Απόφαση

Αριθμός 2130/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ειρήνη Σάρπ, Πρόεδρος, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Όλγα Ζύγουρα, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Βικτωρία Πλαπούτα, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Ιωάννης Σπερελάκης, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Ευσταθία Σκούρα, Κωνσταντία Λαζαράκη, Κασσιανή Μαρίνου, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Ελένη Γεωργούτσου, Σύμβουλοι, Ιωάννης Δημητρακόπουλος, Ιωάννης Παπαγιάννης, Νικόλαος Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, καθώς και ο Πάρεδρος Ιωάννης Παπαγιάννης, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να δικάσει την από 17 Οκτωβρίου 2017 αίτηση:
του ... του …, κατοίκου Αθηνών (…), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ευαγγελία Καραμπίνα (Α.Μ. 27301), που νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1307/2020 αποφάσεως του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1953/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Κωνσταντίνα Φιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Διομήδη Κυριλλόπουλου και Ηλία Μάζου, τακτικών μελών της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, αναπληρωματικά μέλη της σύνθεσης (βλ. 51/28.5.2021 πρακτικό διάσκεψης της Ολομελείας του Δικαστηρίου).
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου: ...).
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1953/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, πρώην βουλευτή, κατά της 4824/2014 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή του αναιρεσείοντος περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει: α) το ποσό των 401.152,82 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της βουλευτικής του αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, αναβαθμισμένων, σύμφωνα με αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 18.8.2007, και, επικουρικώς, το ποσό των 202.494,87 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, όπως αυτές προσαυξήθηκαν, κατά τον αναιρεσείοντα, με την «έκτακτη παροχή» της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 18.8.2007, και β) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την κατά τα άνω παράλειψη αναβάθμισης της βουλευτικής αποζημίωσής του.
4. Επειδή, η υπόθεση συζητείται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά την παραπομπή της σε αυτήν με την 1307/2020 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περίπτ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των εξής τεθέντων ζητημάτων: α) εάν οι βουλευτές δικαιούνται να αξιώνουν ευθέως, δυνάμει της αρχής της ισοδυναμίας και ισοτιμίας των τριών λειτουργιών, την αύξηση των αποδοχών τους, με βάση τις αποδοχές των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας, όπως εν προκειμένω του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., β) εάν, ως αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, προς τις οποίες πρέπει να εξισώνεται η βουλευτική αποζημίωση (σύμφωνα με την από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής), νοούνται και οι επιδικασθείσες σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις, λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος παράλειψης του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές τους, με βάση τις αποδοχές των φορέων των οργάνων των άλλων λειτουργιών, και γ) εάν η χορήγηση της έκτακτης παροχής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 έπρεπε να επεκταθεί και στους βουλευτές.
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και στη συνέχεια η παρ. 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), και ισχύουν, στις υποθέσεις εκείνες των οποίων το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει το απαιτούμενο ελάχιστο όριο ή οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει, με ειδικούς, αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, ως προς το ζήτημα δε αυτό είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία -επί του αυτού (και όχι ανάλογου ή παρόμοιου) νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 696/2020, 1618/2018, 1534/2016, 1613, 1439/2014, 3008/2013, 4987, 3933/2012, 916/2012 επτ., 2301/2011 επτ. κ.ά.).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό και με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, ο αναιρεσείων, πρώην βουλευτής, ζήτησε, με την επίμαχη αγωγή του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δημοσίου να του καταβάλει, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 18.8.2007, το ποσό των 401.152,82 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης που ελάμβανε, και των αποδοχών των δικαστών, αναβαθμισμένων, σύμφωνα με συγκεκριμένες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, βάσει των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Επικουρικώς, ζήτησε να του καταβληθεί, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 18.8.2007, το ποσό των 202.494,87 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, όπως αυτές προσαυξήθηκαν με την «έκτακτη παροχή» της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσης ΚΥΑ 2/1601/0022/30.1.2008 του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπλέον, με την αγωγή του, ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δικαιούται και το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την κατά τα ανωτέρω παράλειψη αναβάθμισης της βουλευτικής αποζημίωσής του. Η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 4824/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έφεση δε του ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως επίσης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε κατά πρώτον υπόψη ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος δεν έχουν, τόσο κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, όσο και κατά τις διατάξεις του ν. 3038/2002 που εκδόθηκε σε εκτέλεσή της, ισχύ νόμου, παράγουν δε τα αποτελέσματά τους, κατά το άρθρο 8 του τελευταίου αυτού νόμου, μόνον έναντι των διαδίκων της δίκης, και ότι με τις μνημονευθείσες από τον αναιρεσείοντα αποφάσεις του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου (13, 23, 24/2006 και 44/2007) αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του Δημοσίου να αποζημιώσει, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τους ενώπιον αυτού προσφυγόντες (με αγωγή) δικαστικούς λειτουργούς (λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές τους με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.). Με τις σκέψεις δε αυτές, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να αναβαθμίσουν τη βουλευτική αποζημίωση του αναιρεσείοντος, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (1.1.2002-18.8.2007), με βάση τις αποδοχές του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναβαθμισμένες στο ύψος του συνόλου των αποδοχών του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. ή, απευθείας, με βάση τις αποδοχές του τελευταίου αυτού. Και τούτο, κατά τα περαιτέρω κριθέντα από το Διοικητικό Εφετείο, διότι δεν υφίσταται τέτοια πάγια μισθολογικού περιεχομένου διάταξη νόμου για τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων (και αναλογικά για τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς), ώστε να δικαιωθούν οι βουλευτές, σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 Συνεδρίασή της, με αντίστοιχου ύψους βουλευτική αποζημίωση. Ούτε, δε, με την παράλειψη αυτή εισάγεται, κατά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, άνιση μεταχείριση σε βάρος των βουλευτών, αφού είναι διαφορετική η επαγγελματική εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας. Επιπλέον, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, δεν τίθεται θέμα αντιθέσεως προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθόσον για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης απαιτείται ως προϋπόθεση η στέρηση της περιουσίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Επίσης, κατά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, οι συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 περί λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών και 88 παρ. 2 περί αποδοχών των δικαστών, ανάλογων με το λειτούργημά τους, δεν σχετίζονται με το ζήτημα της βουλευτικής αποζημίωσης και, ως εκ τούτου, αλυσιτελώς είχε επικαλεσθεί τις διατάξεις αυτές ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, όσον αφορά την εφάπαξ έκτακτη παροχή του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι αυτή είναι ανεξάρτητη και δεν συνδέεται, όπως ρητώς αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, με το τότε ισχύον μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, ούτε δε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1.1.2003-18.8.2007) υπήρξε οποιαδήποτε κατάργηση ή τροποποίηση των διατάξεων του ισχύοντος ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των διατάξεων των νόμων 2521/1997 και 3205/2003, ώστε να τεθεί ζήτημα άμεσης αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσης. Και ναι μεν, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η εφάπαξ αυτή παροχή συνιστά αναδρομική αναγνώριση επιπλέον απολαβών προς τους δικαστικούς λειτουργούς, όμως αυτές συνδέονται, όπως ρητώς αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ως άνω ν. 3620/2007, με τις ειδικότερες συνθήκες άσκησης, κατά τον ίδιο χρόνο, αποκλειστικώς και μόνον του δικαστικού λειτουργήματος (πρόσθετος φόρτος εργασίας με την εισαγωγή προς εκδίκαση, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, μεγάλων κατηγοριών υποθέσεων) και, συνεπώς, δεν αφορούν άλλους λειτουργούς, των οποίων οι αποδοχές εξισώνονται με εκείνες των δικαστών. Κατ’ ακολουθία αυτών, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η επέκταση της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της ΚΥΑ 2/1601/0022/30.1.2008 στους βουλευτές θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη άσκηση νομοθετικού έργου και ότι δεν μπορούν, πάντως, οι διατάξεις αυτές, ως εξαιρετικές, να τύχουν αναλογικής ή επεκτατικής εφαρμογής κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας, καθώς και των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Οικουμενικής Διακήρυξης (άρθρα 1 και 2), και του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρα 2 και 3), που αναφέρονται στην αρχή της ισότητας και την απαγόρευση των διακρίσεων. Και τούτο, κατά την περαιτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, διότι ο νομοθέτης, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007, είχε την πρόθεση, αφενός μεν, να αναγνωρισθούν πρόσθετες απολαβές προς τους δικαστικούς λειτουργούς, για τους συγκεκριμένους λόγους που ειδικώς αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, αφετέρου δε, με τον χαρακτηρισμό αυτών ως «έκτακτης παροχής», είχε την πρόθεση να αποκλείσει άλλες κατηγορίες λειτουργών, οι αποδοχές των οποίων συναρτώνται με το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού. Εξάλλου, κατά το Διοικητικό Εφετείο, η ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί, ούτε αντιστρατεύεται τον σκοπό της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά της συζήτησης στη Βουλή κατά τη θεσμοθέτηση της σχετικής διάταξης, στο να καθορίζεται η βουλευτική αποζημίωση σταθερώς και απαρασαλεύτως συνδεόμενη με το ειδικό μισθολόγιο του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού (μεταβολή του οποίου ακολούθησε μεταγενεστέρως, από 1.1.2008), ώστε να καλύπτεται η ανάγκη αξιοπρεπούς παράστασης και ευχερούς κίνησης των βουλευτών για την εξυπηρέτηση των περιφερειών τους· τούτο δε, κατά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, διότι ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται και παράλληλα ενισχύεται με το άρθρο 37 του Κανονισμού της Βουλής, με το οποίο ορίζεται επιπλέον αμοιβή των βουλευτών για τη συμμετοχή τους στις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές της Βουλής -έργο που συνίσταται στην άσκηση των κύριων καθηκόντων τους- καθώς και με την κάλυψη των πάγιων εξόδων αυτών (λειτουργία και οργάνωση γραφείου) με επιπλέον ποσοστό αποζημίωσης (25%), κονδύλια τα οποία δεν συναρτώνται με τις αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων. Τέλος, κατά τα επιπλέον γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη, οι ως άνω ρυθμίσεις περί έκτακτης παροχής δεν παραβιάζουν ούτε τα άρθρα 26, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλ’ ούτε και το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α. περί της χρήσης των αναγνωριζόμενων από την εν λόγω Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών ασχέτως προς οποιαδήποτε διάκριση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω σκέψεων, η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (2.10.2017), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, όπως προκύπτει δε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς υπερβαίνει το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 26 και 4 του Συντάγματος καθώς και του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, έκρινε ότι απαιτείτο εν προκειμένω πάγια, μισθολογικού περιεχομένου διάταξη που να προβλέπει την αναβάθμιση των αποδοχών των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, με βάση το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., ώστε να επεκταθεί η εν λόγω αναβάθμιση, δυνάμει της από 22.12.1964 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής, και στους βουλευτές. Τούτο δε, διότι, κατά τον αναιρεσείοντα, η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να προβεί στην εν λόγω αναβάθμιση της βουλευτικής αποζημίωσης πηγάζει ευθέως από τις διατάξεις των άρθρων 88 παρ. 2, 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 αυτού και με την από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, καθώς και από τις συνταγματικές αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της ισοτιμίας και ισοδυναμίας αυτών, και, επιπλέον, και από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περί σεβασμού της περιουσίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, μετά την αμετάκλητη κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, επί διαδοχικών υποθέσεων (αποφάσεις 13, 23, 24/2006, 44/2007) περί της συνταγματικά επιβεβλημένης εξίσωσης των αποδοχών των ανώτατων δικαστικών λειτουργών με αυτές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., δυνάμει της, κατά τον αναιρεσείοντα, συναγόμενης από το Σύνταγμα αρχής “της ισοτιμίας των τριών λειτουργιών και σε οικονομικό επίπεδο”, το Δημόσιο όφειλε, συμμορφούμενο προς την ανωτέρω κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, “λόγω της ποσοτικής σύνδεσης” της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού και, κυρίως, λόγω της “ισοτιμίας των τριών λειτουργιών”, να αναβαθμίσει αναλόγως τη βουλευτική αποζημίωση. Συναφώς, προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένως υπέλαβε ότι ο αναιρεσείων επιδίωξε, αναφερόμενος στις ως άνω αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου (περί της αναβάθμισης των αποδοχών των ανώτατων δικαστικών λειτουργών στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.), την επέκταση, στην επίδικη περίπτωση, του δεδικασμένου των αποφάσεων αυτών, ενώ, πράγματι, αυτός θέλησε να επισημάνει ότι με τις εν λόγω αποφάσεις κατέστη επιβεβλημένη η, επί τη βάσει των αυτών με τις μνημονευθείσες στην επίμαχη αγωγή συνταγματικών διατάξεων, αναβάθμιση και της βουλευτικής αποζημίωσης με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., λόγω, κυρίως, της οικονομικής ισοτιμίας των τριών λειτουργιών. Ισχυρίζεται δε, περαιτέρω, ο αναιρεσείων ότι το δικαίωμά του να αξιώσει την ως άνω αναβάθμιση της βουλευτικής αποζημίωσής του, δεν επηρεάζεται από τον μεταγενέστερο, σε σχέση με τη γένεση των επίδικων αξιώσεών του, ν. 3620/2007, με το άρθρο 5 παρ. 9 του οποίου (και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα ΚΥΑ 2/1601/022/30.1.2008) δόθηκε η δυνατότητα στους δικαστικούς λειτουργούς να επιλύσουν συμβιβαστικώς τη διαφορά τους, ως προς την αναβάθμιση των αποδοχών τους στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., με τη χορήγηση σε αυτούς έκτακτης παροχής· άλλως, κατά τον αναιρεσείοντα, η ανωτέρω ρύθμιση θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση του νομοθέτη στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, περαιτέρω δε, μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη θα οδηγούσε στην εξίσωση των δύο εκ των τριών λειτουργιών (ήτοι της εκτελεστικής και της δικαστικής) σε οικονομικό επίπεδο και “κατάλυση της συνταγματικώς επιβεβλημένης ισοτιμίας και των τριών λειτουργιών”.
9. Επειδή, προς θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως, προβάλλεται ότι τίθεται κατ’ αρχάς με αυτόν το νομικό ζήτημα εάν οι κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος εξουσίες είναι ισότιμες και σε οικονομικό επίπεδο, με συνέπεια οι φορείς των οργάνων τους να έχουν το “πρωτογενές” δικαίωμα να αξιώνουν την αναγνώριση της ισοτιμίας τους αυτής. Επιπλέον, τίθεται, κατά τον αναιρεσείοντα, και το νομικό ζήτημα εάν η επίλυση νομικών θεμάτων από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παράγει “δεδικασμένο” για τα λοιπά δικαστήρια και επί υποθέσεων που, όπως εν προκειμένω, δεν αφορούν δικαστικούς λειτουργούς. Προβάλλεται, δε, ότι επί των ανωτέρω ζητημάτων δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, επικουρικώς, ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι αντίθετη προς την απόφαση 3670/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και προς τις αποφάσεις 21/2006 και 89/2013 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και προς την 1445/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο ανωτέρω ισχυρισμός περί μη υπάρξεως νομολογίας παρίσταται βάσιμος και, συνεπώς, ο παρατεθείς στην προηγούμενη σκέψη λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, εξεταστέος. Ενόψει τούτου, ο επικουρικός ισχυρισμός περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τις προαναφερθείσες αποφάσεις (3670/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 21/2006 και 89/2013 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και 1445/2007 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών) προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι για το παραδεκτό του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως αρκεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το τιθέμενο με τον λόγο αυτό νομικό ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει ο ανωτέρω επικουρικός ισχυρισμός είναι και αβάσιμος, διότι οι αποφάσεις αυτές έκριναν επί διαφορετικών ζητημάτων. Ειδικότερα, η απόφαση 3670/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, όπως ίσχυε, με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης, με την απαλλαγή από τον φόρο του ημίσεος αυτής που καλύπτει δαπάνες παράστασης, κίνησης και επικοινωνίας των βουλευτών, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, οι δε αποφάσεις 21/2006 και 89/2013 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος έκριναν ότι εφαρμόζονται και στους δικαστικούς λειτουργούς οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, αφενός, όπως ίσχυαν αρχικώς και προέβλεπαν την αυτοτελή φορολόγηση της βουλευτικής αποζημίωσης σε σχέση με άλλα εισοδήματα του βουλευτή (21/2006) και, αφετέρου, όπως ίσχυαν μετά την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης και προέβλεπαν την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης (89/2013). Εξάλλου, αν θεωρηθεί ότι ο αναιρεσείων προβάλλει ως αντίθετες προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις αποφάσεις 13, 23, 24/2006, 44/2007 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι με αυτές κρίθηκε (κατά τον αναιρεσείοντα) ότι από το Σύνταγμα συνάγεται η αρχή «της ισοτιμίας των τριών λειτουργιών και σε οικονομικό επίπεδο”, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος, διότι με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε μόνον, ενόψει και της κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσίας του εν λόγω Ειδικού Δικαστηρίου, καθ’ ερμηνεία κυρίως των διατάξεων που αφορούν την δικαστική λειτουργία, ότι ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών ο συνταγματικός νομοθέτης καθιερώνει ευθέως την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση αυτών, επιτάσσοντας την χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών, και ότι το Δημόσιο ευθύνεται προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων θα ανέρχονταν τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών θα διαβαθμίζονταν αναλόγως, δηλαδή κρίθηκε ζήτημα αφορών αποκλειστικώς τους δικαστικούς λειτουργούς. Η δε απόφαση 1445/2007 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που επίσης επικαλείται ο αναιρεσείων, ανεξαρτήτως του ανεκκλήτου ή μη αυτής, εκδόθηκε επί της αγωγής, την οποία είχε παραπέμψει σε αυτό το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με την προαναφερθείσα απόφασή του 13/2006, προς οριστική επίλυση της διαφοράς μετά την εκ μέρους του επίλυση του προαναφερθέντος, αφορώντος αποκλειστικώς τους δικαστικούς λειτουργούς, νομικού ζητήματος.
10. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 26 ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» και στο άρθρο 63 ότι «1. Οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες· το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. 2. Οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής». Με την απόφαση της Βουλής, που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 συνεδρίασή της, ορίσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 του Συντάγματος έτους 1952, αντίστοιχου προς το ως άνω άρθρο 63 του ισχύοντος Συντάγματος, ότι «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού». Η απόφαση αυτή της Βουλής, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ.: Γ54039/25.9.2018 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 23/18.2.1975), κατά την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του οποίου [όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 της 16345/18.11.2015 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής (Α΄ 152)], «Η βουλευτική αποζημίωσις, ως αυτή έχει καθορισθή δι’ αποφάσεως της Βουλής, ληφθείσης κατά την συνεδρίασιν ΚΔ΄ αυτής της 22ας Δεκεμβρίου 1964, διατηρουμένης εν ισχύϊ, υπόκειται εις τας κάτωθι μόνον κρατήσεις: [...]». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του άρθρου 111 του ισχύοντος Συντάγματος, το εν λόγω Ζ΄/1975 Ψήφισμα εξακολουθεί να ισχύει και κατά τις αντιτιθέμενες στο Σύνταγμα διατάξεις του και επιτρέπεται να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με νόμο, ενώ, συναφώς, και κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ίδιου αυτού Ψηφίσματος, οι διατάξεις του «δύνανται να τροποποιώνται δια νόμου».
11. Επειδή, το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος επιτάσσει την καταβολή από το Δημόσιο στους βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός των δαπανών τους, και μιας χρηματικής παροχής, υπό την μορφή «αποζημίωσης» για την παροχή των υπηρεσιών τους. Ο καθορισμός του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης, όπως και του είδους και του ύψους των προς κάλυψη δαπανών τους, έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής και γίνεται με απόφαση της Ολομέλειας αυτής και όχι με τυπικό νόμο. Συνεπώς, η Βουλή, η οποία ψηφίζει τον κρατικό προϋπολογισμό, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Συντάγματος, και καταρτίζει και ψηφίζει τον δικό της προϋπολογισμό εξόδων στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος πλήρους αυτονομίας της [βλ. και άρθρο 120 του Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής (μέρος κοινοβουλευτικό), Α΄ 106/1987, το οποίο ορίζει στην παρ. 5 ότι «O πρoϋπoλoγισμός της Boυλής πoυ εγκρίνεται με απόφασή της είναι υπoχρεωτικά εκτελεστός και καταχωρίζεται χωρίς καμία μεταβoλή στo γενικό πρoϋπoλoγισμό τoυ Kράτoυς”], γνωρίζει δε τις ανάγκες τις οποίες πρέπει να καλύψουν τα μέλη της, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν απερίσπαστοι και με πλήρη ανεξαρτησία τα καθήκοντά τους, είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης των μελών της και να ορίσει αυτό είτε αυτοτελώς είτε σε σχέση με τις αποδοχές οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λαμβάνοντας υπόψη και τις, επιπλέον της αποζημίωσης, παροχές που προβλέπονται για τους βουλευτές προς κάλυψη δαπανών τους [π.χ. δαπάνη για την οργάνωση και λειτουργία γραφείου: άρθρο 2 παρ. 4 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, όπως έχει τροποποιηθεί, ταχυδρομικά τέλη: άρθρο 2 παρ. 1 περ. α του εν λόγω Ζ΄ Ψηφίσματος, όπως έχει τροποποιηθεί, συγκοινωνιακή ατέλεια: άρθρο 2 παρ. 2 και 3 του ίδιου Ζ΄ Ψηφίσματος, έξοδα κίνησης: απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής ληφθείσα κατά την συνεδρίαση ΡΠ΄ της 14.5.1991 (Α΄ 82), όπως έχει τροποποιηθεί, χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης με εταιρεία leasing: απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής ληφθείσα κατά την συνεδρίαση ΞΗ΄ της 7.2.2003 (Α΄ 33)], καθώς και για την συμμετοχή τους στις διαρκείς επιτροπές της Βουλής και στην Διάσκεψη των Προέδρων αυτής (άρθρα 37 παρ. 2 και 167 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής). Με τα δεδομένα δε αυτά οι βουλευτές δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους δικαστικούς λειτουργούς ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης που λαμβάνουν για την άσκηση των καθηκόντων τους. Και τούτο α) διότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τις αποδοχές τους, οι οποίες καθορίζονται, μέσω της καταρτίσεως και ψηφίσεως του προϋπολογισμού και του νόμου περί του μισθολογίου τους, από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και από την Βουλή, δηλαδή από κρατικά όργανα, τις πράξεις των οποίων υποχρεούνται, κατά το Σύνταγμα, προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου, να ελέγχουν οι δικαστικοί λειτουργοί∙ η αδυναμία δε αυτή των οργάνων της δικαστικής εξουσίας να επέμβουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκ των προτέρων στην ρύθμιση, εκ μέρους των οργάνων των άλλων δύο εξουσιών, του ζητήματος των αποδοχών τους -ζητήματος αρρήκτως, όμως, συνδεομένου με την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους- δεν εξισορροπείται με την δυνατότητα να προσφύγουν εκ των υστέρων στο προβλεφθέν με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος και αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από μη τακτικούς δικαστές Ειδικό Δικαστήριο και να αναμείνουν κατ’ αρχάς την εκ μέρους του επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων και στη συνέχεια, σε περίπτωση θετικής υπέρ αυτών αποφάνσεως του εν λόγω Δικαστηρίου, να αναμείνουν την προς την κρίση αυτή συμμόρφωση εκ μέρους των οργάνων και πάλι των άλλων δύο εξουσιών με την έκδοση των σχετικών πράξεων, νομοθετικών ή διοικητικών (απόφαση 88/2013 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σκέψη 9) και β) διότι στους δικαστικούς λειτουργούς δεν χορηγούνται επιπλέον των αποδοχών τους άλλες παροχές για την κάλυψη δαπανών ή ενόψει της φύσεως του λειτουργήματός τους∙ προς κάλυψη δαπανών και αντιμετώπιση αναγκών που ανακύπτουν κατά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος προβλέφθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 και 6 του ν. 2521/1997 (Α΄ 174) και στη συνέχεια με το άρθρο 30 παρ. 3 και 5 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), η χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς δύο επιδομάτων, το ένα, μεταξύ άλλων, για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου) και το άλλο ως πάγια αποζημίωση, λόγω των συνθηκών προσφοράς των υπηρεσιών τους (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές), τα επιδόματα, όμως, αυτά περιλαμβάνονται στις αποδοχές τους, προς τις οποίες πρέπει να είναι ίση η βουλευτική αποζημίωση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964.
12. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε, η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την προαναφερθείσα απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ΄), η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975 (όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η πρώτη περίοδος της παρ. 1 είχε πριν αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 της 16345/2015 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής), οι διατάξεις του οποίου μπορούν, κατά τα ανωτέρω, να τροποποιηθούν ή καταργηθούν με “νόμο”. Ως νόμος δε, όσον αφορά ειδικώς τα ζητήματα που αφορούν το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, νοείται, στο πλαίσιο της κατά τα άνω εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής, μόνον απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και όχι τυπικός νόμος (βλ. Ε.Σ. 2365/2014 Ολομ., 324/2017, 2068/2016 κ.ά.). Εξάλλου, με την ανωτέρω από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, υπό την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Η σύνδεση δε της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε τροποποίηση του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά τον βασικό μισθό και τα πάσης φύσεως επιδόματα και τις προσαυξήσεις που προβλέπεται από το εν λόγω μισθολόγιο ότι καταβάλλονται σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του δικαστικού αυτού λειτουργού, επιφέρει, κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως της Βουλής, αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί σχετικώς απόφαση από την Ολομέλεια της Βουλής [βλ. σελ. 712 και 716 των πρακτικών συζητήσεων της ΚΔ΄ συνεδρίασης της Βουλής της 22.12.1964, στις οποίες αναφέρεται ότι η βουλευτική αποζημίωση πρέπει να καθορισθεί «σταθερώς και απαρασαλεύτως, συνδεομένη με το κρατικόν μισθολόγιον» και να εξισούται «προς το σύνολον των πάσης φύσεως μηνιαίων αποδοχών του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού, ήτοι του βασικού μηνιαίου μισθού, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων”]. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής, στενώς ερμηνευτέας, ενόψει και των οικονομικών συνεπειών που έχει η εφαρμογή της, δεν συνιστούν τακτικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, προς τις οποίες επιβάλλεται η άμεση εξίσωση της βουλευτικής αποζημίωσης, τυχόν επιδικασθείσες σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος παράλειψης του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές αυτών, με βάση τις αποδοχές οργάνων των άλλων κρατικών λειτουργιών (πρβλ. και Ε.Σ. Ολομ. 668/2018, 988, 2939, 3391/2015). Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπάρχει απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (ως κυρίαρχου, κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 1 του Συντάγματος, οργάνου για τον καθορισμό του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης) περί διασυνδέσεως -υπό την έννοια της απόλυτης αντιστοίχισης- της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές ενός ή περισσότερων οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν στοιχειοθετείται αξίωση για αναβάθμιση της βουλευτικής αποζημίωσης, είτε απευθείας με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., δηλαδή ανώτατου δημόσιου λειτουργού που προΐσταται Αρχής, ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, είτε με βάση τις επιδικασθείσες, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (αποφάσεις 13, 23, 24/2006, 44/2007 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος), σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις για αξιώσεις τους απορρέουσες από την παράλειψη του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές τους με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.. Συνεπώς, η αντίστοιχη ως άνω απορριπτική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ορθή, ανεξαρτήτως των επιμέρους αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει δε, κατόπιν αυτού, ο περί του αντιθέτου παρατιθέμενος στη σκέψη 8 λόγος αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, και η ειδικότερη κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν στοιχειοθετείται αντίθεση ούτε προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., καθόσον για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται ως προϋπόθεση η στέρηση της περιουσίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία (προϋπόθεση) δεν συντρέχει εν προκειμένω, είναι ορθή. Και τούτο διότι ναι μεν, όπως γίνεται δεκτό, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου προστατεύονται και απαιτήσεις, απορρέουσες από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, είτε αναγνωρισμένες δικαστικώς, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον, όμως, υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον δίκαιο, να ικανοποιηθούν δικαστικώς (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 3281/2017 επτ. σκ. 25, 910/2016, 3535/2015, καθώς και τη μνημονευόμενη στις αποφάσεις αυτές νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.), πλην, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ο αναιρεσείων δεν εδικαιούτο την επίδικη αναβάθμιση της βουλευτικής αποζημίωσής του. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, και οι προβαλλόμενοι ειδικότεροι λόγοι σχετικώς με παραβίαση εν προκειμένω των διατάξεων των άρθρων 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α., 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1 και 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. καθώς και 2 και 3 των Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όσον αφορά το κρίσιμο ως άνω νομικό ζήτημα της αναβάθμισης ή μη της βουλευτικής αποζημίωσης του αναιρεσείοντος στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως αόριστοι, ανεξαρτήτως του ότι δεν προβάλλεται ισχυρισμός περί θεμελιώσεως του παραδεκτού αυτών, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.
13. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια με την κρινόμενη αίτηση ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως στον αναιρεσείοντα, δυνάμει της από 22.12.1964 αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής, της διαφοράς των αποδοχών του με εκείνες των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, όπως προσαυξήθηκαν με βάση την «έκτακτη παροχή» της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσης κοινής υπουργικής απόφασης 2/1601/0022/30.1.2008. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, διότι η επίμαχη «έκτακτη παροχή», έστω και αν δεν επήλθε με αυτήν, ρητώς και ευθέως, τροποποίηση του ειδικού μισθολογίου των δικαστών, συνιστά, πράγματι, χρονικά περιορισμένη αναβάθμιση-αύξηση των αποδοχών και συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, η οποία αρκεί για να επιφέρει την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης, κατά την ανωτέρω από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Ο χαρακτήρας δε αυτός της έκτακτης παροχής (ως χρονικά περιορισμένης αναβάθμισης-αύξησης των αποδοχών των δικαστών) συνάγεται, κατά τον αναιρεσείοντα, κατ’ αρχάς, από το ότι η εν λόγω παροχή θεσπίσθηκε ως συμβιβαστική λύση, λόγω των αξιώσεων των δικαστών για αύξηση των αποδοχών τους -σε σχέση με αυτές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.- και της έκδοσης των συναφών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος· το γεγονός, άλλωστε, αυτό οδήγησε, τελικώς, σε αύξηση των αποδοχών των δικαστών, με τροποποίηση του ειδικού μισθολογίου τους από 1.1.2008, δυνάμει του άρθρου 57 του ν. 3691/2008. Περαιτέρω, το ότι πρόκειται για αναβάθμιση-αύξηση των αποδοχών των δικαστών προκύπτει, κατά τον αναιρεσείοντα, από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του ν. 3620/2007, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω παροχή προβλέφθηκε μεν λόγω του δυσχερούς έργου των δικαστών αλλά, επιπλέον, και λόγω της “καθήλωσης” του ισχύοντος κατά τον χρόνο εκείνο μισθολογίου τους σε χαμηλά επίπεδα· εξαιτίας, άλλωστε, αυτού, κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η χορήγηση της επίμαχης παροχής προβλέφθηκε, όχι μόνον προς τους εν ενεργεία αλλά και στους συνταξιούχους δικαστές καθώς και στα μέλη (εν ενεργεία και συνταξιούχους) του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Επίσης, ο χαρακτήρας της επίμαχης παροχής ως, κατ’ ουσίαν, αύξησης των αποδοχών των δικαστών, προκύπτει, κατά τον αναιρεσείοντα, και από τον τρόπο υπολογισμού αυτής, με βάση τον μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων καθώς και τις τυχόν μισθολογικές προσαυξήσεις και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, και, περαιτέρω, από το ότι με την ανωτέρω ΚΥΑ 2/1601/0022/2008 υποχρεώθηκε κάθε δικαιούχος να υποβάλει, πριν από την είσπραξη της 1ης δόσης της εν λόγω παροχής, παραίτηση από “κάθε άλλη αξίωση προς βελτίωση των αποδοχών ή της σύνταξής του [...] για το από 01.01.2000 μέχρι 31.12.2007 χρονικό διάστημα”, ενώ, κατά τα επιπλέον προβαλλόμενα, εάν η επίμαχη παροχή συνδεόταν αποκλειστικώς και μόνον με τις ειδικότερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, θα έπρεπε να αποκλεισθούν από τη χορήγησή της οι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί. Κατ’ ακολουθία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η μη επέκταση της επίδικης παροχής και στους βουλευτές αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 26 και 63 παρ. 1 του Συντάγματος, στην από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι για το τιθέμενο με αυτόν νομικό ζήτημα, ήτοι εάν η εν λόγω «έκτακτη παροχή» συνιστά κατ’ ουσίαν μεταρρύθμιση του μισθολογίου των δικαστών και επαύξηση των αποδοχών τους, με συνέπεια την υποχρέωση καταβολής της και στους βουλευτές, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, άλλως ότι συντρέχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις 3670/1994 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 2365/2014 του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του περί ελλείψεως νομολογίας, κρίνεται βάσιμος, και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα του ως άνω λόγου αναιρέσεως σε σχέση με το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα. Είναι δε, κατόπιν αυτού, απορριπτέα ως αλυσιτελής η επίκληση, ως αντιθέτων, των ανωτέρω δύο δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, αφορούν, η μεν απόφαση 3670/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 9, άλλο νομικό ζήτημα από το ήδη κρινόμενο, η δε απόφαση 2365/2014 της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου το επίσης διαφορετικό ζήτημα ότι, μετά την αύξηση, με το άρθρο 57 του μεταγενέστερου ν. 3691/2008, των συνολικών μηνιαίων αποδοχών των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, δικαιούνται και οι συνταξιούχοι βουλευτές αντίστοιχη αναπροσαρμογή της σύνταξής τους.
14. Επειδή, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, έκρινε, με διαδοχικές αποφάσεις του (13/2006, 23/2006, 24/2006, 44/2007 κ.ά.), ότι, εφόσον ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, ελάμβανε, κατά το κρίσιμο σε κάθε υπόθεση χρονικό διάστημα, υπό μορφή αποζημιώσεως, αποδοχές κατά πολύ ανώτερες από εκείνες των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, γεννάτο «ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και εκ της παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών διαβαθμίζονταν αναλόγως». Κατόπιν εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου, και δεδομένου ότι είχαν ασκηθεί και εκκρεμούσαν σχετικές μαζικές αγωγές ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου από εν ενεργεία και συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, επιχειρήθηκε η εξεύρεση, μέσω σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, συμβιβαστικής λύσης για την ικανοποίηση των αξιώσεων όλων των δικαστικών λειτουργών, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως της προσφυγής τους ή μη στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. σχετικώς και Ε.Σ. Ολομ. 897/2018, 668, 669/2018, 1164/2017, 491, 883/2016 κ.ά.), ενόψει και της υποχρεώσεως των οργάνων της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του εν λόγω Ειδικού Δικαστηρίου ως προς τα επιλυόμενα με αυτές νομικά ζητήματα που αφορούν τους υπαγόμενους στη δικαιοδοσία του λειτουργούς και να λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα για τον σκοπό αυτό μέτρα (βλ. σκέψη 5 της αποφάσεως 127/2016 του εν λόγω Δικαστηρίου). Προς τούτο, με την παράγραφο 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 (Α΄ 276/11.12.2007), όπως αυτή τροποποιήθηκε αναδρομικώς με το άρθρο 24 παρ. 6 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128), ορίσθηκαν τα εξής: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται το ύψος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι όροι καταβολής έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων. Η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μια εξαετία και θα υπολογιστεί με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ύψους 4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη και τους συντελεστές, τις προσαυξήσεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μισθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ανά βαθμό, όπως ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 29 (παρ. 1), 30 (παράγραφοι Α1 και Β), 31, 32 και 33 (παράγραφοι Α1, Β΄ και Γ΄) του ν. 3205/2003. Η παροχή αυτή φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 25% δεν υπόκειται σε καμία άλλη κράτηση και είναι ανεξάρτητη από το εκάστοτε ισχύον ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Η καταβολή της ανωτέρω παροχής ουδεμία αξίωση μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος των ασφαλιστικών οργανισμών επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας». Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω ν. 3620/2007 αναφέρεται σχετικώς ότι: “Με τις διατάξεις της παρ. 9 προβλέπεται ότι με κοινή υπουργική απόφαση θα καταβληθεί έκτακτη παροχή προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας, του επίπονου και δυσχερούς τους έργου που απαιτεί πολύωρη, επίπονη και συνεχή απασχόληση αλλά και του ότι το ισχύον γι’ αυτούς μισθολόγιο θεσπίστηκε το 1997, έχει επιδοματικό χαρακτήρα και παραμένει ακόμη και σήμερα σε χαμηλά επίπεδα. [...] Οι διατάξεις αυτές ισχύουν και για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι τυγχάνουν της αυτής μισθολογικής μεταχείρισης με τους εν ενεργεία συναδέλφους τους για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο”. Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 εκδόθηκε η 2/1601/0022/30.1.2008 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 149/30.1.2008), με την οποία ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Το ακριβές ύψος της έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, καθορίζεται σε ετήσια βάση, με βάση το βασικό μισθό των βαθμών ή τη συνταξιοδοτική κλίμακα που κατείχε κάθε ένας στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003 μέχρι 31.12.2007, συνυπολογιζόμενων των τυχόν μισθολογικών προσαυξήσεων, της προσαύξησης του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τον πολλαπλασιασμό του μηνιαίου αθροίσματος αυτών επί δεκατέσσερα (14). Ο προσδιορισμός της παροχής αυτής για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Ν.Σ.Κ. που ήταν στην ενέργεια την 1.1.2008, γίνεται από τους οικείους εκκαθαριστές, με βάση τους κατωτέρω πίνακες διαφορών των βασικών μισθών με επί πλέον συνυπολογισμό επί των βασικών αυτών μισθών του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στον κάθε δικαιούχο χωριστά κατά τους κρίσιμους χρόνους. […] 2. Δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την ιδιότητα του συνταξιούχου πριν από την 1.1.2008, θα λάβουν, ανάλογα με το βαθμό συνταξιοδότησής τους μετά της μισθολογικής προαγωγής που τυχόν έχουν λάβει, ποσοστό επί του ποσού που δικαιούνται οι εν ενεργεία ομοιόβαθμοι συνάδελφοί τους, αντίστοιχο με το ποσοστό σύνταξης επί του μηνιαίου συνταξίμου μισθού τους (άρθρα 9 παρ. 4 και 15 του π.δ. 169/2007, 5 παρ. 3 του ν. 1902/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1976/1991), όπως αυτό καθορίζεται στην οικεία πράξη κανονισμού της σύνταξής τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα μέλη των οικογενειών των ανωτέρω προσώπων, τα οποία έλκουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από αυτά και λαμβάνουν σύνταξη κατά μεταβίβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007 καθώς και για τους κληρονόμους των συνταξιούχων που έχουν αποβιώσει στο διάστημα από 1.1.2003 μέχρι 31.12.2007, [...] 3. Οι εν λόγω παροχές προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του ΝΣΚ, εν ενεργεία και συνταξιούχους, θα καταβληθούν με μετρητά σε πέντε (5) δόσεις ως εξής: Ι) - 1η δόση. Μέρος της παροχής θα καταβληθεί στους δικαιούχους σε μετρητά, το βραδύτερο μέχρι 31.1.2008 για τους εν ενεργεία και 22.2.2008 για τους συνταξιούχους, σε ποσό, προ φόρων, ως ακολούθως: […] II) Οι επόμενες τέσσερις (4) δόσεις που αναλογούν στα 9/10 της συνολικής έκτακτης παροχής, θα είναι ισόποσες, με εξαίρεση τη δεύτερη, […] και θα καταβληθούν: Η 2η την 5.5.2008, η 3η την 1.7.2009, η 4η την 1.7.2010 και η 5η την 1.7.2011. 4. [...] 6. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή των ανωτέρω ποσών στους δικαιούχους είναι η υποβολή, από μέρους τους, άπαξ μόνο, υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, πριν από την είσπραξη της 1ης κατά τα ανωτέρω δόσης, με την οποία θα δηλώνεται ότι ο δικαιούχος παραιτείται από κάθε άλλη αξίωση προς βελτίωση των αποδοχών ή της σύνταξής του, είτε του έχει επιδικαστεί είτε όχι, για το από 1.1.2000 μέχρι 31.12.2007, χρονικό διάστημα βάσει συνταγματικών ή άλλων διατάξεων της εσωτερικής ή κοινοτικής νομοθεσίας, […] 7. [...]». Τέλος, με το εδάφιο 39 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) ορίσθηκε ότι η τέταρτη δόση της έκτακτης παροχής θα καταβληθεί τον Μάρτιο του 2013 και η πέμπτη δόση τον Μάρτιο του 2014 για τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ για τους συνταξιούχους η πέμπτη δόση θα καταβληθεί τον Νοέμβριο του 2014.
15. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η χορηγηθείσα με αυτές στους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, «έκτακτη παροχή» δεν συνιστά ούτε πάγια ούτε και χρονικά περιορισμένη αύξηση των αποδοχών και συντάξεων αυτών. Και τούτο, διότι, έστω και αν ο υπολογισμός του ύψους της συναρτάτο με τον βαθμό που έφερε και τις μισθολογικές προαγωγές και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που ελάμβανε κάθε δικαιούχος αυτής κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα (1.1.2003 – 31.12.2007), πάντως, δεν συνδέεται η παροχή αυτή, όπως ρητώς αναφερόταν στο κείμενο του ανωτέρω ν. 3620/2007, με το ισχύον κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο ειδικό μισθολόγιο των δικαστών (νόμοι 2521/1997 και 3205/2003), στο οποίο δεν επήλθε, πράγματι, μέσω της θεσπίσεώς της, καμία μεταβολή. Ειδικότερα, η εν λόγω «έκτακτη παροχή» δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο πρωτογενούς νομοθέτησης μισθολογικού περιεχομένου διατάξεων, αλλά υπό τη μορφή εξωδικαστικής – νομοθετικής επίλυσης χρηματικών διαφορών των δικαστικών λειτουργών έναντι του Δημοσίου, με σκοπό την ικανοποίηση (απόσβεση) παρελθουσών αξιώσεών τους προς αποζημίωση λόγω της ζημίας που είχαν υποστεί από την παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων θα ανέρχονταν τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών θα διαβαθμίζονταν αναλόγως, ζημίας η οποία είχε αναγνωρισθεί με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακριβώς δε λόγω του εφάπαξ χαρακτήρα της και του σκοπού για τον οποίο χορηγήθηκε, και παρά την τμηματική καταβολή της, η εν λόγω έκτακτη παροχή δεν είχε σε καμία περίπτωση τον χαρακτήρα σταθερού πρόσθετου μηνιαίου εισοδήματος ή μέρους των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, ώστε να επιφέρει αυτοδικαίως, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής (πρβλ. και Ε.Σ. Ολομ. 668/2018, 553/2017, 988, 3391/2015, 2/2013 κ.ά.), ενόψει του ότι, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 12, δεν συνιστούν, κατά την έννοια της εν λόγω αποφάσεως της Βουλής, τακτικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, προς τις οποίες επιβάλλεται η άμεση εξίσωση της βουλευτικής αποζημίωσης, τυχόν χορηγούμενες σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις λόγω της, διαγνωσθείσης με απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά παράβαση του Συντάγματος παράλειψης του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές αυτών, με βάση τις αποδοχές οργάνων των άλλων κρατικών λειτουργιών. Αν ήθελε δε ο νομοθέτης να τροποποιήσει, με τη χορήγηση της ως άνω έκτακτης παροχής, τις αφορώσες τους δικαστικούς λειτουργούς πάγιες μισθολογικές διατάξεις, θα είχε προβλέψει ρητώς τέτοια μεταβολή, όπως ακριβώς έπραξε με τη μεταγενέστερη θέσπιση από 1.1.2008, με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), του νέου (αυξημένου) μισθολογίου των δικαστών. Ενόψει δε του ότι με την χορήγηση της επίμαχης έκτακτης παροχής δεν τροποποιήθηκε το ισχύσαν για τους δικαστικούς λειτουργούς κατά τα έτη 2003-2007 ειδικό μισθολόγιο -πράγμα το οποίο και μόνον θα είχε, κατά τα προεκτεθέντα, σημασία για την αναπροσαρμογή της βουλευτικής αποζημίωσης, κατά την έννοια της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964- δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι με την απόφαση 295/2017 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), με το οποίο επιβλήθηκε, επί πλέον του φόρου εισοδήματος, ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα που όχι απλώς δηλώθηκαν κατά τα οικονομικά έτη 2011-2015, αλλά και «προέκυψαν» κατά τις αντίστοιχες χρήσεις (2010-2014), ότι η εν λόγω έκτακτη παροχή έχει τον χαρακτήρα αναδρομικών αποδοχών των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση του λειτουργήματός τους, προκειμένου να λυθεί το νομικό ζήτημα τίνος οικονομικού έτους εισόδημα αποτελούσαν οι επιμέρους δόσεις της έκτακτης παροχής, λαμβανομένου υπόψη ότι η ζημία, προς αποκατάσταση της οποίας προβλέφθηκε η χορήγηση της παροχής, επήλθε κατά τα έτη 2003-2007, οι δε τέταρτη και πέμπτη δόσεις καταβλήθηκαν μετά την πάροδο της προθεσμίας, εντός της οποίας προβλεπόταν αρχικώς η καταβολή ολόκληρου του ποσού της παροχής αυτής και σε χρόνο κατά τον οποίο είχε επιβληθεί η ως άνω ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Επομένως, η συγκεκριμένη κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετιζόμενη με τη φορολογική μεταχείριση της επίδικης έκτακτης παροχής όσον αφορά την προαναφερθείσα ειδική εισφορά αλληλεγγύης, δεν αίρει τον κατά τα ανωτέρω χαρακτήρα της παροχής αυτής ως συμβιβαστικής νομοθετικής λύσης προς τον σκοπό της ικανοποίησης παρελθουσών αξιώσεων των δικαστικών λειτουργών έναντι του Δημοσίου. Κατ’ ακολουθία, ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ότι δεν τίθεται ζήτημα άμεσης αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσης επί τη βάσει της επίδικης έκτακτης παροχής. Πρέπει δε, κατόπιν αυτού, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου, παρατιθέμενος στη σκέψη 13, λόγος αναιρέσεως, στηριζόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι με την επίδικη έκτακτη παροχή τροποποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Επιπλέον, και σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, εφόσον ο αναιρεσείων δεν εδικαιούτο την εν λόγω έκτακτη παροχή, η μη χορήγησή της σε αυτόν ως μέρους της βουλευτικής του αποζημίωσης δεν συνιστά ούτε παραβίαση “κεκτημένου περιουσιακού δικαιώματός του” κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.
16. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στις 28 Μαΐου 2021
Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Ελένη Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2023.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ευαγγελία Νίκα Ελένη Γκίκα