το άρθρο 559 Αριθ. 8 ΚΠολΔ η απόφαση αναιρείται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως πράγματα δε κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών, που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται, απαραιτήτως, σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή, στο τέλος του, ενιαίου πλέον κειμένου, του πληρεξουσίου δικηγόρου, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (δηλαδή ενώπιον του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες και παραδεκτώς επαναφέρονται στο Εφετείο οι διαλαμβανόμενοι σ' αυτές (πρωτόδικες), ισχυρισμοί και γίνεται επίκληση των αναφερομένων σ' αυτές, αποδεικτικών, εγγράφων (ΑΠ 785/2019, ΑΠ 901/2019, ΑΠ 1658/2017, 923/2017, 98/2017). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1β, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεστεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση των αποδεικτικών μέσων μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Επομένως, δεν είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου εγγράφων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ' έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των αυτοτελών ισχυρισμών και των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αντίστοιχου διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 794/2017, ΑΠ1509/2014, 476/2011, ΑΠ 865/2009). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου ισχυρισμών και εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ1451/2021, ΑΠ 149/2020, ΑΠ 1401/2019, ΑΠ 785/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης (υπό στοιχεία 2.3. και 2.4. στο αναιρετήριο, αντίστοιχα) μέμφονται την προσβαλλομένη για πλημμέλειες από τους Αριθμούς 8 και 11 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, και ειδικότερα ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη, (α) πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι τους ισχυρισμούς που ο αναιρεσίβλητος είχε προβάλει με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις του, τους οποίους δεν επανέφερε νομότυπα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ, με σύντομη περίληψή τους στις προτάσεις του και ειδική αναφορά στους ακριβείς Αριθμούς των σελίδων των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, κατά την οποία προβλήθηκαν, αλλά με ενσωμάτωση, στις από 17-12-2019 προτάσεις του Εφετείου, των πρωτόδικων από 9-2-2017 προτάσεών του και τη συνοδεύουσα αυτές, από 14-12-2017 προσθήκη - αντίκρουση και (β) αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν με νόμιμη επίκληση στην κατ' έφεση δίκη, ήτοι όλα τα σχετικά προς απόδειξη των ισχυρισμών του έγγραφα, αφού τα επικαλέστηκε, ενσωματώνοντας στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του, τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις του, στις οποίες τα έγγραφα αυτά αναφέρονταν. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των από 17-12-2019 προτάσεων του αναιρεσίβλητου ενώπιον του Εφετείου, συμπεριλήφθηκε σ' αυτές αυτούσιο το κείμενο των πρωτόδικων, από 9-2-2017, προτάσεών του (χωρίς πράξη κατάθεσης και υπογραφή πληρεξουσίου δικηγόρου) και της σχετικής, από 14-2-2017, προσθήκης - αντίκρουσης, σε ενιαίο κείμενο δικογράφου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως προτάσεις (μόνο) ενώπιον του Εφετείου και κατατέθηκε επί της έδρας του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-1-2020, ήτοι την ημέρα της δευτεροβάθμιας συζήτησης. Με το δικόγραφο των προτάσεων αυτών ο αναιρεσίβλητος - εφεσίβλητος επικαλέστηκε όλους τους ισχυρισμούς που είχε προτείνει πρωτοδίκως (ήτοι, τόσον τους αρνητικούς της ένδικης αγωγής, όσο και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς εκ των άρθρων 537 παρ. 1 ΑΚ, 549 ΑΚ, 542 ΑΚ, 547 σε συνδ. με άρθρο 440 ΑΚ), προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του και όλα τα έγγραφα, τα οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει κατά τις προηγούμενες δίκες και τα οποία ρητά μνημονεύει στις σελίδες 32 έως 35 του ενιαίου κειμένου του δικογράφου των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου. Το δικόγραφο των εφετειακών προτάσεων υπογράφεται ως ενιαίο κείμενο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Α. Λ., που το συνέταξε και εκπροσώπησε τον αναιρεσίβλητο στην κατ' έφεση δίκη, το δε αιτητικό του περιέχει ως αίτημα την απόρριψη της από 8-9-2019 έφεσης των εκκαλούντων (ήδη αναιρεσειόντων). Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι δεν πρόκειται για απλή φωτοτυπική ενσωμάτωση των πρωτόδικων προτάσεων και της προσθήκης - αντίκρουσης αυτών, ως αυτοτελούς και διακριτής διαδικαστικής πράξης, στις εφετειακές προτάσεις του αναιρεσίβλητου, αλλά για συμπερίληψη του περιεχομένου του δικογράφου των προτάσεων της πρωτόδικης δίκης και της προσθήκης - αντίκρουσης αυτών και για ενοποίηση αυτών σε ενιαίο ολικό κείμενο του δικογράφου των προτάσεων του αναιρεσίβλητου ενώπιον του Εφετείου, στο οποίο επιπλέον ρητά περιέχεται ευθεία και άμεση επίκληση των ισχυρισμών του τελευταίου και των προς απόδειξη αυτών εγγράφων κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο. Επομένως, σύμφωνα και με την οικεία νομική σκέψη, η σχετική επίκληση τόσο των ισχυρισμών του αναιρεσίβλητου, όσο και των αποδεικτικών εγγράφων, είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος των αναιρεσειόντων, διότι ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-9-2021 αίτηση (ΓΑΚ …./2021, ΕΑΚ …./2021, Αριθ. Δικ. …/2021) για αναίρεση της με αριθμό 6391/2020 τελεσίδικης απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2023.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ