Ο προσφεύγων, Έλληνας υπήκοος, εργαζόταν ως επικουρικός υπάλληλος στην ελληνική πρεσβεία στη Γερμανία από το 1992. Το 1998 υπέβαλε αίτηση για επίδομα αποδημίας, η οποία απορρίφθηκε. Μετά από διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία με απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1143/2001) έληξε ανεπιτυχώς για τον ίδιο, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, όπου και δικαιώθηκε, καθότι διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, με αποτέλεσμα να του επιδικαστεί το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, δεδομένου ότι η απόρριψη του αιτήματός του ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό.
Στη συνέχεια, το 2007, προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια διεκδικώντας αποζημίωση από το Δημόσιο για τη ζημία που υπέστη λόγω της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου. Τα διοικητικά δικαστήρια αναγνώρισαν την ευθύνη του Δημοσίου για σφάλματα των δικαστικών οργάνων, αλλά απέρριψαν την αγωγή του καθώς το σφάλμα δεν θεωρήθηκε πρόδηλο.
Κατόπιν αίτησης αναίρεσης, η Ολομέλεια του ΣτΕ το 2021 (ΣτΕ Ολ 800/2021) απέρριψε την αγωγή του ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο υπερέβη τη δικαιοδοσία του.
Ο προσφεύγων επικαλέστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη ενώπιον του ΕΔΔΑ, το οποίο αποφάνθηκε ότι η απόρριψη της προσφυγής του από το ΣτΕ τον εμπόδισε ουσιαστικά να διεκδικήσει αποζημίωση για τα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι όλες οι διατάξεις της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται πρακτικά και αποτελεσματικά, αποφεύγοντας τυπολατρικές προσεγγίσεις, και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της δίκαιης δίκης, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.