Περίληψη

Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση της πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής με το οποίο καταλογίστηκε ο εκκαλών, ως εκπρόσωπος μελετητικών γραφείων. Το καταλογισθέν ποσό αφορά σε δαπάνες που φέρεται ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στον εκκαλούντα, ως αμοιβή για δύο συμπληρωματικές συμβάσεις μελετών κατά το οικονομικό έτος 2006. Το Δικαστήριο, σεβόμενο το τεκμήριο της αθωότητας, κρίνει ότι δεν μπορεί να αποστεί από την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία, ανεξαρτήτως του τελικού συμπεράσματος αυτής (ήτοι της κρίσης ότι παύεται η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής), ήδη διατυπώθηκε αθωωτική κρίση ως προς το ότι οι παράνομες δαπάνες που αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία πρόκλησης ζημίας για την οποία παραπέμφθηκε ο εκκαλών ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και για τις οποίες (δαπάνες) είχε ήδη καταλογισθεί με την προσβαλλόμενη πράξη, εντοπίζονται αποκλειστικά και μόνο σε τμήμα της 14ης εντολής πληρωμής με τη συνημμένη σ’ αυτήν πιστοποίηση εργασιών και ανέρχονται στο ποσό των 14.548,97 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει ο επίδικος καταλογισμός κατά το σχετικό κεφάλαιο των 44.300,00 ευρώ να περιορισθεί στο ποσό των 14.587,97 ευρώ, περιοριζομένου αναλόγως και του συνολικού ποσού του ένδικου καταλογισμού στο ποσό των 133.668,97 ευρώ (119.120€ + 14.548,97 €). Το Δικαστήριο, δεδομένων των νομικών πλημμελειών που εμφιλοχώρησαν στο πλαίσιο των επίμαχων μελετών, κρίνει νόμιμο τον καταλογισμό του εκκαλούντος, υπό την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος. Η ευθύνη του εκκαλούντος υφίσταται ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του, διότι ο καταλογισμός του εν προκειμένω επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της διαπίστωσης της ανοικείου καταβολής. Εξάλλου, οι μη νόμιμες δαπάνες δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν με βάση τη διάταξη του άρθρου 34 του ν.3801/2009, η οποία εν προκειμένω λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως αναγόμενη στο νόμω βάσιμο της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης (άρθρο 49 π.δ/τος 1225/1981). Τούτο, διότι όλες οι αναφυόμενες πλημμέλειες, συναρτώνται άμεσα με τη πληρωμή δαπανών που διενεργήθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού νόμου που τις διέπει, συνθήκη που επάγεται ισόποση της μη νόμιμης εκταμίευσης ζημία στην περιουσία του ΟΤΑ καθιστώντας ισόποσα πτωχότερη (ελλειμματική) τη διαχείρισή του και ως εκ τούτου, το καταλογιζόμενο σε βάρος του εκκαλούντος έλλειμμα ουσιαστικό (πραγματικό). Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η οφειλή του εκκαλούντος δεν είχε, μέχρι το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, καταστεί ληξιπρόθεσμη καθώς και ότι το ποσό της ανοίκειας πληρωμής που καταλογίζεται σε βάρος του λαβόντος δεν επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής (ή τόκους), καθόσον αυτές επιβάλλονται μόνο επί ληξιπρόθεσμων οφειλών, κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον εκκαλούντα, μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του προσαυξήσεις και, ως εκ τούτου ο ένδικος καταλογισμός του παρίσταται ακυρωτέος κατά το μέρος αυτό. Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem (η οποία έχει διακριτό περιεχόμενο από την προβαλλόμενη στον ίδιο δικόγραφο παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, και δεν κωλύεται η εξέλιξη της διαδικασίας επιβολής του ένδικου καταλογισμού σε βάρος του, εκ της επικαλούμενης ποινικής απαλλαγής του λόγω παραγραφής, με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Τέλος, ως προς την επικαλούμενη με την έφεση αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο καταλογισμός σε βάρος του εκκαλούντος ποσού 133.668,97 ευρώ, διαρρηγνύει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που επιδιώκεται με τον καταλογισμό και των περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζόμενου. Δέχεται εν μέρει την έφεση. Μεταρρυθμίζει την καταλογιστική πράξη κατά το μέρος που αφορά τον εκκαλούντα, και περιορίζει το συνολικό ποσό του σε βάρος του καταλογισμού στο ποσό των ογδόντα χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (80.201,38 €) χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων