ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 2165/2023 (7μ) Διοικητική δικονομία - Αίτηση αναθεώρησης - Αμετάκλητη περάτωση ποινικής δίκης σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης - Νομολογιακή διάπλαση νέου λόγου αναθεώρησης - Μη κάμψη του κανόνα περί μη υπαγωγής σε αίτηση αναθεώρησης των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων

Αριθμός:
2165
Έτος:
2023
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Ημ. Δημοσίευσης:
29/11/2023
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΘΠΔΔ, 1/2024, σελ. 50 - 54
ΔΕΕ, 2/2024, σελ. 201 - 205
Σχόλια/Παρατηρήσεις:
Ευγενία Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Αθηνά Μαυροειδή, Δικηγόρος, Πάνος Λαζαράτος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος, Αθανασία Γεώργα, Ασκ. Δικηγόρος
ECLI:
ECLI:EL:COS:2023:1129A2165.22E2134
Αρ. Λέξεων:
3826
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Διαφορά από πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας. Aνακύπτει ζήτημα εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο διαφοράς από πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, εάν η ποινική διαδικασία για το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα περατώνεται αμετάκλητα μετά την έκδοση απόφασης διοικητικού εφετείου επί προσφυγής κατά του καταλογισμού του πολλαπλού τέλους και ενόσω εκκρεμεί, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αίτηση αναίρεσης της απόφασης αυτής, η οποία δεν είναι αμετάκλητη (“final”), τόσο κατά την ημεδαπή νομοθεσία όσο και κατά την (αυτόνομη) έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, (Zolotukhin κατά Ρωσίας (προσφυγή 14939/03) και Mihalache κατά Ρουμανίας (προσφυγή 54012/10).) Η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι πλέον ενσωματωμένη στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η εν λόγω αρχή του ενωσιακού δικαίου βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα [πολλαπλά τέλη λόγω λαθρεμπορίας], δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από αυτήν, στο πλαίσιο των κυρώσεων που επιβάλλουν για παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή. Εφόσον μέχρι να καταστεί αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου απορριπτική προσφυγής κατά πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, προκύπτει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της υπάρξεως οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, προς στήριξη της ασκήσεως του δικαιώματος που αντλείται από την αρχή ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος. Αμετάκλητη περάτωση ποινικής δίκης σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης. Μη κάμψη του κανόνα περί μη υπαγωγής σε αίτηση αναθεώρησης των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων. Διάπλαση νέου λόγου αναθεώρησης κατ’ άρθρο 103 του ΚΔΔ, εν όψει της ανάγκης παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση της επιγενόμενης παραβίασης της θεμελιώδους αρχής ne bis in idem. Το Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του ως άνω άρθρου 103 του ΚΔΔ, διέπλασε νέο λόγο αναθεώρησης. Καθίσταται πλέον δικονομικώς δυνατή η εκ νέου εξέταση της νομιμότητας πράξης καταλογισμού διοικητικής χρηματικής κύρωσης («ποινικού» χαρακτήρα), -κατά της οποίας ο διοικούμενος είχε ασκήσει προσφυγή, απορριφθείσα με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου- εάν (ο διοικούμενος) επικαλεστεί οψιγενή νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξης, συνιστάμενη στην, σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης, ύπαρξη αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώνεται από την οικεία ποινική κατηγορία με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση αναθεώρησης συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο κατά δικαστικών αποφάσεων, ότι η διατύπωση του άρθρου 101 ΚΔΔ είναι σαφής και αδιάστικτη. Οριοθετείται σαφώς ο χαρακτήρας της υπό αναθεώρηση δικαστικής απόφασης ως μη αμετάκλητης. Πρέπει να γίνει δεκτό, εν όψει και της αρχής ασφάλειας του δικαίου, ότι η νομολογιακή αναγνώριση της ανωτέρω δικονομικής δυνατότητας δεν συνεπάγεται κάμψη και της γενικής δικονομικής προϋπόθεσης, ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης. Το ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης ασκείται ανεξαιρέτως μόνον κατά ανέκκλητων και τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων· όχι κατά αμετάκλητων.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 2165/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαΐου 2023, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Βικτωρία Πλαπούτα, Ευσταθία Σκούρα, Μαρία Σταματοπούλου, Βασιλική Μόσχου, Σύμβουλοι, Νικόλαος Σεκέρογλου, Νικόλαος Νικολάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αναστασία Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 14 Σεπτεμβρίου 2022 αίτηση:
του ..., κατοίκου ... Κρήτης (...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γρηγόριο Μέντη (Α.Μ. 16463), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 97/2022 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μαρίας Σταματοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο της αναιρεσίβλητης Αρχής, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου .../14.9.202).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία βάσει της από 11.11.2022 πράξης του Προέδρου του Β’ Τμήματος συζητείται λόγω σπουδαιότητας σε επταμελή σύνθεση, ζητείται η αναίρεση της απόφασης 97/2022 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη αίτηση αναθεώρησης που άσκησε ο αναιρεσείων κατά της απόφασης 139/2016 του ως άνω διοικητικού εφετείου. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της σιωπηρής απόρριψης από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών ενδικοφανούς προσφυγής του ιδίου κατά της .../9.12.2013 πράξης του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος του πρόστιμο 616.588 ευρώ για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), κατά την διαχειριστική περίοδο 2005.
3. Επειδή, το χρηματικό αντικείμενο της κρινόμενης διαφοράς υπερβαίνει το κατώφλι των 40.000 ευρώ (616.588 ευρώ, βλ. και συνημμένο στη δικογραφία σημείωμα της αναπληρώτριας Προϊσταμένης της ΔΟΥ Ηρακλείου περί προσδιορισμού του ποσού) και, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση από την άποψη της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.
4. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α’ 97), Όγδοο Τμήμα «Ένδικα Μέσα» (άρθρα 81 επ.), Κεφάλαιο Δ’ περί «Αίτηση[ς] Αναθεώρησης», ορίζεται στο άρθρο 101, ότι: «Σε αναθεώρηση υπόκεινται μόνο τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις», στο άρθρο 102, ότι: «1. Δικαίωμα να ασκήσουν αίτηση αναθεώρησης έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον. 2. [...]», στο άρθρο 103, ότι:»1. Η αναθεώρηση επιτρέπεται μόνο αν: α) η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή δήλωση διαδίκου, σε ψευδή έκθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, και τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ή β) μετά την έκδοση της απόφασης περιήλθαν σε γνώση του διαδίκου που ζητά την αναθεώρηση κρίσιμα έγγραφα, τα οποία υπήρχαν πριν από την δίκη, αλλά δεν γνώριζε την ύπαρξή τους, ή γ) η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετακλήτως μετά την τελευταία συζήτηση. 2. Λόγος αναθεώρησης που μπορούσε να προβληθεί με έφεση, απαραδέκτως προβάλλεται με αίτηση αναθεώρησης», στο άρθρο 104, ότι: «1. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει: α) στις περ. α’ και γ’ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, αφότου καταστεί αμετάκλητη η σχετική δικαστική απόφαση, ενώ β) στην περ. β’ των ίδιων παραγράφου και άρθρου, αφότου τα κρίσιμα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή εκείνου που ζητά την αναθεώρηση. 2. Αν τα γεγονότα της προηγούμενης παραγράφου συντελέστηκαν πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προθεσμία της αίτησης αναθεώρησης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, και στο άρθρο 105, ότι: «1. Αν γίνει δεκτός λόγος αναθεώρησης, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται και επακολουθεί νέα εξέταση της υπόθεσης μέσα στα όρια του λόγου αυτού. 2. Η απόφαση που εκδίδεται κατ’ αναθεώρηση υπόκειται στα ίδια ένδικα μέσα στα οποία υπόκειται και η απόφαση που αναθεωρήθηκε».
5. Επειδή, με την απόφαση 636/2021 (7μ.) του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψεις 12-17) κρίθηκαν τα ακόλουθα: «12. […] το άρθρο 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών, επίσης θεμελιωδών, αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 7μ. – πρβλ. ΔΕΕ 3.4.2019, C-617/17, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A., σκ. 33), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως: βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 7μ. και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως (βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολ.). Συνακόλουθα, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία (βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολ.). Ειδικότερα, ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο διαφοράς από πράξη επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, εάν η ποινική διαδικασία για το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα περατώνεται αμετάκλητα μετά την έκδοση απόφασης διοικητικού εφετείου επί προσφυγής κατά του καταλογισμού του πολλαπλού τέλους και ενόσω εκκρεμεί, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αίτηση αναίρεσης της απόφασης αυτής, η οποία δεν είναι αμετάκλητη (“final”), τόσο κατά την ημεδαπή νομοθεσία όσο και κατά την (αυτόνομη) έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Τμήμα ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ στις αποφάσεις του Zolotukhin κατά Ρωσίας (προσφυγή 14939/03) και Mihalache κατά Ρουμανίας (προσφυγή 54012/10). 13. […] η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι πλέον ενσωματωμένη στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολ.). Η εν λόγω αρχή του ενωσιακού δικαίου βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα [πολλαπλά τέλη λόγω λαθρεμπορίας], δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από αυτήν, στο πλαίσιο των κυρώσεων που επιβάλλουν για παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή. 14. […] εφ’ όσον, μέχρι να καταστεί αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου απορριπτική προσφυγής κατά πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας, προκύπτει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της υπάρξεως οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, προς στήριξη της ασκήσεως του δικαιώματος που αντλείται από την αρχή ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος αυτού, χάριν της οποίας η εθνική δικονομική/διαδικαστική αυτονομία πρέπει να υποχωρήσει σε βαθμό που είναι αναγκαίος και κατάλληλος (πρβλ. ΣτΕ 2403/2015). 15. [...] κατά την διοικητική δικονομική τάξη, οι τελεσίδικες και οι μη υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο ως προς το διοικητικό ζήτημα, δικονομικό ή ουσιαστικό, που κρίθηκε με αυτές (άρθρο 197 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.). Προς αποτροπή παραγωγής αμετάκλητου δεδικασμένου παρέχεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, μέσω του οποίου η δικαστική απόφαση ελέγχεται μόνο για νομικά σφάλματα. Προς ανατροπή, δε, του δεδικασμένου παρέχεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναθεωρήσεως (άρθρα 101-105 Κ.Δ.Δ.) για λόγους, περιοριστικά οριζόμενους, οι οποίοι δεν ανάγονται σε αιτιάσεις κατά της δικαστικής κρίσεως, αλλά στηρίζονται σε νέα στοιχεία τα οποία, χωρίς υπαιτιότητα του διαδίκου, δεν είχαν τεθεί υπ’ όψη του δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνουν σφάλμα της κρίσεώς του. Ανατροπή του δεδικασμένου επιδιώκεται και με την άσκηση της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, κατά το άρθρο 105Α Κ.Δ.Δ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 23 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), για τον αναφερόμενο στη διάταξη αυτή λόγο. 16. [...] απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, απορριπτική προσφυγής κατά διοικητικής πράξεως επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, δεν μπορεί να ενέχει παραβίαση της αρχής ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, λόγω παράλληλης σχετικής ποινικής (stricto sensu) διαδικασίας, η οποία περατώνεται αμετάκλητα μετά την δημοσίευση της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου. Συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, δεν νοείται αντίστοιχο νομικό σφάλμα της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ούτε λόγος αναιρέσεώς της για παραβίαση της αρχής ne bis in idem (πρβλ. ΣτΕ 1831/2020, 2806/2020). Σε τέτοια, επίσης, περίπτωση ούτε λόγος αναθεωρήσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ιδρύεται, καθ’ όσον τέτοιος λόγος δεν μπορεί να υπαχθεί στους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 103 παρ. 1 Κ.Δ.Δ. λόγους. Ωστόσο, η ανάγκη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, που ο καθ’ ού το πολλαπλό τέλος αντλεί, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, από την αρχή ne bis in idem, επιβάλλει, στην περίπτωση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 14, την επέμβαση στην διοικητική δικονομική τάξη με την παροχή του κατάλληλου για την περίπτωση αυτή ένδικου μέσου. Πλέον δε κατάλληλο ένδικο μέσο για τον σκοπό αυτόν είναι η αίτηση αναθεωρήσεως των άρθρων 101-105 Κ.Δ.Δ., τόσο εν όψει της φύσεως του λόγου, που έχει ως βάση μεταγενέστερη δικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, όσο και εν όψει του κριτή του, που ως δικαστής της ουσίας θα εκτιμήσει το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, στην ανωτέρω περίπτωση χωρεί αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου, εντός προθεσμίας 60 ημερών από τότε που καθίσταται αμετάκλητη η σχετική ποινική απόφαση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 104 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ.. […] 17. [...], σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη ο προβαλλόμενος πρόσθετος λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem πρέπει να απορριφθεί. Πάντως, ο αναιρεσείων έχει δικαίωμα να εγείρει την προβαλλόμενη με τον λόγο αυτό νομική πλημμέλεια της πράξης καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλού τέλους, ασκώντας αίτηση αναθεώρησης της ήδη αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι με την παρούσα απόφαση αναγνωρίζεται το πρώτον στη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοια δικονομική δυνατότητα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και δεδομένου ότι έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα εξήντα ημερών από τότε που (σύμφωνα με τα προβαλλόμενα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων) κατέστη αμετάκλητη η οικεία ποινική απόφαση, ο αναιρεσείων δύναται να ασκήσει την ως άνω αίτηση αναθεώρησης εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου της παρούσας απόφασης. [...]».
6. Επειδή, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε, από τον συνδυασμό των εκτεθέντων στις σκέψεις 4 και 5 συνάγονται τα ακόλουθα: Εν όψει της ανάγκης παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση της επιγενόμενης παραβίασης της θεμελιώδους αρχής ne bis in idem, το Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του ως άνω άρθρου 103 του ΚΔΔ, διέπλασε νέο λόγο αναθεώρησης. Έτσι, καθίσταται πλέον δικονομικώς δυνατή η εκ νέου εξέταση της νομιμότητας πράξης καταλογισμού διοικητικής χρηματικής κύρωσης («ποινικού» χαρακτήρα), -κατά της οποίας ο διοικούμενος είχε ασκήσει προσφυγή, απορριφθείσα με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου- εάν (ο διοικούμενος) επικαλεστεί οψιγενή νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξης, συνιστάμενη στην, σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης, ύπαρξη αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώνεται από την οικεία ποινική κατηγορία με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση αναθεώρησης συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο κατά δικαστικών αποφάσεων, ότι η διατύπωση του άρθρου 101 ΚΔΔ είναι σαφής και αδιάστικτη και ότι στη σκέψη 14 της απόφασης 636/2021 (:«[…] μέχρι να καταστεί αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου [...]») οριοθετείται σαφώς ο χαρακτήρας της υπό αναθεώρηση δικαστικής απόφασης ως μη αμετάκλητης, πρέπει να γίνει δεκτό, εν όψει και της αρχής ασφάλειας του δικαίου, ότι η νομολογιακή αναγνώριση της ανωτέρω δικονομικής δυνατότητας δεν συνεπάγεται κάμψη και της γενικής δικονομικής προϋπόθεσης, ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης (πρβλ. ΣτΕ 2078/2010). Κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Μ. Σταματοπούλου, προκειμένου να μην ματαιωθεί το ωφέλιμο αποτέλεσμα που συνεπάγεται η νομολογιακή διάπλαση του νέου λόγου αναθεώρησης, το μη αμετάκλητο της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου (με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του διοικούμενου) δεν πρέπει να νοηθεί, εν προκειμένω, ως (αρνητική) δικονομική προϋπόθεση παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αίτησης αναθεώρησης εν γένει, κατά το άρθρο 101 ΚΔΔικ., αλλά ως προϋπόθεση παραδεκτού προβολής του νέου λόγου αναθεώρησης περί οψιγενούς πλημμέλειας της καταλογιστικής πράξης, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να «[…] προκύπτει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της ύπαρξης οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης [...]» (σκ. 14 της ΣτΕ 636/2021). Επομένως, κατά την γνώμη που μειοψηφεί, δεν κωλύεται η άσκηση αίτησης αναθεώρησης, κατ’ αρχήν, και κατά αμετάκλητης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 1557/2014 σκ.4, 4110/2010 σκ.5), όταν το εν λόγω αμετάκλητο έπεται χρονικά του αμετακλήτου της οικείας απόφασης του ποινικού δικαστηρίου [εννοείται ότι, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, εάν η απορριπτική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου καθίσταται αμετάκλητη ενόσω διαρκεί η οικεία ποινική δίκη, ο κατηγορούμενος (-διοικούμενος) μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του ποινικού δικαστή το εν λόγω αμετάκλητο και την προστασία που παρέχει η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem]. Κατά την ειδικότερη μειοψηφούσα γνώμη των Παρέδρων, ο κανόνας ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης ισχύει, καταρχήν, και για τον νομολογιακώς διαπλασθέντα λόγο αναθεώρησης περί συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Ενόψει, όμως, των διαλαμβανόμενων στη σκέψη 16 της ΣτΕ 636/2021 παραδοχών περί της ανάγκης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, που ο καθ’ ού το πολλαπλό τέλος αντλεί, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, από την ως άνω αρχή, την οποία (ανάγκη) θεραπεύει η, το πρώτον αναγνωρισθείσα με την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου (σκ. 17), δικονομική δυνατότητα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ εξαίρεση, δεν είναι απαράδεκτες, ως στρεφόμενες κατά αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, όσες αιτήσεις αναθεώρησης με το προεκτεθέν περιεχόμενο έχουν ασκηθεί, κατ’ επίδειξη άκρας επιμέλειας των αιτούντων, εντός εξήντα ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της ΣτΕ 636/2021 (17.5.2021), της προθεσμίας αυτής μη δυνάμενης να παραταθεί κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι: Μετά από έλεγχο που διενήργησε το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης, ο οποίος κατέληξε στην σύνταξη της από 16.10.2013 έκθεσης ελέγχου, διαπιστώθηκε, όσον αφορά την διαχειριστική περίοδο 2005, «[…] ότι οι εκδοθείσες από την εταιρεία "... M.ΕΠΕ" [έξι (6) στον αριθμό, απαριθμούμενες στην αναιρεσιβαλλόμενη αποδείξεις παροχής υπηρεσιών], οι οποίες αφορούσαν καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς, ήταν εικονικές ως προς τον εκδότη τους, ήτοι την ανωτέρω εταιρεία, με υποκρυπτόμενο πρόσωπο (εν τοις πράγμασι εκδότη) τον [αναιρεσείοντα], ιατρό καρδιοχειρουργό, [ο οποίος] διεν[ήργησε] τις εν λόγω ιατρικές πράξεις και συ[νέστησε] την ανωτέρω εταιρεία (με μοναδικό εταίρο την κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία "... LIMITED", εκπρόσωπος και διαχειριστής της οποίας [ήταν ο ίδιος]), κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ΚΒΣ. Εν όψει τούτων, με την ..../9.12.2013 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου καταλογίσθηκαν στον [αναιρεσείοντα], για την ανωτέρω διαχειριστική περίοδο, πρόστιμα συνολικού ποσού 616.588 ευρώ […], κατά δε της απόφασης αυτής ο [αναιρεσείων] άσκησε στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης […] την .../9.1.2004 ενδικοφανή προσφυγή, η οποία απερρίφθη σιωπηρώς λόγω απράκτου παρόδου της σχετικώς οριζόμενης προθεσμίας. Κατά της σιωπηρής απόρριψης ο [αναιρεσείων] άσκησε στις 6.6.2014 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, το οποίο με την [υπό αναθεώρηση] 139/2016 απόφασή του (ανέκκλητη κατ’ άρθρο 13 του ν. 3900/2010), με χρονολογία δημοσίευσης την 23.6.2016, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ο [αναιρεσείων] άσκησε την από 26.9.2016 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ (με χρονολογία συζήτησης την 19.6.2019), το οποίο, με την 2942/2019 απόφαση, δημοσιευθείσα στις 31.12.2019, [την] απέρριψε, με αποτέλεσμα η [υπό αναθεώρηση απόφαση] να καταστεί αμετάκλητη». Με την ένδικη αίτηση ο αναιρεσείων, επικαλούμενος την απόφαση 636/2017 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζήτησε την αναθεώρηση της προαναφερόμενης απόφασης 139/2016 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, προβάλλοντας ότι παραβιάσθηκε εν προκειμένω η αρχή ne bis in idem, καθόσον, μετά την δημοσίευση της (υπό αναθεώρηση) εφετειακής απόφασης, εκδόθηκε από το Εφετείο Ανατολικής Κρήτης η προσκομισθείσα απόφαση 111/2017, με χρονολογία δημοσίευσης την 2.3.2017, καταχωρισθείσα στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων του ως άνω Εφετείου στις 18.10.2017 και καταστάσα αμετάκλητη στις 17.11.2017, με την οποία ο αναιρεσείων αθωώθηκε του αδικήματος της εικονικής εκ μέρους της ανωτέρω εταιρείας ("... M.ΕΠΕ") έκδοσης, μεταξύ άλλων, των επίμαχων φορολογικών στοιχείων για αναγραφόμενες συναλλαγές στις οποίες ήταν αμέτοχη ενώ πραγματικός υποκρυπτόμενος εκδότης τους ήταν ο ίδιος, με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία δεν ήταν εικονικά, εφόσον οι επεμβάσεις, για τις οποίες αυτά εκδόθηκαν, εκτελέστηκαν. Προσκομίσθηκαν ακόμη οι αποφάσεις 1310/2019 του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και 200/2020 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με τις οποίες ο αναιρεσείων αθωώθηκε για τον αδίκημα της μη καταβολής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών των σχετικώς βεβαιωθέντων από την ΔΟΥ Ηρακλείου φορολογικών χρεών του από την ανωτέρω αιτία. Περαιτέρω, στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης αναθεώρησης ο αναιρεσείων ανέφερε ότι τον λόγο της παραβίασης της αρχής ne bis in idem είχε προβάλει και ενώπιον του ΣτΕ κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης της (υπό αναθεώρηση) απόφασης, από δε την εκδοθείσα απόφαση του ΣτΕ (2942/2019) προκύπτει ότι ο ανωτέρω λόγος είχε απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, κατ’ αρχάς, είχε προβληθεί με το υπόμνημα του αναιρεσείοντος. Το αναιρεσίβλητο Δημόσιο υπέβαλε υπόμνημα ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, ισχυριζόμενο ότι η ένδικη αίτηση αναθεώρησης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι, μεταξύ άλλων, ασκήθηκε μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η επικαλούμενη 111/2017 αθωωτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, κατ’ επίκληση της σκέψης 16 της ΣτΕ 636/2017, ενώ τα γενόμενα δεκτά με την σκέψη 17 της ίδιας απόφασης του ΣτΕ αφορούν στον συγκεκριμένο διάδικο της δίκης αυτής, η δε τυχόν εφαρμογή τους σε άλλες δίκες θα επέφερε την κατάλυση της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας του δικαίου με την ανεπίτρεπτη αναδρομική εφαρμογή νομολογιακών παραδοχών σε ήδη αμετακλήτως περαιωθείσες υποθέσεις. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο στην σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δέχθηκε τα εξής: «[…] λόγος αναθεώρησης, πέραν των περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 103 παρ. 1 του ΚΔΔικ. λόγων, στοιχειοθετείται και επί επιγενόμενης παραβίασης της αρχής ne bis in idem, ήτοι λόγω αμετακλήτου περατώσεως της οικείας ποινικής διαδικασίας [με την δημοσίευση της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου] μετά την δημοσίευση της σχετικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, [όπως κρίθηκε με την απόφαση ΣτΕ 636/2021], υπό την προαπαιτούμενη, όμως, προϋπόθεση του μη αμετακλήτου -αλλά μόνο του τελεσιδίκου ή ανεκκλήτου- της προσβαλλόμενης με την αίτηση αναθεώρησης απόφασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 101 ΚΔΔικ. […·] στην εξεταζόμενη περίπτωση, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης [αναθεώρησης, 7.7.2021], η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη λόγω έκδοσης της ΣτΕ 2942/31.12.2019 [...]». Επί τη βάσει των ανωτέρω το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι «[…] προεχόντως ένεκα τούτου, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε απαραδέκτως [...]» και ότι «[...] δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής τα γενόμενα δεκτά με την ειδικότερα επικαλούμενη από τον [αναιρεσείοντα] σκέψη 17 της 636/2021 απόφασης του ΣτΕ, συστοιχούντα με τις […] σκέψεις 12 και 14 της ίδιας απόφασης, σε συνδυασμό με τους […] όρους συνδρομής της αρχής ne bis in idem, διότι προαπαιτούν επίσης μη αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, μετά την δημοσίευση της οποίας περατώνεται αμετακλήτως η οικεία ποινική διαδικασία, ώστε να υφίσταται επιγενόμενη παραβίαση της αρχής […], και κατά της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ αίτηση αναιρέσεως με την παραδεκτή προβολή (διά του δικογράφου της ή του δικογράφου προσθέτων λόγων) της επιγενόμενης παραβίασης της εν λόγω αρχής». Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την αίτηση αναθεώρησης ως απαράδεκτη.
8. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101 του ΚΔΔ το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι σε αίτηση αναθεώρησης υπόκεινται μόνον οι τελεσίδικες και ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, προς τεκμηρίωση δε του παραδεκτού του λόγου διατυπώνεται ισχυρισμός περί αντίθεσης της ως άνω ερμηνευτικής κρίσης στις αποφάσεις του Δικαστηρίου 4110/2010 και 1557/2014 και, επικουρικώς, έλλειψη νομολογίας. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το σύνολο της ερμηνευτικής κρίσης, η οποία, κατά τα προλεχθέντα, εκτίθεται στην σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, «[…] συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 101-105 του ΚΔΔ, και ειδικότερα ως προς τους όρους υπό τους οποίους, κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, είναι παραδεκτή η άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναθεωρήσεως, κατά τα γενόμενα δεκτά από την νομολογία του Δικαστηρίου Σας (ΣτΕ 636/2021 7μ.)». Προς τεκμηρίωση του παραδεκτού, προβάλλεται αντίθεση στην ΣτΕ 636/2021 και, επικουρικώς, έλλειψη νομολογίας. Τα ανωτέρω, ορώμενα ως ενιαίος λόγος αναιρέσεως, προβάλλονται παραδεκτώς, πρέπει όμως να απορριφθούν ως αβάσιμα, διότι κατά την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη (βλ. σκ. 6), το ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης ασκείται ανεξαιρέτως μόνον κατά ανέκκλητων και τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων· όχι κατά αμετάκλητων, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Αν και, κατά τις μειοψηφήσασες γνώμες, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι και βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2023
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Μιχαήλ Πικραμένος Αναστασία Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2023.
Ο Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Μιχαήλ Πικραμένος Ελένη Τουρόγιαννη
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα