Στην υπό κρίση υπόθεση, η εκκαλούσα, ως δικαστική συμπαραστάτρια της τελούσας σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης θυγατέρας της, στρατιωτικής συνταξιούχου κατά μεταβίβαση, επιδιώκει, αφενός να χορηγηθεί στη θυγατέρα της ολόκληρο το ποσό της κανονισθείσας στον θανόντα πατέρα της σύνταξης, λόγω αναπηρίας της σε ποσοστό 100%, αφετέρου να υπολογιστεί η σύνταξή της χωρίς τις μειώσεις της παρ. 10 α΄ του άρθρου 1 του ν. 4024/2011, της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 και της παρακράτησης Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 11 του ν. 3865/2010, 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011, από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της, απαλλάσσεται ως ανάπηρη σε ποσοστό 100%.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβάλλεται ότι τόσο η προσβαλλόμενη πράξη όσο και η σχετική γνωμάτευση της ΑΣΥΕ στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη, φέρουν εσφαλμένη αιτιολογία, διότι περιλαμβάνουν ελλιπή περιγραφή της ασθένειας και εσφαλμένο ποσοστό της αναπηρίας της θυγατέρας της. Το Δικαστήριο απορρίπτει τους ισχυρισμούς, κρίνοντας πως η γνωμάτευση της ΑΣΥΕ είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένως ελήφθη υπόψη ως βάση υπολογισμού της σύνταξης κατά μεταβίβαση το ποσό των 1.029,01 ευρώ που προέκυψε κατόπιν αναπροσαρμογής της σύνταξης του πατέρα της βάσει του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 4387/2016, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο θανάτου του, η σύνταξή του ανερχόταν στο ποσό των 1.650,53 ευρώ. Το Δικαστήριο κρίνει ότι εσφαλμένως η διοίκηση αναπροσάρμοσε μειωτικώς, κατ’ εφαρμογή του ως άνω άρθρου, το πρώτον κατά τον κανονισμό της σύνταξης της κατά μεταβίβαση συνταξιούχου τη σύνταξη του αποβιώσαντος πατέρα της και εν συνεχεία, υπολόγισε το οριζόμενο στο άρθρο 12 παρ. 4 υποπαρ. Α΄ περ. γ΄ του ν. 4387/2016 ποσοστό 25%, επί της αναπροσαρμοσθείσας μειωμένης σύνταξης, δεδομένου ότι, κατά τη ρητή διατύπωση της ως άνω διάταξης, το ποσοστό αυτό έπρεπε να υπολογιστεί επί του ποσού της σύνταξης που ο αποβιώσας πατέρας της είχε δικαιωθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και καταβαλλόταν σ’ αυτόν κατά τον χρόνο θανάτου του, ήτοι στις 12.2.2018.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένως εφαρμόστηκε κατά τον κανονισμό σύνταξης της κατά μεταβίβαση συνταξιούχου το ποσοστό που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 υποπαρ. Α΄ περ. γ΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με το οποίο κάθε τέκνο δικαιούται 25% επί της σύνταξης του θανόντος γονέα του και τούτο διότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις περισσότερων δικαιούχων τέκνων και δη χωρίς αναπηρία και συνεπώς, υφίσταται νομοθετικό κενό, το οποίο εν προκειμένω πρέπει να καλυφθεί με επεκτατική εφαρμογή, βάσει της αρχής της ισότητας της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 5 περ. γ΄ του ν. 4387/2016, που καθορίζει το ποσοστό της χήρας με αναπηρία.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, δεν δύναται να τύχει επεκτατικής εφαρμογής και για τα ανίκανα προς εργασία τέκνα η διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 που καθορίζει το ποσοστό του ανάπηρου χήρου αποβιώσαντος στρατιωτικού ή συνταξιούχου, δοθέντος ότι πρόκειται για ανόμοιες κατηγορίες συνταξιούχων εκ μεταβιβάσεως που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες και των οποίων η διαφορετική μεταχείριση από το νομοθέτη δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Λαμβανομένου υπόψη ότι α) το Δικαστήριο άγεται σε κρίση ότι η επίμαχη ρύθμιση της περ. γ΄ της υποπαρ. Α΄ της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που προβλέπει ότι τα ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνα λαμβάνουν το ίδιο ποσοστό σύνταξης με τα ενήλικα ικανά προς εργασία τέκνα που σπουδάζουν, το οποίο ανέρχεται στο 25% της σύνταξης του δικαιοπαρόχου τους, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 21 παρ. 2, 3 και 6 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και τις από αυτές απορρέουσες αρχές της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ισότητας ενώπιον του νόμου, της προστασίας των ατόμων με αναπηρίες και της αναλογικότητας και β) δεν υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που να έχει επιλύσει το ανωτέρω ζήτημα, αποφασίζει την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης κατά το μέρος αυτό και την παραπομπή του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της ως άνω διάταξης στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.