Αριθμός 777/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Βρυσηίδα Θωμάτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Α. - Κ. Τ. Ο. Τ. Ε. Β. Α. «Ε., που εδρεύει στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Λ. Μ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Παπαδέα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Β. - Β. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ζώτο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/5/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 164/2019 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 1/9/2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 1-9-2020 (αριθμ. καταθ. …/1-9-2020) αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των εδώ διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 164/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο μετά από τη συνεκδίκαση αντίθετων εφέσεων των διαδίκων, κατά της 17/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την από 27-5-2011 (αρ. καταθ. …/2015) αγωγή του ενάγοντος, ήδη αναιρεσίβλητου, υποχρεώνοντας τις πρώτη και τρίτη των εναγομένων, ήδη αναιρεσείουσες, σε ολόκληρο και με το δεύτερο εναγόμενο (μη διάδικο εδώ), να του καταβάλουν το ποσό των 15.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από την εκ μέρους τους, προσβολή της προσωπικότητάς του, απέρριψε την έφεση των εναγομένων - αναιρεσειουσών, δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος -αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες, να του καταβάλουν (σε ολόκληρο και με τον άνω δεύτερο εναγόμενο - εφεσίβλητο), το μεγαλύτερο ποσό, των 18.000 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκτίθεται στην απόφαση, ούτε γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε το δικαστήριο την απόδειξη γι' αυτά. Δεν απαιτείται, όμως, η επιμέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 425/2021, ΑΠ 10/2021, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 886/2017). Έτσι, αν προκύπτει από την απόφαση ότι το δικαστήριο άντλησε την κρίση του από αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίστηκαν με επίκληση, δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, ούτε βέβαια ελέγχεται με το λόγο αυτό η ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο το δικαστήριο κατέληξε και ως προς το οποίο η κρίση του είναι γενικώς ανέλεγκτη αναιρετικά, εκτός και αν πρόκειται για ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών της απόφασης, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 425/2021, ΑΠ 752/2020 ΑΠ 667/2018, ΑΠ 886/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με τις αιτιάσεις ότι, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι η δεύτερη από αυτές, με την αναφερόμενη εξώδικη δήλωση, του περιεχομένου της οποίας έλαβε γνώση ένας αρκετά ευρύς κύκλος προσώπων από το επαγγελματικό περιβάλλον του ενάγοντος (δικαστικοί επιμελητές, συνεργάτες του ενάγοντος, δικηγόροι, δικαστές, γραμματείς) ...... διέδωσε ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, χωρίς να προσαχθεί καμιά απόδειξη και χωρίς να εκθέτει από ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα άντλησε απόδειξη, ως προς τη διάδοση των ισχυρισμών αυτών. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ειδικά μνημονεύονται σ' αυτή, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και τα οποία συνεκτιμήθηκαν, ήτοι, ‘‘τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ δε των τελευταίων και α) τα έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής προδικασίας για το επίδικο βιοτικό συμβάν.., β) η από 10-4-2015 έγγραφη δήλωση της αρχιτέκτονος Β. Κ., η οποία απευθύνεται στην πρώτη εναγομένη εταιρία .... και γ) η από 2-9-2016 εξώδικη πρόσκληση του ενάγοντος προς την Β. Κ. και η σχετική υπ' αριθμ. .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ιωαννίνων Κ. Γ., καθώς και η από 5-9-2016 και υπό ΑΒΜ … έγκληση του ενάγοντος σε βάρος του Ι. Κ. .....’’, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά εκάστου εξ αυτών (αποδεικτικών μέσων), για κάθε φερόμενο ως αποδειχθέν πραγματικό περιστατικό, δηλαδή δεν δέχθηκε πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη και συνεπώς δεν υπέπεσε στην εκ του αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβαλλόμενη πλημμέλεια. Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές, προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ' επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις - εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων, 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 292/ 2020) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή, κλπ). ‘Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 1180/2022, ΑΠ 972/2020, ΑΠ 753/2020, ΑΠ 474/2020).
Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 605/2021, ΑΠ 292/2020, AΠ 1116/2019, AΠ 1394/2017, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1216/2014). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει, για κάποιον άλλο, γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου, ως στοιχεία της προσωπικότητας του. Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται, είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον (ΑΠ 496/2021, ΑΠ 149/2020, ΑΠ 474/2020, ΑΠ 1113/2019). Στην έννοια δε του ‘‘τρίτου’’, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κλπ, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι' αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του ‘‘τρίτου’’, δεν δικαιολογείται, ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξης, ‘‘τρίτος’’ είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανω-μένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της έννομης σχέσης που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου ‘‘τρίτος’’, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών, είτε για λόγους τυπικούς (όπως πχ σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε, ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (ΟλΑΠ 3/2021, ΑΠ 485/2022). Παράλληλα, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ' αυτόν ενώπιον τρίτου, γεγονός, είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 496/2021, ΑΠ 193/2018). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι' αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει, όμως, η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Κατ' εξαίρεση, όμως, και στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Η τελευταία διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ, ώστε αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ.2 ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 496/2021, ΑΠ 1431/2017). Από τα ως άνω προκύπτει, ότι στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 ΠΚ, η συνδρομή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (όπως η διαφύλαξη - προστασία δικαιώματος) στο πρόσωπο του δράστη, η οποία αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου χαρακτήρα των πράξεων του, παρέχει βάση αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) αυτού, με την οποία αποκρούεται η αξίωση του παθόντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία προσβολής της τιμής και της υπόληψης του, ενώ η συνδρομή εκδηλώσεων και περιστάσεων από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, παρέχει βάση αντένστασης προβαλλόμενης από τον παθόντα κατά της παραπάνω ένστασης του δράστη (ΑΠ 605/2021, AΠ 474/2020, ΑΠ 560/2020, ΑΠ 149/2020). Η προαναφερθείσα δε αντένσταση μπορεί να περιέχεται και στο δικόγραφο της αγωγής, καθ' υποφορά, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προβολής της ειδικότερο αίτημα απόρριψης της ένστασης του εναγομένου (ΑΠ 753/2020, ΑΠ 192/2018, ΑΠ 1095/2010). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 50/2020, AΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Αντίθετα, με το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς η εν λόγω εκτίμηση δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1422/2021, ΑΠ 342/2021). Ακολούθως, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση, στην παρακώλυση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 545/2019, ΑΠ 1707/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης. Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, είτε ρητά, είτε ‘‘εκ του πράγματος'', με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1155/2021 AΠ 630/2020, ΑΠ 286/2020, ΑΠ 162/2020, ΑΠ 258/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: “....Κατά τον µήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 η Α. συζ. Γ. Β. το γένος Ι. Τ., κάτοικος ... Αττικής, ανέθεσε στον ενάγοντα (αναιρεσίβλητο), ο οποίος είναι δικηγόρος, µέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων από το έτος 1982, την παροχή νομικών συμβουλών, τη διενέργεια των απαιτούμενων εξώδικων ή και δικαστικών ενεργειών, και την παροχή γενικά νομικών υπηρεσιών, που αποσκοπούσαν στην επίλυση των διαφορών µεταξύ αφενός της ίδιας και των θυγατέρων της, Ε. και Χ. Β. του Γ., ως συγκυρίων - οικοπεδούχων και αφετέρου της πρώτης εναγόµενης ανώνυμης εταιρείας, ως εργολήπτριας εταιρείας. Οι ανωτέρω εντολείς του ενάγοντα ήταν συγκύριες, δυνάμει του µε αριθµό …συμβολαίου συνένωσης ακινήτων της συµβολαιογράφου Κόνιτσας ... σε οικόπεδο εκτάσεως 1626,71 τ.μ. στη θέση …" στο Ο.Τ. 44 στην περιφέρεια Σ. του Δήμου Ιωαννιτών κατά το δικαίωµα της επικαρπίας αδιαίρετου ποσοστού 2531,72/1000 η Α. Β.-Τ., και κατά το δικαίωµα της ψιλής κυριότητας οι θυγατέρες της Ε. και Χ. Β., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε µία, ενώ το υπόλοιπο οικόπεδο ανήκε κατά το δικαίωµα της κυριότητας σε ποσοστό 313,71/1000 στον Ι. Κ. του Κ., κατά το δικαίωμα κυριότητας αδιαίρετου ποσοστού 223,75/1000 στην Α. χήρα Κ./νου Π. το γένος Ι. Τ. και κατά το δικαίωμα της κυριότητας αδιαίρετου ποσοστού 230,82/1000 στο Χ. Τ. του Ι.. Σκοπός των συγκυρίων µε την ως άνω συνένωση των όµορων ακινήτων τους σε ένα ενιαίο οικόπεδο ήταν η συνολική αξιοποίησή του µε την ανέγερση κατοικιών µε το σύστηµα αντιπαροχής επ' ωφελεία όλων. Έτσι, µε το υπ' αριθ. …/12.5.2008 προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικό συμφωνητικό της ίδιας ως άνω συµβ/φου, συµβλήθηκαν αφενός οι ανωτέρω, ως ιδιοκτήτες του οικοπέδου και αφετέρου η πρώτη εναγόµενη ανώνυμη τεχνική εταιρία µε την επωνυμία "Α. - Κ./Ν. Τ. - Ο. - Τ. Ε. - Β. «Ε. (πρώτη αναιρεσείουσα), µε µέλη του διοικητικού συμβουλίου κατ' εκείνο το χρόνο τους, Κ./νο Κ. (δεύτερο των εναγομένων), Θ. Ν. (φερόµενο ως τέταρτο εναγόµενο, ο οποίος ήδη έχει αποβιώσει) και Ι. Λ. (αρχικά πέµπτο των εναγοµένων, ως προς τον οποίο κατά τα ανωτέρω χώρησε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής), ως εργολήπτρια, και συμφωνήθηκε η εκτέλεση οικοδομικού έργου επί του οικοπέδου από την εργολήπτρια, µε το σύστημα της αντιπαροχής. Η ανωτέρω εταιρεία είχε ως κύριο µέτοχο τον εκ των οικοπεδούχων Ι. Κ., πλην όµως, λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του, ως ορκωτού ελεγκτή και της αδυναμίας του να μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης τεχνικής - κατασκευαστικής εταιρίας που θα αναλάμβανε την ανέγερση των κατοικιών, το διοικητικό της συμβούλιο αποτελούνταν από οικείους και συνεργάτες του τελευταίου, προκειµένου µε τον τρόπο αυτό να µην αποξενωθεί από τη διαχείριση του όλου εγχειρήματος. Έτσι, µε την υπογραφή του ως άνω προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικού συμφωνητικού και στη συνέχεια της υπ' αριθ. …2008 πράξης συστάσεως κάθετων και οριζόντων ιδιοκτησιών της ίδιας συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε και περιγράφηκαν οι υπό ανέγερση οικοδοµές και µεταξύ αυτών οι κατοικίες που θα παραδίδονταν στους οικοπεδούχους αποπερατωµένες, από την πλευρά της εργολάβου σύμφωνα µε την συμφωνία και τους επιµέρους όρους της αντιπαροχής. Πλην, όµως, η εργολαβική σύμβαση εξελίχθηκε δυσμενώς και δημιουργήθηκε σφοδρή αντιδικία και ένταση μεταξύ εργολάβου και οικοπεδούχων - εντολέων του ενάγοντος, µε αποτέλεσµα την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης του κτιριακού συγκροτήµατος και συνεπώς και της παραλαβής των συμφωνηθέντων αποπερατωµένων ακινήτων από τους οικοπεδούχους, ενώ η εργολήπτρια εταιρεία εκ του εργολαβικού ανταλλάγματος έχει πωλήσει µόνο µία κατοικία, αν και έχει αποπερατώσει µεγάλο µέρος του κτιριακού συγκροτήµατος εξ ιδίων χρημάτων, µε επακόλουθο την πρόκληση σοβαρής οικονοµικής ζηµιάς και στις δύο πλευρές. Ενόψει της αντιδικίας των συμβαλλόμενων μερών και στο πλαίσιο των εντολών που του ανατέθηκαν, ο ενάγων προέβη για λογαριασμό τους, στις ακόλουθες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες: α) Την 21-10-2009 συνέταξε την απευθυνόµενη προς την εργολάβο εταιρεία έγγραφη πρόσκληση και διαμαρτυρία µε επιφύλαξη δικαιωμάτων των εντολέων του, Α. συζ. Γ. Β., Ε. Β. και Χ. Β., µε την οποία κλήθηκε η εταιρεία να συνεχίσει την εκτέλεση των εργασιών στην ιδιοκτησία τους, µετά την προηγούµενη αποκατάσταση των κακοτεχνιών που υποδείκνυε ο τεχνικός σύμβουλός τους. Επί του εγγράφου αυτού η εργολήπτρια επέδωσε έγγραφη εξώδικη απάντηση, υπογεγραμμένη από την τρίτη εναγόµενη Λ. Μ. ως νόµιµη εκπρόσωπό της, (δεύτερη αναιρεσείουσα), η οποία αναφέρονταν σε τεχνικά ζητήµατα και σε οικονομικές αξιώσεις της, µε παραγγελία προς επίδοση στον ενάγοντα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των οικοπεδούχων. β) Την 27-10-2010 συνέταξε την απευθυνόµενη προς την εργολήπτρια εταιρεία εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - διαμαρτυρία µε επιφύλαξη δικαιωμάτων των εντολέων του, η οποία κοινοποιήθηκε και στην αρχιτέκτονα μηχανικό Β. Κ. που είχε συντάξει τα σχέδια και τη µελέτη της εκτελέσεως του έργου και στον επιβλέποντα μηχανικό Γ. Τ., µε την οποία εκφράστηκε η διαμαρτυρία των εντολέων του για την επικαλούµενη κακότεχνη κατασκευή της διώροφης κατοικίας τους και κλήθηκε επίσης η εναγόµενη εταιρεία να µεριμνήσει για την καταχώρηση στο αρμόδιο Κτηµατολογικό Γραφείο των στοιχείων εκείνων που αποτύπωναν επακριβώς το περιεχόµενο όσων είχαν συμφωνηθεί και υπογραφεί κατά την κατάρτιση των μεταξύ των οικοπεδούχων και της εργολάβου συµβάσεων. Επί του πιο πάνω εξωδίκου η εργολάβος επέδωσε στους εντολείς του ενάγοντος και κοινοποίησε στον τεχνικό τους σύμβουλο πολιτικό μηχανικό Γ. Ι. την µε ηµεροµηνία 03-11-2010 έγγραφη εξώδικη απάντηση, υπογεγραμμένη από την τρίτη εναγόµενη, η οποία φερόταν ότι ενεργούσε ως πληρεξουσία του Προέδρου της εταιρίας δυνάμει του υπ' αριθ. …συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της Συµβ/φου .... Επίσης, την 15-11-2010 συνέταξε την απευθυνόµενη προς την εργολήπτρια εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - διαμαρτυρία των εντολέων του µε κοινοποίηση στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας (Τµήµα Ηπείρου), µε το οποίο κλήθηκαν οι συντάκτες του αµέσως πιο πάνω εγγράφου να ανακαλέσουν τις περιεχόµενες σε αυτό χαρακτηριζόµενες ως απρεπείς και προσβλητικές λέξεις ή εκφράσεις που αφορούσαν το πρόσωπο της Α. Β. - Τ., ενώ επίσης γνωστοποιήθηκε η υποβολή προς το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας (Τµήµα Ηπείρου) αιτήσεως για τον διορισμό πραγματογνώµονα και επισημάνθηκε ότι η δυσχέρεια που επικαλέστηκε η εταιρεία αναφορικά µε την εκποίηση οριζόντιων ιδιοκτησιών σχετίζονταν µε τα προβλήματα των τίτλων Ιδιοκτησίας του ενιαίου οικοπέδου. δ) Την 07-12-2010 κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων, επιδιώκοντας την προσωρινή απαγόρευση της συνέχισης των εργασιών στην ιδιοκτησία των εντολέων του. ε) Την 07-12-2010 και την 08-12-2010 παραστάθηκε στη συζήτηση αιτήµατος εκδόσεως προσωρινής διαταγής σχετικά µε την αµέσως πιο πάνω αίτηση ασφαλιστικών µέτρων, η οποία δεν έγινε δεκτή. Η συζήτηση της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων ορίστηκε για τη δικάσιµο της 14-01-2011, κατά την οποία αναβλήθηκε για την αντίστοιχη της 21-01-2011 και τότε για τη δικάσιµο της 25-02-2011, λόγω της αποχής των δικηγόρων, οπότε και η συζήτησή της ματαιώθηκε, καθόσον οι εργασίες οι οποίες αφορούσαν την κατασκευή της κατοικίας των εντολέων του και των οποίων επιδιωκόταν η διακοπή, στο ενδιάµεσο διάστηµα ανεστάλησαν κατόπιν της από 26.1.2011 έκθεσης αυτοψίας των αρμοδίων υπαλλήλων της Πολεοδομικής Υπηρεσίας του Δήμου Ιωαννιτών, στην οποία είχε ήδη απευθυνθεί η εντολέας του ενάγοντος, Α. Β. µε την από 4.1.2011 αίτησή της, ενώ το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τµήµα Ηπείρου), µετά την υποβολή του σχετικού αιτήματος, όρισε την 5.1.2011 πραγµατογνώµονα την πολιτικό μηχανικό Π. Π.-Ό., προκειµένου να διενεργήσει πραγματογνωμοσύνη στο επίμαχο έργο και να συντάξει σχετική τεχνική έκθεση. Κατά το τέλος Ιανουαρίου 2011 η εντολέας του ενάγοντας Α. Β.-Τ. παρέδωσε σ? αυτόν αντίγραφο της µε αριθµό …2008 πράξης συστάσεως κάθετων και οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Κόνιτσας ..., που της χορηγήθηκε κατόπιν αιτήσεως της, µε την από 26-01-2011 βεβαίωση της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Ιωαννίνων του Ο.Κ.Χ.Ε. ότι αποτελεί αντίγραφο από το καταχωρημένο µε αριθµό καταχώρισης …-09 στα βιβλία του ίδιου Κτηματολογικού Γραφείου αντίγραφο, καθώς κι ακριβές αντίγραφο του ίδιου ως άνω συμβολαίου που εξέδωσε και της χορήγησε η συντάξασα συμβολαιογράφος ... την 19-01-2011 µε βεβαίωση περί της ακρίβειας της αναπαραγωγής από το πρωτότυπο το οποίο φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων και της συμβολαιογράφου και τηρείται στο αρχείο της. Από την αντιπαραβολή των δύο πιο πάνω αντιγράφων της ίδιας συμβολαιογραφικής πράξεως, προέκυπταν προφανείς διαφορές στο περιεχόμενό τους και ειδικότερα στα ποσοστά συµµετοχής των οριζόντιων ιδιοκτησιών στο οικόπεδο, αφού από το πρώτο, δηλαδή αυτό που είχε καταχωρηθεί στο Κτηματολογικό Γραφείο Ιωαννίνων του Ο.Κ.Χ.Ε., ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου είχε παραληφθεί ολόκληρος ο σχετικός όρος για τη μελλοντική δόµηση του οικοπέδου και την κατανομή στους οικοπεδούχους των αδιαίρετων ποσοστών που είχαν παρακρατηθεί και αντιστοιχούσαν στο δικαίωμα της μελλοντικής δόµησης. στ) Τις πρώτες ηµέρες του Φεβρουάριου 2011, ανέλαβε την εντολή να ασκήσει αγωγή για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των εντολέων του και τη διαγραφή της καταχωρίσεως από τα βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Ιωαννίνων του φερόµενου ως νοθευµένου αντιγράφου της πιο πάνω συμµβολαιογραφικής πράξεως σύστασης κάθετων και οριζόντιων ιδιοκτησιών, ενώ, δια της δικηγόρου Ιωαννίνων ..., πληρεξούσιας των Α. Π.- Τ. και Χ. Τ., συμβαλλόμενων στην ίδια συμβολαιογραφική πράξη ως οικοπεδούχων, του προτάθηκε να αναλάβει και για λογαριασμό των προσώπων αυτών τη διενέργεια των απαιτούμενων δικαστικών ενεργειών, µετά την εκ µέρους του προηγούµενη εξάντληση κάθε δυνατότητας για την εξώδικη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, περιοριζόµενος, όµως, µόνο στη διενέργεια των απαιτούμενων δικαστικών πράξεων που αφορούσαν την ικανοποίηση των αστικής φύσεως αξιώσεων και δικαιωμάτων των πέντε πλέον πιο πάνω οικοπεδούχων κι αρνούμενος την εντολή τους για υποβολή προς την αρμόδια εισαγγελική αρχή σχετικής µηνυτήριας αναφοράς για την αναζήτηση των ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών της συμβολαιογράφου και της προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Ιωαννίνων του ΟΚ.Χ.Ε.. Κι ενώ ο ενάγων βρισκόταν ήδη σε επικοινωνία µε την συμβολαιογράφο ..., προκειµένου να διευθετηθεί εξωδίκως το ζήτηµα που είχε ανακύψει µεταξύ οικοπεδούχων και της κατασκευάστριας εταιρίας µε την µη ορθή καταχώριση στο Κτηματολογικό Γραφείο Ιωαννίνων της ως άνω υπ' αριθ. …2008 πράξης σύστασης διηρηµένων ιδιοκτησιών, την 28-02-2011 επιδόθηκε σε αυτόν δια του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων Δ. Σ., η τιτλοφορούμενη ως "εξώδικη πρόσκληση µε διαμαρτυρία και επιφύλαξη της ΑΕ που εδρεύει στα ... με την επωνυμία, Α. - Κ. Τ. Ο. Τ. Ε. Β. Α. Ε., όπως νόµιµα εκπροσωπείται, κοινοποιητέα στον Δικηγορικό Σύλλογο Ιωαννίνων”, το περιεχόμενό της οποίας έχει κατά λέξη ως εξής: "Όπως σας είναι γνωστό έχω αναλάβει, µε το σύστηµα της αντιπαροχής την κατασκευή 14 οριζοντίων ιδιοκτησιών στο ..Ιωαννίνων και σεις είστε πληρεξούσιος δικηγόρος της οικοπεδούχου Α. Τ.. Αν και επώλησα μόνο μία μεζονέτα, εν τούτοις έχω αποπερατώσει με δικά μου χρήματα το 80% του συνολικού έργου και έχουν αποπερατωθεί σχεδόν οι δέκα. Όμως, η εντολέας σας (αν και η µεζονέτα που λαμβάνει ως εργολαβικό αντάλλαγμα είναι πλήρως αποπερατωµένη) έχει καταληφθεί από υστερία και παροτρύνει (‘‘άκουσον- άκουσον'') τους υποψηφίους αγοραστές µε συκοφαντίες και παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, να µην αγοράσουν, να τους απειλεί ότι δεν θα υπογράψει ως οικοπεδούχος στα οριστικά συμβόλαια. Όλα αυτά τα κατήγγειλα, όπως γνωρίζετε, µε εξώδικό µου προς την πελάτισσά σας και της διεµήνυσα εγγράφως ότι αποτελεί, ίσως, τη µοναδική πανελλήνια περίπτωση οικοπεδούχου: να διώχνει τους υποψήφιους αγοραστές και μάλιστα σε περίοδο οικονοµικής κρίσης που οι πωλήσεις έχουν μειωθεί κατά 70% και ταυτόχρονα επιφυλάχτηκα για την άσκηση αγωγής σε βάρος της για την ζημία που προκαλεί µε τις συκοφαντίες της. Ωστόσο, όπως πληροφορήθηκα και σεις, ενεργώντας ως τάχα εντολοδόχος της πελάτισσας σας, πράττετε το ίδιο και συγκεκριµένα: πιέζετε αφόρητα τον Δικηγόρο υποψηφίων αγοραστών κ. Β. Τ. να αποτρέψει τους πελάτες του από την αγορά διαμερισμάτων λέγοντάς του ότι η οικοδομή είναι προβληματική, ότι πρόκειται να ασκήσετε αγωγές και να συκοφαντείτε (όπως και η πελάτισσά σας) το εκτελεσθέν έργο ότι, τάχα, εμφανίζει νομικά ελαττώματα. Προφανώς έχετε απωλέσει την αίσθηση του μέτρου. Ο Δικηγόρος δεν ταυτίζεται με τον εντολέα του, δεν πρέπει να διαπράττει τα ατοπήµατα του πελάτη του και δεν πρέπει να αυτοαναγορεύεται σε δικαιοδοτικό όργανο. Δικαιούται να ασκεί τα ένδικα µέσα προτάσσοντας τις αιτιάσεις του εντολέα του και όχι να μετατρέπεται σε τελάλη του πελάτη. Δικαιούται να καταγράφει τις νομικές του απόψεις σε δικόγραφα ή εξώδικα και να υποστηρίζει τις απόψεις του εντολέα του ενώπιον των θεσμικών οργάνων και όχι να διαδίδει παρασκηνιακά φήμες, Ό,τι θέλει να το λέει με δικόγραφα ή εξώδικα ή προφορικά στα θεσμικά όργανα και όχι με τον τρόπο που θα το έλεγε η ‘‘κυρά - Κατίνα’’ της γειτονιάς. Ο Δικηγόρος έχει καθήκον να υπερασπίσει τον εντολέα του έστω και αν (ο εντολέας) είναι πχ. συκοφάντης, δεν έχει όμως δικαίωµα να συκοφαντεί και αυτός ταυτιζόµενος µε τον πελάτη του. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση , αν θέλατε να αποτρέψετε τους υποψηφίους αγοραστές από την αγορά των οριζόντιων Ιδιοκτησιών, οφείλατε να το κάµετε µε την άσκηση ενδίκων µέσων. Προφανώς, η ταύτιση σας µε την πελάτισσά σας και για να φανείτε αρεστός σ' αυτή σας στερεί την δυνατότητα να αντιληφθείτε ποιες είναι οι αρμοδιότητές σας και ποιος είναι ο θεσµικός ρόλος του δικηγόρου. Κατόπιν αυτών, µε την παρούσα σας δηλώνω ότι εφόσον εξακολουθήσετε να µε συκοφαντείτε και να αποτρέπετε τους υποψηφίους αγοραστές από την αγορά διαμερισμάτων, θα ασκήσω και σε βάρος σας αγωγή αποζημίωσης αλλά και έγκληση για συκοφαντική δυσφήµηση. Όμως, σε περίπτωση που στο µέλλον σε σχέση µε την υπόψη διαφορά ενεργήσετε µόνο σαν Δικηγόρος και όχι ως χειραγωγούµενος από την πελάτισσά σας, τότε δεν θα σας διώξω δικαστικά και θα σας συγχωρέσω για όλα τα μέχρι τώρα ατοπήµατά σας. Η παρούσα κοινοποιείται και προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Ιωαννίνων προκειµένου να αποφανθεί αν τα µέλη του δικαιούνται να κάνουν ό,τι παραπάνω εγγράφως καταγγέλλω τον κ. Β. ότι πράττει. Με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νοµίµου δικαιώματός µας αρμόδιος Δικ. Επιμελητής παραγγέλεται να επιδώσει νόµιµα την παρούσα προς αυτήν που απευθύνεται, προς γνώση της και διά τα έννοµα αποτελέσµατα. ... 25.2.2011. Ο Πρόεδρος της ΑΕ και αντ' αυτού η Λ. Μ. (δεύτερη αναιρεσείουσα), εξουσιοδοτηθείσα µε το αριθμ. …2008 συµβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συµ/φου ...”. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα γεγονότα, όµως, αλλά και από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί στη συνέχεια, προκύπτει σαφέστατα ότι οι αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος του ενάγοντος στο ως άνω έγγραφο που υπογράφεται και πάλι από την τρίτη εναγόµενη, ως νόμιμη εκπρόσωπο και πληρεξούσια της πρώτης εναγόµενης ανώνυμης εταιρείας, αποτελούν ανακρίβειες και ψεύδη σε βάρος του προσώπου του. Ειδικότερα, ο ενάγων είχε, σύµφωνα και µε τα προαναφερόµενα, την σαφή και ρητή εντολή από την Α. Β. και τις θυγατέρες της να τις εκπροσωπήσει και να επιληφθεί της διένεξής τους µε την πρώτη εναγόµενη εργολάβο εταιρεία µε την ιδιότητά του ως δικηγόρος και συνεπώς ήταν ο πραγματικός και όχι φαινοµενικός ("τάχα”) εντολοδόχος δικηγόρος τους. Αυτό, άλλωστε, οµολογείται στην εναρκτήρια αναφορά της, από την εξωδίκως προσκαλούσα και διαμαρτυρόµενη εταιρεία που αναφέρει ότι “....... και σεις είστε πληρεξούσιος δικηγόρος της οικοπεδούχου, Α. Τ.”. Με την ιδιότητα αυτή µάλιστα η εναγόµενη εταιρεία ήδη είχε κοινοποιήσει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εξώδικα έγγραφα, απευθυνόµενα προς τους τότε εντολείς του Α., Ε. και Χ. Τ., στη διεύθυνση του γραφείου του ενάγοντος, ως αντικλήτου. Επιπλέον, η για λογαριασμό των εντολέων του ενάγοντος σύνταξη και υπογραφή των εξώδικων εγγράφων τους, η προσφυγή για λογαριασμό τους στο Τµήµα Ηπείρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας και στο Πολεοδομικό Γραφείο Ιωαννίνων, η άσκηση αίτησης ασφαλιστικών µέτρων και η υποβολή αιτήµατος προσωρινής διαταγής και παράσταση επί αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων συνιστούν καθόλα θεµιτές ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του ως δικηγόρου, σύμφωνα µε τις υποχρεώσεις του που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 45, 46, 47 και 48 του τότε ισχύοντος Ν.Δ. 3026/1954 ("Κώδικας Περί Δικηγόρων”) και σε καµία περίπτωση δεν αποτελούν ούτε κρυφές παρασκηνιακές διεργασίες, ούτε εξωθεσµικές παρεμβάσεις και μάλιστα υπό τη χειραγώγηση της, σε κατάσταση υστερίας, εντολέως του. Όσον αφορά την επιµέρους µομφή ότι ο ενάγων "πίεζε αφόρητα" το δικηγόρο Β. Τ. µε σκοπό να αποτρέψει τους, πελάτες του υποψήφιους αγοραστές από την αγορά διαμερισμάτων της εργολάβου εταιρείας, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα : Περί τον Μάιο - Ιούνιο του 2010 είχε ανατεθεί στο δικηγόρο του Δ.Σ. Ιωαννίνων Β. Τ. από εντολείς του ο νομικός έλεγχος για την αγορά δύο µεζονετών από αυτές που ανεγείρονταν από την εργολάβο εταιρεία µε το σύστημα της αντιπαροχής. Κατά την έρευνα που πραγματοποίησε ο ως άνω δικηγόρος, διαπίστωσε κάποια ζητήματα, τα οποία, κατά την άποψή του, και δεδομένου ότι οι εντολείς του θα προέβαιναν στην αγορά µε χορήγηση δανείου από τον ΟΕΚ, ήταν απαραίτητο να διορθωθούν - συμπληρωθούν, προκειµένου να προχωρήσει περαιτέρω η διαδικασία. Συγκεκριµένα, διαπίστωσε, ότι σε παλιότερους τίτλους κυριότητας κάποιων οικοπεδούχων αναφερόταν εσφαλμένα ο αριθµός του οικοπέδου στο οποίο ανεγείρονταν οι πωλούμενες µεζονέτες, στην πράξη σύστασης καθέτων και οριζοντίων ιδιοκτησιών, στο σηµείο όπου περιγράφονταν οι πωλούμενες μεζονέτες, δεν αναφερόταν το ποσοστό συµµετοχής τους επί της κάθετης ιδιοκτησίας του όλου οικοπέδου, ενώ στο ίδιο συμβόλαιο σε κάποιο σηµείο αναφερόταν εσφαλμένα το εμβαδό των πωλουμένων. Ο Β. Τ. ενημέρωσε σχετικά µε τα παραπάνω τους εντολείς του, αλλά και την πλευρά της πωλήτριας και γνωστοποίησε σε αυτή ότι έπρεπε να τακτοποιηθούν οι τίτλοι κυριότητας, για να προχωρήσει περαιτέρω η αγοραπωλησία. Στο μεταξύ και ενώ η άνω διαδικασία καθυστερούσε, προέκυψε αναστολή στις χορηγήσεις δανείων από τον ΟΕΚ, οπότε και έπαυσε να ασχολείται µε την υπόθεση. Στις αρχές περίπου του 2011, ο ίδιος δικηγόρος ενημερώθηκε από τους εντολείς του ότι υπήρχε πιθανότητα το ερχόμενο χρονικό διάστηµα να συνεχίσουν οι χορηγήσεις δανείων του ΟΕΚ και για το λόγο αυτό του ζητήθηκε να επιληφθεί εκ νέου. Τότε, απευθύνθηκε µε δική του πρωτοβουλία στον ενάγοντα, γνωρίζοντας ότι εκπροσωπούσε κάποια οικοπεδούχο, από τον οποίο πληροφορήθηκε ότι όχι µόνο δεν έχει υπογραφεί καμία διόρθωση - συμπλήρωση των άνω τίτλων, αλλά αντιθέτως η δική του εντολέας του είχε αναθέσει να ελέγξει κάποια ζητήµατα που υπήρχαν λόγω διαφορών μεταξύ της πράξης σύστασης οριζοντίων και καθέτων ιδιοκτησιών που είχε υπογραφεί στο πρωτότυπο και του αντιγράφου που είχε κατατεθεί στο Κτηματολογικό Γραφείο και ότι υπήρχε περίπτωση έναρξης μεταξύ τους δικαστικού αγώνα για το λόγο αυτό, ενώ ήδη εκκρεμούσε η συζήτηση µιας αίτησης ασφαλιστικών µέτρων της οικοπεδούχου που εκπροσωπούσε κατά της εργολάβου, µε αίτηµα την προσωρινή απαγόρευση συνέχισης των εργασιών στην ιδιοκτησία της. Ακολούθως, ο Β. Τ. ενημέρωσε σχετικά τους εντολείς του οι οποίοι θορυβήθηκαν και άρχισαν πλέον να βλέπουν πολύ επιφυλακτικά την προοπτική να προβούν στην αγορά των µεζονετών. Το επόμενο διάστηµα επικοινώνησε κάποιες φορές µε τον ενάγοντα, χωρίς, όµως, να πληροφορηθεί κάποια θετική εξέλιξη ως προς τα παραπάνω, µε αποτέλεσµα το ενδιαφέρον των εντολέων του να αποσυρθεί. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αναφορικά µε τη µαταίωση της υπό διαπραγμάτευση αγοραπωλησίας προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ιδίως από την από 31.10.2011 ένορκη κατάθεση του ίδιου του Β. -Τ. ενώπιον του Πταισµατοδίκη Ιωαννίνων στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, κατόπιν της από 27-5-2011 έγκλησης του ενάγοντος εξαιτίας της επίµαχης από 25.2.2011 δήλωσης. Το περιεχόµενο της ανωτέρω κατάθεσης δεν αναιρείται από την από …ένορκη κατάθεση του δικηγόρου Ιωαννίνων Γ. Κ., οµοίως ενώπιον του Πταισματοδίκη Ιωαννίνων, ο οποίος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων "αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει θεσµικά και µε ένδικα µέσα ως Δικηγόρος το πέτυχε παρασκηνιακά και ειδικότερα διεµήνυσε στον κ. Τ. Δικηγόρο υποψηφίων αγοραστών να µην αγοράσουν γιατί θα ασκούσε ένδικα µέσα, τα οποία βέβαια ποτέ δεν άσκησε. Ο κ. Τ. θορυβήθηκε πολύ διότι αυτό δεν του το έλεγε ένας οποιοσδήποτε Δικηγόρος, αλλά ο Δικηγόρος της πωλήτριας και ως εκ τούτου ήταν αντικειμενικά αδύνατο να συναινέσει στην πώληση. Οι αγοραπωλησίες µαταιώθηκαν από την εξωθεσµική παρέμβαση του κ. Β. και τούτο το ξέρω πολύ καλά, γιατί µου το είπε ο ίδιος ο κ. Τ., ηµέρα Παρασκευή πριν τα ασφαλιστικά στην αίθουσα του Κακουργοδικείου, τον µήνα Φλεβάρη του 2011 ... όταν ο Δικηγόρος της πωλήτριας λέγει ότι αυτό που σου πουλάω είναι προβληματικό δεν µπορεί να πουληθεί κανένα ακίνητο ....”. Ωστόσο, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, ο Β. Τ. είχε διαγνώσει κατόπιν ιδίας έρευνας ελλείψεις και σφάλματα που αναφέρονταν στους τίτλους κυριότητας ήδη από το Μάιο - Ιούνιο 2010, σε προγενέστερο χρόνο δηλαδή της επικοινωνίας του µε τον ενάγοντα και πριν ο ενάγων λάβει την σχετική εντολή εκπροσώπησης των οικοπεδούχων - πελατών κι είχε ενημερώσει σχετικά τους δικούς του εντολείς, αλλά και την πωλήτρια εργολάβο εταιρεία ότι για να προχωρήσει η αγορά έπρεπε να γίνουν οι απαιτούμενες διορθώσεις των τίτλων κυριότητας. Άλλωστε, ο ενάγων δεν είχε ασχοληθεί µε τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας του ακινήτου, ούτε μετείχε στη διαδικασία της κατάρτισης του εργολαβικού συμβολαίου και του συμβολαίου συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και των λοιπών εγγράφων που αφορούσαν την αντιπαροχή, την κατασκευή του έργου και την περιγραφή και μεταβίβαση των κάθετων και οριζόντιων ιδιοκτησιών που είχαν ολοκληρωθεί σε προηγούμενα χρονικά σηµεία, πολύ πριν την ανάληψη από τον ίδιο της προαναφερόµενης εντολής το Σεπτέμβριο του 2009. Επιπλέον, τα όσα ανέφερε ο ενάγων στο Β. Τ. στις αρχές του 2011 σχετικά µε τα προβλήµατα στις σχέσεις µεταξύ οικοπεδούχων κι εργολάβου εταιρίας κι ότι μέχρι τότε δεν είχαν προβεί σε καμία διόρθωση - συμπλήρωση των τίτλων ιδιοκτησίας, όπως είχε ζητήσει και ο ίδιος, δεν αποτελούσαν "αφόρητη πίεση" για τη µαταίωση της αγοραπωλησίας, όπως αποδίδεται σε αυτόν µε την επίµαχη εξώδικη δήλωση, αλλά γνωστοποίηση πραγματικών γεγονότων, τα οποία κατά ένα μέρος τουλάχιστον είχε ήδη διαγνώσει σε προηγούμενο χρόνο ο Β. Τ. κατά την έρευνα των τίτλων ιδιοκτησίας. Επιπλέον, οι υπαρκτές και δηµοσιοποιηµένες πλημμέλειες αναφορικά τόσο µε τις πολεοδομικές παραβάσεις κατά την κατασκευή της οικοδομής, οι οποίες διαπιστώθηκαν, κατόπιν της από 4.1.2011 αίτησης της εντολέως του ενάγοντος, µε την από …2011 έκθεση αυτοψίας των τεχνικών υπαλλήλων Β. Π. και Π. Λ., όσο και µε την µη ορθή καταχώριση στο Κτηματολογικό Γραφείο αντιγράφου της υπ' αριθ. …2008 πράξης σύστασης καθέτων και οριζοντίων ιδιοκτησιών που διέφερε σε ορισμένα σηµεία του από το υπογεγραμμένο πρωτότυπο της ίδιας πράξης µε αποτέλεσµα να παραλείπεται από την ισοδυναμούσα µε μεταγραφή καταχώριση στο κτηματολόγιο του ποσοστού της εξ αδιαιρέτου συµµετοχής επί του οικοπέδου που περιέρχονταν στους οικοπεδούχους κι αντιστοιχούσε στο δικαίωµα μελλοντικής δόµησης του οικοπέδου συνιστούν γεγονότα και περιστατικά τα οποία προφανώς ο Β. Τ., ως δικηγόρος µε εικοσαετή επαγγελματική πείρα, ενεργώντας για λογαριασμό των εντολέων του, είχε τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να αξιολογήσει νομικά και να προβεί στη συνέχεια στις αντίστοιχες υποδείξεις και συστάσεις στους εντολείς του, στοχεύοντας στην προάσπιση των συμφερόντων τους και όχι στη συμμόρφωση σε κελεύσματα του ενάγοντος (βλ. την ένορκη κατάθεση του ιδίου, σε συνδυασμό και µε την κατάθεση στο ακροατήριο της δικηγόρου Ε. Β., συνεργάτιδος του ενάγοντος). Άλλωστε, και ο µάρτυρας που εξετάστηκε µε επιμέλεια των εναγοµένων Ι. Κ. δεν έκανε καµία συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικό γεγονός από την οποία να προκύπτει αθέµιτη πίεση του ενάγοντος προς το Β. Τ., παρά µόνο κατέθεσε, επικαλούμενος μάλιστα όχι ιδία αντίληψη, αλλά σχετική ενημέρωσή του από το Γ. Κ., ότι ο Β. Τ., κατόπιν ενηµέρωσής του από τον ενάγοντα κατά τον χρόνο της αντιδικίας των εντολέων του µε την εργολάβο εταιρεία επί των αιτηθέντων ασφαλιστικών µέτρων, θεώρησε προβληματική την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, όπως και τη δανειοδότηση των εντολέων του, ενώ ο μάρτυρας παραδέχτηκε ότι ο ανωτέρω δικηγόρος είχε ζητήσει ήδη σε προγενέστερο χρόνο την διόρθωση των ελαττωµάτων που είχε εντοπίσει ο ίδιος στην σειρά τίτλων των πωλούμενων ακινήτων καθώς και ότι στην ματαίωση του συμβολαίου πώλησης των ακινήτων της εταιρείας μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου του 2010 ο ενάγων δεν είχε καμία εμπλοκή. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η τρίτη εναγόµενη Λ. Μ. κατήρτισε την επίµαχη εξώδικη δήλωση ενεργώντας ως προστηθείσα, υποκείµενη στις γενικές οδηγίες και εντολές της πρώτης εναγοµένης ανώνυμης εταιρείας, η οποία είχε αναθέσει σε αυτήν τη διεκπεραίωση των υποθέσεών της στις σχέσεις της µε τους τρίτους και γενικότερα την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονοµικών συμφερόντων της. ..... Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η τρίτη εναγόµενη (δεύτερη αναιρεσείουσα) µε την προαναφερόµενη εξώδικη δήλωση, του περιεχοµένου της οποίας έλαβαν γνώση, ένας αρκετά ευρύς κύκλος προσώπων από το επαγγελματικό κυρίως περιβάλλον του ενάγοντα (δικαστικοί επιµελητές, συνεργάτες του ενάγοντος, δικηγόροι, δικαστές, γραμματείς) παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτει ότι τελικά κοινοποιήθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο Ιωαννίνων αν κι υπήρχε σχετική μνεία επ' αυτού .... διέδωσε, αποβλέποντας δολίως να πλήξει την προσωπικότητα του ενάγοντος, ψευδή γεγονότα και εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα οποία, κατ' αντικειμενική κρίση, μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιµή και την υπόληψη του ενάγοντος, ενέχοντας ονειδισµό και αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του ως ατόµου και επαγγελματία, δεδοµένης και της δικηγορικής του ιδιότητας, αφού τον εμφάνιζαν ως άτοµο που ενεργεί αντιδεοντολογικά και αναλώνεται σε αθέµιτες μεθόδους, αδυνατώντας να αντιληφθεί το εύρος και τα όρια των καθηκόντων του, καθώς και ως άτοµο εµπαθή και χωρίς αναστολές, διαδίδοντας τάχα ψεύδη, µε σκοπό να προκαλέσει στην παραπάνω εταιρία οικονομική ζημία. Εξάλλου, η θετική γνώση της τρίτης εναγοµένης για την ανακρίβεια των δηλώσεων της σαφώς προκύπτει από όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν για την εξέλιξη της αντιδικίας μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας και των εντολέων του ενάγοντος, στην οποία η ίδια (τρίτη εναγόμενη) είχε άµεση εμπλοκή, τόσο ως εκπρόσωπος της εταιρείας όσο και ως μέτοχος στην οικογενειακή εταιρεία, υπογράφοντας ήδη πριν το επίµαχο έγγραφο πληθώρα εξώδικων δηλώσεων για λογαριασμό της εταιρείας, από το περιεχόµενο των οποίων συνάγεται σαφώς ότι αυτή γνώριζε την ιδιότητα του ενάγοντος ως πραγματικού εντολοδόχου της Α. Β. και των θυγατέρων της, την σειρά των δικαστικών και εξώδικων ενεργειών στις οποίες ο τελευταίος είχε προβεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως δικηγόρου των οικοπεδούχων, καθώς και τις σοβαρές διενέξεις που είχαν ανακύψει στις σχέσεις ορισμένων από αυτών µε την εργολήπτρια εταιρεία κι είχαν χρονική αφετηρία προγενέστερο του χρόνου ανάληψης της εκπροσώπησης των οικοπεδούχων από τον ενάγοντα, σε συνδυασμό και µε τις πολεοδομικές παραβάσεις στην κατασκευή του συγκροτήματος, και τα διαπιστωµένα νομικά ελαττώματα στους τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονότα τα οποία θα απέτρεπαν σε κάθε περίπτωση το ενδιαφέρον οποιουδήποτε υποψήφιου αγοραστή για αντικειμενικούς λόγους και όχι βέβαια εξαιτίας της φερόµενης "αφόρητης πίεσης" του ενάγοντος όπως διαδίδουν οι εναγόµενοι.
Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν προέκυψε ότι η προσωπική επίθεση με το επίδικο εξώδικο σε βάρος του ενάγοντος, ως πληρεξουσίου δικηγόρου των οικοπεδούχων συνδέεται άµεσα µε οποιονδήποτε τρόπο αιτιωδώς µε την εξυπηρέτηση των συµφερόντων της εργολήπτριας εταιρείας ή ότι η ενέργεια αυτή της εταιρείας αποτελεί την µόνη δυνατή κι ενδεδειγµένη αντίδραση της προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων και συµφερόντων της κι επομένως ο ισχυρισμός των εναγοµένων ότι η τρίτη από αυτούς προέβη στην ανωτέρω ενέργεια από δικαιολογηµένο ενδιαφέρον κι έτσι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της συκοφαντικής δυσφήµησης στην οποία προέβη, είναι απορριπτέος ως αβάσιµος στην ουσία του, και ορθώς έκρινε επί τούτου το πρωτοβάθµιο δικαστήριο απορριπτοµένου του σχετικού λόγου έφεσης των εκκαλούντων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στα ίδια συμπεράσματα περί των ανακριβειών και των ψευδών σε βάρος του προσώπου του ενάγοντος κατέληξαν τόσο η υπ' αρ. 6959/2017 απόφαση του Μονομελούς Πλημμ/κείου Ιωαννίνων όσο και η υπ' αρ. 8325/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμ/κείου Ιωαννίνων που δίκασε κατ' έφεση την ίδια υπόθεση και η οποία κήρυξε ένοχη την τρίτη εναγόµενη - εφεσίβλητη (δεύτερη αναιρεσείουσα) για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήµησης κρίνοντας ότι, "Με το εξώδικο αυτό, όπως είναι διατυπωμένο κατά τα ως άνω επίµαχα σηµεία του, σαφώς δηλώνεται και δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πολιτικώς ενάγων (αναιρεσίβλητος) είναι εµπαθής και αδίστακτος επαγγελματίας, επιδιώκων να προασπίσει τα συμφέροντα της πελάτισσάς του µε οποιοδήποτε µέσο και ότι στην προκειμένη περίπτωση ενήργησε δολίως, µε σκοπό να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα της κατασκευάστριας εταιρίας (πρώτης αναιρεσείουσας). Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά, τα οποία πέραν του είναι καθεαυτά µειωτικά, βρίσκονται σε µεγάλη αντίθεση µε την πραγματικότητα. Συγκεκριµένα, όπως αποδείχθηκε, ο πολιτικώς ενάγων είναι έγκριτος δικηγόρος της πόλης των Ιωαννίνων από το έτος 1982 και απολαμβάνει ιδιαίτερης εκτίµησης από τους συναδέλφους του ..... Στην προκειμένη ενήργησε µε όλα τα νόµιµα µέσα (υποβολή αιτήσεων, σύνταξη εξωδίκων, κατάθεση δικογράφων κλπ) στα πλαίσια των καθηκόντων του για την προάσπιση των συμφερόντων της πελάτισσάς του. Εξάλλου, όπως προέκυψε, υπήρχαν πράγματι διαφορές µεταξύ της ως άνω εργολήπτριας εταιρίας και των ιδιοκτητών του ακινήτου επί του οποίου ανεγέρθηκαν τα παραπάνω διαμερίσματα και ιδίως ως προς τη νομιμότητα και τη γνησιότητα της µε αριθµό …/03-12-2008 πράξης σύστασης κάθετων και οριζόντιων ιδιοκτησιών της συµβολαιογράφου Κόνιτσας ..., για τις οποίες ο εγκαλών έκανε προσπάθεια µαζί µε άλλους συναδέλφους του να διευθετηθούν εξωδικαστικά. Ενώ, όσον αφορά τις αφόρητες πιέσεις του εγκαλούντος προς τον επίσης δικηγόρο Ιωαννίνων Β. Τ., όπως προέκυψε από τη σαφή κατάθεση του τελευταίου στο ακροατήριο, ο ίδιος ήδη από το έτος 2010, κατά τον έλεγχο τίτλων για λογαριασμό των πελατών του, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν μεζονέτες στο συγκρότηµα που ανήγειρε η εργολήπτρια εταιρία, διαπίστωσε την ύπαρξη ελλείψεων τόσο στο προαναφερόµενο συμβόλαιο µε αριθµό …2008 σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, όσο σε παλαιότερους τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονός που από µόνο του τον απέτρεψε από το να προχωρήσει στην υπογραφή αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, δεν επρόκειτο για αφόρητες πιέσεις προς το δικηγόρο των υποψηφίων αγοραστών, αλλά για γνωστοποίηση γεγονότων, επιβεβαιωτικών των νομικών διαπιστώσεων στις οποίες είχε προβεί ο ίδιος. Τα ως άνω ψευδή ήταν ικανά να θίξουν και να βλάψουν την τιµή και την υπόληψη αυτού ως επαγγελματία (δικηγόρου) και κοινωνικού ατόμου, αφού εμφάνιζαν αυτόν ως άτοµο εµπαθή και χωρίς αναστολές, διαδίδων ψεύδη µε σκοπό να προκαλέσει στην παραπάνω εταιρία οικονομική ζημία. Περαιτέρω, των ανωτέρω δυσφηµιστικών ισχυρισµών έλαβαν γνώση τρίτοι και συγκεκριµένα ο κύκλος προσώπων που ασχολήθηκε µε την υπόθεση αυτή (δικαστές, γραμματείς, επιµελητές κλπ), καθώς και ο Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων, στον οποίο κοινοποιήθηκε το επίδικο εξώδικο, δικηγόροι, διάδικοι και μάρτυρες, ο οποίος (κύκλος) δεν ήταν, εκ των πραγμάτων, διόλου ασήµαντος. Η κατηγορουµένη (δεύτερη αναιρεσείουσα) συντάκτρια του ανωτέρω εξωδίκου τελούσε σε πλήρη γνώση της αναλήθειάς τους, καθόσον λόγω της επαγγελματικής συνεργασίας µε την πελάτισσα του εγκαλούντος είχε ιδία αντίληψη περί των νομικών ελαττωµάτων των υπό ανέγερση οριζόντιων ιδιοκτησιών και της εν γένει νοµικής εμπλοκής της υπόθεσης”. Επομένως, η πρώτη εναγόµενη εταιρεία, ο δεύτερος εναγόµενος µε την ιδιότητα του ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συµβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και η τρίτη εναγόµενη, ως προστηθείσα της πρώτης εναγόµενης εταιρίας, σύµφωνα µε τον τρόπο που προαναφέρθηκε και µε όσα εκθέτονται στο σκεπτικό της παρούσας, ευθύνονται εις ολόκληρον για την παράνομη και υπαίτια πράξη της προσβολής της προσωπικότητας και συκοφαντικής δυσφήµησης σε βάρος του ενάγοντος, που τέλεσε η τρίτη εναγόµενη κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί και έλαβε χώρα επ? ευκαιρία αυτών..... Αποδείχθηκε ακόµη, ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη εξαιτίας της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίµασε από τη σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγοµένων, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση, ενόψει των συνθηκών της αδικοπραξίας, του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, του βαθμού του πταίσµατος της τρίτης εναγοµένης και της κοινωνικής και οικονοµικής κατάστασης των διαδίκων, κυρίως δε του ότι η πρώτη εναγόµενη εταιρία είναι οικονομικά εύρωστη, το ποσό των δεκαοχτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ, το οποίο κρίνεται ικανό να αμβλύνει τα δυσάρεστα συναισθήµατα που προκάλεσε στον ενάγοντα η προσβολή, χωρίς υποβάθμιση της απαξίας της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επεδίκασε το ποσό των 15.000 ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων έσφαλε και πρέπει για το λόγο αυτό να εξαφανιστεί, γενοµένου δεκτού το σχετικού λόγου έφεσης του εκκαλούντος και απορριπτοµένου του σχετικού λόγου των εκκαλούντων της δεύτερης έφεσης µε τον οποίο διατείνονται ότι το ποσό είναι υπερβολικό”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ότι έλαβε χώρα προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως ειδικότερης μορφής αδικοπραξία, απορρίπτοντας κατόπιν τούτου, την ένσταση των εναγομένων από το άρθρο 367 παρ. 1 γ ΠΚ, περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, απέρριψε την έφεση εναγομένων - αναιρεσειουσών, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, ενώ όσον αφορά την έφεση του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου, που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση, ως προς το εύλογο του χρηματικού ποσού, που επιδικάστηκε σ' αυτόν, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, δέχθηκε αυτή, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας τις αναιρεσείουσες, σε ολόκληρο και με το μη διάδικο εδώ, δεύτερο εναγόμενο, να του καταβάλουν εντόκως το ποσό των 18.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από την προσβολή της προσωπικότητάς του. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, στο σύνολό τους και όχι όσες αποσπασματικά, κατ' επιλογή των αναιρεσειουσών διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής τους, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, 57, 59, 299, 914, 920, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, ούτε στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας έλλειψης αιτιολογίας ή ελαττώματος σ' αυτή, αφού από το αιτιολογικό της σαφώς προκύπτουν όλα τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση, περί συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων, που δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, με την οποία ο αναιρεσίβλητος αξιώνει την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, από την προσβολή της προσωπικότητας του, με την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησής του, με τους περιεχόμενους στην πιο πάνω εξώδικη των αναιρειουσών, ψευδείς ισχυρισμούς γι' αυτόν (αρθρ. 363 ΠΚ). Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, που συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου, δικηγόρου και συγκεκριμένα: α) Ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα, με την άνω εξώδικη ισχυρίστηκε ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος, ενεργώντας ως ‘‘τάχα’’ δικηγόρος της πελάτισσάς του πράττοντας όπως και αυτή, πιέζει αφόρητα το δικηγόρο των υποψήφιων αγοραστών, Β. Τ. να αποτρέψει τους πελάτες του από την αγορά διαμερισμάτων (που κατασκεύαζε η πρώτη αναιρεσείουσα, στα πλαίσια της αναφερόμενης σύμβασης έργου), λέγοντάς του ότι η οικοδομή είναι προβληματική, ότι πρόκειται ο ίδιος να ασκήσει αγωγές και ότι το έργο έχει ελαττώματα, ότι αυτός έχει απωλέσει την αίσθηση του μέτρου και ότι η ταύτισή του με την πελάτισσά του για να φανεί αρεστός σ' αυτή, του στερεί τη δυνατότητα να αντιληφθεί ποιες είναι οι αρμοδιότητές του και ποιος ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου. β) Ότι τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή, καθόσον ο αναιρεσίβλητος ενεργούσε ως πραγματικός και ως όχι φαινομενικός (τάχα) εντολοδόχος δικηγόρος των πελατών του και ο ίδιος ουδέποτε άσκησε αφόρητη πίεση στον άνω δικηγόρο (Β. Τ.) για τη ματαίωση της αγοραπωλησίας, αντίθετα ο τελευταίος δικηγόρος διέγνωσε κατόπιν δικής του έρευνας τις ελλείψεις και τα σφάλματα που αναφέρονταν στους τίτλους κυριότητας, τα οποία πράγματι υπήρχαν. γ) Ότι τα ψευδή αυτά γεγονότα, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, προερχόμενα από το επαγγελματικό κυρίως περιβάλλον του αναιρεσίβλητου (δικαστικοί επιµελητές, συνεργάτες του ενάγοντος, δικηγόροι, δικαστές, γραμματείς), ήταν αντικειμενικά πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, ενέχοντας ονειδισμό και αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, ως ατόμου και επαγγελματία, δεδομένης και της δικηγορικής του ιδιότητας, αφού τον εμφάνιζαν ως άτομο που ενεργεί αντιδεοντολογικά και αναλώνεται σε αθέμιτες μεθόδους, αδυνατώντας να αντιληφθεί το εύρος και τα όρια των καθηκόντων του, καθώς και ως άτομο εμπαθές και χωρίς αναστολές που διαδίδει ψεύδη. Και, δ) Ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα γνώριζε την αναλήθεια των άνω περιστατικών. Αιτιολογείται, κατά συνέπεια, επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις η διάδοση μέσω της άνω εξωδίκου, των πιο πάνω ψευδών περιστατικών, σε τρίτους, που αποτελεί ουσιώδες ζήτημα για την κατάφαση της τέλεσης συκοφαντικής δυσφήμησης από τις αναιρεσείουσες. Όλες δε οι περί του αντιθέτου συναφείς αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμες, καθόσον: 1) καμία αντίφαση δεν υφίσταται μεταξύ της αναφοράς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, ‘‘η εξώδικη δήλωση δεν προκύπτει ότι τελικά κοινοποιήθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο Ιωαννίνων’’, με αυτή, κατά την οποία, η εν λόγω εξώδικη ‘‘κοινοποιήθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο Ιωαννίνων’’, αφού η τελευταία περικοπή περί κοινοποίησης της εξώδικης στο δικηγορικό σύλλογο αυτό, δεν αποτελεί κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά έχει τεθεί σ' αυτή, κατά την παράθεση μέρους της αναφερόμενης ποινικής απόφασης, με την οποία η δεύτερη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης του αναιρεσίβλητου, με το περιεχόμενο της εξώδικης. Και, 2) δεν στερείται αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα της διάδοσης ή μη των αναφερόμενων στην εξώδικη περιστατικών σε τρίτα πρόσωπα, αφού ρητά διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί της δεύτερης αναιρεσείουσας περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων (δικαστικοί επιμελητές, συνεργάτες του ενάγοντος, δικηγόροι, δικαστές, γραμματείς), προσώπων δηλαδή που έχουν την ιδιότητα του τρίτου, δεν ήταν δε αναγκαίο να διαλαμβάνεται περαιτέρω και ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση των προσώπων αυτών οι επίδικοι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών με αναφορά σε συγκεκριμένη δίκη, ούτε το όνομα εκείνου που παρέδωσε στα εν λόγω πρόσωπα την εξώδικη, ούτε και τα ονόματα των τρίτων συνεργατών του ενάγοντος δικηγόρων, σε γνώση των οποίων περιήλθαν τα διαλαμβανόμενα στην εξώδικη αυτή, για τον αναιρεσίβλητο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, υπό στοιχ. 1Α, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, ως προς το ζήτημα της πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των άρθρων 362 - 363 του ΠΚ, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμος. Επίσης, το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που στηρίζουν πλήρως το αποδεικτικό της πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε, μετά την παραδοχή ότι η συμπεριφορά της δεύτερης αναιρεσείουσας περιέχει τα συστατικά στοιχεία της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επομένως, και ο (επικουρικά προβαλλόμενος), τρίτος λόγος αναίρεσης, υπό στοιχ. Β, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ' αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επιπλέον, το Εφετείο, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, 362, 363 και 367 του ΠΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα περιστατικά, στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως ειδικότερης μορφής αδικοπραξία και δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αγωγής του αναιρεσίβλητου κατά των αναιρεσειουσών για την παροχή σ' αυτόν χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και την απόρριψη της ένστασης των αναιρεσειουσών, από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα, όσον αφορά την συκοφαντική δυσφήμηση, πληρούται τόσο η αντικειμενική, όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού, καθόσον σύμφωνα με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, η δεύτερη αναιρεσείουσα - εναγομένη, με την παραπάνω εξώδικη δήλωση, του περιεχομένου της οποίας έλαβε γνώση ένα ευρύς κύκλος προσώπων από το επαγγελματικό κυρίως περιβάλλον του ενάγοντα (δικαστικοί επιμελητές, συνεργάτες του ενάγοντος, δικηγόροι, δικαστές) διέδωσε, με σκοπό να πλήξει την προσωπικότητα του ενάγοντος, τα αναφερόμενα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του. Όλα δε τα παραπάνω αναφερόμενα πρόσωπα, ενώπιον των οποίων έλαβαν χώρα οι ψευδείς ως άνω ισχυρισμοί, στα οποία περιλαμβάνονται δικαστικοί επιμελητές και δικαστές, εντάσσονται στην έννοια του ‘‘τρίτου’’ στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού στην έννοια αυτή (του τρίτου), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Όσον δε αφορά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, λόγω της έχουσας χαρακτήρα συκοφαντικής δυσφήμησης συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφού πράγματι, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, η περιέχουσα τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης συμπεριφορά, κωλύει την εφαρμογή της διάταξης περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για ευθεία παράβαση των άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρου 362 - 363 του ΠΚ, ως προς την έννοια του τρίτου στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (επικουρικά προβαλλόμενος σε σχέση με τον άνω υπό στοιχ. 1Α λόγο), και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, υπό στοιχ. Αα και β, ομοίως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ίδιων ως άνω διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, καθώς και αυτής του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, ως προς το ουσιώδες στοιχείο της γνώσης της αναλήθειας των διαλαμβανόμενων στην άνω εξώδικη γεγονότων, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι, αν και δέχθηκε η προσβαλλόμενη, ότι το περιεχόμενο του εξωδίκου ταυτίζεται με την ένορκη προανακριτική κατάθεση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, καθώς και ότι από τη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου προκλήθηκε ζημία στην περιουσία της πρώτης αναιρεσείουσας, ακολούθως, παραβιάζοντας τις προαναφερθείσες διατάξεις, δέχθηκε τη θεμελίωση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης (363 ΠΚ), και απέρριψε την ένστασή τους από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Και τούτο διότι, στις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως παρατέθηκαν ανωτέρω, αναφέρεται ρητά ότι η τρίτη εναγομένη είχε θετική γνώση για την ανακρίβεια των δηλώσεών της, παραθέτοντας τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η γνώση της αυτή, με αναφορά στην εξέλιξη της αντιδικίας μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας και των εντολέων του ενάγοντος, ‘‘στην οποία η ίδια (τρίτη εναγόμενη) είχε άµεση εμπλοκή, τόσο ως εκπρόσωπος της εταιρείας, όσο και ως μέτοχος στην οικογενειακή εταιρεία, υπογράφοντας ήδη πριν το επίµαχο έγγραφο πληθώρα εξώδικων δηλώσεων για λογαριασμό της εταιρείας, από το περιεχόµενο των οποίων συνάγεται σαφώς ότι αυτή γνώριζε την ιδιότητα του ενάγοντος ως πραγματικού εντολοδόχου της Α. Β. και των θυγατέρων της, την σειρά των δικαστικών και εξώδικων ενεργειών στις οποίες ο τελευταίος είχε προβεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως δικηγόρου των οικοπεδούχων, καθώς και τις σοβαρές διενέξεις που είχαν ανακύψει στις σχέσεις ορισμένων από αυτών µε την εργολήπτρια εταιρεία, που είχαν χρονική αφετηρία προγενέστερο του χρόνου ανάληψης της εκπροσώπησης των οικοπεδούχων από τον ενάγοντα, σε συνδυασμό και µε τις πολεοδομικές παραβάσεις στην κατασκευή του συγκροτήματος και τα διαπιστωµένα νομικά ελαττώματα στους τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονότα τα οποία θα απέτρεπαν σε κάθε περίπτωση το ενδιαφέρον οποιουδήποτε υποψήφιου αγοραστή για αντικειμενικούς λόγους''. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειουσών, που διαλαμβάνονται στον άνω υπό στοιχ. Αα λόγο, ότι η δεύτερη αυτών δεν γνώριζε την αναλήθεια των γεγονότων που ισχυρίστηκε με την εξώδικη για τον αναιρεσίβλητο, αντίθετα αυτά μετέφερε στην ίδια ο πληρεξούσιος δικηγόρος της και πίστευε ότι είναι αληθή, είναι απαράδεκτες, αφού υπό τον πρόσχημα της επικαλούμενης πλημμέλειας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η ουσιαστική κρίση του Εφετείου. Ακολούθως, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, υπό στοιχ. Βα, επικουρικά προβαλλόμενο, οι αναιρεσείουσες, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένστασή τους περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, που πρόβαλλαν παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επανέφεραν στο Εφετείο, με λόγο έφεσης. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών και τον απέρριψε κατ' ουσίαν. Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ, προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του ‘‘ευλόγου’’ εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του ‘‘ευλόγου’’ και συνακόλουθα το ‘‘εύλογο’’ εμπεριέχεται αναγκαίως στο ‘‘ανάλογο’’. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αριθμούς 1 ή 19, αντίστοιχα) η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 501/2021, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 80/2018). Περαιτέρω, με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, όπως ήδη εκτέθηκε, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, ήτοι του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του μεγέθους της προσβολής, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών κλπ, να επιδικάσει ή όχι στον παθόντα, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη (ή ψυχική οδύνη), να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής, που θεωρεί εύλογο. Οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κλπ) λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως, δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 1166/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ήδη εκτέθηκε, επιδικάστηκε στον αναιρεσίβλητο - ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την αναφερόμενη σ' αυτή παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, εκ μέρους των αναιρεσειουσών, το ποσό των 18.000 ευρώ. Έτσι που έκρινε Εφετείο, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς, εκείνου που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ακόμη, καθόρισε το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του αναιρεσίβλητου, αφού συνεκτίμησε τα πλέον πρόσφορα, για το σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογης, κρίσης του, σχετικά με το ύψος της επιδικαστέας σ' αυτόν χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία, όπως αυτά δέχτηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες παραδοχές του, ‘‘οι συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η αδικοπραξία, το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, ο βαθμός πταίσματος της τρίτης εναγομένης (δεύτερης αναιρεσείουσας) και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, από τους οποίους η πρώτη εναγομένη (πρώτη αναιρεσείουσα), είναι οικονομικά εύρωστη'', χωρίς να έχει την υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικότερα την απόφασή του, ως προς κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην πληττόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και, καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας το Εφετείο, κατά την εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο το άνω ποσό, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης από την ένδικη αιτία, που είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιστάσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας, είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού τους αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις αναιρείουσες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-9-2020 (αρ. καταθ. …/1-9-2020) αίτηση αναίρεσης της 164/2019 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τις αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου καθώς και της αρχαιοτέρας από την Υπηρεσία, και κωλυομένης της αμέσως αρχαιότερης Αρεοπαγίτου, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Μαΐου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ