Η απόφαση αναφέρεται στη νομιμότητα της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος, που θεσπίστηκε με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, ως ετήσια επιβάρυνση επί του εισοδήματος επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών που τηρούν βιβλία Β΄ και Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ανεξαρτήτως του ύψους του φόρου εισοδήματος που βαρύνει τους υπόχρεους. Το τέλος εισήχθη με σκοπό την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής από τις αναφερόμενες κατηγορίες φορολογουμένων.
Η επίμαχη φορολογική επιβάρυνση, όπως αναφέρεται, εφαρμόζεται με βάση το τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας, δηλαδή την υπόθεση ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας αποφέρει ελάχιστο εισόδημα, στο οποίο αντιστοιχεί η φορολογική επιβάρυνση.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή του τέλους δεν παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου, καθώς η φορολογική αυτή ρύθμιση βασίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν αφίστανται των δεδομένων της κοινής πείρας. Επιπλέον, η αρχή της φοροδοτικής ισότητας δεν αποκλείει την θέσπιση ενός ελάχιστου ποσού φόρου για την κάλυψη φορολογικής ύλης που διαφεύγει, με την προϋπόθεση ότι ο φόρος αυτός μπορεί να καταβληθεί από όλους τους υποκειμένους σε αυτόν, λόγω του χαμηλού ύψους του.
Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν θεωρείται ότι συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία των υποχρέων και δεν παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Έτσι, κρίνεται ότι η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος είναι συμβατή με το Σύνταγμα και τις υπερκείμενες του νόμου διατάξεις, δικαιολογούμενη από την ανάγκη ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μόνη η θέσπιση ενός φορολογικού μέτρου υπό συνθήκες κρίσης δεν καθιστά άνευ ετέρου αντισυνταγματική τη διατήρησή του όταν βελτιωθούν οι συνθήκες, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό καθεαυτό δεν παραβιάζει συνταγματικές ή άλλες υπερκείμενες του νόμου διατάξεις και αρχές. Περαιτέρω, δεν απαιτείται καταρχήν να δικαιολογείται η ανάγκη επιβολής ή διατήρησης φορολογικού μέτρου, πλην αν, εν όψει της φύσης και της βαρύτητας του φορολογικού μέτρου, τούτο καθίσταται αναγκαίο για τη διαπίστωση της ανάγκης επιβολής του, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η μη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της ισότητας και των λοιπών συνταγματικών και υπερκείμενων του νόμου κανόνων και αρχών. Και τούτο διότι, εφόσον δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης συνταγματικών και εν γένει υπερκείμενων του νόμου κανόνων και αρχών, ο νομοθέτης, κινούμενος εντός των ορίων που καθορίζει το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του κράτους, που αποτελούν εκδήλωση της ασκούμενης φορολογικής και εν γένει οικονομικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης.
Το Δικαστήριο, μετά την επίλυση των γενικότερου ενδιαφέροντος ζητημάτων της συνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 3986/2011, για τα οποία εισήχθη η κρινόμενη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή και την απορρίπτει