ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 2470/2023 Καταβολή μειωμένου επιδόματος κινδύνου στο ένστολο προσωπικό της ΕΛΑΣ (Ε.Κ.Α.Μ.) - Ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας - Αρχή της ισότητας - Ανεπαρκής αιτιολογία και τεκμηρίωση της κανονιστικής πράξης και απουσία ειδικότερων σχετικών σταθμίσεων εκ μέρους της Διοίκησης

Αριθμός:
2470
Έτος:
2023
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Ημ. Δημοσίευσης:
29/12/2023
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
12878
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας που υπηρετούν στην Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ζητώντας την ακύρωση κοινής υπουργικής απόφασης των Αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών με την οποία, κατ’ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, της παρ. ΣΤ΄ του άρθρου 127 του Ν 4472/2017 και του άρθρου 34 του Ν 4508/2017, καθορίστηκε το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων κινδύνου που καταβάλλονται στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το μέρος που καθορίσθηκε το μηνιαίο επίδομα κινδύνου, το οποίο καταβάλλεται στο προσωπικό της Ε.Κ.Α.Μ. σε ύψος κατώτερο του ήδη καταβαλλομένου σ’ αυτούς επιδόματος, καθώς και του επιδόματος κινδύνου που καθορίστηκε για τις Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης (Μ.Α.Τ.), τους ανιχνευτές, εξουδετερωτές βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών και τους συνοδούς σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, κατά παράβαση, σύμφωνα με τους προβληθέντες ισχυρισμούς, της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και της αρχής της ισότητας. Το Δικαστήριο, αφού προέβη σε παράθεση της πάγιας νομολογίας του περί των κανόνων που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των κανονιστικών διοικητικών πράξεων και της αρχής της ισότητας, ως νομικού κανόνα που δεσμεύει όλα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας, παρέθεσε με πληρότητα την συνταγματική θεμελίωση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η οποία εδράζεται στις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 Σ. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, διατύπωσε τη θέση ότι, ειδικά ως προς την κατηγορία των στε λεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η ειδική μισθολογική αντιμετώπιση των οποίων προβλέπεται διαχρονικά και πηγάζει από τους ιδιαίτερα έντονους συνταγ ματικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθη κόντων τους και τη σύνδεσή τους με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και κατα πολέμησης του εγκλήματος και γενικά την άσκηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ο νομοθέτης, παρότι διατηρεί την ευχέρεια να καταρτίζει νέο μισθολόγιο και να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών τους και είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να προβαίνει ακόμα και σε μείωση αυτών, εφόσον λόγοι δημοσίου συμφέροντος το επι βάλλουν, χωρίς η σχετική ουσιαστική του εκτίμηση να υπόκειται, καθεαυτήν, σε ακυρωτικό ή άλλο δικαστικό έλεγχο ως προς την ορθότητά της, υπέχει πάντως αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής του, ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι η μείωση αυτή αντανακλά στη λειτουργία ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, έκρινε ότι η οικεία εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία ορίζει ρητώς ότι διατηρούνται τα ως άνω επιδόματα που προβλέπονται από άλλες ειδικές διατάξεις και εξουσιοδοτεί την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, εντός ορισμένου χρόνου, να ρυθμίσει τα ως άνω ειδικότερα θέματα χορήγησης αυτού, είναι σύμφωνη με το άρθρο 43 Σ, ως ειδική και ορισμένη και αφορώσα «ειδικότερο» ζήτημα. Ωστόσο, η διοίκηση, ενεργώντας στο πλαίσιο της ως άνω παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης, προκειμένου να προβεί στον προσδιορισμό του ύψους του επιδόματος κινδύνου του προσωπικού της Ε.Κ.Α.Μ., και μάλιστα στη μείωση αυτού, είχε αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής, υπό το πρίσμα των επιπτώσεών της στην οφειλόμενη ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ανωτέρω προσώπων, και, συνακόλουθα, στη λειτουργία των οικείων ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης, καθώς και από την άποψη σεβασμού της αρχής της ισότητας. Τέτοια όμως τεκμηρίωση, δεν προέκυψε εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που πλήσσεται με την κρινόμενη αίτηση, παραβιάζει την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη βάσει της οποίας εκδόθηκε, καθώς και τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω διάταξη είναι ερμηνευτέα. Κατ’ επέκταση, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως, λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας και έλλειψης ειδικότερων σχετικών σταθμίσεων από την διοίκηση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 2470/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Ελένη Παπαδημητρίου, Κασσιανή Μαρίνου, Σύμβουλοι, Δημήτριος Τομαράς, Σωτηρία-Ελπίδα Σταφυλά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικατερίνη Ρίπη.
Για να δικάσει την από 19 Μαΐου 2018 αίτηση:
των: 1) … του …, κατοίκου, ως εκ της υπηρεσίας του, Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αγγελική Ψύχα (Α.Μ. 22931), που τη διόρισε με πληρεξούσιο - 44) … του …, κατοίκων, ως εκ της υπηρεσίας τους, Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο, που τη διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά των Υπουργών: 1. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Μαρία Βλάσση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της, και 2. Εσωτερικών και ήδη Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 8002/1/520-γ΄/15.3.2018 (ΦΕΚ Β΄ 1021/21.3.2018) κοινή απόφαση των αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ελένης Παπαδημητρίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τη δικηγόρο των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε στις 18.12.2020 σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και στις 4.4.2023 σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. υπ’ αριθμ. …, …, …, … γραμμάτια παραβόλου σειράς Α).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες, οι οποίοι είναι όλοι στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας (με βαθμό Αστυφύλακα έως και Ανθυπαστυνόμου) και υπηρετούν στην Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα της Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 8002/1/520-γ΄/15.3.2018 κοινής υπουργικής απόφασης των αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών (Β΄ 1021/ 21.3.2018), με την οποία, κατ’ Εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, της παρ. ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) και του άρθρου 34 του ν. 4508/2017 (Α΄ 200), καθορίστηκε το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων κινδύνου (πτητικό, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., δυτών υποβρυχίων διασώσεων, καταδυτικό, Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων) που καταβάλλονται στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το μέρος που καθορίσθηκε το μηνιαίο επίδομα κινδύνου, το οποίο καταβάλλεται στο προσωπικό της Ε.Κ.Α.Μ. σε ύψος κατώτερο του ήδη καταβαλλομένου σ’ αυτούς επιδόματος, καθώς και του επιδόματος κινδύνου που καθορίστηκε για τις Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης (Μ.Α.Τ.), τους ανιχνευτές, εξουδετερωτές βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών και τους Συνοδούς Σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, κατά παράβαση, όπως ισχυρίζονται, της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και της αρχής της ισότητας.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τους αιτούντες υπ’ αριθμ. 13 (...), 14 (...) και 16 (...) (κατά τη σειρά αρίθμησης στο δικόγραφό της), οι οποίοι δεν νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο αυτής, αν και, κατά τη δικάσιμο της 21ης Σεπτεμβρίου 2020, ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία για την προσκόμιση νομιμοποιητικών εγγράφων, η οποία παρήλθε άπρακτη. Οι υπόλοιποι αιτούντες, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, παραδεκτώς δε ομοδικούν, διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση (ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ., 3372-3374/2015 Ολομ.).
4. Επειδή, στο άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική Εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική Εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική Εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής Εξουσιοδότησης. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της Εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2307-2317/2018, 1804-1807/2017, 3299/2014, 235/2012, 1892/2010, 1210/2010, 2815/2004, 1101/2002 κ.ά.). Οι ουσιαστικές αυτές ρυθμίσεις μπορεί να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής Εξουσιοδότησης (ΣτΕ Ολομ. 2307-2317/2018, 1804-1807/2017, 1749/2016, 520/2015, 2186/ 2013, 1210/2010 κ.ά.). Τέλος, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής Εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου τις περαιτέρω αρχές και κατευθύνσεις, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (ΣτΕ Ολομ. 2307-2317/2018, 1804-1807/2017, 3404-3405/2014 κ.ά.).
5. Επειδή, περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, οι κανονιστικές πράξεις, αν και δεν ελέγχονται, κατ’ αρχήν, δικαστικά από απόψεως αιτιολογίας, υπόκεινται σε τέτοιον έλεγχο ως προς τη συνδρομή των όρων της οικείας εξουσιοδοτικής διάταξης βάσει της οποίας εκδίδονται, την τήρηση των ορίων της και τη λήψη υπόψη των σχετικών νομίμων κριτηρίων· η αιτιολογία τους δε ως προς τα εν λόγω ζητήματα μπορεί να προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές τους πράξεις ή από άλλα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2312-17/2018 Ολομ., 2180/2016, 1463, 2309/2015, 800, 3828/2014 επταμ., 2566/2014, 1024, 1437, 3622/2013 επταμ., 2325, 2690, 2972/2013, 2020/2012 επταμ., 1210/2010 Ολομ.).
6. Επειδή, η αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την όμοια μεταχείριση προσώπων που τελούν, από την άποψη της εκάστοτε ρύθμισης και του σκοπού της, υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική Εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Ο δε δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της ισότητας, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής ορθότητας των τιθέμενων νομικών κανόνων, περιορίζεται στη διάγνωση αν συντρέχει υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή. Κατά τον έλεγχο ειδικότερα αυτόν αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ Εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης (βλ. ΣτΕ 874/2018 Ολομ., 3404/2014, 1286/2012 Ολομ., 2368/2017 κ.ά.). Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται η διάφορη ρύθμιση περιπτώσεων που τελούν υπό διαφορετικές ή ειδικές συνθήκες, καθώς και η θέσπιση εξαιρέσεων, δικαιολογουμένων από ειδικούς λόγους γενικότερου ή υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. (βλ. ΣτΕ 2148/2015 Ολομ., 2089/2015 Ολομ., 3299/2014 Ολομ. κ.ά.). Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συναπτομένου με αντικειμενικά κριτήρια, δημοσίου συμφέροντος, είτε με τη μορφή της επιβολής ομοίως αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, είτε με την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (ΣτΕ 2100-1/2019, 874/2018, 1120-24/2016, 3372/2015, 17/2015, 3404-5/2014, 1286/2012, 3086/2011).
7. Επειδή, οι ιδιαίτερες, μισθολογικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις για τους υπηρετούντες στις ΄Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας περιελήφθησαν διαχρονικά σε πλείστα νομοθετήματα [ν. 754/1978 (Α΄ 17), ν. 1643/1986 (Α΄ 126), ν. 2448/1996 (Α΄ 279), ν. 3205/2003 (Α΄ 297)]. Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ΄, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), επήλθαν μειώσεις, αναδρομικά από 1.8.2012, μεταξύ άλλων, και στις αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τις 2192 έως 2196/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ως άνω διατάξεις ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία απορρέει εμμέσως από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Στη συνέχεια, με το άρθρο 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246) αναπροσαρμόστηκαν από 1.8.2012 οι αποδοχές των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας. Με τις 1125 έως 1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις μισθολογικής αποκατάστασης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το αναδρομικό τους κεφάλαιο, συνιστούσαν πλημμελή συμμόρφωση προς τις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και επομένως ήταν αντίθετες προς το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ενώ κατά το μέρος που αναπροσάρμοζαν τις τρέχουσες αποδοχές για το μέλλον ήταν αντίθετες προς την απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ως άνω στελεχών.
8. Επειδή, ειδικότερα, με τις προαναφερόμενες 2192-2196/2014 και τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία βρίσκει έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στελεχών τους, το οποίο τους απονέμεται, αφενός μεν, ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Από την αρχή αυτή απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας μετά από συνεκτίμηση κριτηρίων, τα οποία, ανεξάρτητα από τον κλάδο, τον βαθμό και τα καθήκοντά τους, ανάγονται στις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιβαλλόμενη αποκλειστική αφιέρωσή τους στο επάγγελμα αυτό. Περαιτέρω, ο νομοθέτης οφείλει να λαμβάνει μέριμνα, ώστε οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας να είναι επαρκείς για την αξιοπρεπή τους διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το κράτος. Κατά την άσκηση, εξ άλλου, του οριακού ακυρωτικού ελέγχου νομοθετικών μέτρων, τα οποία επιφέρουν μειώσεις στις ως άνω αποδοχές, πρέπει, αφενός μεν, να εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμήθηκαν από τον νομοθέτη τα προαναφερόμενα κριτήρια ή αν, αντιθέτως, ελήφθησαν υπόψη άλλα κριτήρια, μη συναφή προς το αντικείμενο της ρύθμισης ή προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτήν σκοπών, αφετέρου δε, αν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατ’ επίκληση των οποίων τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, καθιστούν δικαιολογημένη την κατ’ αρχήν πρόβλεψή τους και συνταγματικώς ανεκτή την ένταση της επιχειρούμενης με αυτά επέμβασης. Επομένως, ειδικά ως προς την κατηγορία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η ειδική μισθολογική αντιμετώπιση των οποίων προβλέπεται διαχρονικά και πηγάζει από τους ιδιαίτερα έντονους συνταγματικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους και τη σύνδεσή τους με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και καταπολέμησης του εγκλήματος και γενικά την άσκηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ο νομοθέτης, παρότι διατηρεί την ευχέρεια να καταρτίζει νέο μισθολόγιο και να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών τους και είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να προβαίνει ακόμα και σε μείωση αυτών, εφόσον λόγοι δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλουν, χωρίς η σχετική ουσιαστική του εκτίμηση να υπόκειται, καθεαυτήν, σε ακυρωτικό ή άλλο δικαστικό έλεγχο ως προς την ορθότητά της, υπέχει πάντως αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής του ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η μείωση αυτή αντανακλά στη λειτουργία ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης, το δε μισθολόγιο πρέπει να πληροί τα συνταγματικά κριτήρια, τα οποία αναδείχθηκαν με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και των οποίων η λήψη υπόψη από τον νομοθέτη είναι ερευνητέα από τα δικαστήρια στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων (πρβλ. ΣτΕ 2509/2021).
9. Επειδή, κατόπιν αυτών, με τον ν. 4472/2017 (Α΄ 74/19.5.2017), με τον οποίο, μεταξύ άλλων, εγκρίθηκε και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, θεσπίσθηκε νέο μισθολόγιο για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με σκοπό την αναμόρφωση και τον εξορθολογισμό του μισθολογικού τους καθεστώτος. Ειδικότερα, στο άρθρο 123 του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Στ΄ του ν. 4472/2017 «Μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής» (Α΄ 74) ορίζεται ότι «Στις διατάξεις του παρόντος Μέρους υπάγονται: 1. Τα Στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας [...]». Στο άρθρο 124 του Κεφαλαίου Β΄ του νόμου αυτού καθορίζονται τέσσερεις (Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄) κατηγορίες μισθολογικής κατάταξης των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας κ.λπ., ενώ στο άρθρο 125 καθορίζεται ο βασικός μισθός των ως άνω στελεχών ανά κατηγορία κατάταξης και στο άρθρο 126 η μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των στελεχών κάθε κατηγορίας. Περαιτέρω, στο άρθρο 127, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης Κ.Υ.Α., ορίζονται τα εξής: «Επιδόματα. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα και παροχές κατά μήνα: Α. [...]. ΣΤ. Τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου (πτητικό, πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρύχιων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, ειδική αποζημίωση πυροτεχνουργών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, γραφείου λόγω ανικανότητας ένεκα παθήματος στην υπηρεσία) που παρέχονται στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας εξακολουθούν να καταβάλλονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις και στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, οι οποίες εκδίδονται σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος, καθορίζονται το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των ως άνω επιδομάτων. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία παύει στο εξής η καταβολή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επιδόματα. Ζ. [...]. Κ. Πέρα από τα επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, όλες οι άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις με οποιαδήποτε ονομασία, που προβλέπονται από άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις καταργούνται». Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 162 («Έναρξη ισχύος») του ίδιου νόμου, «Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους αυτού [ανωτ. Μέρους ΣΤ΄] αρχίζει από 1.1.2017, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του». Στη συνέχεια, με το άρθρο 34 του ν. 4508/2017 (Α΄ 200/22.12.2017), προβλέφθηκε ότι «1. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις ΣΤ΄ και I΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) παρατείνονται μέχρι τις 30 Μαρτίου του έτους 2018. 2. Η παρούσα διάταξη ισχύει από 1.1.2018».
10. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4472/2017, μεταξύ άλλων, αναμορφώθηκε, το ειδικό μισθολόγιο των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την περίπτωση ΣΤ΄ του άρθρου 127 του νόμου αυτού, διατηρήθηκαν σε ισχύ τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου, μεταξύ των οποίων και το επίδομα κινδύνου της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (Ε.Κ.Α.Μ.), παρασχέθηκε δε, κατά τα προεκτεθέντα, Εξουσιοδότηση για την έκδοση Κ.Υ.Α. προκειμένου να καθορισθεί το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των επιδομάτων αυτών· και τούτο, εντός ορισμένης προθεσμίας, με την άπρακτη παρέλευση της οποίας θα έπαυε η καταβολή τους. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017, με τον οποίο εισήχθησαν οι εν λόγω ρυθμίσεις, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), στο πλαίσιο δέσμευσης της Ελληνικής Κυβέρνησης έναντι των εταίρων της για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, προβλέπεται η ανάγκη αναμόρφωσης και εξορθολογισμού των ειδικών μισθολογίων (στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, διπλωματικών υπαλλήλων, ιατρών Ε.Σ.Υ., κ.λπ.). Στο πλαίσιο της αναμόρφωσης των ειδικών μισθολογίων, υιοθετήθηκαν δύο κύριες κατευθύνσεις: αφενός […] και αφετέρου η προσπάθεια εξορθολογισμού των αποδοχών του προσωπικού που αμείβεται με αυτά, είτε με τη συγχώνευση ορισμένων επιδομάτων από αυτά που καταβάλλονται σήμερα είτε με την κατάργηση ορισμένων άλλων που στερούνται στην πραγματικότητα δικαιολογητικού λόγου χορήγησης. Επιπλέον, κατά την παρούσα αναμόρφωση θεωρήθηκε απαραίτητη η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών όλων των λειτουργών ή υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, και η αποφυγή της ανατροπής του επιπέδου των αποδοχών τους, προκειμένου να εξασφαλισθεί η, χωρίς περισπασμούς, ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, οι αρχές και οι κανόνες, κοινοί για όλα τα ειδικά μισθολόγια, στους οποίους στηρίχτηκε η εκπόνηση των σχετικών προτάσεων […]. Παράλληλα όμως πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι ιδιαιτερότητες ορισμένων λειτουργών ή υπαλλήλων που ενδεχομένως δικαιολογούν την υιοθέτηση διαφορετικής αντιμετώπισης ορισμένων θεμάτων. […]. Με τις διατάξεις του άρθρου 127 προβλέπονται τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις πλην βασικού μισθού. Ειδικότερα, προβλέπεται η χορήγηση [...]. Επιπλέον, προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων των εν λόγω στελεχών καθώς και της απασχόλησής τους χωρίς ωράριο εργασίας ή πέραν αυτού. [...]. Με τα οριζόμενα στην παράγραφο ΣΤ΄ ορίζεται ότι τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου (πτητικό, πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρύχιων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, ειδική αποζημίωση πυροτεχνουργών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, γραφείου λόγω ανικανότητας ένεκα παθήματος στην υπηρεσία) που παρέχονται στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας εξακολουθούν να καταβάλλονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις και στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, οι οποίες εκδίδονται σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος, καθορίζονται το ύψος, οι δικαιούχοι οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των ως άνω επιδομάτων. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία παύει στο εξής η καταβολή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επιδόματα».
11. Επειδή, κατ’ Εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8002/1/520-γ΄/15.3.2018 κοινή υπουργική απόφαση των αναπληρωτών Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών [«Καθορισμός ύψους, δικαιούχων, όρων και προϋποθέσεων χορήγησης επιδομάτων κινδύνου (πτητικό, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., δυτών υποβρυχίων διασώσεων, καταδυτικό, Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων) που καταβάλλονται στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος”] (Β΄ 1021/21.3.2018). Ειδικότερα, στο άρθρο 6 της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι «1. Το μηνιαίο επίδομα που χορηγείται στο προσωπικό της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), στο προσωπικό της Ειδικής Μονάδας Αποκατάστασης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) και στους δύτες υποβρυχίων διασώσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, στο ποσό των εκατόν σαράντα ένα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (141,92€) μηνιαίως. 2. […]. 3. Στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις Ε.Μ.Α.Κ. και είναι πτυχιούχοι υποβρύχιοι καταστροφείς ή πτυχιούχοι της Σχολής Αυτοδυτών της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού, χορηγείται ειδικό καταδυτικό επίδομα, ύψους διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€) μηνιαίως. 4. […]. 5. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται ξεχωριστά με βάση τα οριζόμενα κριτήρια και δεν μπορούν να συμψηφιστούν”, στο άρθρο 7 της ιδίας υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι «1. Στο προσωπικό που υπηρετεί στις Υπηρεσίες Αστυνομικών Επιχειρήσεων χορηγείται επίδομα ειδικών συνθηκών (Μ.Α.Τ.), το ύψος του οποίου ορίζεται στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00€) μηνιαίως. 2. Το επίδομα της παραγράφου 1 χορηγείται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) στο προσωπικό των Διμοιριών Υποστήριξης των Διευθύνσεων Αστυνομίας» και στο άρθρο 8 αυτής ότι «1. Στο προσωπικό που υπηρετεί σε υπηρεσίες και ομάδες, οι οποίες προβλέπονται από το π.δ. 357/1986 (Α΄ 157) και το π.δ. 178/2014 (Α΄ 281), με την ειδικότητα του ανιχνευτή ή εξουδετερωτή βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών χορηγείται μηνιαίο επίδομα, το ποσό του οποίου καθορίζεται ανάλογα με τον κατεχόμενο βαθμό, ως ακολούθως: Αστυνομικός Διευθυντής 1.000 €, Αστυνομικός Υποδιευθυντής 920 €, Αστυνόμος Α΄ 900 €, Αστυνόμος Β΄ 850 €, Υπαστυνόμος Α΄ 850 €, Υπαστυνόμος Β΄ 850 €, Ανθυπαστυνόμος 800 €, Αρχιφύλακας 780 €, Υπαρχιφύλακας 650 €, Αστυφύλακας 600 €. 2. Το επίδομα της παραγράφου 1 χορηγείται στο ίδιο ως άνω ποσό και στους Συνοδούς σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 1024/1980 (Α΄ 47) και το άρθρο 62 παρ. 5 περ. α του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), όπως τροποποιήθηκε από την παράγραφο 2 του άρθρου 44 του ν. 3731/2008 (Α΄ 263). 3. [...]». Επίσης, στο άρθρο 9 προβλέπεται ότι «Από την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται κάθε απόφαση που καθορίζει διαφορετικά το ύψος, τους δικαιούχους, τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης των προβλεπομένων στην παρούσα επιδομάτων» και στο άρθρο 10 ότι «Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από την 1.1.2018». Στην υπ’ αριθμ. 8000/1/2017/133-δ΄/4.12.2017 εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Επιτελικού Σχεδιασμού που συνοδεύει την προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αποκλειστικά και μόνο αναφορά στην οικονομική επιβάρυνση και στον τρόπο κάλυψης των δαπανών σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού, που προκαλείται από τα προβλεπόμενα στην προσβαλλόμενη επιδόματα.
12. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σκέψη 10), με τον ν. 4472/2017 (Α΄ 74), θεσπίσθηκε νέο μισθολόγιο για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με σκοπό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, την αναμόρφωση και τον εξορθολογισμό των αποδοχών τους· τούτο δε, μεταξύ άλλων, είτε με τη συγχώνευση ορισμένων επιδομάτων από αυτά που καταβάλλονταν έως τότε είτε με την κατάργηση άλλων είτε με τη διατήρηση ορισμένων από αυτά που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος και, ειδικότερα, με την επικινδυνότητά του. Για τον λόγο αυτό, με το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ως άνω νόμου, διατηρήθηκαν ορισμένα «επιδόματα κινδύνου”, προβλεπόμενα από ειδικές διατάξεις, τα οποία διαχρονικά είχαν διατηρηθεί και με προηγούμενες γενικές μισθολογικές διατάξεις και τα οποία συνδέονται με την αυξημένη επικινδυνότητα των ιδιαιτέρων καθηκόντων που ασκούνται από στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας με συγκεκριμένες ειδικότητες (πτητικό, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., δυτών υποβρυχίων διασώσεων, καταδυτικό, Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων κ.λπ.), ενώ με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας περίπτωσης του ως άνω άρθρου και νόμου δίδεται Εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του ν. 4472/2017 (όπως η προθεσμία αυτή μεταγενεστέρως παρατάθηκε), με την οποία θα καθορίζονται το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των ως άνω επιδομάτων, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας παύει η καταβολή τους. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των δύο αυτών εδαφίων της περίπτωσης ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017, που προβλέπουν μεν τη διατήρηση των αναφερομένων σ’ αυτές επιδομάτων, αλλά και την κατάργησή τους, αν δεν εκδοθεί η προβλεπόμενη Κ.Υ.Α. εντός της τασσόμενης προθεσμίας, προκύπτει, σύμφωνα και με την οικεία ως άνω αιτιολογική έκθεση, η βούληση του νομοθέτη για τον εξορθολογισμό των εν λόγω επιδομάτων στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και Εξουσιοδοτείται, για τον σκοπό αυτό, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να καθορίσει το ύψος, τους δικαιούχους, τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης κάθε συγκεκριμένου επιδόματος, μετά από συνεκτίμηση των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί η κάθε κατηγορία προσωπικού· τούτο δε, υπό το φως της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και των κριτηρίων εφαρμογής της αρχής αυτής, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, έχουν νομολογιακά διαμορφωθεί, αναγόμενα στην εκτίμηση της φύσης των καθηκόντων τους, της σημασίας της αποστολής τους, των ιδιαιτέρων συνθηκών άσκησης και της επικινδυνότητας του επαγγέλματός τους και των περιορισμών που συνεπάγεται η επιβαλλόμενη αποκλειστική αφιέρωσή τους στο επάγγελμα αυτό, καθώς και της αρχής της ισότητας, από την άποψη των ορίων που θέτει η αρχή αυτή, τα οποία αποκλείουν την άνιση, υπό την προεκτεθείσα έννοια, μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων. Η εφαρμογή δε των αρχών αυτών από τη νομοθετούσα Διοίκηση αποτελεί όρο της Εξουσιοδότησης που της χορηγήθηκε με την ως άνω διάταξη της περιπτώσεως ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017, ερμηνευόμενης με βάση τις προαναφερόμενες αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και της ισότητας, και, συνακόλουθα, η σχετική κανονιστική εξουσία της Διοίκησης οριοθετείται από τη διάταξη και τις αρχές αυτές.
13. Επειδή, οι αιτούντες, άπαντες αστυνομικοί υπάλληλοι, από τον βαθμό του Αστυφύλακα μέχρι τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου, υπηρετούντες στην Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα της Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Κ.Α.Μ.), προβάλλουν ότι εξαιτίας των αντισυνταγματικών, κατά τους ισχυρισμούς τους, διατάξεων της προσβαλλόμενης Κ.Υ.Α., καθώς και της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 υφίστανται βλάβη (περιουσιακή ζημία), η οποία συνίσταται στην απόληψη μηνιαίου επιδόματος κινδύνου, συναπτόμενου με τις όλως ιδιαίτερες και επικίνδυνες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους, μικρότερου ύψους σε σχέση με αυτό που ελάμβαναν με τις προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003. Ειδικότερα, προβάλλουν α) ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη εξεδόθη αναρμοδίως κατά χρόνον, διότι τόσο κατά τον χρόνο της υπογραφής της (15.3.2018), όσο και κατά τον χρόνο της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (την 21.3.2018), είχε παρέλθει η ανατρεπτική προθεσμία που είχε θέσει ο νομοθέτης για την έκδοσή της, ήτοι η 31.12.2017, β) ότι, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) και της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, αλλά και της ειδικότερης αρχής της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας κατά το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. Β΄ του Συντάγματος, εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ των αιτούντων και των συναδέλφων τους που υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία με τα ίδια προσόντα, υπό τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια ποιοτικά κριτήρια, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος κινδύνου που τους καταβάλλεται, ότι, ενώ το κριτήριο του νομοθέτη για την κατηγοριοποίηση και τον καθορισμό του ύψους των επιδομάτων αποτέλεσε η επικινδυνότητα των καθηκόντων τους, η ιδιαίτερη φύση και οι εξαιρετικές συνθήκες άσκησής τους, καθόρισε το επίδομα αυτό για το προσωπικό της Ε.Κ.Α.Μ. στο ποσό των 141,92 ευρώ (μειωμένο, λόγω αλλαγής του τρόπου υπολογισμού από ποσοστό επί του βασικού μισθού του Υπαστυνόμου Β΄, στο ως άνω σταθερό ποσό), για το προσωπικό των Μ.Α.Τ. στο ποσό των 150 ευρώ και στο προσωπικό της Διεύθυνσης εξουδετέρωσης βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, καθώς και στους Συνοδούς Σκύλων ανίχνευσης εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, ανάλογα με τον κατεχόμενο βαθμό, από 600 ευρώ για τον Αστυφύλακα μέχρι 1.000 ευρώ για τον Αστυνομικό Διευθυντή και ότι υφίστανται εκδήλως αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση κατά τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος κινδύνου, το οποίο υπολείπεται τόσο του ύψους του επιδόματος που καθορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 7 της προσβαλλόμενης απόφασης για το προσωπικό που υπηρετεί στις Υπηρεσίες Αστυνομικών Επιχειρήσεων (επίδομα Μ.Α.Τ.), όσο και αυτού που προβλέπεται για τις ανωτέρω κατηγορίες στην παρ. 1 του άρθρου 8 της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά το γεγονός ότι αυτοί, ως υπηρετούντες στην Ε.Κ.Α.Μ., τελούν υπό όμοιες συνθήκες εργασίας, εκτίθενται στους αυτούς κινδύνους με τους εξουδετερωτές βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών και τους Συνοδούς Σκύλων ανίχνευσης εκρηκτικών υλών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανήκουν στην ίδια Διεύθυνση Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων, συμμετέχουν σε κοινές αποστολές και τελούν τόσο από άποψη επικινδυνότητας και συνθηκών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όσο και σε σχέση με την εκπαίδευση και τα προσόντα τους υπό παρόμοιες συνθήκες με τους υπόλοιπους, γ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι από τα στοιχεία του φακέλου της κανονιστικής ρύθμισης δεν προκύπτει αξιολόγηση των κριτηρίων της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017, ούτε οποιαδήποτε αξιολόγηση συγκεκριμένων στοιχείων, βάσει των οποίων η Διοίκηση προχώρησε στον καθορισμό των δικαιούχων και του ύψους του επιδόματος κινδύνου, οι δε αποκλίνουσες από τη συνταγματική αρχή της ισότητας κανονιστικές ρυθμίσεις, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα της έλλειψης υποχρέωσης αιτιολόγησης των κανονιστικών πράξεων, έχρηζαν αιτιολόγησης, και δ) ότι η νομοθετική Εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με τις διατάξεις της παρ. ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 είναι αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ως αόριστη, διότι ναι μεν περιέχει τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της, πλην δεν διαγράφονται έστω σε γενικές γραμμές τα κριτήρια άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας, όπως οι συνθήκες εργασίας ή η επικινδυνότητα των ασκούμενων καθηκόντων, για τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος αυτού.
14. Επειδή, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στην περίπτωση ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 προθεσμία παρατάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 34 του ν. 4508/2017, μέχρι τις 30 Μαρτίου 2018. Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου που αφορά στην εν λόγω διάταξη (βλ. την υπ’ αριθμ. 1383/28/15.12.2017 τροπολογία του Υπουργείου Οικονομικών στο σχέδιο νόμου) η παράταση κρίθηκε απαραίτητη, καθώς δεν επαρκούσε το χρονικό διάστημα που προβλεπόταν για την έκδοση των σχετικών υπουργικών αποφάσεων.
Η παράταση δε αυτή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, παρίσταται δικαιολογημένη, καθώς η άπρακτη παρέλευση της αρχικής προθεσμίας, χωρίς την έκδοση των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, θα συνεπαγόταν κατά νόμον την άνευ ετέρου παύση εφεξής της καταβολής όλων των ως άνω επιδομάτων, επί ζημία όλων των δικαιούχων, διακυβευομένου, κατά τα προεκτεθέντα, και του εντεύθεν δημοσίου συμφέροντος.
15. Επειδή, με το π.δ/μα 534/1978 «Περί αναδιοργανώσεως Μηχανοκινήτων Μονάδων Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων» (Α΄ 114) - όπως αυτό συμπληρώθηκε με το π.δ/μα 393/1980 (Α΄ 108) - αναδιοργανώθηκε η υπηρεσία των τότε Μηχανοκίνητων Μονάδων των Σωμάτων Ασφαλείας, μεταξύ δε των υποδιευθύνσεων αυτής περιλαμβάνονταν και οι Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης (Μ.Α.Τ.), υπαγόμενες στις κατά τόπους διευθύνσεις αστυνομίας (άρθρα 1 έως 3). Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του π.δ/τος 357/1986 «Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, για την εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών» (Α΄ 157) ορίστηκε ότι «Στις Υποδιευθύνσεις Κρατικής Ασφάλειας των Διευθύνσεων Ασφάλειας Αττικής και Θεσσαλονίκης συνιστώνται και λειτουργούν αστυνομικές υπηρεσίες, αντίστοιχες τμημάτων ασφάλειας, με αποστολή την επισήμανση, περισυλλογή, εξουδετέρωση καθώς και τη διενέργεια των αναγκαίων εργασιών για καταστροφή εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών στoυς χώρους τοπικής αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας» και στo άρθρο 2 αυτού ότι «1. Η στελέχωση των υπηρεσιών και ομάδων του άρθρου 1 γίνεται από α) Αστυνομικό προσωπικό γενικών και ειδικών (τεχνικών) καθηκόντων που καλύπτει κενές οργανικές θέσεις ύστερα από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων. β) Πολιτικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου το οποίο προσλαμβάνεται με σύμβαση αορίστου χρόνου και καλύπτει κενές θέσεις βοηθητικού προσωπικού […]. 3. Το αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό τοποθετείται στις υπηρεσίες και ομάδες ύστερα από εκπαίδευση στο εσωτερικό ή εξωτερικό σε θέματα επισήμανσης, εξουδετέρωσης και καταστροφής εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών. 4. Το προσωπικό, ύστερα από ευδόκιμη εκπαίδευση αποκτά την ειδικότητα του ανιχνευτή ή εξουδετερωτή βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών ή και τις δύο αυτές ειδικότητες με απόφαση που εκδίδεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας […]».
16. Επειδή, εξάλλου, στον ν. 1024/1980 «Περί συστάσεως Υπηρεσιών Εκπαιδεύσεως και Χρησιμοποιήσεως αστυνομικών κυνών» (Α΄ 47) ορίστηκε στο άρθρο 1 ότι «1. Η Ελληνική Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων δύνανται να χρησιμοποιούν κύνας ειδικώς προς τούτο εκπαιδευμένους κατά την εκτέλεσιν μόνον των ακολούθων αποστολών: α. Ερεύνης ενεργουμένης κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, προς ανεύρεσιν ναρκωτικών ουσιών και εκρηκτικών ή άλλων υλών. β. Διερευνήσεως του τόπου διαπράξεως εγκλημάτων, ανευρέσεως πειστηρίων και ανακαλύψεως των δραστών αυτών. γ. Αναζητήσεως προς ανεύρεσιν εξαφανισθέντων ατόμων. δ. Λήψεως μέτρων τάξεως κατά τας ποδοσφαιρικάς συναντήσεις προς παρεμπόδισιν εισόδου θεατών εντός των αγωνιστικών χώρων. 2. [...]”, και στο άρθρο 2 ότι «1. Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, μετά γνώμην του οικείου Αρχηγού, δύνανται να συνιστώνται εις τα Σώματα Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων Υπηρεσίαι εκπαιδεύσεως κυνών και αστυνομικών οργάνων ως συνοδών - χειριστών αυτών. Τα της οργανώσεως και λειτουργίας των Υπηρεσιών τούτων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως μετά γνώμην του οικείου Αρχηγού. 2. […]».
17. Επειδή, ακολούθως, στον ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), στην παράγραφο 5 του άρθρου 62 αυτού, αρχικώς, ορίστηκε ότι «5. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που επιβάλλει τη χρήση σκύλων καταργείται. Η χρήση αστυνομικών σκύλων επιτρέπεται μόνο για τον εντοπισμό και δίωξη ναρκωτικών και την ανακάλυψη εκρηκτικών υλών». Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2018/1992 (Α΄ 33) ως εξής: «5. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που επιτρέπει τη χρήση σκύλων καταργείται. Η χρήση αστυνομικών σκύλων επιτρέπεται για τον εντοπισμό και δίωξη ναρκωτικών, την ανακάλυψη εκρηκτικών υλών, την αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων και τη φύλαξη προσώπων και πραγμάτων. […]». Στη συνέχεια με την παράγραφο 2 του άρθρου 44 του ν. 3731/2008 (Α΄ 263) τροποποιήθηκε εκ νέου η παρ. 5 του άρθρου 62 του ν. 1481/1984, στην οποία ορίστηκε ότι «5.α. Η χρήση αστυνομικών σκύλων επιτρέπεται για τον εντοπισμό ναρκωτικών ουσιών, την ανακάλυψη εκρηκτικών υλών, την αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων, τη φύλαξη προσώπων και πραγμάτων, τη φύλαξη και συνοδεία κρατουμένων προς αποτροπή απόδρασης, καθώς και τη λήψη μέτρων τάξης σε αθλητικές εγκαταστάσεις. Επίσης επιτρέπεται η χρήση αστυνομικών σκύλων κατά τις πεζές περιπολίες από ένστολους αστυνομικούς σε δημόσιους χώρους για την καταδίωξη και σύλληψη ατόμων που τελούν επ’ αυτοφώρω κακουργήματα ή πλημμελήματα και ιδίως αυτών που προβαίνουν σε πράξεις βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων. Απαγορεύεται η χρήση αστυνομικών σκύλων για τη διάλυση συναθροίσεων και συγκεντρώσεων. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται οι υπηρεσίες που επιτρέπεται να κάνουν χρήση αστυνομικών σκύλων, τα θέματα εκπαίδευσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. […]». Στο δε άρθρο 82 του π.δ/τος 585/1985 «Κανονισμός Εκπαίδευσης προσωπικού Υπουργείου Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξης - Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 205), που εκδόθηκε κατ’ Εξουσιοδότηση των άρθρων 11 και 44 του ν. 1481/1984, ορίζεται ότι «Η Σχολή Αστυφυλάκων συγκροτείται από: 1.α. […]. 7. Την Υπηρεσία Εκπαιδευτών και συνοδών σκύλων» (η παρ. 7 προστέθηκε με την παρ. 13 άρθρου 1 του π.δ/τος 352/1987 (Α΄ 158).
18. Επειδή, κατ’ Εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 1024/1980, εκδόθηκε το π.δ/μα 500/1989 «Οργάνωση και λειτουργία της Υπηρεσίας εκπαιδευτών και συνοδών σκύλων και ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τους αστυνομικούς σκύλους, τους Συνοδούς - χειριστές και τους εκπαιδευτές τους» (Α΄ 214), προβλέπονται τα εξής: Άρθρο 1. «1. Η Υπηρεσία εκπαιδευτών και συνοδών σκύλων της παραγράφου 7 του άρθρου 82 του Π.Δ. 585/1985, όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 1 του Π.Δ. 352/1987, είναι επιπέδου Τμήματος και έχει ως αποστολή την εκπαίδευση (βασική - επανεκπαίδευση) των συνοδών - χειριστών και των σκύλων, καθώς και την εκπαίδευση των υποψηφίων εκπαιδευτών. 2. Η εκπαίδευση ενεργείται από ειδικευμένο προσωπικό που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1481/1984. Η εκπαίδευση του προσωπικού μπορεί να γίνεται και σε χώρες του εξωτερικού». Άρθρο 3. «1. Οι συνοδοί - χειριστές αστυνομικών σκύλων επιλέγονται από το αστυνομικό προσωπικό, κατά προτίμηση από εκείνο των Αστυνομικών Διευθύνσεων στις οποίες ανακύπτει ανάγκη κατανομής αστυνομικών σκύλων και συνοδών αυτών, που έχει τα εξής προσόντα: α. Ηλικία μέχρι 42 ετών καθώς και τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο Σώμα στην οποία δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος των σχολών. β. Υγεία και άρτια σωματική διάπλαση, διαπιστούμενη από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. γ. Πειθαρχικότητα, επιμονή, υπομονή, παρατηρητικότητα και μεθοδικότητα. δ. Αυξημένη επαγγελματική συνείδηση, ενδιαφέρον και ζήλο για την υπηρεσία, αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. ε. Οξεία αντίληψη, υψηλή νοημοσύνη και ευστροφία πνεύματος. στ. Θάρρος, σύνεση, ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία και ταχύτητα ενεργειών. ζ. Βασικές γνώσεις σχετικά με τα ναρκωτικά ή τις εκρηκτικές ύλες ή προϋπηρεσία σε υπηρεσίες αστυνόμευσης. η. Αγάπη προς τα ζώα και ιδιαίτερα προς τους σκύλους. θ. Άδεια ικανότητας οδηγού αυτοκινήτων. ι. Οικογένεια που δέχεται τον αστυνομικό σκύλο και οικία με κατάλληλο περιβάλλον (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 14/2009 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 6/2011) [...]. 3. Οι συνοδοί- χειριστές σκύλων περιπολίας μπορούν να επιλεγούν για την απόκτηση ειδικότητας ανίχνευσης εκρηκτικών υλών ή ναρκωτικών, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους λοιπούς υποψηφίους των ειδικοτήτων αυτών, χωρίς τον περιορισμό του ορίου ηλικίας. Οι συνοδοί - χειριστές σκύλων ανίχνευσης εκρηκτικών υλών ή ναρκωτικών μπορούν να επιλεγούν για την απόκτηση της ειδικότητας περιπολίας, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους λοιπούς υποψηφίους της ειδικότητας αυτής, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το 37° έτος» (που προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 14/2009). Άρθρο 4. «1. Mε διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας καθορίζεται, κάθε φορά, ο Αριθμός αυτών που θα επιλεγούν προς εκπαίδευση για την απόκτηση των ειδικοτήτων των παρ. 1 ή 2 ανάλογα, του άρθρου 3 του παρόντος. 2. Με την ίδια διαταγή καθορίζονται, επίσης, τα απαιτούμενα προσόντα και δικαιολογητικά, ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής τους, ο χρόνος και ο τόπος των εξετάσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια». Άρθρο 9. «1. Η εκπαίδευση του προσωπικού και των σκύλων διακρίνεται σε βασική, συντηρητική και επανεκπαίδευση. 2. Η βασική εκπαίδευση διαρκεί από ένα μέχρι τρεις μήνες και η ακριβής της διάρκεια καθορίζεται με διαταγή του Αρχηγού. 3. Η συντηρητική εκπαίδευση γίνεται συνέχεια και με επιμέλεια, επί τέσσερις (4) ώρες την εβδομάδα, στον τόπο εργασίας και μέσα στο προβλεπόμενο ωράριο. Συντηρητική εκπαίδευση γίνεται και εκτός του τόπου εργασίας των συνοδών - χειριστών και σκύλων τουλάχιστον επτά (7) ώρες κάθε μήνα και σε χώρους με αυξημένη συχνότητα απειλών. 4. Η επανεκπαίδευση ενεργείται στις περιπτώσεις αλλαγής συνοδού - χειριστή ή μείωσης της αποδοτικότητας αυτού ή του σκύλου, για οποιονδήποτε λόγο, και δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. 5. Οι διατάξεις του άρθρου 81 του Π.Δ. 496/87 εφαρμόζονται ανάλογα και για την εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των συνοδών - χειριστών σκύλων και των υποψηφίων εκπαιδευτών. 6. Το προσωπικό που αποφοιτά ευδόκιμα αποκτά με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ανάλογα με την εκπαίδευση στην οποία υποβλήθηκε, την ειδικότητα του εκπαιδευτή συνοδών - χειριστών σκύλων ή του συνοδού-χειριστή σκύλων: α. περιπολίας (για την αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων, τη φύλαξη προσώπων και πραγμάτων, τη φύλαξη και συνοδεία κρατουμένων προς αποτροπή απόδρασης, τη λήψη μέτρων σε αθλητικές εγκαταστάσεις και την καταδίωξη και σύλληψη ατόμων που τελούν αυτόφωρα εγκλήματα) β. ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών γ. ανίχνευσης εκρηκτικών υλών. Όσοι αποκτούν την ειδικότητα του εκπαιδευτή εξακολουθούν να εκτελούν καθήκοντα συνοδού-χειριστή, παράλληλα με τα καθήκοντα του εκπαιδευτή. δ. περιπολίας και ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών, ε. περιπολίας και ανίχνευσης εκρηκτικών υλών (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ/τος 14/2009, οι δε περιπτώσεις δ΄ και ε΄ αυτής προστέθηκαν με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του π.δ/τος 6/2011). 7. […]». Άρθρο 12. «1. Οι συνοδοί - χειριστές σκύλων και oι εκπαιδευτές υπάγονται: α. Στο Τμήμα Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών και Αυτοσχέδιων Βομβών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, όσοι εκτελούν υπηρεσία στην εδαφική αρμοδιότητα της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και ασχολούνται με την αναζήτηση και ανεύρεση εκρηκτικών υλών [όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 30/2002 (Α΄ 31)]. β. Στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, όσοι εκτελούν υπηρεσία στην εδαφική της αρμοδιότητα και ασχολούνται με την αναζήτηση και ανεύρεση ναρκωτικών ουσιών. γ. Στο Τμήμα Ανίχνευσης και Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, όσοι εκτελούν υπηρεσία στην εδαφική της αρμοδιότητα και ασχολούνται με την αναζήτηση και ανεύρεση εκρηκτικών υλών. δ. Στην υποδιεύθυνση δίωξης Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, όσοι εκτελούν υπηρεσία στην εδαφική της αρμοδιότητα και ασχολούνται με την αναζήτηση και ανεύρεση ναρκωτικών ουσιών. ε. Στα Αστυνομικά Τμήματα Αερολιμένων Ηρακλείου, Ρόδου και Κέρκυρας ή σε οποιοδήποτε Αστυνομικό Τμήμα ή Τμήμα Ασφάλειας, όσοι εκτελούν υπηρεσία στα Τμήματα αυτά. στ. Στα Τμήματα Γενικής Αστυνόμευσης των Διευθύνσεων Αστυνομίας ή στα Γραφεία Αστυνόμευσης-Ασφάλειας των Αστυνομικών Διευθύνσεων, όσοι εκτελούν υπηρεσία στην εδαφική τους περιφέρεια και ασχολούνται με την αναζήτηση εξαφανισθέντων ατόμων, τη φύλαξη προσώπων και πραγμάτων, τη φύλαξη και συνοδεία κρατουμένων προς αποτροπή απόδρασης, τη λήψη μέτρων σε αθλητικές εγκαταστάσεις και τη διενέργεια περιπολιών (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 5 του π.δ/τος 14/2009 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του π.δ/τος 6/2011). 2. Η διάθεση σε υπηρεσία των αστυνομικών σκύλων και γενικά η επιχειρησιακή ευθύνη ανήκει στους Συνοδούς - χειριστές και στους εκπαιδευτές, υπό την άμεση επίβλεψη των αξιωματικών εποπτών και των προϊσταμένων των οικείων Υπηρεσιών. 3. [όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ/τος 30/2002 (Α΄ 31)] Οι θέσεις των συνοδών αστυνομικών σκύλων ανίχνευσης εκρηκτικών υλών που υπηρετούν στις υπηρεσίες των περιπτώσεων α` γ` και ε` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ορίζονται συνολικά σε εξήντα δύο (62). Οι θέσεις αυτές, κατανέμονται στις επιμέρους ως άνω αστυνομικές υπηρεσίες, με απόφαση του Υπαρχηγού της ελληνικής Αστυνομίας».
19. Επειδή, στο άρθρο 11 του προμνημονευθέντος ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης”, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49), προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης μπορεί, και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, α) να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία, την έδρα, τις αρμοδιότητες και την αντιστοιχία των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης, β) να αναδιαρθρώνονται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται υφιστάμενες υπηρεσίες και να συνιστώνται νέες, γ) […], στ) να ρυθμίζονται θέματα άσκησης αρμοδιότητας, αντιστοιχίας ιεραρχίας και μισθού προς τους στρατιωτικούς του στρατού ξηράς, προσόντων, διαδικασίας επιλογής, τοποθετήσεων, εντοπιότητας, μεταθέσεων, κρίσεων, προαγωγών, ορίου ηλικίας, αποστρατείας και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την υπηρεσιακή κατάσταση του αστυνομικού προσωπικού, [...]». Στις δε διατάξεις του νόμου 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41) προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 14 ότι «1. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες που υπάγονται απευθείας στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας είναι: α. Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής β. Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης γ. [...]. 2. Οι ανωτέρω Υπηρεσίες έχουν ως αποστολή, μέσα στα όρια της τοπικής δικαιοδοσίας τους, την άσκηση του συνόλου των αστυνομικών αρμοδιοτήτων, όπως αυτές καθορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου αυτού. 3. Οι Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Αττικής και Θεσσαλονίκης συγκροτούνται από την επιτελική τους Υπηρεσία και τις Διευθύνσεις που υπάγονται σε αυτές. 4. Οι Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Περιφερειών συγκροτούνται από την επιτελική τους Υπηρεσία και τις Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών της περιφέρειάς τους. 5. Οι Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών υπάγονται στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Περιφερειών και ασκούν, μέσα στα όρια του νομού, το σύνολο των αστυνομικών αρμοδιοτήτων. 6. Οι Διευθύνσεις των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης και οι Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών περιλαμβάνουν Αστυνομικές Υπηρεσίες επιπέδου Υποδιεύθυνσης, Τμήματος και Σταθμού. 7. Οι αναφερόμενες στις παραγράφους 3, 4 και 6 του παρόντος άρθρου Υπηρεσίες και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου» και στο άρθρο 28 παρ. 1 αυτού ότι «1. Εξουσιοδοτικές διατάξεις νόμων που προβλέπουν την έκδοση κανονιστικών πράξεων για τη ρύθμιση θεμάτων προσωπικού και Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης εφαρμόζονται και για το προσωπικό και τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Αγροφυλακής».
20. Επειδή, κατ’ Εξουσιοδότηση των ως άνω άρθρων 11 παράγραφος 1 εδάφιο α΄, β΄ και στ΄ του ν. 1481/1984, και 14 παράγραφος 7 και 28 παράγραφος 1 του ν. 2800/2000, εκδόθηκε το π.δ/μα 1/2001 «Αναδιάρθρωση, σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις» (Α΄ 1), στις διατάξεις του οποίου [όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 111 του π.δ/τος 7/2017 (Α΄ 14/9.2.2017)] προβλεπόταν, στο άρθρο 1 ότι «1. Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.) συγκροτείται από τις κατωτέρω Υπηρεσίες, των οποίων η έδρα, η λειτουργία, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες καθορίζονται στο παρόν προεδρικό διάταγμα: α. Το Επιτελείο. β. Τη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών. […]. θ. Τη Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής. […]» και στο άρθρο 26 αυτού (όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργηση της περ. δ΄ αυτού, με το άρθρο 66 περ. β΄ του π.δ/τος 178/2014), ότι «1. Η Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων συγκροτείται από: α. Το Επιτελείο. β. Την Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης (Υ.ΜΕ.Τ.). γ. Την Υποδιεύθυνση Αποκαταστάσεως Τάξης (Υ.Α.Τ.) [πρώην Μ.Α.Τ.]. δ. Την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (Ε.Κ.Α.Μ.), η οποία λειτουργεί σε επίπεδο Τμήματος. ε. Το Τμήμα Περιπολιών [όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 άρθρου 1 π.δ/τος 13/2009 (Α΄ 30)]. 2. Το Επιτελείο διαρθρώνεται στα ακόλουθα Τμήματα […]. 6. Η Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης διαρθρώνεται εσωτερικά σε έξι (6) Τμήματα Μέτρων Τάξης (Υ.ΜΕ.Τ.). Τα Τμήματα Μέτρων Τάξης διαρθρώνεται σε Διμοιρίες. 7. Η Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης έχει ως αποστολή τη διάθεση Διμοιριών, για μεν την περιφέρεια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, κατόπιν διαταγής του γενικού αστυνομικού διευθυντή Αττικής, για δε την υπόλοιπη χώρα, κατόπιν διαταγής του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, προς ενίσχυση των κατά τόπους αρμοδίων Διευθύνσεων Αστυνομίας ή Αστυνομικών Διευθύνσεων για: α. Τη λήψη μέτρων τάξης στις διάφορες συγκεντρώσεις, στις δημόσιες συναθροίσεις και γενικά σε δημόσιους χώρους, καθώς και κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων β. Τη λήψη μέτρων τάξης σε σοβαρά συμβάντα αστυνομικής αρμοδιότητας. γ. Τη διενέργεια περιπολιών και εκτέλεση άλλων αστυνομικών αποστολών στην περιοχή των Αστυνομικών Τμημάτων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν. 8. Ειδικά, για τη λήψη μέτρων τάξης στις δημόσιες συναθροίσεις στην περιοχή του νομού Αττικής, οι αστυνομικές δυνάμεις διατίθενται από την Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι δυνάμεις αυτές ενισχύονται από άλλες Υπηρεσίες. 9. Η Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης διαρθρώνεται εσωτερικά σε τέσσερα (4) Τμήματα Αποκατάστασης Τάξης (Τ.Α.Τ.). Τα Τμήματα Αποκατάστασης Τάξης διαρθρώνονται σε Διμοιρίες. 10. Η Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης έχει ως αποστολή τη διάθεση Διμοιριών, για μεν την περιφέρεια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής για δε την υπόλοιπη χώρα, κατόπιν διαταγής του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, προς ενίσχυση των κατά τόπους αρμοδίων Διευθύνσεων Αστυνομίας ή Αστυνομικών Διευθύνσεων, για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης που διαταράσσεται κατά τη διάρκεια διαφόρων συγκεντρώσεων, δημοσίων συναθροίσεων και άλλων μαζικών εκδηλώσεων ή την αντιμετώπιση εξαιρετικά σοβαρών συμβάντων αστυνομικής αρμοδιότητας, οσάκις τούτο δεν καθίσταται εφικτό από τις λοιπές αστυνομικές δυνάμεις, κατά την κρίση του οικείου διευθυντού αστυνομίας ή αστυνομικού διευθυντού. Επίσης, ύστερα από διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, χρησιμοποιεί και Τεθωρακισμένα Οχήματα (Τ/Θ) των Τμημάτων Αποκατάστασης Τάξης, εφόσον, με τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, δεν δύναται να επιτύχει την αποστολή της. 11. Η Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα έχει ως αποστολή τη διάθεση δυνάμεων, ύστερα από διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων, όπως είναι οι περιπτώσεις ειδικών εγκλημάτων βίας (τρομοκρατικές ενέργειες) - ένοπλες συγκρούσεις, οργανωμένες ληστείες, αεροπειρατείες, απαγωγές προσώπων και γενικά οι περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται, κατά την κρίση του διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων ή του οικείου αστυνομικού διευθυντή, επέμβαση αστυνομικών δυνάμεων ειδικώς εκπαιδευμένων και πλήρως εξοπλισμένων με σύγχρονα όπλα και υλικοτεχνικά μέσα. […]. 13. Το Τμήμα Περιπολιών στελεχώνεται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και έχει ως αποστολή τη διενέργεια περιπολιών στην περιοχή των Αστυνομικών Τμημάτων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής. Με διαταγή του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας το προσωπικό του Τμήματος Περιπολιών μπορεί να διατίθεται για διενέργεια περιπολιών και στην υπόλοιπη χώρα. Η δύναμη του Τμήματος Περιπολιών δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατόπιν διαταγής του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, να διατίθεται και για τη λήψη μέτρων τάξης προς ενίσχυση των κατά τόπους αρμοδίων Διευθύνσεων Αστυνομίας ή Αστυνομικών Διευθύνσεων» (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 2 άρθρου 1 π.δ/τος 13/2009). Επίσης, στο άρθρο 27 του ως άνω π.δ/τος, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Π.Δ. 112/2002 (Α΄ 93), προβλέπεται ότι «1. Η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών (Δ.Α.Α.Α.) έχει έδρα το χώρο των εγκαταστάσεων του Αερολιμένα Αθηνών και ασκεί στην περιοχή δικαιοδοσίας της το σύνολο των αστυνομικών αρμοδιοτήτων, όπως αυτές καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2800/2000. Για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της τίθενται στη διάθεση αυτής με διαταγή του γενικού αστυνομικού διευθυντή Αττικής το αναγκαίο αστυνομικό προσωπικό των Ε.Κ.Α.Μ., καθώς και πυροτεχνουργοί και συνοδοί αστυνομικών σκύλων από τις Υπηρεσίες, στις οποίες υπάγονται». Τέλος, στο άρθρο 33 του ως άνω π.δ/τος προβλέπεται ότι «Ο γενικός αστυνομικός διευθυντής της Γ.Α.Δ.Α. έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α. Διευθύνει συντονίζει, εποπτεύει και ελέγχει το έργο των Διευθύνσεων δικαιοδοσίας του. β. Εφαρμόζει τα προγράμματα δράσης του Αρχηγείου, παρέχει κατευθύνσεις στις Υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του και θέτει επιμέρους στόχους για την υλοποίησή τους. γ. Παρακολουθεί την εφαρμογή από τις ως άνω Υπηρεσίες των μέτρων, μεθόδων και διαδικασιών που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις και τις διαταγές της Υπηρεσίας, για την εκπλήρωση της αποστολής τους δ. Αξιολογεί τα αποτελέσματα της δράσης των ως άνω Υπηρεσιών, ως προς τη λειτουργία των προγραμμάτων και την επίτευξη των στόχων και εισηγείται τις απαραίτητες διορθώσεις και προσαρμογές. ε. […]. ια. Διατάσσει τη συγκρότηση ομάδων ειδικών αστυνομικών ελέγχων, από αστυνομικούς Υπηρεσιών των Διευθύνσεων δικαιοδοσίας του, με αποστολή τη συμβολή και παροχή ειδικής υποστήριξης στο έργο των Υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκλήματος, την αντιμετώπισή ιδιαίτερης σημασίας αστυνομικών προβλημάτων και της ενίσχυση, του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, παρέχοντας ειδικές για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής εντολές και οδηγίες. ιβ. Εγκρίνει τη διάθεση αστυνομικού προσωπικού που υπηρετεί στα Γραφεία Ασφαλείας των Αστυνομικών Τμημάτων για εκτέλεση άλλης υπηρεσίας. ιγ. […]».
21. Επειδή, με τον ν. 4249/2014 (Α΄ 73) αναδιοργανώθηκε η Ελληνική Αστυνομία, το Πυροσβεστικό Σώμα και η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, και αναβαθμίστηκαν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και προβλέφθηκε η σύσταση Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 26 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι «1. Η Διεύθυνση Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων (Δ.Ε.Α.Δ.) εδρεύει στην Αττική, εποπτεύεται και ελέγχεται από τον Υπαρχηγό και έχει ως αποστολή: α. την από αέρος υποστήριξη και ενίσχυση του έργου των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, […], β. την εξουδετέρωση και καταστροφή εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών στους χώρους στους οποίους εκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας, γ. τη διάθεση συνοδών - χειριστών αστυνομικών σκύλων όλων των κατηγοριών, προς το σκοπό συνδρομής στο έργο των αρμοδίων Υπηρεσιών, δ. τη διάθεση δυνάμεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων για τις οποίες απαιτείται επέμβαση ειδικώς εκπαιδευμένων και πλήρως εξοπλισμένων με σύγχρονα όπλα και υλικά μέσα αστυνομικών δυνάμεων. 2. Η Δ.Ε.Α.Δ. συγκροτείται από τις κατωτέρω Υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν σε επίπεδο Υποδιεύθυνσης: α. [...]. β. Την Υπηρεσία Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών και Συνοδών Αστυνομικών Σκύλων, η οποία είναι αρμόδια για την επισήμανση, περισυλλογή, εξουδετέρωση και καταστροφή εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών στους χώρους τοπικής αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας, πλην αυτών για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα των ενόπλων δυνάμεων. Είναι, επίσης, αρμόδια για τη διάθεση συνοδών - χειριστών αστυνομικών σκύλων όλων των κατηγοριών, προς το σκοπό συνδρομής του έργου των αρμοδίων Υπηρεσιών στην ανίχνευση εκρηκτικών υλών και ναρκωτικών ουσιών, στην ανεύρεση προσώπων και πραγμάτων και στη διενέργεια αστυνομικών περιπολιών. γ. Την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (Ε.Κ.Α.Μ.), η οποία έχει ως αποστολή τη διάθεση δυνάμεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων, όπως τρομοκρατικές ενέργειες, ένοπλες συγκρούσεις, οργανωμένες ληστείες, αεροπειρατείες, απαγωγές προσώπων και γενικά περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται επέμβαση ειδικώς εκπαιδευμένων και πλήρως εξοπλισμένων με σύγχρονα όπλα και υλικά μέσα αστυνομικών δυνάμεων. Η επιμέρους οργάνωση, η επιχειρισιακή τακτική, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στη λειτουργία και τη δράση της Ε.Κ.Α.Μ. ρυθμίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3. [...]». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου για το εν λόγω άρθρο 26 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «με το άρθρο 26 καθορίζονται η συγκρότηση και η αποστολή της Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνοµικών Δυνάµεων και των Υπηρεσιών, οι οποίες τη συγκροτούν. Πρόκειται για µια νέα αυτοτελή Κεντρική Υπηρεσία επιπέδου Διεύθυνσης, η σύσταση της οποίας επιβλήθηκε από την ανάγκη αναβάθµισης του επιπέδου εποπτείας, ελέγχου και επιχειρησιακού συντονισµού των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνοµίας, οι οποίες έχουν ειδικά λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και υποστηρίζουν και ενισχύουν το έργο των άλλων Υπηρεσιών του Σώµατος σε περιπτώσεις που απαιτείται η εξειδικευµένη επιχειρησιακή τους δράση. Με τη ρύθµιση αυτή, στη Διεύθυνση Ειδικών Αστυνοµικών Δυνάµεων εντάσσονται οι ακόλουθες Υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν σε επίπεδο Υποδιεύθυνσης: [...]».
22. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 33 του π.δ/τος 178/2014 (Α΄ 281), που εκδόθηκε κατ’ Εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του ν. 4249/2014, προβλέφθηκε ότι «1. Η Διεύθυνση Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων (Δ.Ε.Α.Δ.) εδρεύει στην Αττική και διαρθρώνεται ως εξής: α. Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης και Εκπαίδευσης, το οποίο είναι αρμόδιο για: αα. το χειρισμό θεμάτων προσωπικού της Δ.Ε.Α.Δ. […], ββ. την κατάρτιση και υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού των Υπηρεσιών της Δ.Ε.Α.Δ. […], γγ. τον προσδιορισμό των συνολικών αναγκών της Υπηρεσίας σε έμψυχο δυναμικό, αστυνομικούς σκύλους, μεταφορικά μέσα και γενικά σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό, […], δδ. τη μέριμνα για την τοποθέτηση συνοδών – χειριστών αστυνομικών σκύλων και πυροτεχνουργών σε περιφερειακές Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Αρχηγείου, β. Τμήμα Συντονισμού – Επιχειρήσεων, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση των αιτημάτων παροχής συνδρομής των Υπηρεσιών της Διεύθυνσης σε άλλες Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή και άλλους φορείς, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και την έγκριση ή την εισήγηση, κατά περίπτωση, για την υλοποίηση ή μη, των αιτημάτων αυτών. Επίσης, είναι αρμόδιο για την εποπτεία και το συντονισμό της δραστηριότητας των Υπηρεσιών της αναφορικά με την εκπλήρωση της αποστολής τους, καθώς και για την εκπόνηση σχετικών επιχειρησιακών σχεδίων και μνημονίων ενεργειών. γ. Τμήμα Φρουράς, [...] 2. [όπως η εισαγωγική πρόταση της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 33 του άρθρου 1 του π.δ/τος 21/2017 (Α΄ 35/21.3.2017)] Στη Δ.Ε.Α.Δ. υπάγονται διοικητικά οι κατωτέρω Υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν σε επίπεδο Υποδιεύθυνσης, με εξαίρεση την Υπηρεσία της περίπτωσης δ΄, η οποία λειτουργεί σε επίπεδο Τμήματος: α. [...], β. η Υπηρεσία Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών και Συνοδών Αστυνομικών Σκύλων, η οποία διαρθρώνεται σε: αα. Τμήμα Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών, το οποίο είναι αρμόδιο για την επισήμανση, περισυλλογή, εξουδετέρωση και καταστροφή εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων βομβών στους χώρους τοπικής αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας, πλην αυτών για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα των ενόπλων δυνάμεων, ββ. Τμήμα Συνοδών Αστυνομικών Σκύλων, το οποίο είναι αρμόδιο για τη διάθεση συνοδών – χειριστών αστυνομικών σκύλων όλων των κατηγοριών, προς το σκοπό συνδρομής του έργου των αρμοδίων Υπηρεσιών στην ανίχνευση εκρηκτικών υλών και ναρκωτικών ουσιών, στην ανεύρεση προσώπων και πραγμάτων και στη διενέργεια αστυνομικών περιπολιών, σε συνεργασία με το Τμήμα Συντονισμού – Επιχειρήσεων της Δ.Ε.Α.Δ., γγ. Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης, το οποίο είναι αρμόδιο για το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη γραμματειακή εξυπηρέτηση και γενικά τη διαχείριση θεμάτων διοικητικής υποστήριξης της Υπηρεσίας, σε συνεργασία με το Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης και Εκπαίδευσης της Δ.Ε.Α.Δ, γ. [όπως η παρ. αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ/τος 23/2020 (Α΄ 44/28.2.2020)] η Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (Ε.Κ.Α.Μ.), η οποία έχει ως αποστολή τη διάθεση δυνάμεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων, όπως τρομοκρατικές ενέργειες, ένοπλες συγκρούσεις, οργανωμένες ληστείες, αεροπειρατείες, απαγωγές προσώπων και γενικά περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται επέμβαση ειδικώς εκπαιδευμένων και πλήρως εξοπλισμένων με σύγχρονα όπλα και υλικά μέσα αστυνομικών δυνάμεων. Η επιμέρους οργάνωση και η επιχειρησιακή τακτική της Υπηρεσίας, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού της, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στη λειτουργία και τη δράση της Ε.Κ.Α.Μ. ρυθμίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην Ε.Κ.Α.Μ. λειτουργεί Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης, το οποίο είναι αρμόδιο για το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη γραμματειακή εξυπηρέτηση και γενικά τη διαχείριση θεμάτων διοικητικής υποστήριξης της Υπηρεσίας, σε συνεργασία με το Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης και Εκπαίδευσης της Δ.Ε.Α.Δ. [...]».
23. Επειδή, επίσης, στο π.δ/μα 7/2017 «Αναδιάταξη - αναδιοργάνωση, σύσταση και λειτουργία περιφερειακών υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας» (ΦΕΚ Α΄ 14/9.2.2017) - που εκδόθηκε κατ’ Εξουσιοδότηση των άρθρων 39 παρ. 1 του ν. 4249/2014, 1 παρ. 1 περιπτ. α΄, β΄ και στ΄ του ν. 1481/1984 και 28 του ν. 2800/2000 - και ειδικότερα στο άρθρο 28 αυτού, με τον τίτλο «Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής”, προβλέπεται ότι «1. [όπως το πρώτο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 του π.δ/τος 46/2018 (Α΄ 87/ 17.5.2018)] Η Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής εδρεύει στον δήμο Καισαριανής και συγκροτείται από τις κατωτέρω Υπηρεσίες: α. Επιτελείο, β. Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης (Υ.ΜΕ.Τ.), γ. Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης (Υ.Α.Τ.). 2. Το Επιτελείο διαρθρώνεται στα ακόλουθα Τμήματα: […]. 6. Η Υ.ΜΕ.Τ. διαρθρώνεται εσωτερικά σε έξι (6) Τμήματα Μέτρων Τάξης (Τ.ΜΕ.Τ.). Τα Τμήματα Μέτρων Τάξης διαρθρώνονται σε Διμοιρίες. […]. 7. Η Υ.ΜΕ.Τ. έχει ως αποστολή τη διάθεση Διμοιριών, για μεν την περιφέρεια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής, για δε την υπόλοιπη χώρα κατόπιν διαταγής του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, προς ενίσχυση των κατά τόπους αρμοδίων Διευθύνσεων Αστυνομίας για: α. τη λήψη μέτρων τάξης στις διάφορες συγκεντρώσεις, στις δημόσιες συναθροίσεις και γενικά σε δημόσιους χώρους, καθώς και κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων, β. τη λήψη μέτρων τάξης σε σοβαρά συμβάντα αστυνομικής αρμοδιότητας, γ. τη διενέργεια περιπολιών και εκτέλεση άλλων αστυνομικών αποστολών στην περιοχή των Αστυνομικών Τμημάτων της Γ.Α.Δ.Α., εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν. 8. Ειδικά, για τη λήψη μέτρων τάξης στις δημόσιες συναθροίσεις στην περιοχή του νομού Αττικής, οι αστυνομικές δυνάμεις διατίθενται από την Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι δυνάμεις αυτές ενισχύονται από άλλες υπηρεσίες. 9. Η Υ.Α.Τ. διαρθρώνεται εσωτερικά σε τέσσερα (4) Τμήματα Αποκατάστασης Τάξης (Τ.Α.Τ.). Τα Τμήματα Αποκατάστασης Τάξης διαρθρώνονται σε Διμοιρίες. 10. Η Υ.Α.Τ. έχει ως αποστολή τη διάθεση Διμοιριών, για μεν την περιφέρεια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής, για δε την υπόλοιπη χώρα κατόπιν διαταγής του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, προς ενίσχυση των κατά τόπους αρμοδίων Διευθύνσεων Αστυνομίας, για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης που διαταράσσεται κατά τη διάρκεια διαφόρων συγκεντρώσεων, δημοσίων συναθροίσεων και άλλων μαζικών εκδηλώσεων ή την αντιμετώπιση εξαιρετικά σοβαρών συμβάντων αστυνομικής αρμοδιότητας, οσάκις τούτο δεν καθίσταται εφικτό από τις λοιπές αστυνομικές δυνάμεις, κατά την κρίση του οικείου Διευθυντή Αστυνομίας. Επίσης, ύστερα από διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, χρησιμοποιεί και Τεθωρακισμένα Οχήματα (Τ/Θ), εφόσον με τα λοιπά μέσα που έχει στη διάθεσή της, δεν δύναται να επιτύχει την αποστολή της».
24. Επειδή, η χορήγηση των επιδομάτων κινδύνου που καταβάλλονται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στους υπηρετούντες στην Ε.Κ.Α.Μ. (άρθρο 6), στους Συνοδούς Σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων (άρθρο 8 παρ. 2 προσβαλλόμενης απόφασης), και στο προσωπικό που υπηρετεί στις Υπηρεσίες Αστυνομικών Επιχειρήσεων (άρθρο 7 παρ. 1) δεν προβλεπόταν στις παλαιότερες γενικές μισθολογικές διατάξεις του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας [συγκεκριμένα στα άρθρα 1 και 2 του ν. 2448/1996 «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, κ.λπ.» (Α΄ 279), όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 55 παρ. 10 του ν. 3205/2003, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις […] μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, κ.λπ.» (Α΄ 297/2003), όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις διατάξεις του ν. 4472/2017], αλλά προβλεπόταν διαχρονικά σε διάσπαρτες, επιμέρους διατάξεις και διατηρήθηκαν μέχρι την ισχύ του ν. 4472/2017.
25. Επειδή, ειδικότερα, το επίδομα ειδικών συνθηκών που χορηγείται στο προσωπικό που υπηρετεί στις Υπηρεσίες Αστυνομικών Επιχειρήσεων (επίδομα Μ.Α.Τ.) αναπροσαρμόστηκε ως ακολούθως: Με το άρθρο 6 του α.ν. 315/1968 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ’ αριθ. 274/1968 Α.Ν., περί των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, ως και των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄ 49), ορίστηκαν τα εξής: «1. Εις τους εν ενεργεία μονίμους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστάς ως και μονίμους και εθελοντάς (μη διανύοντας την κανονικήν θητείαν των) οπλίτας των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος, παρέχεται από 1 Μαρτίου έως 31 Δεκεμβρίου 1968 έκτακτον προσωπικόν επίδομα ειδικών συνθηκών, ως ακολούθως: α) Διά τους Ανωτάτους Αξιωματικούς, εκ δραχ. 700 μηνιαίως. β) Διά τους Ανωτέρους και Κατωτέρους Αξιωματικούς, εκ δραχ. 500 μηνιαίως. γ) Διά τους Ανθυπασπιστάς, εκ δραχ. 400 μηνιαίως. δ) Διά τους οπλίτας, εκ δραχ. 250 μηνιαίως. 2. […]». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ν.δ/τος 78/1969 (Α΄ 2), το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ/τος 415/1970 (Α΄ 28), το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ/τος 1121/1972 (Α΄ 46), καθώς και το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ/τος 1316/1972 (Α΄ 236) «Το υπό του άρθρ. 6 του Α.Ν. 315/1968 προβλεπόμενον έκτακτον επίδομα ειδικών συνθηκών, δια τους εν ενεργεία μονίμους αξιωματικούς και Ανθυπασπιστάς ως και μονίμους και εθελοντάς οπλίτας των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος εξακολουθεί καταβαλλόμενον». Με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ/τος 256/1973 (Α΄ 338) ότι «1. Το υπό του άρθρου 6 του Α.Ν. 315/1968 προβλεπόμενον έκτακτον προσωπικόν επίδομα ειδικών συνθηκών δια τους εν ενεργεία μονίμους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστάς ως και μονίμους και εθελοντάς οπλίτας των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος καθορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 1974 και εφ’ εξής ως ακολούθως: α. Διά τους Αξιωματικούς εις δραχμάς χιλίας (1.000) μηνιαίως. β. Διά τους Ανθυπασπιστάς εις δραχμάς επτακοσίας (700) μηνιαίως. γ. Διά τους οπλίτας εις δραχμάς πεντακοσίας (500) μηνιαίως. 2. […]». Με τις διατάξεις του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 108918/3153/25.9.1980 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίας Τάξης (Β΄ 1018), το ως άνω «επίδομα ειδικών συνθηκών» που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 6 του α.ν. 315/1968, αυξήθηκε από 1.7.1980, ειδικώς για το προσωπικό που υπηρετούσε στις τότε Μηχανοκίνητες Μονάδες των Σωμάτων Ασφαλείας - προδρόμους των Μονάδων Αποκαταστάσεως Τάξεως (Μ.Α.Τ.) - καταβαλλόμενο ως «επίδομα κινδύνου» (βλ. και ΣτΕ 281-284/2015). Ειδικότερα προβλέφθηκε ότι «1. Το έκτακτον προσωπικόν επίδομα ειδικών συνθηκών, περί ου το άρθρον 6 του Α.Ν. 315/1968, ως ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 256/1973, αυξάνεται από 1.7.1980 σε τρεις χιλιάδας δραχμάς (3.000), δια τους Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων, τους Ανθυπασπιστάς Χωροφυλακής, τους Ανθυπαστυνόμους, τους Χωροφύλακας και τους Αστυφύλακας, τους υπηρετούντας εις τας εις το προοίμιον της παρούσης διαλαμβανομένας Μηχανοκινήτους υπηρεσιακάς Μονάδας (Υποδιευθύνσεις – Διοικήσεις – Διμοιρίας) Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων. 2. Της εν παραγράφω Ι της παρούσης αυξήσεως δικαιούνται και οι υπηρετούντες εις τας εν τω μέλλοντι συσταθησομένας υπηρεσιακάς Μονάδας Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων, της ιδίας αποστολής με τας εις το προοίμιον της παρούσης αναφερομένας τοιαύτας. 3. Από της ισχύος της παρούσης η υπ’ αριθ. 115230/3816 από 28.8.1975 όμοια ημών καταργείται».
26. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 7 του ν. 1711/1987 (Α΄ 109) ορίστηκαν τα ακόλουθα: «1. α. Στο προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, που υπηρετεί σε υπηρεσίες και ομάδες, οι οποίες προβλέπονται από το π.δ. 357/1986 (ΦΕΚ 157), με την ειδικότητα του ανιχνευτή ή εξουδετερωτή βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών ή και με τις δύο αυτές ειδικότητες, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ίσο με το 100% του βασικού μισθού του βαθμού του και της ΑΤΑ που έχει χορηγηθεί αθροιστικά. Το ίδιο ποσοστό επιδόματος χορηγείται και στους Συνοδούς σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση (ανεύρεση) εκρηκτικών υλών, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 1024/1980 (ΦΕΚ 47) και το άρθρο 62 παρ. 5 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152) [όπως η περ. α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 1848/1989 (Α΄ 112)]. β. […]. 2. Στο προσωπικό των Ειδικών Κατασταλτικών Αντιτρομοκρατικών Μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας, που οργανώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 534/1978 (Α΄ 114) με αποστολή την καθοριζόμενη στο άρθρο 40 της 10891 Φ. 002.21/20λε από 7.7.1980 απόφασης του Υπουργού Δημοσίας Τάξης, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικών επιχειρήσεων, ίσο με το 20% του βασικού μισθού Υπαστυνόμου Β΄. […]. Το επίδομα αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης».
27. Επειδή, με το άρθρο 3 του ν. 2448/1996 «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος» (Α΄ 279), ορίστηκε ότι «1. Από 1.1.1997 καταργούνται τα παρακάτω αναφερόμενα επιδόματα και παροχές για όσους εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου: [...] 2. [όπως το τελευταίο εδαφ. της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 εδ. γ΄ του άρθρου 8 του ν. 2512/1997 (Α΄ 138)] Τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου (πτητικό, πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρυχίων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών), καθώς και οι λοιπές αμοιβές και αποζημιώσεις που παρέχονται στους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και στο πυροσβεστικό και λιμενικό προσωπικό πέραν των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, εξακολουθούν να καταβάλλονται σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις και στο ύψος που θα έχουν διαμορφωθεί για τους δικαιούχους αυτών κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα διατηρούμενα επιδόματα αναπηρίας και οι λοιπές αμοιβές και αποζημιώσεις δύναται να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού οικονομικών, ενώ τα επιδόματα κινδύνου αναπροσαρμόζονται και κατ` έτος αυτόματα, σύμφωνα με το ποσοστό του πληθωρισμού. 3. [...]».
28. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 2/26842/0022/3.5.1999 κοινής απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης «Αναπροσαρμογή των επιδομάτων κινδύνου (Μ.Α.Τ.-Ε.Κ.Α.Μ.) που χορηγούνται στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και στο προσωπικό των Ειδικών Μονάδων Αποκατάστασης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) και στους δύτες υποβρυχίων διασώσεων του Πυροσβεστικού Σώματος» (Β΄ 646/1999), προβλέφθηκε ότι «1. Το μηνιαίο επίδομα Ειδικών Επιχειρήσεων (Ε.Κ.Α.Μ.), που χορηγείται με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 1711/87 (ΦΕΚ Α 109), στο προσωπικό των Ειδικών Κατασταλτικών Μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας και με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2448/96 στο προσωπικό των Ειδικών Μονάδων Αποκατάστασης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) και στους δύτες υποβρυχίων διασώσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, καθορίζεται από 1.1.99 σε ποσοστό 8% του βασικού μισθού του Υπαστυνόμου Β΄. 2. Το μηνιαίο επίδομα Ειδικών συνθηκών (Μ.Α.Τ.) που χορηγείται με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 108918/3153 από 25.9.1980 (ΦΕΚ Β΄ 1018) Κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης στο προσωπικό των Διευθύνσεων Αστυνομικών Επιχειρήσεων αυξάνεται από 1.1.99 στις 10.000 δραχμές» και με την υπ’ αριθμ. 2/9276/0022/2.7.2002 (Β΄ 829) κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης «Αναπροσαρμογή των επιδομάτων κινδύνου (ΜΑΤ-ΕΚΑΜ) που χορηγούνται στο Αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας κ.λπ.» (Β΄ 829), ορίστηκαν τα εξής: «1. Το μηνιαίο επίδομα Ειδικών Επιχειρήσεων (Ε.Κ.Α.Μ.), που χορηγείται με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 1711/87 (ΦΕΚ Α΄ 109), στο προσωπικό των Ειδικών Κατασταλτικών Μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας […], καθορίζεται από 1.1.2002 σε ποσοστό 16% επί του βασικού μισθού του Υπαστυνόμου Β΄, όπως ισχύει κάθε φορά. 2. Το μηνιαίο επίδομα Ειδικών συνθηκών (Μ.Α.Τ.) που χορηγείται με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2/28444/0022 από 14.5.1999 (ΦΕΚ Β΄ 646) Κοινής απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών και Υπουργού Δημόσιας Τάξης στο προσωπικό των Διευθύνσεων Αστυνομικών Επιχειρήσεων αυξάνεται από 1.1.2002 σε 59 Ευρώ. 3. Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από 1.1.2002».
29. Επειδή, στη συνέχεια, στην παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3554/2007 (Α΄ 80), προβλέφθηκε ότι «4. Το μηνιαίο επίδομα ειδικών συνθηκών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 της υπ’ αριθμ. 2/9276/0022/18.6.2002 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ 829 Β΄) και χορηγείται στο προσωπικό των Διευθύνσεων Αστυνομικών Επιχειρήσεων (τέως Μ.Α.Τ.), αναπροσαρμόζεται, από 1.1.2008, στο ποσό των ογδόντα ευρώ (80) μηνιαίως». Επίσης, με το άρθρο 31 του ν. 3763/2009 (Α΄ 80) προβλέφθηκε ότι «1. Το μηνιαίο επίδομα ειδικών συνθηκών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 της υπ’ αριθμ. 2/9276/0022/18.6.2002 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ 829 Β), το οποίο αναπροσαρμόστηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν. 3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α΄) και χορηγείται στο προσωπικό των Υπηρεσιών Αστυνομικών Επιχειρήσεων, αναπροσαρμόζεται από 1.1.2009 στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150) μηνιαίως. 2. […]».
30. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4472/2017 (σκέψη 9), στο πλαίσιο αναμόρφωσης και εξορθολογισμού των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, θεσπίσθηκε νέο μισθολόγιο, με τη συγχώνευση και κατάργηση ορισμένων επιδομάτων που τους καταβάλλονταν και τη διατήρηση άλλων που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους και ειδικότερα με την επικινδυνότητα αυτού. Ειδικότερα δε, με το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 διατηρούνται τα επιδόματα κινδύνου που καταβάλλονταν σε ορισμένες κατηγορίες στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας που ασκούν τα καθήκοντά τους σε ειδικές συνθήκες αυξημένου κινδύνου (Ε.Κ.Α.Μ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων κ.λπ.), μεταξύ δε αυτών και το επίδομα κινδύνου που καταβαλλόταν στο προσωπικό της Ε.Κ.Α.Μ., το οποίο προβλέπεται στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 2 του ν. 1711/1987, υπολογιζόμενο σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του Υπαστυνόμου Β΄ και το οποίο διαχρονικά είχε διατηρηθεί με προηγούμενες γενικές μισθολογικές διατάξεις. Με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας περίπτωσης του ως άνω άρθρου και νόμου δίδεται Εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μέσα στη σχετική, κατά τα προεκτεθέντα, προθεσμία, για τον καθορισμό του ύψους, των δικαιούχων, των όρων και των προϋποθέσεων χορήγησης, μεταξύ άλλων, και του ως άνω επιδόματος. Ενόψει τούτων, η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη, η οποία ορίζει ρητώς ότι διατηρούνται τα ως άνω επιδόματα που προβλέπονται από άλλες ειδικές διατάξεις και εξουσιοδοτεί την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, εντός ορισμένου χρόνου, να ρυθμίσει τα ως άνω ειδικότερα θέματα χορήγησης αυτού, είναι σύμφωνη με το άρθρο 43 του Συντάγματος, ως ειδική και ορισμένη και αφορώσα «ειδικότερο”, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, ζήτημα (βλ. ανωτ. σκέψη 4), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
31. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα (ανωτ. σκέψη 12), από τις διατάξεις των δύο εδαφίων της περίπτωσης ΣΤ΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 που προβλέπουν την, κατ’ αρχήν, διατήρηση των αναφερομένων σ’ αυτές επιδομάτων, αλλά και την κατάργησή τους, αν δεν εκδοθεί η προβλεπόμενη Κ.Υ.Α. εντός της τασσόμενης προθεσμίας, προκύπτει, ενόψει και της οικείας αιτιολογικής έκθεσης, η βούληση του νομοθέτη για τον εξορθολογισμό των εν λόγω επιδομάτων στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Εξουσιοδοτείται δε να προβεί στον εξορθολογισμό αυτό η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, στην οποία ανατίθεται ο ακριβής προσδιορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των όρων και προϋποθέσεων καταβολής καθενός από τα πιο πάνω επιδόματα, μετά από συνεκτίμηση των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί η αντίστοιχη κατηγορία προσωπικού. Η κανονιστική αυτή εξουσία της Διοικήσεως, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω σκέψη 12, οριοθετείται από την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη (του άρθρου 127 παρ. ΣΤ΄ του ν. 4472/2017), ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης και της ισότητας (πρβλ. και ΣτΕ 324/2019 επταμ., 2509/2021). Κατά συνέπεια, εφόσον η ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη δεν περιέχει η ίδια σχετική ρύθμιση, ώστε να τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας αυτής, στην κανονιστική Διοίκηση εναπόκειται να προβεί στον καθορισμό του ακριβούς ύψους κάθε επιδόματος κατά τρόπο σύμφωνο με τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές, λαμβάνοντας προς τούτο και συνεκτιμώντας κριτήρια πρόσφορα και αναγκαία ώστε το ύψος κάθε επιδόματος να είναι ανάλογο με τις συνθήκες επικινδυνότητας των καθηκόντων στα οποία αφορά και να μην διαφοροποιείται αδικαιολόγητα έναντι του ύψους άλλων, που αντιστοιχούν σε συνθήκες ουσιωδώς παρόμοιες από την άποψη αυτή. Τούτο δε, προκειμένου να κριθεί δικαστικά η συμφωνία της κανονιστικής ρύθμισης προς την εξουσιοδοτική διάταξη, πρέπει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 5, να προκύπτει από τη ρύθμιση και την αιτιολογία της, λαμβανομένων υπόψη των οικείων προπαρασκευαστικών πράξεων και των εν γένει στοιχείων του φακέλου· ιδίως μάλιστα αν η ρύθμιση συνίσταται σε μείωση συγκεκριμένου επιδόματος σε σχέση με το έως τότε χορηγούμενο ή σε σχέση προς εκείνο που λαμβάνει προσωπικό με καθήκοντα που παρίστανται όμοια από πλευράς επικινδυνότητας. Εν προκειμένω, όμως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κανονιστική Διοίκηση, στο πλαίσιο της δοθείσας σ’ αυτήν Εξουσιοδότηση,ς, προέβη σε εξορθολογισμό των επιδομάτων κινδύνου που διατηρήθηκαν με τον ν. 4472/2017, μετά από συνεκτίμηση των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί η κάθε κατηγορία αστυνομικού προσωπικού, ούτε, ειδικότερα, ότι προέβη σε μείωση του επιδόματος των υπηρετούντων στην Ε.Κ.Α.Μ., μετά από εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης των καθηκόντων τους και ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ελήφθησαν υπόψη οι συνθήκες λειτουργίας της συγκεκριμένης Μονάδας και έγιναν ειδικές εκτιμήσεις που θα δικαιολογούσαν τη μείωση του επιδόματός τους, αλλά και τη δυσμενή διάκριση αυτών σε σχέση με τους συναδέλφους τους που υπηρετούν υπό όμοιες ή ουσιωδώς παρόμοιες συνθήκες, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι ο συνολικός Αριθμός των υπηρετούντων στην Ε.Κ.Α.Μ. είναι περιορισμένος και ότι αυτοί, ανήκοντες σε Μονάδα με ειδικά λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, έχουν ενταχθεί, για λόγους συντονισμού της εξειδικευµένης επιχειρησιακής τους δράσης (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4249/2014), σε αυτοτελή Κεντρική Υπηρεσία, τη Διεύθυνση Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων, όπου υπηρετούν μαζί με άλλους αστυνομικούς υπαλλήλους (εξουδετερωτές βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, Συνοδούς σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων), με τους οποίους συμμετέχουν σε κοινές αποστολές, εκτιθέμενοι στους αυτούς κινδύνους, και τελούντες, επομένως, σε όμοιες ή ουσιωδώς παρόμοιες συνθήκες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση, ενεργώντας στο πλαίσιο της ως άνω παρασχεθείσας νομοθετικής Εξουσιοδότησης, προκειμένου να προβεί στον προσδιορισμό του ύψους του επιδόματος κινδύνου του προσωπικού της Ε.Κ.Α.Μ., και μάλιστα στη μείωση αυτού, είχε, πάντως, όπως ήδη εξετέθη, αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής από την άποψη των επιπτώσεών της στην οφειλόμενη ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των στρατιωτικών (και, ειδικότερα, των ασκούντων τα συγκεκριμένα ιδιαίτερης επικινδυνότητας καθήκοντα αστυνομικών), και, συνακόλουθα, στη λειτουργία των οικείων ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης (πρβλ. ΣτΕ 2509/2021), καθώς και από την άποψη σεβασμού της αρχής της ισότητας. Τέτοια όμως τεκμηρίωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν υφίσταται εν προκειμένω· και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που πλήσσεται με την κρινόμενη αίτηση, παραβιάζει την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη βάσει της οποίας εκδόθηκε, καθώς και τις προμνημονευθείσες συνταγματικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω διάταξη είναι ερμηνευτέα, όπως βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες. Για τον λόγο δε αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το πληττόμενο μέρος της να ακυρωθεί (πρβλ. και ΣτΕ 324/2019 επταμ.).
32. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που με τις διατάξεις αυτής προσδιορίστηκε το ύψος του χορηγούμενου στο προσωπικό της Ε.Κ.Α.Μ. επιδόματος κινδύνου, με μείωση αυτού (άρθρο 6 προσβαλλόμενης απόφασης).
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους αιτούντες με αύξοντα αριθμό στην αίτηση ακυρώσεως 13, 14 και 16.
Δέχεται την αίτηση, ως προς τους υπόλοιπους αιτούντες.
Ακυρώνει εν μέρει την υπ’ αριθμ. Φ. 841/38/26939/Σ.5184/ 27.3.2018 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση στους αιτούντες του παραβόλου που κατατέθηκε.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι χιλιάδων (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στις 18 Δεκεμβρίου 2020 και στις 4 Απριλίου 2023
Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Η Γραμματέας
και μετά την αποχώρησή της
Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος
Ιωάννης Β. Γράβαρης Σταυρούλα Χάρου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 2023.
Ο Πρόεδρος του Στ´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ιωάννης Β. Γράβαρης Ευδοκία Κιλισμανή
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα