Διαφορά από πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας. Aνακύπτει ζήτημα εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο διαφοράς από πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, εάν η ποινική διαδικασία για το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα περατώνεται αμετάκλητα μετά την έκδοση απόφασης διοικητικού εφετείου επί προσφυγής κατά του καταλογισμού του πολλαπλού τέλους και ενόσω εκκρεμεί, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αίτηση αναίρεσης της απόφασης αυτής, η οποία δεν είναι αμετάκλητη (“final”), τόσο κατά την ημεδαπή νομοθεσία όσο και κατά την (αυτόνομη) έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, (Zolotukhin κατά Ρωσίας (προσφυγή 14939/03) και Mihalache κατά Ρουμανίας (προσφυγή 54012/10).) Η
αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της
ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι πλέον ενσωματωμένη
στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ένωσης και έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με
εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η εν
λόγω αρχή του ενωσιακού δικαίου βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα [πολλαπλά τέλη λόγω
λαθρεμπορίας], δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από αυτήν, στο πλαίσιο των κυρώσεων
που επιβάλλουν για παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης στα
πετρελαιοειδή. Εφόσον μέχρι να καταστεί αμετάκλητη
απόφαση διοικητικού δικαστηρίου απορριπτική προσφυγής κατά πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, προκύπτει, κατά τρόπο
ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη
η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την
απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της υπάρξεως οικείας
αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, προς στήριξη της ασκήσεως του δικαιώματος που αντλείται από
την αρχή ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και
την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της
αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος. Αμετάκλητη περάτωση ποινικής δίκης σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης. Μη κάμψη του κανόνα περί μη
υπαγωγής σε αίτηση αναθεώρησης των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων. Διάπλαση νέου λόγου αναθεώρησης κατ’ άρθρο 103 του ΚΔΔ, εν όψει της ανάγκης παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην
περίπτωση της επιγενόμενης παραβίασης της θεμελιώδους αρχής ne bis in idem. Το Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη
εφαρμογή του ως άνω άρθρου 103 του ΚΔΔ, διέπλασε νέο
λόγο αναθεώρησης. Καθίσταται πλέον δικονομικώς δυνατή η εκ νέου εξέταση της νομιμότητας πράξης καταλογισμού διοικητικής χρηματικής κύρωσης («ποινικού» χαρακτήρα), -κατά της οποίας ο διοικούμενος είχε ασκήσει
προσφυγή, απορριφθείσα με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου- εάν (ο διοικούμενος) επικαλεστεί οψιγενή νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξης, συνιστάμενη στην, σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης,
ύπαρξη αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με
την οποία αθωώνεται από την οικεία ποινική κατηγορία
με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση αναθεώρησης συνιστά
έκτακτο ένδικο μέσο κατά δικαστικών αποφάσεων, ότι
η διατύπωση του άρθρου 101 ΚΔΔ είναι σαφής και αδιάστικτη. Οριοθετείται σαφώς ο χαρακτήρας της υπό αναθεώρηση δικαστικής απόφασης ως μη αμετάκλητης. Πρέπει να γίνει δεκτό, εν όψει και της αρχής ασφάλειας
του δικαίου, ότι η νομολογιακή αναγνώριση της ανωτέρω δικονομικής δυνατότητας δεν συνεπάγεται κάμψη
και της γενικής δικονομικής προϋπόθεσης, ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης. Το ένδικο μέσο της
αίτησης αναθεώρησης ασκείται ανεξαιρέτως μόνον κατά
ανέκκλητων και τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων· όχι
κατά αμετάκλητων.