Αριθμός 310/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγελική Μίντζια, Ρωξάνη Γιαννουλάτου, Δημήτριος Βασιλειάδης, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Θεοδώρα Ζιάμου, Δημήτριος Πυργάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γεωργία Σιμάτη.
Για να δικάσει την από 7 Οκτωβρίου 2022 αίτηση:
των: 1) ... - 8) ..., κατοίκου Αλίμου (…), οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τον Ευάγγελο Τσάκαλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του και 2. Δήμου Αλίμου, ο οποίος παρέστη με τον Δήμαρχο Ανδρέα Κονδύλη ως δικηγόρο (Α.Μ. 25888),
και κατά της παρεμβαίνουσας ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στο Δήμο Τρικάλων (…), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α. Παναγιώτη Λαζαράτο (Α.Μ. 14350) και β. Ανδρέα Παπαπετρόπουλο (Α.Μ. 15773), που τους διόρισε με πληρεξούσια.
Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α. η υπ’ αριθμ. .../31.5.2022 πράξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων του Υπουργείου Πολιτισμού, β. η υπ’ αριθμ. .../16.6.2022 οικοδομική άδεια κατηγορίας 3 της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αλίμου γ. η υπ’ αριθμ. .../27.5.2022 πράξη προέγκρισης της εν λόγω οικοδομικής άδειας της ως άνω Υπηρεσίας Δόμησης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Χριστιάνας Μπολόφη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον δικηγόρο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον καθού Δήμαρχο ως δικηγόρο, τους πληρεξούσιους της παρεμβαίνουσας εταιρείας και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής …/2022 ηλεκτρονικού παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται στην επταμελή σύνθεση, με πράξη της Προέδρου του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση: α) της .../31.5.2022 πράξης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν υπό όρους εκσκαφές για το έργο “Νέα πολυκατοικία έξι επιπέδων με πατάρια στο 1ο και 5ο επίπεδο, φυτεμένο δώμα, πισίνες στο δώμα και στον ακάλυπτο και δύο επίπεδα υπογείου”, σε οικόπεδο επί της οδού ... 6 στον Άλιμο, β) της .../16.6.2022 οικοδομικής άδειας κατηγορίας 3 της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αλίμου για την ως άνω ανεγειρόμενη πολυκατοικία, και γ) της .../27.5.2022 πράξεως της αυτής ως άνω Υπηρεσίας Δόμησης περί προέγκρισης της εν λόγω οικοδομικής άδειας.
3. Επειδή, η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, καθ’ ο μέρος με αυτήν πλήττεται η οικοδομική άδεια και η προέγκριση αυτής (δεύτερη και τρίτη προσβαλλόμενες πράξεις), ανήκει στην αρμοδιότητα του οικείου Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 (περ. θ΄) του ν. 702/1977 (Α΄ 268). Όμως, για λόγους οικονομίας της δίκης και λόγω συνάφειας των πράξεων αυτών με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων (περί εγκρίσεως υπό όρους των εκσκαφών), για την οποία αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, συντρέχει, κατά το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), νόμιμη περίπτωση να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικασθεί στο σύνολό της από το Δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 2460, 1856/2022, 1327/2021, 1362/2019 κ.ά.).
4. Επειδή, δεν προσκομίσθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο για την πέμπτη αιτούσα, εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας στον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο, ο οποίος παρέστη στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Συνεπώς, ως προς την αιτούσα αυτή η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τους λοιπούς αιτούντες που νομιμοποιήθηκαν προσηκόντως κατά το ανωτέρω άρθρο.
5. Επειδή, η τρίτη προσβαλλόμενη προέγκριση της οικοδομικής άδειας προσβάλλεται απαραδέκτως αυτοτελώς, διότι ενσωματώθηκε στη δεύτερη προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια (βλ. ΣτΕ 2311/2020 σκ. 5, 2102/2019 Ολ. σκ. 8, 2703/2018 σκ. 7, 1898/2017 σκ. 14).
6. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκούν την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες, οι οποίοι επικαλούνται και αποδεικνύουν (προσκομίζοντας τα σχετικά προς τούτο στοιχεία) την ιδιότητά τους ως κατοίκων και διαμενόντων σε ελάχιστη απόσταση από το επίμαχο ακίνητο. Παραδεκτώς δε ομοδικούν, προβάλλοντες κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση και, ιδίως, ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια εξεδόθη κατ’ εφαρμογήν αντισυνταγματικών διατάξεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), από τις οποίες επέρχεται επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος της περιοχής.
7. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει προς απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως η εταιρεία «... Ι.Κ.Ε.”, φερόμενη ως κατασκευάστρια της ανεγερθησόμενης πολυκατοικίας.
8. Επειδή, η παράσταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην παρούσα δίκη, στην οποία τίθενται ζητήματα ως προς τη συνταγματικότητα διατάξεων του Ν.Ο.Κ., κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα κατωτέρω, πρέπει να λογισθεί ως προφορική παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης οικοδομικής αδείας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 2 περ. β΄ του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) [βλ. ΟλΣτΕ 192/2022, σκ. 3, ΣτΕ 1866/2020, σκ. 6].
9. Επειδή, κατά τα προκύπτοντα από τον φάκελο της υποθέσεως, το ένδικο ακίνητο, επί της οδού ... αρ. .. στον Δήμο Αλίμου, βρίσκεται εντός του Ο.Τ. 4 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Αλίμου με χρήσεις γης, γενική κατοικία, σύμφωνα με την 429630/202/8.6.1989 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά περί εγκρίσεως της Πολεοδομικής Μελέτης του Δήμου Αλίμου (Δ΄ 405). Με την ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ26/41549/2082/11.6.2012 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΑΑΠ 205) κηρύχθηκε ο αρχαιολογικός χώρος «Πανί» εντός των ορίων του Δήμου Αλίμου (Ο.Τ. (Γ 570 και Γ 574 σε λόφο). Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται νοτιοδυτικά του λόφου «Πανί» χωρίς να έχει καμία οπτική επαφή μ’ αυτόν, λόγω της θέσης και των υψομετρικών στάθμεων του λόφου, ενώ απέχει 495 μ. από το αρχαίο λατομείο και 730 μ. από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του προϊστορικού περιβόλου του χώρου αυτού. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων, κατόπιν αιτήματος της εταιρείας, με το .../1.6.2012 έγγραφό της, ενέκρινε την έκδοση άδειας διενέργειας δοκιμαστικών τομών εδάφους στο επίδικο ακίνητο. Με το .../18.8.2021 έγγραφό της ενημέρωσε την εταιρεία ότι κατά τη διενέργεια των τομών δεν εντοπίστηκαν κινητά ή ακίνητα αρχαιολογικά ευρήματα, ωστόσο, δεδομένου ότι ο έλεγχος δεν πραγματοποιήθηκε στο σύνολο του οικοπέδου, επισήμανε ότι, σε περίπτωση αξιοποίησης του ακινήτου με την ανέγερση νέας οικοδομής, είναι απαραίτητη η κατάθεση σχετικής μελέτης, ώστε να παρακολουθηθούν οι εργασίες γενικής εκσκαφής. Ακολούθως, με την (προσβαλλόμενη υπό στοιχ. α’) .../31.5.2022 πράξη της η ως άνω Εφορεία ενέκρινε τις εκσκαφές για την ανέγερση νέας πολυκατοικίας στο ακίνητο, υπό τους όρους όμως παρακολούθησης των εργασιών γενικής εκσκαφής, ζητήθηκε δε η έγκαιρη ενημέρωση αυτής πριν την έναρξη των επικείμενων εργασιών, ενώ ενημέρωσε την εταιρεία ότι αν ανακαλυφθούν ευρήματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, θα ανασταλεί η εκτέλεση των εργασιών. Κατά την εκσκαφή, όπως και κατά τη διάνοιξη των δοκιμαστικών τομών, δεν εντοπίστηκαν ευρήματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στη συνέχεια, και κατόπιν της θετικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής της Περιφερειακής Ενότητας Νοτίου Τομέα Αθηνών (συνεδρίαση 14/14.4.2022, βλ. απόσπασμα πρακτικού αρ. 1) για την εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 1 περ. β’ του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ν. 4067/2012, Α΄ 79, όπως ισχύει), η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Αλίμου εξέδωσε την .../16.6.2022 οικοδομική άδεια κατηγορίας 3 (είχε προηγηθεί η .../27.5.2022 προέγκρισή της) για την ανέγερση νέας πολυκατοικίας, έξι επιπέδων με πατάρια στο 1ο και 5ο επίπεδα, φυτεμένο δώμα, πισίνες στο δώμα και τον ακάλυπτο και δύο υπόγεια επίπεδα. Όπως προκύπτει από το από Απριλίου 2022 διάγραμμα δόμησης, η οικοδομική αυτή άδεια εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν, μεταξύ άλλων, των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β’, 15 παρ. 8 περ. γ’, 19 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.Ο.Κ.).
10. Επειδή, προβάλλεται, κατ’ αρχάς, ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος και του εκτελεστικού αυτού ν. 3028/2002 (Α΄ 153) [ήδη ν. 4858/2021, Α΄ 220], της προσβαλλόμενης οικοδομικής αδείας δεν προηγήθηκε απόφαση έγκρισης των οικοδομικών εργασιών από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, παρά τη γειτνίαση του επίδικου ακινήτου με τον αρχαιολογικό χώρο του Λόφου “Πανί”, καθώς και ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων είναι παντελώς αναιτιολόγητη, διότι δεν εξετάζει την άμεση ή έμμεση βλάβη που θα επέλθει από τις οικοδομικές εργασίες στον αρχαιολογικό χώρο.
11. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και των άρθρων 10 [παρ. 1, 3 και 4] και 12 [παρ. 4] του Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4858/2021 (Α΄ 220) [βλ. ταυτάριθμες διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α΄ 153)] συνάγεται ότι οι επεμβάσεις πλησίον αρχαιολογικού χώρου επιτρέπονται μόνο ύστερα από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται αν η απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτόν είναι τέτοια ώστε να μη κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση εκτέλεσης έργου πλησίον αρχαιολογικού χώρου, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση αυτού στα ακίνητα μνημεία τα οποία, κατά το άρθρο 2 περ. γ΄ του ν. 3028/2002, περιέχονται (ή υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται) στον αρχαιολογικό χώρο, δηλαδή σε αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου (ΣτΕ 45/2022, 1619/2021, 96/2018, 1449/2016, 4060/2015 κ.ά.). Ενόψει τούτων και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως εκτέθηκε στο ιστορικό, η θέση του επίμαχου ακινήτου σε σχέση με τον αρχαιολογικό χώρο και τα προστατευόμενα μνημεία εντός αυτού (καμία οπτική επαφή μ’ αυτόν, απόσταση 495 μ. από το αρχαίο λατομείο και 730 μ. από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του προϊστορικού περιβόλου του χώρου), εκτιμήθηκε κανονιστικώς κατά την κήρυξη και οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου με την προαναφερόμενη ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ26/41549/2082/11.6.2012 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, όταν η περιοχή στην οποία αυτό κείται, δεν περιελήφθη εντός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου (πρβλ. ΣτΕ 45/2022, σκ. 11), ο λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, ότι δηλαδή δεν προηγήθηκε έγκριση των οικοδομικών εργασιών από τον Υπουργό Πολιτισμού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αλλά και κατά το δεύτερο σκέλος του περί ανεπάρκειας της αιτιολογίας της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης της Εφορείας Αρχαιοτήτων ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης τυχόν άμεσης ή έμμεσης βλάβης για τον αρχαιολογικό χώρο, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο ελέγχου της διάνοιξης των θεμελίων της επίδικης οικοδομής και της εκτέλεσης των εκσκαφικών εργασιών για τον εντοπισμό τυχόν αρχαιοτήτων και την αποτροπή καταστροφής αυτών, περιορίζεται δε στην υπό όρους έγκριση διενέργειας εκσκαφών και δεν αφορά, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, σε άδεια επέμβασης πλησίον του αρχαιολογικού χώρου.
12. Επειδή, με τον ν. 4067/2012 (Α΄ 79) θεσπίστηκε Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (Ν.ΟΚ). Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον νόμο αυτόν αναφέρονται τα εξής: «Το δοµηµένο περιβάλλον στη σύγχρονη Ελλάδα ορίσθηκε σε µεγάλο βαθµό από τα χαρακτηριστικά των γενικών οικοδοµικών κανονισµών. Οι δύο προηγούµενοι ΓΟΚ ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής τους, αντιστρατεύτηκαν ο ένας τη λογική του άλλου ορίζοντας ο µεν πρώτος (1973) µια κεντρική πόλη µε περι-κεντρικές περιοχές, ο δε επόµενος (1985) τα “πολλά κέντρα” πόλης. [...] Μέσα από την εφαρµογή του νέου Οικοδοµικού Κανονισµού θα καλλιεργηθεί η αντίληψη για την αναγκαιότητα αλλαγής συνηθειών και υιοθέτησης νέων πρακτικών, που θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της κλιµατικής υποβάθµισης, βελτίωση των δαπανών χρήσης των κτηρίων και βελτίωση των κοινωνικών παραµέτρων που σχετίζονται µε το δοµηµένο περιβάλλον. […] . Σήµερα ο τρόπος παραγωγής κτηρίων αλλάζει σηµαντικά και διαρκώς, καθότι επηρεάζεται από νέα δεδοµένα που εξελίσσονται και µεταβάλλονται. Η κλιµατική αλλαγή, η συγκέντρωση στις πόλεις, η υποβάθµιση του περιβάλλοντος, ο σχεδιασµός µε περιβαλλοντικά κριτήρια και “πράσινες παραµέτρους”, νέα υλικά-τρόποι δόµησης και τεχνολογίες, υπολογιστές που στηρίζουν νέες µορφές, οι αρχιτέκτονες και άλλοι µηχανικοί που αντιµετωπίζουν άλλες συνθήκες σε σχέση µε το παρελθόν, όλα θέτουν απαιτήσεις για τη σύνταξη ενός νέου ΓΟΚ. [...] Είναι απολύτως απαραίτητη η θεσµοθέτηση ενός Οικοδοµικού κανονισµού µε σύγχρονη λογική, οραµατικού ως προς την αρχιτεκτονική που θα παράγει, προστατευτικού για το περιβάλλον, ελκυστικού και εύληπτου. Τα κτήρια πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως τεχνητοί οργανισµοί στο χώρο, που αλληλεπιδρούν µε το φυσικό και δοµηµένο περιβάλλον. Μέσα από αυτή την οπτική πρέπει να αντιµετωπίζονται οι ανάγκες τους για κατανάλωση ενέργειας και πόρων, µε στόχο την εξοικονόµησή τους, τον περιορισµό των ρύπων και γενικότερα τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών και της ποιότητας ζωής µέσα και έξω από αυτά. [...] Ο νέος Οικοδοµικός Κανονισµός είναι -κατά το δυνατό- σύντοµος, δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές ερµηνείες και ασάφειες και οδηγεί σε ασφαλείς ελέγχους. Οι αποτελεσµατικοί έλεγχοι είναι καθοριστικής σηµασίας, διότι επιτρέπουν την δηµιουργική και όχι φοβική ή κατασταλτική προσέγγιση κατά την παραγωγή των κτηρίων. [...] Οι κανόνες της δόµησης επηρεάζουν συνολικά τον τρόπο µε τον οποίο παράγεται ένα κτήριο. Προσδιορίζουν την λογική µε την οποία αναπτύσσεται ο όγκος του, η µορφή του και εξυπηρετείται η λειτουργία του, και οδηγούν σε εικόνες και τύπους κτηρίων και οικοδοµικών συνόλων. Ο νέος Οικοδοµικός Κανονισµός εκσυγχρονίζεται ώστε να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της επιστήµης και της τεχνολογίας των κατασκευών. Προσαρµόζεται στα νέα δεδοµένα που τίθενται από την κλιµατική αλλαγή και την αυξηµένη ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Υποστηρίζει την ένταξη στα κτήρια νέων υλικών, τεχνολογιών και δοµικών συστηµάτων ενώ πριµοδοτεί µε κίνητρα το σχεδιασµό µε φιλο-περιβαλλοντικά κριτήρια προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, του περιβάλλοντος και της οικονοµίας. Ο νέος Κανονισμός σέβεται πολλές από τις προβλέψεις του προηγούµενου ΓΟΚ και διατηρεί τις δοµές της πόλης που είναι ορατές και αξιοποιήσιµες για την ογκοπλαστική µνήµη της. Παράλληλα επιτρέπει σηµαντικές νέες δυνατότητες, λαµβάνοντας υπόψη το ενεργειακό αποτύπωµα των κτηρίων, µε στόχους κυρίως τη βελτίωση του µικροκλίµατος στα αστικά σύνολα µε υψηλή πυκνότητα, την αύξηση των διατιθέµενων χώρων πρασίνου και των χώρων που διατίθεται σε κοινή χρήση. Αντιλαµβάνεται το µεγάλο ενεργειακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο, στοχεύει στην αναβάθµιση της ποιότητας της καθηµερινής ζωής και οδηγεί σε ένα πιο βιώσιµο δοµηµένο περιβάλλον. Στη διατύπωση των προτάσεων είναι σηµαντική η παραδοχή πως το κέλυφος του κτηρίου αποτελεί σηµαντικό στοιχείο όχι µόνο για την αισθητική του αλλά και την “πράσινη συµπεριφορά” του, καθότι οι εξωτερικές επιφάνειες ευθύνονται σε µεγάλο βαθµό για τον ενεργειακό σχεδιασµό. Επίσης καθορίζουν τη σχέση του κτηρίου µε το περιβάλλον και εκεί επικεντρώνεται ο έλεγχος των επιθεωρητών δόµησης. Ο κανονισµός αυτός, σε συνδυασµό µε τον υπερκείµενο προγραµµατισµό (χωροταξικός - πολεοδοµικός σχεδιασµός για τους όρους δόµησης, αστικός σχεδιασµός για το ιδεατό στερεό και τον επιτρεπόµενο σταθερό όγκο) και το θεσµοθετηµένο πλαίσιο που αφορά στον τρόπο έκδοσης αδειών και τον έλεγχο των κατασκευών, συνιστούν το αδιάρρηκτο τρίπτυχο που ρυθµίζει το σχεδιασµό, τη µελέτη και την υλοποίηση κάθε τεχνικού έργου στον χώρο, στα πλαίσια των παρακάτω συµβάσεων που έχουν κυρωθεί, για την ακίνητη πολιτιστική και φυσική κληρονοµιά, αρχιτεκτονική, αρχαιολογική και τοπιακή: α) ν. 2039/1992. – Σύµβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονοµιάς της Ευρώπης, Γρανάδα, 3 Οκτωβρίου 1985 β) ν. 3378/2005 - Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονοµιάς, (Αναθεωρηµένη), Valletta-Malta, 16 Ιανουαρίου 1992. γ) ν. 3827/2010 - Ευρωπαϊκή Σύµβαση του Τοπίου, Φλωρεντία, 2000. Στους κύριους στόχους του νέου Οικοδοµικού Κανονισµού περιλαµβάνονται: Η αποτελεσµατικότητα της Δηµόσιας Διοίκησης για την εφαρµογή περιβαλλοντικής και κοινωνικής πολιτικής µέσα από τη δόµηση. Η συµβολή του κτηριακού τοµέα στην αντιµετώπιση των περιβαλλοντικών προβληµάτων µε µείωση των ρύπων που προκαλούν την κλιµατική αλλαγή, εξοικονόµηση ενέργειας και αξιοποίηση Ανανεώσιµων Πηγών για την παραγωγή της. Η αύξηση πρασίνου, κοινόχρηστων χώρων και η βελτίωση του µικροκλίµατος σε αστικές περιοχές υψηλής πυκνότητας, καθώς και σε υποβαθµισµένες ή προβληµατικές περιοχές της πόλης. Η παροχή µεγαλύτερης ελευθερίας για την παραγωγή ποιοτικής αρχιτεκτονικής -µορφολογικά και λειτουργικά- η ενσωµάτωση στοιχείων που µπορούν να αναβαθµίσουν την ενεργειακή συµπεριφορά των κτηρίων και η χρήση νέων φιλο-περιβαλλοντικών δοµικών υλικών, συστηµάτων και τεχνολογιών δόµησης. [...] Η τόσο απαραίτητη σήµερα επανάχρηση της πολεοδοµηµένης γης και αντικατάσταση κτηρίων σε περιοχές των πόλεων µε ακατάλληλο και αποσαθρωµένο απόθεµα, µε υποβαθµισµένο περιβάλλον ή µε πολύ µικρά οικόπεδα και η δηµιουργία νέων χώρων πρασίνου και άλλων προτύπων ανάπτυξης, απαιτούν παρέκκλιση από τους γνωστούς ως σήµερα κανόνες. Στα κέντρα των µεγάλων πόλεων και σε περιοχές όπου δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της περιοχής, οι συνενώσεις οικοπέδων για τη δηµιουργία κτηριακών όγκων µε µικρότερη διάσπαση και µεγαλύτερη κλίµακα και ύψος, σε συνάρτηση µε το πλάτος των δρόµων, των ελεύθερων χώρων της πόλης και τις µεταξύ τους αποστάσεις επηρεάζουν την κίνηση του αέρα και επιφέρουν βελτίωση του µικροκλίµατος στις περιοχές υψηλής πυκνότητας, βελτιώνοντας τη θερµική άνεση και συµβάλλοντας στην αποµάκρυνση των αέριων και σωµατιδιακών ρύπων. [...] “Ελευθερία και Έλεγχος”: δίνεται µεγαλύτερη ελευθερία στην ανάπτυξη των όγκων και µορφών του κτηρίου την παραγωγή ποιοτικής και ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής. Ταυτόχρονα διευκολύνονται οι έλεγχοι των οικοδοµών που γίνονται σαφείς και αφορούν µόνο την ασφάλεια και υγεία των ανθρώπων, την επιβεβαίωση της εφαρµογής συγκεκριµένων στοιχείων της µελέτης και της σχέσης των κτηρίων µε το περιβάλλον. “Νέοι ορισµοί”: Εισάγονται νέοι ορισµοί και δυνατότητες όπως τα υπόσκαφα κτήρια, τα φυτεµένα δώµατα, οι κατακόρυφοι κήποι, τα διπλά κελύφη µε στόχο τη βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώµατος των κτηρίων και τη βελτίωση της εικόνας της πόλης. [...] [Δ]ίδονται κίνητρα για τη µείωση της κάλυψης των κτηρίων και για τη χρήση οικολογικών, φιλικών προς την υγεία και το περιβάλλον τεχνολογιών και υλικών. [...] Συντελεστής Δόµησης: υπό όρους και προϋποθέσεις δίνονται κίνητρα αυξηµένης δόµησης σε περιπτώσεις που υπάρχει σαφής αντιστάθµιση µε περιβαλλοντικά ή και κοινωνικά οφέλη. Ενδεικτικά, παρέχονται κίνητρα αυξηµένου συντελεστή δόµησης για: - Δηµιουργία “ενεργειακού κτηρίου” πολύ χαµηλής ενεργειακής κατανάλωσης - Φυτεµένα δώµατα - Υπόσκαφα κτήρια - Συνενώσεις οικοπέδων - Περιορισµό της κάλυψης - Χρήση µονώσεων και εξωτερικών τοίχων µεγάλου πάχους από φυσικά υλικά, διπλά ενεργειακά κελύφη. Συντελεστής Κάλυψης: Για την υποστήριξη του βιοκλιµατικού σχεδιασµού, δεν προσµετρώνται τα ίχνη των χώρων που συµβάλλουν στον παθητικό δροσισµό, τη σκίαση, τον φυσικό αερισµό. Ύψη κτηρίων: αυξάνεται κατά 0,25 µ. το ύψος κάθε ορόφου, ώστε να υποστηρίζεται ο καλός φυσικός εξαερισµός και φωτισµός των χώρων. Επιτρέπεται µεγαλύτερο ύψος κτιρίων συνοδευόµενο από µικρότερη κάλυψη, σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ειδικοί περιορισµοί και σύµφωνα µε συγκεκριµένη διαδικασία. [...] Οι ανοιχτοί από τη µία µόνο πλευρά και κατά ένα ποσοστό της κάτοψης χώροι εφόσον δεν είναι κοινόχρηστοι µετρούν στο συντελεστή δόµησης, ενώ οι στεγασµένοι χώροι που είναι ανοιχτοί κατά ένα ποσοστό δεν υπολογίζονται στο συντελεστή δόµησης και όγκου, ακόµη και αν περιλαµβάνουν φέρον στοιχείο. Δεν υπολογίζονται στο συντελεστή δόµησης τα κοινόχρηστα κλιµακοστάσια, συµπεριλαµβανοµένων των πλατύσκαλων και των ανελκυστήρων, ώστε να δηµιουργούνται λειτουργικοί χώροι µε σωστές προδιαγραφές για τη χρήση τους. [...] Επιτρέπονται πατάρια σε ποσοστό 10% του ΣΔ εφόσον δεν αποτελούν αυτόνοµο χώρο και εντάσσονται εντός άλλου του οποίου αποτελούν τµήµα. [...]».
13. Επειδή, ειδικότερα ο Ν.Ο.Κ ορίζει, πλην άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «Πεδίο εφαρμογής”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 99 του ν. 4759/2020 (Α΄79): “1. … 4. Όλα τα αριθμητικά μεγέθη που ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου θεωρούνται ως τα ανώτατα επιτρεπόμενα. 5. α) Οι ειδικές πολεοδομικές διατάξεις, με την επιφύλαξη της περ. β’, κατισχύουν των γενικών διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα νόμο. β) Οι διατάξεις του παρόντος κατισχύουν των κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης, όπως αποφάσεων περιφερειάρχη/νομάρχη και πράξεων Δημοτικού Συμβουλίου, με τις οποίες θεσπίζονται όροι δόμησης, όπως ύψος, ποσοστό κάλυψης, Αριθμός ορόφων, θέση υπογείου, εκτός από: 1) οποιουδήποτε είδους διατάγματα, 2) πράξεις, με τις οποίες θεσπίζονται ειδικές και εντοπισμένες ρυθμίσεις, όπως για διατηρητέα κτίρια, μνημεία, και ειδικά κτίρια. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ορίζεται η μη εφαρμογή των παραπάνω κανονιστικών πράξεων της διοίκησης». Άρθρο 2: “… 28. [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 122 παρ. 1 του ν. 4819/2021 (Α΄ 36)] Εσωτερικός εξώστης (πατάρι) είναι ο προσβάσιμος χώρος που βρίσκεται εντός χώρου, όπου η υποκείμενη επιφάνεια πληροί τις προϋποθέσεις χώρου κύριας χρήσης και έχει προσπέλαση από τον χώρο αυτόν ή και το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο του κτιρίου ή και το κεντρικό κλιμακοστάσιο αυτοτελούς ανεξάρτητης ιδιοκτησίας. Αποτελεί παράρτημα της υποκείμενης χρήσης, έχει συνολικό καθαρό εμβαδόν, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι εξωτερικοί του τοίχοι, μικρότερο του 70% της μικτής επιφάνειας του υποκείμενου χώρου, δεν θεωρείται όροφος και δεν αποτελεί ανεξάρτητη ιδιοκτησία. Ως υποκείμενος χώρος, νοείται η συνολική επιφάνεια της κάτοψης (κύριοι χώροι, βοηθητικοί χώροι, κεντρικό κλιμακοστάσιο αυτοτελούς ανεξάρτητης ιδιοκτησίας, ηλιακά αίθρια), συμπεριλαμβανομένων των τοίχων που την ορίζουν. Κάτω από τον εσωτερικό εξώστη είναι χώροι κύριας ή βοηθητικής χρήσης, όπως διάδρομοι, χώροι υγιεινής. Στον υπολογισμό του ποσοστού του εσωτερικού εξώστη προσμετράται η κλίμακα ανόδου, που συνδέει τον εσωτερικό εξώστη με τον χώρο της υποκείμενης επιφάνειας (δεν προσμετράται η κλίμακα του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου ή του κεντρικού κλιμακοστασίου αυτοτελούς ανεξάρτητης ιδιοκτησίας). Το πατάρι δύναται να είναι συνεπίπεδο με όροφο ή και σοφίτα του κτιρίου ή και ανοικτό εξώστη ή και κλειστό εξώστη, να είναι προσπελάσιμο από τους παραπάνω χώρους και να φέρει κλειστούς χώρους σε οποιοδήποτε σημείο της επιφάνειάς του και σε απόσταση ενός (1) τουλάχιστον μέτρου από τα ανοικτά όρια, οι οποίοι δεν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης. Τα ανοικτά όρια του εσωτερικού εξώστη δύνανται να βλέπουν σε ηλιακό αίθριο. … . 38. [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 122 παρ. 2 του ν. 4819/2021] Κλειστός εξώστης («έρκερ») είναι η κλειστή από όλες τις εξωτερικές πλευρές οριζόντια προεξοχή δαπέδου τμήματος κτιρίου (ορόφου, σοφίτας, κλειστού εσωτερικού εξώστη) που προβάλλει πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου και εξέχει του περιγράμματος κάλυψης του ορόφου. Ο κλειστός εξώστης δύνανται να έχει ανοίγματα και στις κλειστές εξωτερικές πλευρές του». Άρθρο 10, «Κίνητρα για την περιβαλλοντική αναβάθμιση και βελτίωση της ποιότητας ζωής σε πυκνοδομημένες και αστικές περιοχές» [όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 22 παρ. 10 ν. 4258/2014 (Α΄ 94), 7 παρ. 7 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269), 78 του ν. 4495/2017 (Α΄ 245) και ιδίως τα άρθρα 102 του ν. 4759/2020 (Α΄ 245) και 252 του ν. 4782/2021 (Α΄ 36)]: «1. Σε περίπτωση οικοπέδων, αυτοτελών ή εκ συνενώσεως, που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως στις γεωγραφικές περιφέρειες: α) των δήμων της Περιφέρειας Αττικής, οι οποίοι είχαν κατά την πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμό μεγαλύτερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, β) των Δήμων Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν κατά την πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμό μεγαλύτερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, γ) των Δήμων Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Χανίων, Βόλου, Ιωαννίνων, δ) των οικισμών με πληθυσμό μεγαλύτερο των πενήντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμού, παρέχονται τα ακόλουθα κατά περίπτωση πολεοδομικά κίνητρα, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, εφόσον δεν εμπίπτουν σε παραδοσιακούς οικισμούς και παραδοσιακά τμήματα πόλης ή σε ιστορικούς τόπους ή σε περιοχές με αποκλειστική χρήση κατοικίας και όταν το εμβαδόν τους είναι μεγαλύτερο της κατά κανόνα αρτιότητας της περιοχής και εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις και με την προϋπόθεση ο αριθμός των κτιρίων που δημιουργούνται να είναι μικρότερος του Β/2 και ίσος με τη μικρότερη προκύπτουσα ακέραιη μονάδα με ελάχιστο το ένα: α. με την προϋπόθεση ποσοστιαίας μείωσης του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά ΑΧ 10%, δίνεται το κίνητρο ποσοστιαίας αύξησης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου κατά ΑΧ 10%, β. με τις προϋποθέσεις ποσοστιαίας μείωσης του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά ΑΧ 15%, απόσυρσης κτιρίου κύριας χρήσης εμβαδού τουλάχιστον ενός τετάρτου του υπάρχοντος επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης της περιοχής, δίνεται το κίνητρο ποσοστιαίας αύξησης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου κατά ΑΧ 15%, γ. με τις προϋποθέσεις ποσοστιαίας μείωσης του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά ΑΧ 20%, Απόδοσης σε κοινή δημόσια χρήση επιφάνειας ίσης με την αύξηση της επιφάνειας δόμησης δια του συντελεστή δόμησης, δίνεται το κίνητρο ποσοστιαίας αύξησης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου κατά ΑΧ 20%, δ. με τις προϋποθέσεις: - ποσοστιαίας μείωσης του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά ΑΧ 25%, και, - Απόδοσης σε κοινή δημόσια χρήση επιφάνειας ίσης με την αύξηση της επιφάνειας δόμησης δια του συντελεστή δόμησης, - απόσυρσης κτιρίου κύριας χρήσης εμβαδού ενός τουλάχιστον τετάρτου του υπάρχοντος επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης της περιοχής, δίνεται το κίνητρο ποσοστιαίας αύξησης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου κατά ΑΧ25%. Σε κάθε περίπτωση δίνεται κίνητρο προσαύξησης του επιτρεπόμενου ύψους, έως το ανώτατο επιτρεπόμενο κατά το άρθρο 15 ύψος, για τον προσαυξημένο συντελεστή δόμησης. Όταν το ύψος ορίζεται από ειδικές πολεοδομικές διατάξεις, οι οποίες ισχύουν στην περιοχή, δίνεται κίνητρο προσαύξησης του επιτρεπόμενου ύψους κατά ένα (1) μέτρο, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις του παρόντος και επιπλέον κατά ένα (1) μέτρο εφόσον ισχύει μία από τις προϋποθέσεις των περ. α΄, β΄, γ΄, δ΄ της παρ. 8 του άρθρου 15. Εξαιρούνται της ανωτέρω εφαρμογής οι περιοχές που βάσει προεδρικών διαταγμάτων ή υπουργικών αποφάσεων έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ειδικής προστασίας (ως αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί και παραδοσιακά τμήματα πόλης) ή το ύψος τους, που έχει καθοριστεί με γνώμονα την αντιμετώπιση της σεισμικής επικινδυνότητας, λόγω ασφάλειας εναέριας κυκλοφορίας, πλησίον αεροδρομίων, ή αφορούν σε περιπτώσεις διατηρητέων κτιρίων και μνημείων. Η επιφάνεια, που αποδίδεται σε κοινή δημόσια χρήση, συνέχεται με κοινόχρηστο χώρο του ρυμοτομικού σχεδίου και η μία πλευρά της ταυτίζεται με όλο το μήκος του προσώπου του οικοπέδου με την προϋπόθεση ότι έχει βάθος τουλάχιστον ενάμισι (1,5) μ. Σε περίπτωση που η ως άνω παραχωρούμενη επιφάνεια υπερβαίνει το ελάχιστο επιτρεπόμενο, η μια πλευρά της ταυτίζεται κατ’ ελάχιστο με το 1/3 του μήκους του προσώπου του οικοπέδου με τρόπο ώστε το βάθος της να είναι μικρότερο του πλάτους. Το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής για τη διατύπωση της γνώμης του λαμβάνει υπόψη του ιδίως τα κριτήρια του περιβαλλοντικού οφέλους και της βέλτιστης Απόδοσης σε κοινή χρήση. ε. Για τις περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ με Β>2, η διαμόρφωση τυφλών όψεων επιτρέπεται μόνον κατόπιν γνωμοδότησης του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, το οποίο πιστοποιεί την αδυναμία ανέγερσης της οικοδομής χωρίς τυφλές όψεις, εξαντλουμένων των όρων και περιορισμών δόμησης. Επίσης, σε περίπτωση οικοπέδου με Β>5 οι διατάξεις των περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ εφαρμόζονται μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής. στ. Όταν τα οικόπεδα των περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ δημιουργούνται από συνένωση οικοπέδων, εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον είναι άρτιο κατά παρέκκλιση ή ρυμοτομούμενο ή τυφλό ή μη οικοδομήςιμο, παρέχονται τα παραπάνω κίνητρα με εφαρμογή των αντίστοιχων τύπων όπου Α-1 για κάθε λόγο Β. ζ. Σε περίπτωση οικοπέδων τεσσάρων χιλιάδων τουλάχιστον (4.000) τ.μ., με απόδοση σε κοινή δημόσια χρήση του 100% του ακαλύπτου, παρέχεται το εξής κίνητρο: αύξηση της επιτρεπόμενης δόμησης του υπάρχοντος οικοπέδου κατά 35%, με προσθήκη καθ ύψος μέχρι 30% επιπλέον του επιτρεπόμενου της περιοχής με τις προϋποθέσεις ποσοστιαίας μείωσης του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά ΑΧ 35% και αριθμού των κτιρίων που δημιουργούνται μικρότερου του Β/2 και ίσο με τη μικρότερη προκύπτουσα ακέραιη μονάδα με ελάχιστο το ένα. Στην περίπτωση αυτή απαγορεύεται η διαμόρφωση τυφλών όψεων των κτιρίων με κατάλληλη χωροθέτησή τους στο οικόπεδο. η. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, είναι δυνατή η έγκριση της γενικής διάταξης και ογκοπλαστικής διαμόρφωσης κτιρίων σε οικόπεδα ελάχιστου εμβαδού 3.000 τ.μ., κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος νόμου, με προϋπόθεση την τήρηση του ισχύοντος συντελεστή δόμησης της περιοχής, ο οποίος πρέπει να είναι τουλάχιστον 1,6 και του ανώτατου επιτρεπόμενου ύψους κτιρίων, που ορίζεται με τον παρόντα νόμο. Η διάταξη ισχύει και για την υλοποίηση μελέτης που έχει βραβευθεί σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ανεξαρτήτως εμβαδού του οικοπέδου. Στις ανωτέρω περιπτώσεις απαγορεύεται η διαμόρφωση τυφλών όψεων των κτιρίων με κατάλληλη χωροθέτησή τους στο οικόπεδο. 2. Η απόδοση σε κοινή δημόσια χρήση γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη, η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία δόμησης πριν από την έκδοση της άδειας δόμησης, ενώ σε κάθε περίπτωση, το απομειούμενο οικόπεδο πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της κατά κανόνα αρτιότητας της περιοχής. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία Απόδοσης σε κοινή χρήση, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρ. 1 και της παρούσας». Άρθρο 15 «Ύψος Κτηρίου-αφετηρία μέτρησης υψών-πλάτος δρόμου» [όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 20 παρ. 23 του ν. 4258/2014, 7 παρ. 11 και 13 του ν. 4315/2014 και 106 του ν. 4759/2020]: «1. Το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του κτηρίου ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης της περιοχής ως εξής: α) … β) για συντελεστή δόμησης έως και 0,8, ύψος 14,00 μ., γ) για συντελεστή δόμησης έως και 1,2, ύψος 17,25 μ., δ) ... 8. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3028/2002 (Α` 153), επιτρέπεται προσαύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους μέχρι ένα (1,00) μ., στις περιπτώσεις στις οποίες ισχύει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) το ισόγειο του κτιρίου χρησιμοποιείται κατά ποσοστό 50% τουλάχιστον για στάθμευση οχημάτων, β) το κτίριο κατασκευάζεται σε υποστυλώματα (πυλωτές) κατ’ εφαρμογή της περ. ιζ` της παρ. 6 του άρθρου 11 και ο ελεύθερος ημιυπαίθριος χώρος της διατίθεται αποκλειστικά για στάθμευση οχημάτων, γ) κατασκευάζεται φυτεμένο δώμα επιφάνειας μεγαλύτερης του 50% από την καθαρή επιφάνεια του δώματος ή φυτεμένη στέγη επιφάνειας μεγαλύτερης του 50% από την καθαρή επιφάνεια της στέγης. Στον υπολογισμό της φυτεμένης επιφάνειας συμμετέχουν οι ασκεπείς κατασκευές για την υποδοχή στοιχείων νερού και οι πισίνες σε ποσοστό 50% της επιφάνειάς τους, δ) πραγματοποιείται μείωση του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά 5%. Η περ. γ) εφαρμόζεται και σε υφιστάμενα κτίρια στα οποία έχει γίνει εξάντληση ύψους περιοχής. Επιτρέπεται προσαύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους, μέχρι ένα (1) μέτρο όταν ισχύει μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις και δύο (2,00) μ., όταν ισχύουν δύο από τις παραπάνω προϋποθέσεις και ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής. Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις καθορισμού μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους από πάσης φύσεως διατάγματα, εφόσον δεν περιέχεται ρητή αντίθετη πρόβλεψη σε αυτά.». Στο άρθρο 19 του Ν.Ο.Κ. «Κατασκευές πάνω από το κτήριο», όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με τα άρθρα 7 παρ. 23 του ν. 4315/2014, 110 του ν. 4759/2020 και 122 παρ. 29 του ν. 4819/2021, ότι «1. ... 2. Πάνω από το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος της περιοχής και μέσα στο ιδεατό στερεό επιτρέπονται: α) i. Σε νέα και υφιστάμενα κτίρια, χώροι κύριας χρήσης αποκλειστικής ή κοινόχρηστης, μέγιστης επιφάνειας τριάντα πέντε (35) τ.μ. και μέγιστου ύψους 3,40 μ., με προϋπόθεση τη δημιουργία φυτεμένου δώματος που καλύπτει το 80% της συνολικής επιφάνειας του δώματος. Στην παραπάνω συνολική επιφάνεια του δώματος κτιρίου εξαιρείται η επιφάνεια των στηθαίων, της απόληξης κλιμακοστασίου και του ανελκυστήρα με το φρεάτιό του. Στον υπολογισμό της φυτεμένης επιφάνειας συμμετέχουν οι ασκεπείς κατασκευές για την υποδοχή στοιχείων νερού και οι πισίνες σε ποσοστό 50% της επιφάνειάς τους, καθώς και οι φυτεμένες επιφάνειες κάτω από πέργκολες. ii. Σε νέα και υφιστάμενα κτίρια, χώροι κύριας χρήσης αποκλειστικής ή κοινόχρηστης, μέγιστης επιφάνειας 35 τ.μ. και μέγιστου ύψους 3,40 μ., με προϋπόθεση τη δημιουργία φυτεμένου δώματος που καλύπτει το 50% της συνολικής επιφάνειας του δώματος κτιρίου και επιπλέον τη δημιουργία φυτεμένων υπαίθριων χώρων, δωμάτων ορόφων (που προκύπτουν από υποχώρηση ορόφων) και ανοικτών εξωστών που συνολικά καλύπτουν το 50% της συνολικής επιφάνειας του δώματος κτιρίου. Στην παραπάνω συνολική επιφάνεια του δώματος κτιρίου εξαιρείται η επιφάνεια των στηθαίων, της απόληξης κλιμακοστασίου και του ανελκυστήρα με το φρεάτιό του. Στον υπολογισμό της φυτεμένης επιφάνειας συμμετέχουν οι ασκεπείς κατασκευές για την υποδοχή στοιχείων νερού και οι πισίνες σε ποσοστό 50% της επιφάνειάς τους, καθώς και οι φυτεμένες επιφάνειες κάτω από πέργκολες. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι χώροι κύριας αποκλειστικής χρήσης δύνανται να συνδέονται λειτουργικά με ιδιοκτησίες του υποκείμενου ορόφου. Στις παραπάνω περιπτώσεις είναι δυνατή η προσαύξηση του ύψους του κτιρίου, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 15». Άρθρο 25 «Κίνητρα για τη δημιουργία κτιρίων με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας» [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 115 του ν. 4759/2020]: «1. Εάν το κτήριο κατατάσσεται, σύμφωνα με τη Μελέτη Ενεργειακής Απόδοσης (ΜΕΑ), στην ανώτερη κατηγορία ενεργειακής Απόδοσης του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ), που εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία ΔΕΠΕΑ/οικ.178581/ 30.6.2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 2367), ο συντελεστής δόμησης αυξάνεται κατά 5%». Κατά το άρθρο 27 παρ. 3 του Ν.Ο.Κ., όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 120 του ν. 4759/2020, «Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 10 όσο και 25, η προσαύξηση του συντελεστή δόμησης υπολογίζεται ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, επί του αρχικού συντελεστή». Τέλος, το άρθρο 35 του αυτού νόμου ορίζει ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε διάταξη, η οποία είναι αντίθετη στις ρυθμίσεις του παρόντος, με την επιφύλαξη της παραγρ. 5 του άρθρου 1 …».
14. Επειδή, αρχικώς, με το π.δ. της 24.10.1925 (Α΄ 331) εγκρίθηκε το σχέδιο «εξοχικού συνοικισμού “Άλιμος”“, το οποίο όριζε, αφενός ποσοστό κάλυψης 33,3% (άρθρο 2 παρ. 4), και αφετέρου ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν το ύψος των κτηρίων να υπερβαίνει, σε οποιοδήποτε σημείο τους, τα 18 μέτρα (άρθρο 5 παρ. 4). Εξ άλλου, το π.δ. της 24.7.1978 «Περί καθορισμού συντελεστών και όρων δομήσεως εις περιοχάς του Λεκανοπεδίου Αττικής» (Δ΄ 376), μεταξύ των οποίων και ο Άλιμος, όρισε στον πίνακα του άρθρου 1 αυτού, όπως ο πίνακας αυτός αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του από 10.10.1979 π.δ/τος «Περί τροποποιήσεως των από 24.7.1978 (Φ.Ε.Κ. 376 Δ΄), 29.7.1978 (Φ.Ε.Κ. 389 Δ΄) και 11.8.1978 (Φ.Ε.Κ. 417 Δ΄) Π. Δ/των "περί καθορισμού συντελεστών και όρων δομήσεως εις Δήμους και Κοινότητας του Λεκανοπεδίου Αττικής”» (Δ΄ 618), ότι στον τομέα Χ (στον οποίο περιλαμβάνεται το επίμαχο Ο.Τ. 4) ισχύουν, μεταξύ άλλων, συντελεστής δόμησης 0,80, μέγιστος Αριθμός ορόφων 5 και μέγιστο ύψος κτηρίων 17 μέτρα.
15. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄, 15 παρ. 8, 19 παρ. 2 περ. α΄ και 25 παρ. 1 του Ν.Ο.Κ., κατ’ εφαρμογήν των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, είναι αντισυνταγματικές, καθότι παρέχουν συλλήβδην σε όλη την επικράτεια και ασχέτως της φυσιογνωμίας εκάστης περιοχής, τη δυνατότητα αύξησης του ανώτατου επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης και του ανώτατου επιτρεπόμενου ύψους στις ανεγειρόμενες οικοδομές, κατά παράβαση των ειδικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί με προεδρικά διατάγματα για κάθε περιοχή, των οποίων δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να κατισχύουν οι γενικές διατάξεις του Ν.Ο.Κ., όπως οι προαναφερόμενες. Η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων συνεπάγεται, κατά τους αιτούντες, παραβίαση των αρχών του Πολεοδομικού σχεδιασμού και της βιώσιμης οικιστικής ανάπτυξης, καθώς και επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος, την οποία δεν αντισταθμίζουν τα οφέλη εκ της αυξημένης ενεργειακής Απόδοσης του κτηρίου (άρθρο 25), της φύτευσης του δώματος (άρθρα 15 παρ. 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 2 περ. α΄) και της μείωσης της κάλυψης (άρθρο 10). Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις αυτές είναι στενώς ερμηνευτέες και δεν επιτρέπεται η σωρευτική τους εφαρμογή. Πέραν της προβαλλόμενης παραβίασης των επιταγών του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος ως εκ της παράκαμψης των ειδικών όρων δόμησης της περιοχής, ειδικώς ως προς τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 10 του ΝΟΚ προβάλλεται ότι αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής στον Δήμο Αλίμου, καθώς το πεδίο εφαρμογής τους περιορίζεται στις πυκνοδομημένες και οικιστικά βεβαρημένες περιοχές, ενώ ο Άλιμος δεν έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια, περαιτέρω δε οι διατάξεις του άρθρου 19 δεν καταλαμβάνουν περιοχές, όπου ίσχυε πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και οι οποίες έχουν ήδη πλεόνασμα πρασίνου λόγω χαμηλού ποσοστού κάλυψης 33,33%, όπως ο Άλιμος. Η δε αιτιολογία της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας και της έγκρισης του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής δεν είναι ειδική και ορισμένη. Επιπλέον, προβάλλεται ότι ως άνω διατάξεις του Ν.Ο.Κ., ερμηνευόμενες σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθορίζουν μεν, κατά την αληθή έννοιά τους, το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος και τον ανώτατο επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης, όμως, δεν εφαρμόζονται αυτομάτως και ευθέως ούτε επάγονται αυτοδικαίως αύξηση του συντελεστή δόμησης και του ύψους σε όλες συλλήβδην τις περιοχές της χώρας, αλλά το ακριβές μέγεθος του ύψους και του συντελεστή δόμησης ανά ορισμένη περιοχή καταλείπεται στην αρμοδιότητα του κανονιστικού νομοθέτη κατά την έγκριση ή τροποποίηση των εκάστοτε πολεοδομικών σχεδίων. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια εσφαλμένως εφάρμοσε ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις του Ν.Ο.Κ., άνευ σχετικής τροποποίησης των ειδικών όρων δόμησης που έχουν ορισθεί κανονιστικώς για τον Δήμο Αλίμου.
16. Επειδή, το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει, ορίζει ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. … . 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. ...». Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις, εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον (βλ. Ολομ. ΣτΕ 10/1988, 1159/1989, 3618/1995, 1528/2003 Ολομ., 2818/2004, 3838/2009 Ολομ., 415-8/2011 Ολομ., 5488/2012 7μ., 376/2014 Ολομ., 1383/2016 7μ., 705/2020 Ολομ. σκ. 5, 1035/2022 7μ. κ.ά.).
17. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία συμπληρώνει τη βασική ρύθμιση της παρ. 1 περί χωροταξικής και Πολεοδομικής οργανώσεως της Χώρας και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης”, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομοθέτη. ΄Εχει δε την έννοια ότι, ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προς επίτευξη του κατά τα ανωτέρω τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλύτερων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση (OλΣτΕ 376/2014, 415/2011, 3838/2009, 1456/2005 2526/2003, 2809/2002, 173/1998, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3077/2006, κ.ά.). Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης (ΣτΕ 3838/2009 Ολομ. σκ. 9, 123/2007 Ολομ. σκ. 8, 1383/2016 7μ. σκ. 6). Λόγοι δε αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, καθώς και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, λαμβάνονται υπόψη μόνον επικουρικώς (ΣτΕ 418/2011 Ολομ., 3838/2009 Ολομ., 123/2007 Ολομ. κ.ά.).
18. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄ [που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς ο Δήμος Αλίμου, ως δήμος της Περιφέρειας Αττικής, κατά την περ. α) της εν λόγω παραγράφου 1, είχε κατά την τελευταία απογραφή πληθυσμό 42.872 κατοίκων, δηλαδή πληθυσμό μεγαλύτερο των 20.000 κατοίκων (βλ. το από 4.5.2023 υπόμνημα του ΥΠΕΝ)], 15 παρ. 8 και 25 παρ. 1 και 2 του Ν.Ο.Κ, παρέχονται, ως κίνητρα για την υιοθέτηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών δόμησης, α/ η προσαύξηση του συντελεστή δόμησης σε περίπτωση μείωσης του συντελεστή κάλυψης (άρθρο 10), ή/και λόγω ενεργειακής αναβάθμισης του κτηρίου (άρθρο 25), και β/ η άμεση ή έμμεση προσαύξηση του ύψους σε περίπτωση μείωσης του συντελεστή κάλυψης (άρθρο 10 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παρ. 1) ή/και λόγω ενεργειακής αναβάθμισης του κτηρίου (άρθρο 25) ή/και συνεπεία της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 8 του άρθρου 15 (προσαύξηση κατά 1 μ. λόγω φυτεμένου δώματος). Όπως προεκτέθηκε, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές εκθέσεις που συνοδεύουν τους νόμους 4067/2012 και 4759/2020, τα κίνητρα που παρέχονται με τις ανωτέρω διατάξεις, αποσκοπούν στον “σχεδιασμό με φιλοπεριβαλλοντικά κριτήρια, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου”, και ειδικότερα, στη βελτίωση του μικροκλίματος στα αστικά σύνολα με υψηλή πυκνότητα, καθώς και στην αύξηση των διατιθέμενων χώρων πρασίνου και των χώρων που διατίθενται σε κοινή χρήση στον πυκνό πολεοδομικό ιστό επιβαρυμένων πληθυσμιακά πόλεων. Ειδικότερα, για το άρθρο 10 του Ν.Ο.Κ. η αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρει τα ακόλουθα: «Με το άρθρο αυτό προσδιορίζονται τα κίνητρα, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη µείωση της κάλυψης του κτηρίου, τη µείωση της κατάτµησης οικοπέδων και την απελευθέρωση και αύξηση του κοινόχρηστου χώρου στον πυκνό πολεοδοµικό ιστό επιβαρυµένων πληθυσµιακά πόλεων. Συγκεκριµένα προβλέπεται αύξηση του συντελεστή δόµησης, εφόσον όµως πληρούνται ειδικές προϋποθέσεις, µέσω των οποίων επέρχεται βελτίωση των όρων διαβίωσης. Είναι συνεπώς οι διατάξεις απολύτως σύµφωνες µε το Σύνταγµα (ά. 24) και τη συναφή νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας περί «περιβαλλοντικού και πολεοδοµικού κεκτηµένου”, η οποία επιτάσσει σε περίπτωση µεταβολής των όρων δόµησης να επέρχεται βελτίωση των όρων διαβίωσης, και ελέγχει σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας τη συνολική µεταβολή των όρων δόµησης για να κρίνει αν υπήρξε µέσω αυτής επιδείνωση των όρων διαβίωσης (πρβλ. Ολ ΣτΕ 4946-4948/1995, µε τις οποίες κρίθηκε ad hoc ότι: “επιδείνωση (ενν. των όρων διαβίωσης) δεν συνεπάγεται ούτε η τροποποίηση των όρων δοµήσεως µε το άρθρο 44 του ν. 2145/1993, διότι η αύξηση του συντελεστή δόµησης (0,8 έναντι 0,6 που ίσχυε προηγουµένως) αντισταθµίζεται από την αύξηση του ακαλύπτου χώρου, ενώ ο όρος δοµήσεως που αναφέρεται στο ύψος δεν συνιστά καθεαυτόν δυσµενή µεταβολή των συνθηκών”.). Σήµερα η κλιµατική αλλαγή, ο τρόπος ζωής στις πόλεις και η υπερσυγκέντρωση σε αυτές, η ποικιλότροπη δραµατική υποβάθµιση του περιβάλλοντος, η ανάγκη ενσωµάτωσης συστηµάτων για εξοικονόµηση ενέργειας - φυσικών πόρων - χρηµάτων και για περιορισµό των ρύπων κατά τη δηµιουργία και λειτουργία των κτηρίων, η παρουσία νέων τεχνολογιών και συστηµάτων δόµησης, όλα οδηγούν στην ανάγκη υιοθέτησης νέων προβλέψεων και κινήτρων για την ανάπτυξη των κτηρίων σε ορισµένες περιοχές της πόλης. Είναι γνωστό πως αντιµετωπίζουµε ένα µεγάλο ενεργειακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο και απαιτούνται τεράστια κονδύλια για την αντιστάθµιση της κλιµατικής αλλαγής, χωρίς παράλληλα να αναβαθµίζεται η ποιότητα της καθηµερινής ζωής. Στην Αθήνα, το φαινόµενο της θερµικής νησίδας κάνει την πόλη να διαθέτει υψηλότερες θερµοκρασίες από τις περιαστικές περιοχές που την περιβάλλουν και διπλασιάζει το οικολογικό της αποτύπωµα. Η θερµοκρασία, η βροχόπτωση, ο άνεµος και η υγρασία, που αποτελούν κλιµατικές παραµέτρους του µικροκλίµατος, παρουσιάζουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση µε το παρελθόν. Τα παλαιά ενεργοβόρα κτήρια παράγουν περισσότερους ρύπους από τα νεώτερα που ενσωµατώνουν σύγχρονες τεχνολογίες και ενεργειακά συστήµατα, µε αποτέλεσµα τα παλαιότερα κτήρια µε µικρότερη δόµηση να επιβαρύνουν πολύ περισσότερο το περιβάλλον από τα νεώτερα, τα οποία µε αυξηµένη δόµηση διαθέτουν σηµαντικά µικρότερο ενεργειακό αποτύπωµα. Σήµερα, ο υπολογισµός της επιβάρυνσης που επιφέρει η δόµηση, πέρα από το “συντελεστή δόµησης” και την πυκνότητα του πληθυσµού, λαµβάνει πλέον υπόψη το “ενεργειακό-περιβαλλοντικό της αποτύπωµα” και αυτό από µόνο του οδηγεί -όπου αυτό είναι εφικτό- σε ανατροπές αντίληψης τον ίδιο το σχεδιασµό. H εφαρµογή του νέου Οικοδοµικού Κανονισµού µπορεί να οδηγήσει στην επιβράδυνση της κλιµατικής καταπόνησης, στη βελτίωση των δαπανών χρήσης των κτηρίων και στην προαγωγή των περιβαλλοντικών και κοινωνικών θεµάτων που σχετίζονται µε το δοµηµένο περιβάλλον. Η πυκνότητα των κτηρίων, η θέση τους στο οικόπεδο, ο τρόπος ανάπτυξης των κτηριακών όγκων, η κακή σχέση τους µε τα πλάτη των δρόµων και η έλλειψη ανοιχτών ιδιωτικών και κοινόχρηστων χώρων, αποτελούν βασικές αιτίες περιβαλλοντικής υποβάθµισης της πόλης. Με το νέο Οικοδοµικό Κανονισµό καθίσταται δυνατό στις µελέτες για νέα κτήρια να εφαρµόζονται σύγχρονες αρχές δόµησης που είναι εναρµονισµένες µε νέες διαπιστώσεις και προβλέψεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για απόδοση οφέλους στο κοινωνικό σύνολο. Ο νέος Κανονισµός λαµβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες των περιοχών της πόλης που χαρακτηρίζονται από υψηλές πυκνότητες, αποσαθρωµένο κτηριακό απόθεµα ακατάλληλο για αναβάθµιση, καθώς και τις συνθήκες σε παλαιότερες περιοχές της πόλης µε κατακερµατισµένη µικρή ιδιοκτησία που οδηγούν συχνά σε χαµηλής ποιότητας ανάπτυξη. Στις περιοχές αυτές το µικροκλίµα επηρεάζεται από σηµαντικούς παράγοντες, µεταξύ αυτών από την αρχιτεκτονική των κτηρίων, την ανάπτυξη των κτηριακών όγκων και τη σχέση τους µε τους υπαίθριους χώρους που συμβάλλουν στην αύξηση της θερµοκρασίας και στην ατµοσφαιρική ρύπανση. Σε κάθε περίπτωση, η γενική πολεοδοµική οργάνωση, η ρυµοτοµία, τα γεωµετρικά χαρακτηριστικά και ο φυσικός σχεδιασµός του κάθε οικιστικού συνόλου και των επί µέρους τµηµάτων συναρτώνται άµεσα µε το µικροκλίµα της κάθε αστικής περιοχής. Επιπλέον, οι περιοχές αυτές -σχεδόν πάντα- στερούνται επαρκών κοινόχρηστων χώρων για την εξυπηρέτηση των πεζών και των αναγκών του αστικού εξοπλισµού (όπως µικρών χώρων για την ένταξη στάσεων µέσων µαζικής µεταφοράς, µικρών χώρων αναψυχής και ανάπαυσης, χώρων ανάπτυξης πρασίνου κ.λπ.). Τα πυκνοδοµηµένα, τα φθίνοντα κέντρα των πόλεων και οι υποβαθµισµένες περιοχές που κατοικούνται από αδύναµες κοινωνικές οµάδες είναι συχνά περιοχές µε κλιµατικό πρόβληµα ή πρόβληµα έλλειψης επαρκών κοινόχρηστων χώρων. Ο τρόπος ανάπτυξης των κτηρίων σε αυτές τις περιοχές µπορεί να έχει σηµαντικά αποτελέσµατα για την βελτίωση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών συνθηκών που επίσης σχετίζονται µε την αναβάθµιση της ποιότητας ζωής. Η “αστική µορφολογία” -η µορφή των κτηρίων και των χώρων που δηµιουργούν-, είναι από τους βασικούς παράγοντες διαµόρφωσης του µικροκλίµατος και η µεταβολή της αστικής µορφολογίας µπορεί να τροποποιήσει τοπικά τις ατµοσφαιρικές συνθήκες, τις τιµές βιοκλιµατικών παραµέτρων όπως η θερµοκρασία και η υγρασία του περιβάλλοντος, η ταχύτητα και η διεύθυνση του ανέµου, καθώς και το ισοζύγιο ακτινοβολιών, επηρεάζοντας τη θερµική και οπτική άνεση µιας περιοχής. Για τις περιοχές αυτές, στις προβλέψεις του νέου Οικοδοµικού Κανονισµού δίνεται η δυνατότητα αύξησης του συντελεστή δόµησης στις περιπτώσεις εκείνες που για το κτήριο επιλέγεται να περιοριστεί η κάλυψή του σε σχέση µε την επιτρεπόµενη, όταν αναπτύσσεται σε οικόπεδο που προκύπτει από τη συνένωση µικρότερων οικοπέδων, όταν αποδίδει µέρος του ακάλυπτου χώρου ή της στέγης του σε δηµόσια χρήση, όταν αποσύρεται και αντικαθίσταται µε άλλο κτήριο που πληρεί συγκεκριµένες προϋποθέσεις ή όταν κατασκευάζεται µε τέτοιον τρόπο ώστε να είναι εξαιρετικά περιορισµένο ή σχεδόν µηδενικό το ενεργειακό του αποτύπωµα. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται µε τον νέο Κανονισµό η σφράγιση του φυσικού εδάφους µε την επέκταση του υπογείου στο σύνολο του οικοπέδου, ώστε να µην καταργούνται ο φυσικός κύκλος του νερού και η δυνατότητα ανάπτυξης υψηλής βλάστησης […]. Ο νέος Κανονισµός σέβεται και διατηρεί τις δοµές της πόλης που είναι ορατές και αξιοποιήσιµες για την ογκοπλαστική µνήµη της και οι παραπάνω προβλέψεις του δεν έχουν εφαρµογή στα προστατευτέα µέρη της. Σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ειδικοί περιορισµοί, το µεγαλύτερο ύψος των κτιρίων συνοδευόµενο από µικρότερη κάλυψη και σε συνάρτηση µε το πλάτος των δρόµων, των ελεύθερων χώρων της πόλης και τις µεταξύ τους αποστάσεις επηρεάζει επίσης την κίνηση του αέρα και µπορεί να επιφέρει βελτίωση του µικροκλίµατος στις δοµηµένες περιοχές υψηλής πυκνότητας. Ο αέρας µεταφέρει τη θερµότητα µακριά από τους ανθρώπους και τα κτήρια και µε τον τρόπο αυτόν επηρεάζει την ενεργειακή τους κατανάλωση. Υπό αυτούς τους όρους η προτεινόµενη αύξηση του συντελεστή δόµησης συνοδεύεται από τον περιορισµό του περιβαλλοντικού αποτυπώµατος της δόµησης, και συνεπώς δεν συνιστά επιδείνωση αλλά βελτίωση της ποιότητας διαβίωσης και της ποιότητας του περιβάλλοντος. Σε επίπεδο πόλης τα οφέλη είναι περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονοµικά και στοχεύουν σε µια πιο βιώσιµη αστική πραγµατικότητα. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα εφαρµογής νέων προτύπων ανάπτυξης µέσα από την ανακύκλωση πολεοδοµηµένης γης και την απόσυρση σαθρών κτηρίων, ενώ µέσω της παροχής κινήτρων επέρχεται εξοικείωση µε τις νέες πρακτικές, συνειδητοποίηση των περιβαλλοντικών προβληµάτων και υιοθέτηση νέων συµπεριφορών.». Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση για το ανωτέρω άρθρο 15 σημειώνεται ότι: «Με τη διάταξη της παραγράφου 13β συμπληρώνεται η παρ. 8 του άρθρου 15 του ν. 4067/2012 η οποία παρείχε τεχνικώς τη δυνατότητα υπέρβασης του ύψους όπως αυτό εκάστοτε ισχύει κατά 1,00 μ. υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα, προβλέπεται στις περιπτώσεις κτηρίων που επιπλέον των προϋποθέσεων που τίθενται είτε κατασκευάζεται φυτεμένο δώμα κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 4067/12, είτε πραγματοποιείται μείωση του επιτρεπόμενου ποσοστού κάλυψης του οικοπέδου κατά 5% η δυνατότητα αύξησης του ύψους όπως αυτό εκάστοτε ισχύει μέχρι 2,00 μ. Ρυθμίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η εναρμόνιση των σχετικών διατάξεων του ΝΟΚ που αφορούν τον ορισμό του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους σε συνάρτηση με το συντελεστή δόμησης (άρθρο 15) με άλλες ειδικές διατάξεις και κανονιστικές αποφάσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές με πολυώροφα κτήρια». Τέλος, για το άρθρο 25 αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του άρθρου αυτού παρέχεται κίνητρο αύξησης του συντελεστή δόμησης για όσα κτήρια διαθέτουν βιοκλιματικό και ενεργειακό σχεδιασμό, απαιτούν ελάχιστη δυνατή κατανάλωση ενέργειας και χρησιμοποιούν συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας καθώς και συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή ταυτόχρονα παρουσιάζουν εξαιρετική περιβαλλοντική απόδοση.
19. Επειδή, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Ο.Κ., οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 αυτού, με τις οποίες ορίζεται το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών σε συνάρτηση προς τον ισχύοντα στην περιοχή συντελεστή δόμησης, σύμφωνα με την κλίμακα που ορίζει το εν λόγω άρθρο 15, δεν έχουν την έννοια ότι καταργούν τις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις των διαταγμάτων, με τις οποίες καθορίζεται κατά περίπτωση το ανώτατο ύψος των κτηρίων, αλλά ότι οι ειδικές αυτές διατάξεις κατισχύουν εκείνων του άρθρου 15, τούτο όμως, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το καθοριζόμενο από τις ειδικές διατάξεις αριθμητικώς ύψος δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρο 15 του Ν.Ο.Κ.. Αντίθετη ερμηνεία, κατά την οποία, με το άρθρο 15 του Ν.Ο.Κ. καθορίζεται, συλλήβδην για όλες τις περιοχές της χώρας, το ανώτατο ύψος των οικοδομών σε συνάρτηση με τον ισχύοντα σ.δ., θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, όπως ήδη εκτέθηκε, επιτάσσει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών με τη θέσπιση εξιδιασμένων όρων δομήσεως για τον καθένα, κατόπιν μελέτης των τοπικών συνθηκών και της φυσιογνωμίας κάθε περιοχής και με τη συμμετοχή του οικείου Ο.Τ.Α. και των ενδιαφερομένων πολιτών, δεν επιτρέπει δε την δια γενικής διατάξεως και χωρίς επιστημονική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην των ειδικών όρων δομήσεως που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή κατόπιν τηρήσεως των ανωτέρω συνταγματικών εγγυήσεων (βλ. ΟλΣτΕ 705/2020, 1383/2016, 7μ., 796/2916, πρβλ. και ΣτΕ 2531/2015, 7μ.). Ενόψει τούτων, με βάση τα δεδομένα που ισχύουν όσον αφορά την επίμαχη περιοχή του Δήμου Αλίμου, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 περ. β΄ του Ν.Ο.Κ. που παρατέθηκε ανωτέρω, για συντελεστή δόμησης έως και 0,80, όπως ο εν προκειμένω ισχύων στην περιοχή, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων ορίζεται σε 14 μ.. Το ύψος αυτό εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο με το ισχύον π.δ της 10.10.1979 (που ορίζει μέγιστο ύψος τα 17 μέτρα).
20. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄, 15 παρ. 1 και 8 και 25 του Ν.Ο.Κ., προκύπτει δε και από τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν (βλ. ανωτέρω σκέψη 18), οι θεσπιζόμενες με τις διατάξεις αυτές ρυθμίσεις απευθύνονται, κατά πρώτον, στον πολεοδόμο, ήτοι στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα προβλεπόμενα από αυτές ανώτατα αριθμητικά μεγέθη κατά την έγκριση, επέκταση ή τροποποίηση των σχεδίων πόλεων. Οι ίδιες ως άνω διατάξεις απευθύνονται, όμως, και στις κατά τόπους αρμόδιες πολεοδομίες (υπηρεσίες δόμησης), κατά τη χορήγηση των οικοδομικών αδειών στο στάδιο υλοποίησης του Πολεοδομικού σχεδιασμού. Τούτο δε υπό την έννοια όχι ότι κατισχύουν των ειδικών πολεοδομικών ρυθμίσεων που ισχύουν στην περιοχή, αλλά ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά, παρέχοντας υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, τη δυνατότητα προσαυξήσεων στα μεγέθη αυτά σημειακά, για νεοανεγειρόμενα μόνο κτήρια, προς τους κατά τα ανωτέρω σκοπούς της ενεργειακής αναβάθμισης και μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των κτηρίων, της απελευθέρωσης κοινόχρηστων χώρων και της εν γένει βελτίωσης του οικιστικού περιβάλλοντος. Η κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων, όμως, δυνατότητα περεκκλίσεων από τους ισχύοντες σε μια συγκεκριμένη περιοχή όρους δόμησης κατά την κατασκευή των κτηρίων είναι δυνατόν να οδηγήσει, κατ’ αποτέλεσμα, σε καταστρατήγηση του ανωτέρω διαμορφωθέντος νομολογιακού κανόνα, κατά τον οποίον οι γενικές διατάξεις του Ν.Ο.Κ. κατισχύουν των ειδικών πολεοδομικών διατάξεων μόνον εφόσον προβλέπουν μικρότερα (αυστηρότερα) ανώτατα αριθμητικά μεγέθη από αυτά που ορίζουν οι εν λόγω ειδικές διατάξεις, άλλως θα αντέκειντο στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος που δεν επιτρέπει την δια γενικής διατάξεως και χωρίς επιστημονική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην των ειδικών όρων δομήσεως που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή. Τούτο δε υπό την έννοια ότι οι διατάξεις του Ν.Ο.Κ. καταλήγουν, λόγω των προβλεπόμενων σε αυτές προσαυξήσεων, να υπερβαίνουν τα οριζόμενα στις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις αριθμητικά μεγέθη, τα οποία εν τέλει καθίστανται μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα στις ειδικές διατάξεις μεγέθη. Πράγματι δε, στην προκειμένη περίπτωση, με τη σωρευτική εφαρμογή των προβλεπόμενων από τις ανωτέρω διατάξεις κινήτρων αυξημένης δόμησης, αφενός μεν ο συντελεστής δόμησης υπερβαίνει τον καθορισθέντα από το ειδικώς εφαρμοστέο π.δ. της 10.10.1979 συντελεστή δόμησης, αφετέρου δε το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων υπερβαίνει το κατ’ αρχήν καθοριζόμενο, βάσει του ισχύοντος συντελεστή δόμησης κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν.Ο.Κ., ύψος. Ειδικότερα, με βάση τον ανώτατο επιτρεπόμενο από το π.δ. της 10.10.1979 συντελεστή δόμησης για τον τομέα Χ, όπου ευρίσκεται το ακίνητο (0,80), η μέγιστη δομούμενη επιφάνεια του ακινήτου ανέρχεται σε 876,66 τ.μ. (1.095,82 τ.μ συνολική επιφάνεια ακινήτου επί 0,80). Στον συντελεστή αυτόν αντιστοιχεί ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος 14 μ., σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 περ. α΄ του Ν.Ο.Κ. (το οποίο, ως αυστηρότερο, κατισχύει, όπως προελέχθη, των διατάξεων του ανωτέρω από 10.10.1979 π. δ/τος που προβλέπουν ύψος 17 μ.). Περαιτέρω, από την εφαρμογή των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β’ (αύξηση του συντελεστή δόμησης κατά 15% με ταυτόχρονη ισόποση μείωση του ποσοστού κάλυψης) και 25 παρ. 1 (αύξηση του συντελεστή δόμησης κατά 5% από την κατάταξη του κτηρίου στην ανώτερη κατηγορία ενεργειακής Απόδοσης) του Ν.Ο.Κ., προέκυψε νέος σ.δ. 0,86 και επιπλέον δόμηση 109,5 τ.μ., συνολικά δε η δομούμενη επιφάνεια ανέρχεται σε 986,16 τ.μ. [βλ. το από Απριλίου 2022 διάγραμμα («πραγματοποιούμενα στοιχεία δόμησης») δόμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού ...]. Παράλληλα, η κατά τα ανωτέρω αύξηση του συντελεστή δόμησης (από 0,80 σε 0,86) δεν επέφερε μόνο αύξηση της συνολικής δομούμενης επιφάνειας αλλά και αύξηση του ανώτατου επιτρεπόμενου ύψους, καθόσον, κατά την περ. β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν.Ο.Κ., για συντελεστή δόμησης έως και 1,2 το ύψος ανέρχεται στα 17,25 μ.. Αν μάλιστα συνυπολογισθεί στο ύψος αυτό (17,25 μ.) η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 παρ. 8 περ. γ’ του ΝΟΚ αύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους έως 1 μ. (λόγω φυτεμένου δώματος), η ανεγειρόμενη οικοδομή καταλήγει να έχει ύψος 18,25 μ. Το πραγματοποιούμενο, εν τέλει μέγιστο ύψος με βάση το ως άνω διάγραμμα («πραγματοποιούμενα στοιχεία δόμησης») και την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια υπολογίζεται στα 18,04 μ.. Το τελικό δε ύψος της οικοδομής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 παρ. 2 του ΝΟΚ που προβλέπει επιπλέον ύψος 3,40 μ. για τη δημιουργία φυτεμένων δωμάτων, διαμορφώνεται στα 21,84 μ.
21. Επειδή, οι επίμαχες διατάξεις του ΝΟΚ, με τις οποίες, δυνάμει των προβλεπομένων σε αυτές προσαυξήσεων των όρων δόμησης (σ.δ., ύψος), παρέχεται συλλήβδην η δυνατότητα ανεγέρσεως κτηρίων κατά παρέκκλιση από τους ισχύοντες σύμφωνα με τις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις όρους, εφαρμόσθηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης οικοδομικής αδείας χωρίς να υφίσταται η κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική επιστημονική μελέτη που να τεκμηριώνει τις περιεχόμενες στις διατάξεις αυτές ρυθμίσεις, σε σχέση με τον συγκεκριμένο οικισμό (εν προκειμένω του Δήμου Αλίμου), στον οποίον εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, μια τέτοια μελέτη πρέπει, με κριτήρια αμιγώς πολεοδομικά που να αναφέρονται, όχι απλώς στα συγκεκριμένα ακίνητα στα οποία θα εφαρμόζονται τα κίνητρα, αλλά στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού, να αξιολογεί την εφαρμογή των πολεοδομικών αυτών κριτηρίων με γνώμονα τον βαθμό της οικιστικής ανάπτυξής του, τα περιθώρια της επιβάρυνσής του, τη θέση, τις ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά του, και την εν γένει φυσιογνωμία του. Στοιχείο αποτελεί, επίσης, και ο καθορισμός της συνολικής επιβάρυνσης της περιοχής, στην οποία εφαρμόζονται τα κίνητρα, ώστε να μην υπερβαίνει το όριο, πέρα από το οποίο αλλοιώνεται η οικιστική φυσιογνωμία της περιοχής με βάση το οικοδομικό σύστημα που έχει ήδη αναπτυχθεί και τους ισχύοντες σε αυτόν όρους δόμησης και τις χρήσεις. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, ως μία από τις συνιστώσες της Πολεοδομικής φυσιογνωμίας της περιοχής, η οικιστική πυκνότητα της περιοχής, ώστε η εφαρμογή να μη συνεπάγεται υπέρβαση του ορίου κορεσμού, το οποίο εκτιμάται για κάθε περιοχή, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης και των οικιστικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν με βάση τον συντελεστή αυτόν, προκειμένου να μην επιβαρύνονται περαιτέρω περιοχές, στις οποίες ισχύει ήδη υψηλός συντελεστής, αλλά και να μην επιδεινώνονται οι ευμενείς πολεοδομικές συνθήκες στις περιοχές, στις οποίες οι συνθήκες αυτές έχουν διαμορφωθεί, λόγω του ισχύοντος πολύ χαμηλού συντελεστή δόμησης (βλ. ΟλΣτΕ 2366-7/2007). Η κατά τα ανωτέρω δε εξιδιασμένη επιστημονική μελέτη απαιτείται, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο έλεγχος εκ μέρους του ακυρωτικού δικαστή του συνταγματικώς επιτρεπτού των επίμαχων παρεκκλίσεων του Ν.Ο.Κ. από τις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις και συγκεκριμένα εν σχέσει προς τις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος για ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό κατόπιν ειδικής επιστημονικής μελέτης αλλά και προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ενόψει των σκοπών των ρυθμίσεων αυτών, ήτοι της ενεργειακής αναβάθμισης των κτηρίων και της αύξησης των κοινόχρηστων χώρων και των χώρων πρασίνου. Δοθέντος δε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, αυτοτελώς ορώμενες, δεν μπορεί να θεωρηθεί, άνευ άλλου, ότι επιφέρουν επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος (βλ. ΟλΣτΕ 4946-4948/1995), η έλλειψη, εν προκειμένω, της ειδικής επιστημονικής μελέτης, με την οποία να τεκμηριώνεται αν, ενόψει της φυσιογνωμίας, των ιδιαιτεροτήτων και των αναγκών του οικισμού όπου ευρίσκεται το ένδικο ακίνητο, το «προσδοκώμενο» περιβαλλοντικό όφελος, παρά την αύξηση της δόμησης και του ύψους που επέρχεται με τα κίνητρα, παραμένει σημαντικό για τον οικισμό ή, ενδεχομένως, μειώνεται, εξανεμίζεται, ή, ακόμη, καθίσταται επιζήμιο για τον τόπο, καθιστά κατ’ ουσίαν ανέφικτη εκ μέρους του ακυρωτικού δικαστή τη στάθμιση μεταξύ των σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Η εν λόγω στάθμιση αποβλέπει στην πρακτική εναρμόνιση αφενός της ανάγκης προώθησης ενεργειακών πολιτικών και αφετέρου της προστασίας του περιβάλλοντος, προκειμένου να διαγνωσθεί αν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα από την εφαρμογή των επίμαχων όρων στην περιοχή θα επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης. Και τούτο διότι ένα φιλικό προς το περιβάλλον κίνητρο ανέγερσης κτηρίου, αν δεν εντάσσεται ορθολογικά και συστηματικά σε ορισμένη περιοχή, με λήψη υπόψη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, δεν αποκλείεται να επιφέρει ζημία, πολλώ μάλλον όταν συνοδεύεται από αύξηση της δόμησης και του ύψους, που ενδέχεται να επισκιάζει το όποιο περιβαλλοντικό όφελος. Επίσης, δεν αποκλείεται ένα φιλοπεριβαλλοντικό κίνητρο να μην είναι τόσο σημαντικό ή το ίδιο σημαντικό σε δυο περιοχές της χώρας. Παραδείγματος χάριν, μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει η μείωση του ποσοστού κάλυψης ενός οικοπέδου σε μία πυκνοδομημένη περιοχή παρά σε μία αραιοκατοικημένη, στην οποία μπορεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του κτηρίου, λόγω της δυνατότητας αύξησης της δόμησης και του ύψους με την εφαρμογή των κινήτρων, να είναι ακόμη και αρνητικό. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι επίδικες διατάξεις βρίσκονται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, παραμερίζουν τους ειδικούς όρους δόμησης που έχουν θεσπισθεί για τη συγκεκριμένη περιοχή του Δήμου Αλίμου, χωρίς την κατά την ανωτέρω συνταγματική επιταγή εξιδιασμένη επιστημονική μελέτη, ώστε να μπορεί να κριθεί αν εκ της εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτών επέρχεται ή όχι επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβιώσεως της περιοχής. Την έλλειψη δε της μελέτης αυτής δεν καλύπτει, ούτε η εισηγητική έκθεση του νόμου, η οποία, όπως προκύπτει από το αναλυτικώς παρατιθέμενο ανωτέρω περιεχόμενό της, αναφέρεται εν γένει στα οφέλη στο οικιστικό περιβάλλον από τα επίμαχα κίνητρα, σε κάθε δε περίπτωση, ούτε και η προβλεπόμενη για την έκδοση οικοδομικών αδειών, με τις οποίες γίνεται εφαρμογή των κινήτρων, σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής. Και τούτο, διότι με το οικείο πρακτικό του Συμβουλίου (το οποίο μάλιστα ακολουθεί την πάγια διατύπωση των σχετικών πρακτικών, εν σχέσει προς τη δυνατότητα υπαγωγής της οικοδομής στις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 4067/2012), επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν οι εφαρμοστέες διατάξεις, χωρίς να κρίνεται με αυτό ειδικότερα, ύστερα από επίκληση και εκτίμηση συγκεκριμένων στοιχείων αν τα παρεχόμενα με το άρθρο 10 του Ν.Ο.Κ. κίνητρα επιδεινώνουν ή όχι το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται βασίμως, οι δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας και του Δήμου Αλίμου πρέπει να απορριφθούν. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Παρέδρου Δ. Πυργάκη, οι επίμαχες διατάξεις του ΝΟΚ προκαλούν, καθ’ αυτές, ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, για τους λόγους που αναφέρονται στην 293/2024 απόφαση του Τμήματος.
22. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄, 11 παρ. 6 περ. δ΄, ε΄, ιδ΄ και ιστ΄, 15 παρ. 8 περ. γ΄, 19 παρ. 2 περ. α΄ και 25 παρ. 1 του ΝΟΚ είναι αντίθετες προς την Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197), καθόσον επέχουν θέση “σχεδίου” όρων δόμησης, κατά την έννοια της εν λόγω Οδηγίας, και επάγονται δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ως εκ τούτου δε, της θεσπίσεώς τους έπρεπε να προηγηθεί στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στην Οδηγία αυτή.
23. Επειδή, με την προαναφερθείσα Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ενώ για τα σχέδια και προγράμματα τοπικής σημασίας και τις ήσσονες τροποποιήσεις των προαναφερομένων σχεδίων επετράπη στα κράτη-μέλη να αποφασίζουν αν αυτά συνεπάγονται σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν, επομένως, πρέπει να υποβάλλονται σε περιβαλλοντική εκτίμηση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: α) ως "σχέδια και προγράμματα" νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους: - που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και -που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, β) ...». Στο άρθρο 3 της Οδηγίας ορίζεται ότι «1. Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα: α) τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ [ήδη οδηγίας 2011/92/ΕΕ - βλ. άρθρο 14 αυτής], ή β) για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. 3. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. ...». Κατά το άρθρο 4 της Οδηγίας, «1. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας. ...». Η ως άνω οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με την κοινή υπουργική απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/28.8.2006 (Β΄ 1225). Η εν λόγω κ.υ.α. προβλέπει τη διενέργεια “στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης” για τις περιπτώσεις σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, εκπονούνται, πλην άλλων, στους τομείς του Πολεοδομικού σχεδιασμού ή της χρήσης γης και καθορίζουν το πλαίσιο για την έκδοση αδειών ορισμένων έργων ή δραστηριοτήτων (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ και Παράρτημα Ι), ενώ για άλλες περιπτώσεις σχεδίων και προγραμμάτων η κ.υ.α. προβλέπει τη διενέργεια περιβαλλοντικού προελέγχου, προκειμένου να κριθεί αν αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεπάγονται σοβαρές επιπτώσεις για το περιβάλλον και, επομένως, αν απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης (άρθρο 3 παρ. 1 περ. β΄, παρ. 2 και Παράρτημα ΙΙ). Σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της κ.υ.α., στα σχέδια και προγράμματα που υποβάλλονται σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου περιλαμβάνονται και εκείνα που αποτελούν (ήσσονα) τροποποίηση των αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 3 σχεδίων και προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, τα γενικά πολεοδομικά σχέδια.
24. Επειδή, ενόψει του σκοπού της ως άνω Oδηγίας 2001/42, που συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην εκπόνηση και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, οι διατάξεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της χρήζουν διασταλτικής ερμηνείας (ΔΕΕ 7 Ιουνίου 2018, Raoul Thybaut κ.λπ. κατά Region Wallone, C-160/17 σκ. 40, 27 Οκτωβρίου 2016, D’ Oultremont κ.λπ., C-290/15, σκ. 40, 10 Σεπτεμβρίου 2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής, C-473/14, σκ. 50). Οποιαδήποτε εξαίρεση από τις εν λόγω διατάξεις ή περιορισμός τους πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύεται στενώς (ΣtΕ 1761/2019 Ολομ. σκ. 15). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. α΄ της Οδηγίας, ως "σχέδια και προγράμματα" υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής της, νοούνται εκείνα που πληρούν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, δηλαδή α/ έχουν εκπονηθεί και/ή εγκριθεί από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και β/ «απαιτούνται» βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 στ. α΄ της Οδηγίας, υποβάλλονται συστηματικά σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. α΄, νοούμενα σχέδια και προγράμματα, εφόσον πληρούν επίσης σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, δηλαδή α/ εκπονούνται για ορισμένους τομείς, μεταξύ των οποίων ο τομέας της “χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους”, και β/ καθορίζουν το πλαίσιο για δυνητικές στο μέλλον άδειες έργων, από τα απαριθμούμενα στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων, δηλαδή της Οδηγίας 85/337 και, ήδη, της Οδηγίας 2011/92 (L 26/12). Yπό το πρίσμα της διασταλτικής ερμηνείας των διατάξεων περί του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2001/42, ως προς την πρώτη προϋπόθεση που πρέπει, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α΄ αυτής να συντρέχει, προκειμένου μια πράξη να χαρακτηρισθεί σχέδιο ή πρόγραμμα, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι από το γεγονός ότι η Οδηγία δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικά με πολιτικές (policies) ή με γενικές ρυθμίσεις, οι οποίες “θα έχρηζαν οριοθετήσεως σε σχέση προς τα σχέδια και προγράμματα” (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ Bund Naturschutz, C-300/20, σκ. 41, της 25.6.2020, Ανεμογεννήτριες σε Aalter και Nevele, C-24/19, σκ. 61, Ιnter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, σκ. 60, D’ Oultremont κ.λπ., σκ. 52), δηλαδή θα εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της, συνάγεται ότι η έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» μπορεί να καλύπτει και πράξεις γενικής ισχύος, είτε νομοθετικές είτε κανονιστικές (αποφάσεις ΔΕΕ Ιnter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, σκ. 60, D’ Oultremont, C-290/15, σκ. 52, της 17.6.2010, Terre wallonne και Inter-Environnement Wallonie, C-105/09 και C-110/09 συνεκδ., σκ. 41 κ.α.). Ενόψει δε τούτου, το γεγονός ότι μία πράξη περιέχει γενικούς κανόνες και έχει “έναν ορισμένο βαθμό αφαιρετικότητας”, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει τον χαρακτήρα, και έκδηλο ακόμη, προγράμματος ή σχεδίου και να εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 8.5.2019, Verdi Ambiente κλπ., C-305/18, σκ. 57, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, σκ. 60, D’ Oultremont, C-290/15, σκ. 52-53, βλ. και ΣτΕ 547/2022 Ολομ., σκ. 21, 524/2021 7μ., σκ. 21, 1761/2019 Ολομ., σκ. 15, 1305/2019 Ολομ., σκ. 15). Έτσι, μολονότι κάθε νομοθετικό μέτρο δεν αποτελεί «σχέδιο» ή «πρόγραμμα» κατά την έννοια της Οδηγίας, το γεγονός και μόνον ότι ένα μέτρο θεσπίζεται δια της νομοθετικής οδού δεν αποτελεί λόγο εξαίρεσής του από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 17.6.2010, Terre wallonne και Inter-Environnement Wallonie, C-105/09 και C-110/09 συνεκδ., σκ. 41, προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση D’ Oultremont κ.λπ., C-290/15, παρ. 61 και στην υπόθεση Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, παρ. 34). Περαιτέρω, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του ίδιου ως άνω άρθρου 2 στοιχ. α΄, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι “απαιτούνται” - και, κατά συνέπεια, υποβάλλονται σε διαδικασία εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους - τα σχέδια και προγράμματα, των οποίων η έγκριση στηρίζεται σε εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν τις αρμόδιες για την έγκριση των εν λόγω σχεδίων και προγραμμάτων αρχές, καθώς και τη διαδικασία εκπονήσεώς τους, αδιαφόρως αν η έγκριση είναι υποχρεωτική ή προαιρετική (ΔΕΕ αποφάσεις της 7.6.2018, Thybaut, C-160/17, σκ. 42-43, και της 22.3.2012, Inter-Environnement Bruxelles, C- 567/10, σκ. 31). Εξ άλλου, σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχ. α΄ της Οδηγίας (εκπόνηση του σχεδίου ή προγράμματος στον τομέα πλην άλλων, της “χωροταξίας ή χρήσης γης”), κατά τη νομολογία του ΔΕΕ (αποφάσεις της 7.6.2018, C-671/16, σκ. 43 και της C-160/17, σκ. 48), ο τομέας της “χωροταξίας και της χρήσης του εδάφους” δεν περιορίζεται στη χρήση του εδάφους, υπό τη στενή έννοια, δηλαδή την κατάτμηση του εδάφους σε ζώνες και στον καθορισμό των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται εντός των ζωνών αυτών, αλλά καλύπτει κατ’ ανάγκην ένα ευρύτερο πεδίο. Σχετικώς δε με τη δεύτερη προϋπόθεση του ίδιου ως άνω άρθρου 3 παρ. 2 στοιχ. α΄ της Οδηγίας (καθορισμός του πλαισίου για μελλοντικές άδειες έργων), όπως έχει κριθεί, υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας κάθε πράξη η οποία καθορίζει, θεσπίζοντας κανόνες και διαδικασίες ελέγχου που έχουν εφαρμογή στον οικείο τομέα, ένα σημαντικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση και την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων έργων ικανών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (ΔΕΕ 11.9.2012 Ν. Α. Αιτωλοακαρνανίας, C-43/10, σκ. 95, προαναφ. αποφάσεις Thybaut, σκ. 54, D’ Oultremont, σκ. 49, πρβλ. προαναφ. απόφαση Inter-Environnement Bruxelles, σκ. 30, ΣΕ 1761/2019 Ολομ. σκ. 15). Η έννοια δε του «σημαντικού συνόλου κριτηρίων» εκλαμβάνεται κατά τρόπο ποιοτικό και όχι ποσοτικό, προκειμένου να αποτρέπονται πιθανές μεθοδεύσεις για την καταστρατήγηση των υποχρεώσεων, τις οποίες προβλέπει η Οδηγία 2001/42, μέσω του κατακερματισμού των μέτρων, με αποτέλεσμα τη μείωση της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της (ΔΕΕ 7.6.2018, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, σκ. 55, 7.6.2018, Thybaut κ.λπ. C160/17, σκ. 55 κ.ά.). Περαιτέρω, όπως επίσης έχει κριθεί, η έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» δεν περιλαμβάνει μόνον την εκπόνηση αλλά και την τροποποίησή τους (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 22.3.2012, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-567/10, σκ. 36, της 10.9.2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής, C-473/14, σκ. 44 και της 12.6.2019, CFE, C-43/18, σκ. 71). Τέλος, κατά τα κριθέντα, προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο το ίδιο σχέδιο ή πρόγραμμα να υποβάλλεται σε πλείονες εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εξαιρούνται της υποχρέωσης διενέργειας ΣΕΠΕ τα σχέδια και τα προγράμματα που εντάσσονται σε ιεραρχία πράξεων, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους και ως προς τις οποίες μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι τα συμφέροντα που επιδιώκει να προασπίσει η Οδηγία 2001/42 έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη (αποφάσεις ΔΕΕ της 10.9.2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής, C-473/14, σκ. 55, της 22.3.2012, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-567/10, σκ. 42). Αντιθέτως, όταν μία πράξη, ακόμη και αν δεν περιέχει ρυθμίσεις θετικού δικαίου, επιτρέπει, κατά τροποποίηση του ισχύοντος Πολεοδομικού καθεστώτος, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων εκεί όπου πριν αυτές απαγορεύονταν, μεταβάλλει την υφιστάμενη νομική κατάσταση («πλαίσιο αναφοράς») και συνεπάγεται την υπαγωγή της σχετικής ρυθμίσεως στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 2, στοιχ. αʹ, και 3, παράγρ. 2, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2001/42» (βλ. προαναφ. απόφαση Thybaut κ.λπ., σκ. 57 και 58 βλ. επίσης ΣτΕ 524/2021 7μ., σκ. 21).
25. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, προκειμένου ορισμένη πράξη να συνιστά “σχέδιο ή πρόγραμμα” και, ως εκ τούτου, να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ, πρέπει, μεταξύ άλλων, αυτή να “εγκρίνεται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση” και η έκδοσή της να “απαιτείται” “βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων”, δηλαδή η έγκρισή της να στηρίζεται σε εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν τις αρμόδιες για την έγκρισή της αρχές και τη διαδικασία εκπονήσεώς της. Κατά την προφανή και μη καταλείπουσα εύλογες αμφιβολίες έννοια της εν λόγω διατάξεως (βλ. προμνημονευόμενη νομολογία ΔΕΕ), η υπαγωγή στη διαδικασία της Οδηγίας δεν αποκλείεται, όταν η πράξη για την οποία πρόκειται, αποτελεί τυπικό νόμο, διότι, στην περίπτωση αυτή, η έκδοσή της δεν απαιτείται, μεν, κατ’ ακριβολογία, βάσει άλλων “νομοθετικών διατάξεων”, ο ίδιος, όμως, ο τυπικός νομοθέτης, κατ’ ενάσκηση της κανονιστικής του εξουσίας, κρίνει επιβεβλημένη τη θεσμοθέτησή της. Καθόσον, μάλιστα, αφορά την ελληνική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ο ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός ανάγεται σε συνταγματική υποχρέωση (άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος), τυπικός νόμος εκδιδόμενος για την υλοποίηση της εν λόγω συνταγματικής επιταγής, δηλαδή κατά συνταγματική απαίτηση, δεν αποκλείεται, κατά μείζονα λόγο, να περιέχει “σχέδιο ή πρόγραμμα”, για τη θεσμοθέτηση του οποίου να απαιτείται, κατά την έννοια της Οδηγίας, η προηγούμενη περιβαλλοντική εκτίμηση. Παρά ταύτα, το πλέγμα των ανωτέρω επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ., με τις οποίες, ως κίνητρα για την περιβαλλοντική αναβάθμιση και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων, προβλέπεται η δυνατότητα ανέγερσης κτηρίων, δυνάμει των οριζομένων σε αυτές προσαυξήσεων στον συντελεστή δόμησης και το ύψος των κτηρίων, δεν συνιστά, πράγματι, σχέδιο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. α΄ της Οδηγίας. Και τούτο, όχι διότι οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν με τυπικό νόμο, αφού, κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας υπάγονται και τα «σχέδια ή προγράμματα» που εγκρίνονται με νομοθετική πράξη (δεύτερη προϋπόθεση άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. α΄), αλλά διότι, ως εκ του περιεχομένου τους, οι νομοθετικές αυτές διατάξεις δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. α΄ της Οδηγίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις αυτές θεσπίζονται γενικοί κανόνες δόμησης των κτηρίων, οι οποίοι προσδιορίζουν, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, τη λογική, με την οποία αναπτύσσεται ο όγκος, η μορφή και η εξυπηρέτηση των λειτουργιών τους. Δηλαδή, με τις επίμαχες διατάξεις καθορίζεται ο τρόπος παραγωγής των κτηρίων σε ήδη σχεδιασμένο, από απόψεως χωροταξικής και Πολεοδομικής, περιβάλλον. Αντιθέτως, με τις ίδιες ως άνω διατάξεις - οι οποίες σημειωτέον εντάσσονται συστηματικά στον Ν.Ο.Κ, ήτοι σε νομοθέτημα, του οποίου οι διατάξεις αναφέρονται γενικώς στον χώρο αλλά δεν ρυθμίζουν κανένα υποσύνολό του - δεν σχεδιάζεται ο χώρος, εντός του οποίου αυτές θα εφαρμοσθούν. Και ναι μεν καθορίζονται με αυτές οι περιοχές ανά την επικράτεια, όπου επιτρέπεται να εφαρμοσθούν για την έκδοση των οικοδομικών αδειών, ωστόσο, οι διατάξεις καθαυτές, κατά τη διατύπωση του ΔΕΕ, δεν “έχουν ως αντικείμενο τη χωροταξία”, έστω κατά τρόπο ευρύτερο, των εν λόγω γεωγραφικών περιοχών, (βλ. a contrario ΔΕΕ προαναφ. απόφαση D’ Oultermont, σκ. 45), η δε αναφορά τους στις περιοχές εφαρμογής τους συνιστά απλώς προσδιορισμό τους στον χώρο, αλλά δεν τους προσδίδει χωρική ταυτότητα, υπό την έννοια του χωρικού τους σχεδιασμού. Ενόψει των ανωτέρω, οι επίμαχες διατάξεις του Ν.Ο.Κ., ως εκ του γενικού τους χαρακτήρα και περιεχομένου, βαίνουν πέραν ¨ενός ορισμένου βαθμού αφαιρετικότητας¨, που κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, δεν θα απέκλειε άνευ άλλου την υπαγωγή τους στην Οδηγία, ως εκ τούτου δε, δεν συνιστούν σχέδιο ή πρόγραμμα κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. α΄ της Οδηγίας, εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής της. Συνεκδοχικά, λόγω της κατά τα ανωτέρω φύσεώς τους, οι νομοθετικές αυτές διατάξεις δεν πληρούν καμία από τις δύο προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχ. α΄ της Οδηγίας και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στο πεδίο εφαρμογής της. Πράγματι, εις ό,τι αφορά την πρώτη προϋπόθεση, ο Ν.Ο.Κ., ως προς τις διατάξεις αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά “σχέδιο ή πρόγραμμα” στον τομέα της «χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους». Και τούτο διότι, όπως ρητώς αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση, «Ο κανονισµός αυτός, σε συνδυασµό µε τον υπερκείµενο προγραµµατισµό (χωροταξικός - πολεοδοµικός σχεδιασµός για τους όρους δόµησης, αστικός σχεδιασµός για το ιδεατό στερεό και τον επιτρεπόµενο σταθερό όγκο) και το θεσµοθετηµένο πλαίσιο που αφορά στον τρόπο έκδοσης αδειών και τον έλεγχο των κατασκευών, συνιστούν το αδιάρρηκτο τρίπτυχο που ρυθµίζει το σχεδιασµό, τη µελέτη και την υλοποίηση κάθε τεχνικού έργου στον χώρο». Δηλαδή, και σε συνέχεια των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, με τις διατάξεις του Ν.Ο.Κ. δεν επιχειρείται ο χωροταξικός σχεδιασμός, ήτοι η χωρική έκφραση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με τη θέσπιση ρυθμίσεων του πλαισίου για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων, αλλά καθορίζονται γενικοί κανόνες, μεταξύ άλλων, ως προς τα ανώτατα επιτρεπόμενα πολεοδομικά μεγέθη για την κατασκευή των κτηρίων. Όπως δε έχει εκτεθεί σε προηγούμενη σκέψη, απευθύνονται οι διατάξεις αυτές αφενός μεν στον πολεοδόμο, δηλαδή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, η οποία, κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό, οφείλει να μην υπερβαίνει τα καθοριζόμενα από τις διατάξεις αυτές ανώτατα αριθμητικά μεγέθη του Ν.Ο.Κ. (ποσοστό κάλυψης, συντελεστής δόμησης, ύψος), αφετέρου δε στις αρμόδιες για την έκδοση των οικοδομικών αδειών υπηρεσίες δόμησης, οι οποίες θα χορηγήσουν τις οικοδομικές άδειες, κατ’ εφαρμογήν των προβλεπόμενων πολεοδομικών μεγεθών για την κατασκευή των κτηρίων. Η κρίση αυτή ότι οι επίμαχες διατάξεις του Ν.Ο.Κ. δεν εμπίπτουν στον τομέα της «χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους”, δεν αντιστρατεύεται τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ ούτε την αρχή της διασταλτικής ερμηνείας των διατάξεων σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας που το Δικαστήριο έχει καθιερώσει. Συγκεκριμένα, ναι μεν, όπως έχει κριθεί με τις αποφάσεις της 7.6.2018, Inter-Environnement Bruxelles C-671/16, σκ. 43 και της 7.6.2018, Thybaut, C-160/17, σκ. 48, ο τομέας της “χωροταξίας και της χρήσης του εδάφους” δεν περιορίζεται στη χρήση του εδάφους, υπό τη στενή έννοια, δηλαδή την κατάτμηση του εδάφους σε ζώνες και στον καθορισμό των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται εντός των ζωνών αυτών, αλλά καλύπτει κατ’ ανάγκην ένα ευρύτερο πεδίο, πλην, και στις δύο αυτές υποθέσεις τα επίμαχα σχέδια αφορούσαν πράξεις προεχόντως χωροταξικού σχεδιασμού, και ως εκ τούτου ενέπιπταν εξ αυτού του λόγου στον επίμαχο τομέα της “χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους”, οι δε διατάξεις που τα σχέδια αυτά περιελάμβαναν σχετικά με την εφαρμογή όρων δομήσεως στα κτήρια, εντάσσονταν στο πλαίσιο του προβλεπόμενου με αυτές χωροταξικού σχεδιασμού. Ειδικότερα, στην απόφαση της 7.6.2018, Inter-Environnement Bruxelles, η υπόθεση αφορούσε τον περιφερειακό πολεοδομικό κανονισμό ζώνης (ΠΠΚΖ) για την ανάπλαση της ευρωπαϊκής συνοικίας Βρυξελλών. Ο εν λόγω Κανονισμός περιελάμβανε τη χαρτογράφηση της εν λόγω περιοχής εφαρμογής του και την οριοθέτηση εντός της περιοχής αυτής διαφόρων εκτάσεων, στις οποίες εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες όσον αφορά τη διάταξη και το ύψος των κτηρίων, καθώς επίσης και τους ειδικούς όρους σχετικά με τη “χωροταξία των ζωνών πέριξ των κτηρίων και άλλων ελεύθερων χώρων, των ζωνών πεζοδρόμων καθώς και ζωνών με αυλές και κήπους, τις περιφράξεις, τις συνδέσεις των κτηρίων με τα δίκτυα … και διάφορα χαρακτηριστικά των κτηρίων…”. Το ΔΔΕ έκρινε στην υπόθεση αυτή ότι, με τα χαρακτηριστικά αυτά ο Κανονισμός, ο οποίος αποτελεί “χαρακτηριστικό παράδειγμα της προγραμματικής ή σχεδιαστικής διαστάσεώς του” (βλ. σκ. 60), εμπίπτει στον τομέα “χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους”. Στη δε απόφαση της 7.6.2018, Thybaut, η υπόθεση αφορούσε πράξη καθορισμού περιμέτρου αστικού αναδασμού (ΠΑΑ) περιοχής του Βελγίου, σκοπός της οποίας είναι να καθορίσει το περίγραμμα μιας γεωγραφικής ζώνης, εντός της οποίας είναι δυνατόν να υλοποιηθεί ένα σχέδιο αστικής ανάπτυξης που αποσκοπεί επαναπροσδιορισμό και αναπτύξεως πολεοδομικών λειτουργιών. Το ΔΕΕ έκρινε (σκ. 49) ότι η εν λόγω απόφαση, “λόγω τόσο της διατυπώσεώς της όσο και του σκοπού της, ο οποίος είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα παρεκκλίσεων από τις πολεοδομικές ρυθμίσεις περί κτηρίων και του χωροταξικού σχεδιασμού, εμπίπτει στον τομέα της “χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους”, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α΄ της Οδηγίας”. Τέλος, και στην απόφαση της 9.3.2023, NJ, OZ κατά An Bord Pleanála κ.λπ., (C-9/22), η υπόθεση αφορούσε πράξη χωροταξικού σχεδιασμού και συγκεκριμένα ρυθμιστικό σχέδιο περιοχής στρατηγικής ανάπλασης και ανάπτυξης του Δουβλίνου, η κατάρτιση του οποίου προβλεπόταν από το σχέδιο χωροταξικής ανάπτυξης του Δουβλίνου και το οποίο περιελάμβανε, πλην άλλων, και ρυθμίσεις όσον αφορά το ύψος των κτηρίων. Όπως κρίθηκε (σκ. 37), το εν λόγω ρυθμιστικό σχέδιο αφορά στους τομείς της χωροταξίας ή χρήσης του εδάφους και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Τέλος, κατά λογική και νομική ακολουθία όλων των ανωτέρω εκτεθέντων, ακριβώς δηλαδή για τον λόγο ότι οι περιοχές, στις οποίες αναφέρονται οι επίμαχες διατάξεις, δεν “χωροθετούνται” με τις διατάξεις αυτές, κατά την προεκτεθείσα έννοια της Οδηγίας, η κάθε οικοδομική άδεια που, κατ΄ εφαρμογήν των ένδικων προσαυξήσεων των όρων δομήσεως, δύναται να εκδοθεί για την ανέγερση κτηρίων σε κάποια από τις περιοχές αυτές όπου ο νόμος επιτρέπει την εφαρμογή των κινήτρων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έργο υλοποίησης σχεδίου οικιστικής ανάπτυξης, κατά την έννοια της Οδηγίας. Συνεπώς το καθοριζόμενο με τις επίμαχες διατάξεις του Ν.Ο.Κ. πλαίσιο κανόνων, ενόψει του περιεχομένου και του σκοπού τους, δεν αφορά σε μελλοντικές άδειες έργων των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 περ. α΄ της Οδηγίας 2001/42 (δεύτερη προϋπόθεση), καθόσον οι οικοδομικές άδειες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των έργων υποδομής (αστικής ανάπτυξης) που μνημονεύεται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας ούτε σε κάποια άλλη κατηγορία έργων από τις περιλαμβανόμενες στο Παράρτημα αυτό. [βλ. a contrario ανωτέρω αποφ. Thybaut, με την οποία κρίθηκε (σκ. 52-53) ότι πράξη καθορισμού περιμέτρου αστικού αναδασμού, ενόψει “του περιεχομένου της και του σκοπού της (…), καθόσον προϋποθέτει την πραγματοποίηση έργων υποδομής, εν γένει, και εργασιών αστικής ανάπτυξης ειδικότερα, συμβάλλει στην υλοποίηση των σχεδίων που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα”, και απόφ. Inter-Environnement Bruxelles (σκ. 51-52), κατά την οποία πράξη Περιφερειακού Πολεοδομικού Κανονισμού συμβάλλει, τόσο βάσει του περιεχομένου της όσο και του σκοπού της (αναδιάταξη ολόκληρης της ευρωπαϊκής συνοικίας και ανάπλασή της σε “αστική, συμπαγή και μικτή”), στην υλοποίηση των σχεδίων που απαριθμούνται στο παράρτημα]. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πριν από τη θέσπιση των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ. δεν απαιτείτο η εκπόνηση στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εν πάση δε περιπτώσει, η διαδικασία για την εκπόνησή της μπορεί να τηρηθεί όταν κληθεί ο πολεοδόμος, δηλαδή ο κανονιστικός νομοθέτης, στον οποίον απευθύνεται ο Ν.Ο.Κ., σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, να αποφασίσει κατά την έγκριση, τροποποίηση ή αναθεώρηση των σχεδίων πόλεων, αν η φυσιογνωμία και οι ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περιοχής επιτρέπουν την εφαρμογή ή μη των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ.. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις του ν. 4067/2012, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4759/2020, με τις οποίες επιτρέπεται η προσαύξηση των συντελεστών δόμησης και του ύψους δεν αντίκεινται προς την Οδηγία 2001/42, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά τη γνώμη του Παρέδρου Δ. Πυργάκη, οι επίμαχες διατάξεις του ΝΟΚ αντίκεινται στην Οδηγία 2001/42, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση 293/2024 του Τμήματος.
26. Επειδή, προβάλλεται ότι είναι αντισυνταγματικές οι διατάξεις των περιπτώσεων ιδ΄, ιστ΄ και δ΄ και ε΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του ΝΟΚ, σύμφωνα με τις οποίες δεν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης οι εσωτερικοί εξώστες (πατάρια), οι κλειστοί εξώστες (έρκερ) και τα κλιμακοστάσια, αντιστοίχως. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν ότι: α/ στην ανωτέρω αύξηση της δομούμενης επιφάνειας κατά 109,5 τ.μ. (λόγω της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄ και 25 παρ. 1 του ΝΟΚ) πρέπει να συνυπολογισθεί και η αύξηση κατά 246,54 τ.μ. που προέρχεται από την προσθήκη παταριών στο 1ο και 5ο επίπεδο, τα οποία δεν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης σύμφωνα με την «πρωτοφανή, χαριστική» και αντισυνταγματική ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 6 περ. ιδ’ του ΝΟΚ. Αθροιστικά, λοιπόν, η συνολική αύξηση της δόμησης φθάνει τα 356,04 τ.μ. (109,5 + 246,54). Στο στέλεχος όμως της οικοδομικής άδειας αναφέρεται ότι το εμβαδόν δόμησης είναι 986,16 τ.μ., δηλ., χωρίς τα 246,54 τ.μ. των παταριών, οι δε όροφοι αναφέρεται ότι είναι 6 (2 υπόγεια και 4 όροφοι), δηλαδή, χωρίς τα πατάρια, που θα έπρεπε, κατά τους αιτούντες, να θεωρούνται αυτοτελείς όροφοι. Περαιτέρω δε, η μη προσμέτρηση των παταριών στη συνολική αύξηση της δομούμενης επιφάνειας και η μη θεώρησή τους ως αυτοτελών ορόφων έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της ρύθμισης του ανωτέρω από 10.10.1979 π.δ/τος, σύμφωνα με το οποίο ο μέγιστος Αριθμός ορόφων στον Τομέα Χ, όπου ευρίσκεται το ακίνητο, ανέρχεται σε 5. β/ στη συνολική δομούμενη επιφάνεια (986,16 τ.μ.) πρέπει να υπολογισθεί και η επιφάνεια των έρκερ (159,28 τ.μ.), τα οποία δεν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης σύμφωνα με την επίσης αντισυνταγματική, κατ’ αυτούς, διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 περ. ιστ’ του ΝΟΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ. 38 και 16 παρ. 5 του ΝΟΚ, όπως ισχύουν. Συνολικά, δηλαδή, με την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια επετράπη, κατά τους αιτούντες, πέραν της μέγιστης επιτρεπόμενης κατά το από 10.10.1979 π.δ. δόμησης (876,66 τ.μ.), επιπλέον δόμηση 515,40 τ.μ. (356,04 + 159,28). γ/ η μη προσμέτρηση, κατά το άρθρο 11 παρ. 6 περ. δ΄ και ε΄ του ΝΟΚ, στον συντελεστή δόμησης της επιφάνειας των κοινόχρηστων χώρων έως 30 τ.μ. ανά επίπεδο και έως 40 τ.μ. για το ισόγειο, αντίκειται στην απορρέουσα από το άρθρο 24 του Συντάγματος αρχή του ορθολογικού χωροταξικού και Πολεοδομικού σχεδιασμού, αφενός μεν διότι επάγεται εξ αντικειμένου την επαύξηση της δόμησης, αφετέρου διότι επιβάλλεται η ευθεία εφαρμογή της ανά τη χώρα χωρίς μελέτη και χωρίς εισαγωγή ανά εκάστη περιοχή με τροποποίηση των όρων δόμησης, κατόπιν ειδικής μελέτης αξιολόγησης του πρόσθετου Πολεοδομικού φόρτου.
27. Επειδή, στο άρθρο 11 («Συντελεστής δόμησης»), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 20 παρ. 11, 12 και 16 του ν. 4258/2014 και 104 του ν. 4759/2020, προβλέπεται ότι «1. … 6. Στον συντελεστή δόμησης δεν προσμετρώνται: α. … δ. Η επιφάνεια των υποχρεωτικών σύμφωνα με τον κτηριοδομικό κανονισμό, ανά κτήριο ή ανά τμήμα κτηρίου αυτοτελούς λειτουργίας, κοινόχρηστων κλιμακοστασίων συμπεριλαμβανομένων των ανελκυστήρων, των πλατύσκαλων, των διαδρόμων και των χώρων αναμονής ατόμων με αναπηρία και εμποδιζόμενων ατόμων, και για επιφάνεια έως 30 τ.μ. ανά επίπεδο (όροφο, πατάρι) και ανά κλιμακοστάσιο και 40 τ.μ. στο επίπεδο της εισόδου του κτιρίου που διαθέτει κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο. … ε. Η επιφάνεια έως 25 τ.μ. ανά επίπεδο (όροφο, πατάρι, σοφίτα) και ανά κλιμακοστάσιο σε κάθε αυτοτελή ανεξάρτητη ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των πλατύσκαλων, των διαδρόμων και των χώρων αναμονής ατόμων με αναπηρία και εμποδιζόμενων ατόμων. … ιδ. Εσωτερικοί εξώστες (πατάρια) με συνολικό καθαρό εμβαδόν (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι εξωτερικοί τοίχοι τους) μικρότερο ή ίσο του 25% της δόμησης του κτιρίου, χωρίς να αποτελούν ανεξάρτητο όροφο, χωρίς να δημιουργούν ανεξάρτητη ιδιοκτησία και εφόσον ο χώρος κάτω από αυτόν διασφαλίζει προϋποθέσεις ύψους χώρου κύριας χρήσης. … Στον υπολογισμό των παραπάνω ποσοστών των εσωτερικών εξωστών δεν προσμετράται η κλίμακα ανόδου και οι διάδρομοι προς αυτούς. … ιστ. Οι κατασκευές που ορίζονται στα άρθρα 16 [μεταξύ των οποίων και οι κλειστοί εξώστες (έρκερ), κατά την παρ. 5 του άρθρου αυτού], 17 και 19 με τις ελάχιστες διαστάσεις που προβλέπονται σε αυτά, πλην του ηλιακού χώρου. ...». στο άρθρο 16 παρ. 5, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 107 του ν. 4759/ 2020 και 122 παρ. 17 του ν. 4819/2021, ότι «5. Κλειστοί εξώστες (έρκερ) κατασκευάζονται με τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) Το άθροισμα των επιφανειών των ορθών προβολών σε κατακόρυφο επίπεδο των κλειστών εξωστών που κατασκευάζονται στις όψεις των κτιρίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% της αντιστοίχου επιφάνειας όψεως. β) Η μέγιστη προεξοχή να μην υπερβαίνει το 0,80 μ. από την επιφάνεια της όψης του κτιρίου. γ) Σε περίπτωση που η οικοδομική γραμμή συμπίπτει με τη ρυμοτομική γραμμή και το κτίριο τοποθετείται σε αυτήν οι κλειστοί εξώστες επιτρέπονται μόνο για πλάτος δρόμου άνω των 8 μέτρων και σε κάθε περίπτωση πρέπει να βρίσκεται πάνω από 5,00 μέτρα από την οριστική στάθμη του πεζοδρομίου. δ) Οι κλειστοί εξώστες επιτρέπονται εντός των, υποχρεωτικών ακαλύπτων, σε ύψος άνω των 3,00 μ. και όταν βρίσκονται εντός των υποχρεωτικών αποστάσεων Δ ή δ του κτιρίου από τα όρια ή από άλλο κτίριο του ίδιου οικοπέδου δεν επιτρέπεται να κατασκευάζονται με πλάτος μεγαλύτερο του 1/4 Χ Δ ή 1/4 Χ δ και η απόστασή τους από τα όρια του οικοπέδου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 1,00 μ.. ε) Επιτρέπεται η κατασκευή κλειστών εξωστών σε προέκταση σοφίτας ή και εσωτερικού εξώστη. Δεν επιτρέπεται η κατασκευή ανοιχτών εξωστών σε προέκταση κλειστών εξωστών. Είναι δυνατή όμως η κατασκευή κλειστών εξωστών δίπλα (σε επαφή ή σε απόσταση) από ανοικτούς εξώστες ή και από στοιχεία της παρ. 1Α. Η πρόσβαση στους ανοικτούς εξώστες μπορεί να γίνεται μέσω ανοιγμάτων, στις κλειστές πλευρές των κλειστών εξωστών, που είναι δίπλα στους ανοικτούς εξώστες. στ) Η επιφάνεια πάνω από τον κλειστό εξώστη δύναται να είναι βατή».
28. Επειδή, οι ρυθμίσεις του άρθρου 11 παρ. 6 του ΝΟΚ ως προς τη μη προσμέτρηση επιφανειών κλιμακοστασίων (περ. δ΄ και ε΄), παταριών (περ. ιδ΄) και έρκερ (περ. ιστ΄) στον συντελεστή δόμησης -έστω και αν επιδρούν στο μέγεθος της δομούμενης επιφάνειας που προκύπτει από τον ισχύοντα στην περιοχή συντελεστή, καθόσον η μη προσμετρούμενη επιφάνεια αποδίδεται σε άλλους χώρους επαυξάνοντας τελικώς τη δόμηση- δεν συνεπάγονται κατάργηση των ειδικών όρων δόμησης που ισχύουν στο ακίνητο, όπου ανεγείρεται η επίδικη οικοδομή, δοθέντος ότι στο από 10.10.1979 π.δ. δεν περιλαμβάνεται σχετική ρύθμιση. Ελέγχονται, όμως, οι διατάξεις αυτές, ως προς τυχόν αντίθεσή τους προς τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, δεν επιτρέπεται να επέρχεται με νέες ρυθμίσεις επιδείνωση των οικιστικών συνθηκών και των όρων διαβίωσης (βλ. ΣτΕ 2818/2004 Ολομ. σκ. 8, 2563/1999 σκ. 10, 159/1999 σκ. 6, 3618/1995 Ολομ. σκ. 7, 2902/1991 7μ. σκ. 6, 2610/1990 σκ. 4, 1038/1990 σκ. 6, 1159/1989 Ολομ. σκ. 7, 10/1988 Ολομ. κ.α. για τέτοιου είδους αξιολόγηση στο πλαίσιο σύγκρισης των διατάξεων των ΓΟΚ/1985 και ΓΟΚ/1973, καθώς και ΣτΕ 4964/2014 σκ. 8, 4040/2005 σκ. 4, 2809/2002 Ολομ. σκ. 5 στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ως αντίθετες στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ρυθμίσεις του ΓΟΚ/1985, με το σκεπτικό ότι ανατρέπουν, χωρίς πολεοδομικά κριτήρια, το προγενέστερο καθεστώς του ΓΟΚ/1973 και επιτρέπουν τη δόμηση οικοπέδων που, υπό τον προηγούμενο ΓΟΚ, δεν ήταν οικοδομήςιμα, με τελικό αποτέλεσμα την πρόδηλη επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής).
29. Επειδή, η μη προσμέτρηση των παταριών στον συντελεστή δόμησης επιδρά στην αύξηση της δόμησης όχι δε και του ύψους, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, το ύψος αυξάνεται συνεπεία των προαναφερόμενων κινήτρων των άρθρων 10 παρ. 1 περ. β΄ και 15 παρ. 8 περ. γ΄ και όχι λόγω της μη προσμέτρησης των παταριών στον συντελεστή δόμησης. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί παραβίασης του ορίου των πέντε ορόφων που ορίζει το από 10.10.1979 π.δ., λόγω της μη προσμέτρησης των παταριών στον συντελεστή δόμησης. Περαιτέρω, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ότι η μη προσμέτρηση των παταριών στον σ.δ. συνεπάγεται αύξηση της δόμησης, ο λόγος είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η ως άνω αύξηση της δόμησης κατά 246,54 τ.μ., δεν συνεπάγεται από μόνη της τέτοια επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος που να θεωρηθεί ότι υπερακοντίζει τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης για περισσότερο λειτουργικά και χρηστικά κτήρια με μεγαλύτερη άνεση, καθόσον μάλιστα η κατασκευή παταριών δεν προεξοφλεί, άνευ άλλου, την ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού ενοίκων, αλλά οι ίδιοι ένοικοι είναι δυνατόν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη άνεση σε διαμέρισμα με πατάρι. Ομοίως, η κατά το άρθρο 11 παρ. 6 περ. στ΄ του Ν.Ο.Κ. αύξηση της δομούμενης επιφάνειας κατά 159,28 τ.μ., λόγω της μη προσμέτρησης στον συντελεστή δόμησης των εσωτερικών εξωστών (έρκερ), δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου, υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και επιδείνωση των όρων διαβίωσης, ενόψει των δικαιολογητικών λόγων που, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση, υπαγόρευσαν τη θέσπιση της συγκεκριμένης ρύθμισης και οι οποίοι συνίστανται στη βελτίωση της βιοκλιματικής λειτουργίας των κτηρίων και την αισθητική αναβάθμιση και ογκοπλαστική διαμόρφωση των όψεών τους. Τέλος, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 6 περ. δ΄ και ε΄ του ΝΟΚ συνεπάγονται επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος σε σχέση με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς και, ως εκ τούτου, δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, αφού και ο προϊσχύων ΓΟΚ/1985 (βλ. άρθρο 7 παρ. 1 Β περ. δ και θ, ήδη άρθρο 248 ΚΒΠΝ) περιείχε αντίστοιχη ρύθμιση, προέβλεπε δηλαδή τη μη προσμέτρηση της επιφάνειας κλιμάκων υπό τις εκεί οριζόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις και όρια. Η διαφοροποίηση δε ως προς το μέγεθος της μη προσμετρούμενης επιφάνειας κλιμάκων δεν είναι κρίσιμη από την εξεταζόμενη άποψη, ενόψει και του ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ΝΟΚ, με τις οποίες ο νομοθέτης προτάσσει την ανάγκη διαμόρφωσης κλιμακοστασίων επαρκούς επιφάνειας, αφενός μεν υπαγορεύονται (όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση) από λόγους ασφάλειας (η οποία κατά τη νομολογία αποτελεί πολεοδομικό κριτήριο, που πρέπει να συνεκτιμάται κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση του συντελεστή δόμησης, βλ ΟλΣτΕ 376/2014, σκ. 13, ΟλΣτΕ 1970/2012, σκ. 1), ώστε να διασφαλίζεται εύκολη διαφυγή των χρηστών των κτηρίων, αφετέρου δε στοιχούν με τη μέριμνα του ίδιου νόμου (βλ. άρθρο 26) για την προσβασιμότητα για αναπήρους και εμποδιζόμενα άτομα (υπό την έννοια ότι καθιστούν ευχερέστερη την εγκατάσταση ραμπών και αναβατορίων προς διασφάλιση της αυτόνομης προσπέλασης των χώρων από τα άτομα αυτά ή την υποβοηθούμενη μεταφορά τους από τρίτους με αμαξίδιο). Κατόπιν τούτων, όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ως άνω λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
30. Επειδή, τέλος, οι αιτούντες προβάλλουν ότι λόγω των εκτεταμένων επιχώσεων που έλαβαν χώρα, αυξήθηκε το ύψος της οικοδομής κατά 1 μ. επιπλέον, ενώ αντιθέτως, όπως ισχυρίζονται κατ’ επίκληση μάλιστα νομολογίας του Δικαστηρίου, τούτο είναι μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό για την προσαρμογή του κτηρίου στο έδαφος και όχι για την προσαρμογή του εδάφους στο κτήριο. Αντιθέτως, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι οι επιχώσεις αυτές έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 4 του ΝΟΚ για την προσαρμογή του κτηρίου στο έδαφος και ότι σε κανένα σημείο δεν προβλέπεται η οριστική στάθμη του να βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1,50 μ. από τη φυσική στάθμη του.
31. Επειδή, το άρθρο 15 παρ. 4 του ΝΟΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 122 παρ. 14 του ν. 4819/2021 (Α΄ 129), ορίζεται ότι: «Στους ακάλυπτους χώρους των οικοπέδων επιτρέπεται η εκσκαφή ή επιχωμάτωση του φυσικού εδάφους για την προσαρμογή του στο κτήριο με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από το 1,50 μ. από τη φυσική στάθμη του. Σε περίπτωση εκσκαφής ή επίχωσης ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου για οικόπεδα με κλίση μεγαλύτερη του 20%, η στάθμη του φυσικού εδάφους μπορεί να υποβιβαστεί τεχνητά έως 2,00 μ. και να επιχωθεί μέχρι 1,50 μ. Εκσκαφές ή επιχώσεις εδάφους που υπερβαίνουν τα παραπάνω όρια επιτρέπονται ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής.». Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το οικείο διάγραμμα δόμησης, το δάπεδο (πλάκα) του ισογείου του κτηρίου διαμορφώθηκε, λόγω κλίσης του φυσικού εδάφους, μετά από επιχώσεις, ώστε η οριστική στάθμη του εδάφους να μην υπερβαίνει το όριο του 1,50 μ. Συνεπώς, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
32. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια. Λόγω, όμως, της σημασίας των τιθεμένων ζητημάτων της συνταγματικότητας και της συμφωνίας των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ. προς την Οδηγία 2001/42, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α΄ του π. δ/τος 18/1989 και να ορισθεί εισηγήτρια η Σύμβουλος Χριστιάνα Μπολόφη.
Διά ταύτα
Απορρίπτει ως ανομιμοποίητη την αίτηση ως προς την πέμπτη αιτούσα.
Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς νομιμοποιηθέντες αιτούντες, καθ’ μέρος στρέφεται κατά της .../31.5.2022 πράξης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Απέχει κατά τα λοιπά να αποφανθεί.
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό.
Ορίζει εισηγήτρια της υποθέσεως την Σύμβουλο Επικρατείας Χριστιάνα Μπολόφη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2023
Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος Η Γραμματέας
Μαργαρίτα Γκορτζολίδου Γεωργία Σιμάτη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2024.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος
Χρήστος Ντουχάνης Δημητρία Τετράδη