ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 400/2024 Λαθρεμπορία - Εισαγωγή αυτοκινήτου - Καθορισμός δασμολογητέας αξίας σε ύψος μεγαλύτερο της δηλωθείσας - Κρίση περί μη νόμιμης αιτιολογίας - Υποχρέωση του Δικαστηρίου να τροποποιήσει την καταλογιστική πράξη προσδιορίζοντας τη δασμολογητέα αξία

Αριθμός:
400
Έτος:
2024
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Ημ. Δημοσίευσης:
27/03/2024
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
NB DAILY,
Αρ. Λέξεων:
1938
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, που ακύρωσε την καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Ε΄ Τελωνείου Πειραιά, η οποία είχε επιβάλει δασμούς και πρόστιμα λόγω λαθρεμπορίας στην εισαγωγή ενός οχήματος από τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η τελωνειακή αρχή θεώρησε ότι η εισαγωγή του αυτοκινήτου στοιχειοθετούσε λαθρεμπορία, καθώς το συμφωνητικό πώλησης ήταν πλαστό. Εν συνεχεία, επιβλήθηκαν δασμοί και φόροι ύψους 88.428,86 ευρώ και πολλαπλό τέλος 132.643,29 ευρώ. Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά δέχθηκε την προσφυγή των αναιρεσίβλητων και ακύρωσε την καταλογιστική πράξη, θεωρώντας ότι το κόστος της θωράκισης του οχήματος δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στη φορολογητέα αξία του οχήματος. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η ειδική θωράκιση των επιβατικών αυτοκινήτων δεν υπόκειται σε τέλος ταξινόμησης, μειώνοντας έτσι τη φορολογητέα αξία του οχήματος από 132.350,00 δολάρια σε 42.541,00 ευρώ. Το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι το διοικητικό εφετείο όφειλε να μεταρρυθμίσει την καταλογιστική πράξη αντί να την ακυρώσει, προσδιορίζοντας τη φορολογική υποχρέωση των αναιρεσίβλητων χωρίς την αξία της θωράκισης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και βάσιμη. Το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, είχε την υποχρέωση να προσδιορίσει τη δασμολογητέα αξία και να μεταρρυθμίσει την καταλογιστική πράξη αντί να την ακυρώσει. Επομένως, η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά αναιρείται και η υπόθεση παραπέμπεται στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 400/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Αγορίτσα Σδράκα, Μαρία Σταματοπούλου, Σύμβουλοι, Όλγα-Μαρία Βασιλάκη, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Καλλιόπη Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 15 Μαΐου 2018 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με την Αικατερίνη Χουρμούζη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά των: 1. ..., κατοίκου Ελληνικού Αττικής (…), 2. ..., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (…) και 3. εταιρείας με την επωνυμία «... S.A.», που εδρεύει στο Ελληνικό Αττικής (...), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Ψωμά (Α.Μ. 29643), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 521/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Κωνσταντίνου Χριστόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά τον νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 521/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή των αναιρεσίβλητων και ακυρώθηκε η .../2015 καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Ε΄ Τελωνείου Πειραιά. Με την πράξη αυτή: α) χαρακτηρίστηκε ως λαθρεμπορία η εισαγωγή στην Ελλάδα ενός οχήματος, με υπαίτιους τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους, β) καταλογίστηκαν σε βάρος των αναιρεσίβλητων μη καταβληθέντες δασμοί και λοιποί φόροι ύψους 88.428,86 ευρώ, γ) επιβλήθηκε σε καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους πολλαπλό τέλος 132.643,29 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ήμισυ του συνολικού πολλαπλού τέλους των 265.286,58 ευρώ και δ) κηρύχθηκαν για την καταβολή του συνόλου του ανωτέρω πολλαπλού τέλους οι μεν δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι ως αλληλεγγύως υπόχρεοι, η δε τρίτη αναιρεσίβλητη εταιρεία ως αστικώς συνυπεύθυνη.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (17.5.2018), υπάγεται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/ 2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 περαιτέρω και με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240). Όπως προκύπτει από το .../28.3.2018 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Προϊσταμένου της Τελωνειακής Περιφέρειας Αττικής και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της ένδικης διαφοράς υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ.
3. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει της .../16.12.2010 διασάφησης εισαγωγής του Ε’ Τελωνείου Πειραιώς εκτελωνίστηκε, με παραλήπτρια την τρίτη αναιρεσίβλητη, από τις ΗΠΑ, επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας CADILLAC, μοντέλο ESCALADE, κυβισμού 6.162 κυβικών εκατοστών, με αριθμό πλαισίου ... και πρώτη κυκλοφορία στις 18.4.2007. Η φορολογητέα αξία του οχήματος καθορίστηκε στα 36.134,00 ευρώ, προσδιορίστηκαν δε επ’ αυτής δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις ποσού 44.495,22 ευρώ. Στην ανωτέρω διασάφηση είχαν τεθεί ως συνημμένα α) το από 12.3.2010 συμφωνητικό πώλησης του οχήματος, αντί 31.999,00 δολαρίων, με πωλητή τον «...» και αγοράστρια την «...», β) η .../4.11.2010 αίτηση δειγματοληψίας εμπορευμάτων προς το Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς, υπογεγραμμένη από τον εκτελωνιστή επ’ ονόματι της αναιρεσίβλητης, γ) το .../26.10.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «... ΑΕ» προς την αναιρεσίβλητη και δ) η από 16.12.2010 υπεύθυνη δήλωση προς το άνω Τελωνείο του δεύτερου αναιρεσίβλητου, με την οποία, ως νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης αναιρεσίβλητης εταιρείας, ανέφερε ότι το αυτοκίνητο παραδόθηκε ως είχε από το εργοστάσιο. Κατόπιν ενεργειών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Τελωνείων (ΕΛΥΤ) Αττικής, εκδόθηκε απαντητικό έγγραφο της 33ης Διευθύνσεως Ελέγχου Τελωνείων, με το οποίο διαβιβάστηκε στην ΕΛΥΤ αντίγραφο του από 2.10.2013 εγγράφου της πρεσβείας των ΗΠΑ. Με το έγγραφο πληροφορήθηκε η τελωνειακή αρχή, μεταξύ άλλων, ότι το ως άνω συμφωνητικό ήταν πλαστό και επισυνάφθηκε το αυθεντικό τιμολόγιο από τον πωλητή, με αγοραστή τον πρώτο αναιρεσίβλητο και αξία του οχήματος 132.350,00 δολάρια, η οποία ταυτιζόταν με αυτήν της διασάφησης εξαγωγής που προσκομίσθηκε από τον αποστολέα στις τελωνειακές αρχές των ΗΠΑ. Επί της αξίας αυτής, το Τελωνείο προσδιόρισε τις συνολικές δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις σε 132.923,93 ευρώ και, ειδικότερα, τις οφειλόμενες σε 88.428,86 ευρώ. Μετά την ένορκη εξέταση των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων εκδόθηκε η …/2014 έκθεση ελέγχου - πορισματική αναφορά της ΕΛΥΤ και, μετά την υποβολή απολογητικών υπομνημάτων των αναιρεσίβλητων, εκδόθηκε η προαναφερθείσα καταλογιστική πράξη, σύμφωνα με την οποία διέφυγαν της καταβολής δασμοί και φόροι ύψους 88.428,86 ευρώ, εξαιτίας του πλαστού συμφωνητικού πώλησης και της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης του δεύτερου αναιρεσίβλητου, ο οποίος, όπως και ο πρώτος αναιρεσίβλητος, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις μετατροπές του οχήματος. Στη συνέχεια, οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι παρανόμως συνυπολογίστηκε στη φορολογητέα αξία του αυτοκινήτου το κόστος θωράκισης, ύψους 75.000,00 δολαρίων, προσκόμισαν δε αντίγραφο του από 1.12.2014 σχετικού λογαριασμού της εταιρείας «...». Το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 2093/1992, η ειδική θωράκιση των επιβατικών αυτοκινήτων δεν υπόκειται σε τέλος ταξινόμησης. Ενόψει αυτού, προσδιόρισε τη φορολογητέα αξία του επίδικου οχήματος, μετά την αφαίρεση του κόστους της θωράκισης, σε 42.541,00 ευρώ, έκρινε δε ότι το ποσό αυτό “… είναι μεγαλύτερο από τις 36.134,00 ευρώ, επί των οποίων υπολογίσθηκαν αρχικώς οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, με αποτέλεσμα να διαφύγουν καταβολής στο Δημόσιο φόροι, δασμοί και τέλη. Κατά συνέπειαν, πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας, ...». Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η ως άνω προσφυγή και ακυρώθηκε η προσβληθείσα καταλογιστική πράξη, με την αιτιολογία ότι το τελωνείο υπολόγισε τις νέες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και, συνακολούθως, το πολλαπλό τέλος, συμπεριλαμβάνοντας μη νομίμως στη φορολογητέα αξία του οχήματος τη θωράκισή του.
4. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 79 τα εξής: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α’ της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 2. Αν η προσφυγή στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί, είτε απορρίπτει την προσφυγή. 3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή β) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία. 4. … 5 (προστεθείσα με το άρθρο 20 παρ. 1, του ν. 3900/2010). Σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης φορολογικής ή τελωνειακής αρχής: α) Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, χωρεί αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διακριβωθεί αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. β) Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης. γ) Όταν κατά την επιβολή ορισμένης κύρωσης η αρχή διαθέτει εξουσία επιμέτρησης την οποία, παρά το νόμο, είτε δεν άσκησε καθόλου είτε άσκησε πλημμελώς, το δικαστήριο, ελέγχοντας κατά τα ανωτέρω, τη σχετική πράξη, ασκεί το ίδιο την εξουσία αυτή, επιβάλλοντας την προσήκουσα κύρωση και μεταρρυθμίζοντας αντιστοίχως την πράξη. δ) Αν η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, δικάζει κατά πλήρη δικαιοδοσία και, είτε ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράλειψη, αποφαινόμενο αυτό για την ύπαρξη και την έκταση του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, είτε απορρίπτει την προσφυγή. 6. …».
5. Επειδή, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 79 ΚΔΔ, ο δικαστής ελέγχει την πράξη, η οποία προκάλεσε την διαφορά, όχι μόνο ως προς την νομιμότητά της, «εξωτερική» και «εσωτερική», αλλά και κατά την ουσία. Έχοντας πλήρη δικαιοδοσία, όταν κρίνει ότι η προσβληθείσα ενώπιόν του και εκδοθείσα κατά δέσμια αρμοδιότητα διοικητική πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, οφείλει να μην την ακυρώσει αλλά να διαμορφώσει ο ίδιος το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννομης σχέσης, την οποία αφορά η πράξη (ΣτΕ 397-398/2020 επταμ.). Συνεπώς, όταν τα διοικητικά δικαστήρια επιλαμβάνονται του ελέγχου της νομιμότητας πράξης της τελωνειακής αρχής περί επιβολής δασμών και λοιπών φόρων, μετά από καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαχθέντων εμπορευμάτων σε ύψος μεγαλύτερο από την αξία που δηλώθηκε, δεν μπορούν, σε περίπτωση που τη θεωρήσουν αναιτιολόγητη, να αρκεσθούν στην ακύρωσή της, αλλά υποχρεούνται να προσδιορίσουν τη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων με βάση τα στοιχεία που προσάγουν οι διάδικοι, δυνάμενα, κατά την κρίση τους, να διατάξουν και συμπλήρωση των αποδείξεων, και να τροποποιήσουν αναλόγως την καταλογιστική πράξη, διαμορφώνοντας τη φορολογική υποχρέωση στη συγκεκριμένη περίπτωση (πρβλ. ΣτΕ 5210-5211/1983 υπό την ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας).
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 79 παρ. 5 του ΚΔΔ το δικάσαν εφετείο ακύρωσε την επίδικη καταλογιστική πράξη, ενώ έπρεπε να τη μεταρρυθμίσει, προσδιορίζοντας το τέλος ταξινόμησης χωρίς την αξία που αντιστοιχεί στη θωράκιση του οχήματος και περιορίζοντας, κατά τούτο, τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και το πολλαπλό τέλος. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος της κατά το άρθρο 79 παρ. 5 του ΚΔΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, εξουσίας των δικαστηρίων της ουσίας επί προσβολής καταλογιστικής πράξης.
7. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη, ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, διότι, πράγματι, όταν ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση (17.5.2018), δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του τιθέμενου με τον λόγο νομικού ζητήματος. Περαιτέρω, ο λόγος είναι και βάσιμος, διότι το διοικητικό εφετείο, εφόσον έκρινε ότι η αξία της θωράκισης του επίδικου οχήματος δεν ήταν ληπτέα υπόψη κατά τον υπολογισμό του τέλους ταξινόμησης και προσδιόρισε εκ νέου τη φορολογητέα αξία του οχήματος (σε 42.541,00 ευρώ), όφειλε, στη συνέχεια, να καθορίσει τη φορολογική υποχρέωση των αναιρεσίβλητων, τόσο ως προς τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις όσο και ως προς το πολλαπλό τέλος, τροποποιώντας αναλόγως την ένδικη καταλογιστική πράξη και να μην την ακυρώσει. Επομένως, για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 521/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Επιβάλλει συμμέτρως στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης του ίδιου μήνα και έτους.
Ο Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Μιχαήλ Πικραμένος Καλλιόπη Ανδρέου
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα