Περίληψη

Η υπόθεση αφορά την ερμηνεία των διατάξεων που αφορούν τη διακοπή και επανεκκίνηση της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως σε σχέση με την υποβολή προσφυγών νομιμότητας ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και της Ειδικής Επιτροπής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η διαδικασία διακοπής της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως μετά την υποβολή προσφυγής και οι συνέπειες της μη έκδοσης απορριπτικής απόφασης εντός διμήνου, καθώς και η επανεκκίνηση της προθεσμίας μετά την υποβολή δεύτερης προσφυγής. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έγκαιρη υποβολή προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν ενδικοφανή χαρακτήρα, διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως για δύο μήνες, σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ή για τριάντα ημέρες, σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της υποβολής της προσφυγής και όχι από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης και των στοιχείων έκδοσής της στο αρμόδιο όργανο. Εάν δεν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί απορριπτική απόφαση επί της προσφυγής εντός δύο μηνών από την υποβολή της στον Συντονιστή, η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως επανεκκινεί και ταυτόχρονα αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση δεύτερης προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής, η οποία, αν υποβληθεί εμπρόθεσμα, διακόπτει εκ νέου την προθεσμία για τριάντα ημέρες. Η κοινοποίηση ή γνώση της απόφασης σε μεταγενέστερο χρόνο δεν επηρεάζει τις προθεσμίες για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως ή προσφυγής. Η διαφοροποίηση μεταξύ του χρόνου υποβολής της προσφυγής (που διακόπτει την προθεσμία αίτησης ακυρώσεως) και του χρόνου περιέλευσης των απαραίτητων στοιχείων (που αφορά την απόφαση του αρμοδίου οργάνου) δικαιολογείται από την ανάγκη ύπαρξης σταθερών και ευχερώς μετρήσιμων χρονικών σημείων για τον υπολογισμό της προθεσμίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η παροχή έννομης προστασίας. Η τήρηση των προθεσμιών εξαρτάται αποκλειστικά από τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών του ενεργειών. (Αντιθ. μειοψ.). Πρόσθετα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, από τις οποίες δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας. Σε κάθε, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας. Η μεταβολή νομολογίας επί ζητήματος που συνδέεται με προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως δεν δύναται να αντιταχθεί στον διάδικο εκείνον ο οποίος το άσκησε παραδεκτώς σύμφωνα με τη νομολογία που κρατούσε κατά το κρίσιμο, εκάστοτε, χρονικό διάστημα, συνυπολογιζομένου, πάντως, και ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως που εισάγει την εν λόγω μεταβολή.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων