Η υπόθεση αφορά έφεση κατά απόφασης με την οποία απερρίφθη προσφυγή της εκκαλούσας κατά πράξης επιβολής προστίμου 30.000 ευρώ για παραβίαση διατάξεων εργατικής νομοθεσίας, λόγω μη έγκαιρης καταχώρισης στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» των μεταβολών στο ωράριο εργασίας τεσσάρων εργαζομένων στην επιχείρηση.
Στην επιχείρηση διενεργήθηκε έλεγχος από το Σ.Ε.Π.Ε., όπου διαπιστώθηκε ότι τέσσερις εργαζόμενοι εργάζονταν εκτός του ωραρίου που ήταν δηλωμένο στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», χωρίς να έχουν καταχωριστεί οι αλλαγές στο σύστημα πριν την έναρξη της εργασίας τους. Η επιχείρηση ισχυρίστηκε ότι το ωράριό των εν λόγω εργαζομένων παρατάθηκε τη συγκεκριμένη ημέρα λόγω της μεγάλης προσέλευσης πελατών, λόγω της ισχύουσας για τον εμπορικό κλάδο «BLACK FRIDAY». Οι εξηγήσεις δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές και επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο.
Η εργοδότρια προβάλλει ότι το πρόστιμο υπολογίστηκε λανθασμένα βάσει του συνολικού αριθμού εργαζομένων της επιχείρησης και όχι βάσει του αριθμού εργαζομένων στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, όπου έγινε ο έλεγχος. Ωστόσο, το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με την ισχύουσα υπουργική απόφαση, το πρόστιμο υπολογίζεται με βάση τον συνολικό αριθμό εργαζομένων στην επιχείρηση, χωρίς περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας.
Η απόφαση αναγνωρίζει ότι η επιβολή προστίμου συνδέεται με την προσπάθεια καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας, που προκαλεί σοβαρές συνέπειες για τους εργαζόμενους, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα. Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου (30.000 ευρώ) εκτιμήθηκε με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, όπως η σοβαρότητα της παράβασης, ο αριθμός των εργαζομένων και η συνεργασία της επιχείρησης με τις αρχές. Η δικαστική κρίση αναγνωρίζει ότι το πρόστιμο δεν είναι δυσανάλογο, καθώς αποσκοπεί στην αυστηρή ποινή των παραβατών και την αποτροπή της αδήλωτης εργασίας.
Η εταιρεία υποστηρίζει ότι η επιβολή προστίμου δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, όπως η επιείκεια και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η μη έγκαιρη καταχώρηση του ωραρίου εργασίας συνιστά τυπική παραβίαση που δικαιολογεί την επιβολή προστίμου ανεξαρτήτως άλλων παραμέτρων όπως η υπαιτιότητα ή η τήρηση άλλων εργοδοτικών υποχρεώσεων. Η αυστηρότητα των μέτρων δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον, που απαιτεί την αποτελεσματική καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή του προστίμου δεν υπερβαίνει τα όρια της αναλογικότητας, καθώς είναι εύλογο το ύψος του προστίμου σε σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης και τους σκοπούς του νόμου. Ο προσδιορισμός του προστίμου εντός του καθορισμένου εύρους με βάση αντικειμενικά κριτήρια δεν θίγει την αρχή της αναλογικότητας ούτε την αρχή του σεβασμού του δικαιώματος της περιουσίας της επιχείρησης, όπως προδιαγράφεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η έφεση της εργοδότριας απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι η επιβολή του προστίμου των 30.000 ευρώ είναι σύμφωνη με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και είναι αναλογική ως προς τον σκοπό της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας.