Απόφαση

Αριθμός 239/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαο Πουλάκη - Εισηγητή και Μαλαματένια Κουράκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Γ. του Ι., δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ……, και 11. Ε. Φ. του Κ., κατοίκου .... Η 11η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι 1ος, 2η, 3η, 4η, 5ος και 8η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Σταματίου, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις και οι 6ος, 7ος 9ος και 10η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Μπαλμπούζη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο ως άνω πληρεξούσιος των 6ου, 7ου, 9ου και 10ης των αναιρεσιβλήτων (Απόστολος Μπαλμπούζης) ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 18-4-2017 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας (με αριθμούς κατάθεσης …/2017, …/2017, …/2017, …/2017, …/2017, …/2017 και …/2017) που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 5296/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-9-2020 αίτησή της και τους από 31-8-2022 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.-Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολιπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολιπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Σε διαφορετική περίπτωση, συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρών ο απολιπόμενος διάδικος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 575 εδ. β' του ίδιου Κώδικα), αν η υπόθεση αναβληθεί, η υπόθεση αναγράφεται στο πινάκιο της μετ' αναβολή ορισθείσας δικασίμου με επιμέλεια του γραμματέα, οπότε δεν απαιτείται κλήση του διαδίκου για εμφάνιση αυτού στο δικαστήριο κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο, αλλά η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση για όλους τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, η από 14.9.2020 και με αριθμό κατ. .../14.9.2020 αίτηση αναίρεσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, για τη δικάσιμο της 14.2.2023. Κατά την ανωτέρω αρχική δικάσιμο (14.2.2023), αναβλήθηκε η συζήτηση της αίτησης, με αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (26.9.2023), για το λόγο ότι δεν είχε κοινοποιηθεί εμπροθέσμως (πριν από 60 ημέρες) στους αναιρεσίβλητους η αίτηση αναίρεσης. Από την υπ` αριθ ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Ι. Α., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του ανωτέρω Β2 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την 14η Φεβρουαρίου 2023, επιδόθηκε νόμιμα αλλά εκπρόθεσμα, με την επιμέλεια αυτής (αναιρεσείουσας), στην ενδέκατη αναιρεσίβλητη Ε. Φ. του Κ.. Επίσης, από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή Ι. Α., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο των από ... και με αριθμό κατ... πρόσθετων λόγων αναίρεσης, που προσδιορίσθηκαν για συζήτηση στο ίδιο ανωτέρω τμήμα (Β2) και στην αρχική δικάσιμο της 14ης Φεβρουαρίου 2023, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, στην ενδέκατη αναιρεσίβλητη Ε. Φ. του Κ.. Κατά την ορισθείσα αρχικά δικάσιμο (14.2.2023) η συζήτηση, τόσο της αναίρεσης, όσο και των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, αναβλήθηκε με αίτημα της αναιρεσείουσας, με την παρουσία, όμως, της ενδέκατης αναιρεσίβλητης Ε. Φ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..., για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (26.9.2023). Κατά τη συζήτηση της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, στην τελευταία δικάσιμο, οπότε αυτές εκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο πινάκιο, δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η ενδέκατη αναιρεσίβλητη Ε. Φ. του Κ..
Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, παρά την απουσία της, να προχωρήσει το δικαστήριο στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και ως προς αυτήν, αφού αυτή παρέστη στην αρχική δικάσιμο και έλαβε γνώση της αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ανεξαρτήτως του ότι η εγγραφή της υπόθεσης κατά την ορισθείσα μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση και για τη διάδικο αυτή. 2.Με την κρινόμενη από 14.9.2020 και με αριθ. κατ. .../14.9.2020 αίτηση αναίρεσης και τους από ... και με αριθμό κατ... δι ιδίου δικογράφου πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών - διαφορών από αμοιβές, με αριθ. 5296/29.5.2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάσαντος ως Εφετείου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι αντίθετες εφέσεις των διαδίκων και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης και α) απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 1.6.2018 και με αριθμ. κατ.../4.6.2018 έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και β) έγινε δεκτή η από 14.6.2018 και με αριθμό κατ. .../14.6.2018 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και οι από 19.10.2018 και με αριθμό κατ. .../19.10.2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης των τελευταίων, κατά της με αριθ. 88/2.5.2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων, επί των από 18.4.2017 και με αριθμούς κατ. …, …, …, …, …, … και …/19.4.2017 επτά (7) αγωγών της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Με τις εν λόγω αγωγές, η ενάγουσα, δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ισχυρίσθηκε ότι οι ένδεκα εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι, περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2008, με εργολαβική σύμβαση, της ανέθεσαν την υπόθεση εξαπάτησής τους από τον Α. Β. - έμπορο αυτοκινήτων, στον οποίο είχαν παραγγείλει αυτοκίνητα και είχαν δώσει προκαταβολές για την αγορά τους, χωρίς ο τελευταίος να τους παραδώσει τα αυτοκίνητα. Ότι συμφωνήθηκε προφορικά, να αναλάβει την ανωτέρω υπόθεση και να καταβληθεί σε αυτήν για τα αρχικά έξοδα των δικαστικών ενεργειών που θα προέβαινε, το ποσό των 500 ευρώ, για την κάθε υπόθεση, στη συνέχεια να της καταβάλλονται μόνον τα έξοδα σε κάθε στάση της δίκης και στο τέλος της αντιδικίας και σε περίπτωση μόνον επιτυχούς έκβασης των δικών να λάβει ως αμοιβή ποσοστό 10% επί των χρηματικών ποσών που θα επιδικάζονταν. Ότι αυτή προέβη στις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες που λεπτομερώς αναφέρει, πλην, όμως, οι εναγόμενοι με την από 24.4.2015 εξώδικη δήλωσή τους, ανακάλεσαν αδικαιολόγητα την εντολή τους προς αυτήν για το χειρισμό των υποθέσεών τους και την κάλεσαν να παραδώσει τους φακέλους των υποθέσεών τους, στον αναφερόμενο στο εξώδικο δικηγόρο τους. Ότι μετά την ανάκληση της εντολής δικαιούται αυτή να λάβει το ποσό της ελάχιστης αμοιβής της, προσαυξημένης κατά το μέτρο του άρθρου 98 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, για τις αναλυτικά αναφερόμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες στις οποίες προέβη, μέχρι το χρόνο ανάκλησης της εντολής.
Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν τα αναλυτικά αναφερόμενα σε κάθε αγωγή ποσά, ως αμοιβή της για τις υπηρεσίες που προσέφερε σε αυτούς, ως δικηγόρος τους, μέχρι το χρόνο ανάκλησης της εντολής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση σ' αυτήν του εξωδίκου περί ανάκλησης της εντολής εκπροσώπησής τους. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την, ως άνω, με αριθ. 88/2.5.2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, τις ανωτέρω επτά (7) αγωγές, δέχθηκε εν μέρει αυτές και επιδίκασε στην ενάγουσα, τα αναφερόμενα αναλυτικά για κάθε αγωγή και για κάθε εναγόμενο ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως εκάστης αγωγής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού κατά τα προαναφερόμενα ι) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 1.6.2018 και με αριθμ. κατ.../4.6.2018 έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και ιι) δέχθηκε την από 14.6.2018 και με αριθμό κατ. .../14.6.2018 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και τους πρόσθετους λόγους εφέσεως αυτών, στη συνέχεια εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε και δίκασε τις ανωτέρω επτά (7) αγωγές, απέρριψε αυτές, ως ουσιαστικά αβάσιμες, λόγω παραγραφής των αξιώσεων της ενάγουσας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 14.7.2020, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Β. Τ., η δε αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 14.9.2020, ημέρα Δευτέρα, καθότι τελευταία ημέρα της κατά το άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, ήτοι η 13.9.2020, ήταν ημέρα Κυριακή (άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), μη συνυπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ' άρθρο 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού της λόγου (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 11.1.2023 και επίδοση αυτού στους αναιρεσίβλητους, νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο (άρθρο 569 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 37 του Ν. 4842/2021, ισχύοντος από 1.1.2022), όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. α) ... και ... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Φλώρινας Ε. Β., για τον πρώτο και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων και β)…εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ι. Α., για τους λοιπούς, κατά σειρά, αναιρεσίβλητους - καθών οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα και ασκούσα τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Είναι συνεπώς παραδεκτοί (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά των διαλαμβανομένων σε αυτούς λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
3. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.2, 38, 39, 46, 49, 63, 91, 92, 94 και 170 του ν.δ. 3026/1954 "Κώδικας περί δικηγόρων" (που έχει εφαρμογή εν προκειμένω λόγω του κρίσιμου χρόνου καταρτίσεως της σύμβασης εργολαβίας της δίκης και παροχής των νομικών υπηρεσιών), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ, προκύπτει, ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξάρτησης, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή και δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποία εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες που πρόσφερε καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε την εντολή επ` ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν είναι διάδικος. Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία, το ελάχιστο της αμοιβής ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του ως άνω Κώδικα περί Δικηγόρων (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 949/2020, ΑΠ 1309/2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, ως και συμφωνία περί αμοιβής δι` εκχωρήσεως ή μεταβιβάσεως μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας. Η τοιαύτη συμφωνία δεν δύναται να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Κατά δε τη διάταξη της παρ.5 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή, ούτε αυτός ούτε ο κατά τον αυτόν ή άλλου βαθμό συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατος. Ως επιτυχής έκβαση της δίκης, άρα και ως πλήρωση της αιρέσεως, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο εντολέας έχει τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου με ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 85/2022, ΑΠ 396/2017, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 1778/2013). Η σχετική περί εργολαβίας δίκης συμφωνία δεν προϋποθέτει για το κύρος της την τήρηση έγγραφου τύπου, αφού η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 95 παρ.2 εδ. α` του Κώδικα περί Δικηγόρων, με την οποία περιοριζόταν η απόδειξη της συμφωνίας αυτής μόνο με έγγραφα ή όρκο ή ομολογία, θεωρείται κατηργημένη από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 του ΕισΝΚΠολΔ και, συνεπώς, επί εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ δικηγόρου και εντολέα για την αμοιβή του πρώτου είναι εφαρμοστέα ως προς τα μέσα αποδείξεως, σύμφωνα με τα άρθρα 677 παρ.1 και 681 ΚΠολΔ, η διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία η απόδειξη γίνεται και με μάρτυρες καθώς και με ένορκες βεβαιώσεις τρίτων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου (Ολ.ΑΠ 40/1988, ΑΠ 31/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 170 του Κώδικα περί δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), συνάγεται ότι ο εντολέας, ενόψει της απόλυτης προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του δικηγόρου του, δύναται κατά πάντα χρόνο να ανακαλέσει την εντολή είτε υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν την ανάκληση είτε όχι. Σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές γεννώνται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του εντολέα που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 396/2017). Η ως άνω ανάκληση ασκείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 167 και 724 ΑΚ, με μονομερή και απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως, η δε λύση της εντολής επέρχεται με την περιέλευση αυτής στο πρόσωπο που απευθύνεται (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 1388/2015). Η ανάκληση της εντολής ενεργεί ex nunc και όχι ex tunc και συνακόλουθα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών θα κριθούν, ως νόμιμη αιτία, με βάση την έννομη σχέση της έμμισθης εντολής (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 810/2003). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο της ανακλήσεως της εντολής είναι νομική (ΑΠ 193/2008). Η ανάκληση μπορεί να γίνει και προφορικά, ακόμη δε και σιωπηρά, αρκεί ο εντολέας να καταστήσει γνωστή τη βούλησή του αυτή στον εντολοδόχο (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 1309/2012). Σε περίπτωση που ο εντολέας ανακαλέσει την εντολή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δηλαδή πριν από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, επί αδικαιολόγητης ανακλήσεως της εντολής, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλει στο δικηγόρο τη συμφωνημένη αμοιβή, η με βεβαιότητα δε προσδοκώμενη πλήρωση της προαναφερόμενης αιρέσεως της επιτυχημένης διεξαγωγής της δίκης ή της υποθέσεως, αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του δικαιώματος του δικηγόρου για απόληψη της συμφωνημένης αμοιβής σε περίπτωση κατάρτισης συμφωνίας περί εργολαβίας δίκης (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 133/2018). Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής, ο εντολέας, εφόσον ανακαλέσει δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα την εντολή, οφείλει να καταβάλει τις γενόμενες δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου για τις μέχρι την ανάκληση εργασίες αυτού, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα, περί ελαχίστων ορίων. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 190 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), οι απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους παραγράφονται μετά από μία πενταετία, η οποία αρχίζει, αν μεν πρόκειται για διοικητικές υποθέσεις ή εξώδικες πράξεις από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε η σχετική πράξη, αν δε πρόκειται για δίκες από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε από αυτούς η τελευταία διαδικαστική πράξη. Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως ειδική υπερισχύει εκείνης του άρθρου 250 αριθ. 11 του ΑΚ (ΑΠ 720/2019) σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 251 του ΑΚ, συνάγεται ότι η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του, ο χρόνος δε της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους, στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γένεση της αξιώσεως (ΟλΑΠ 42/1990). Επομένως κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη τεσσάρων μελών αυτού και συγκεκριμένα των Αρεοπαγιτών Ιωάννας Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαου Πουλάκη, Εισηγητή και Μαλαματένιας Κουράκου, και στην περίπτωση της αδικαιολόγητης ανακλήσεως της εντολής, η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται και είναι δυνατή η επιδίωξή της από την ανάκληση της εντολής και παραγράφεται μετά από μία πενταετία από το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα η ανάκληση, (Ολ ΑΠ 42/1990, ΑΠ 949/2020, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 1276/2018, ΑΠ 48/2006, ΑΠ 407/2008), Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΠ 4/2021, ΟλΑΠ 1/2021). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1803/2022, ΑΠ 312/2022, ΑΠ 38/2020).
4. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου τούτου και συγκεκριμένα του Προέδρου του Τμήματος, Νικολάου Πιπιλίγκα, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, από τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 190 του ν.δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων" [ήδη καταργηθείσας, αφού στο νέο Κώδικα Δικηγόρων - ν. 4194/2013 - δεν περιλαμβάνεται αντίστοιχη ρύθμιση], η οποία ορίζει ότι "Αι απαιτήσεις των δικηγόρων δια τας αμοιβάς και δαπάνας αυτών παραγράφονται μετά πενταετίαν, αρχομένην [....], εάν δε πρόκειται περί δικών, από του τέλους του έτους, καθ' ό ενηργήθη υπ' αυτών η τελευταία διαδικαστική πράξις" συνάγεται ότι τυχόν ανάκληση της εντολής προς το δικηγόρο που λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο από το τέλος του έτους, κατά το οποίο διενεργήθηκε από τον δικηγόρο η τελευταία διαδικαστική πράξη στο πλαίσιο της εκτέλεσης της χορηγηθείσας εντολής, δεν επάγεται μεταβολή του χρόνου έναρξης της παραγραφής για όλες τις αξιώσεις αμοιβών και δαπανών του δικηγόρου που αφορούν τη συγκεκριμένη δίκη [ανεξαρτήτως του χρόνου που οι επί μέρους προηγούμενες διαδικαστικές ενέργειες έλαβαν χώρα] και ειδικότερα δεν επιφέρει επιμήκυνση αυτού με χρόνο έναρξης της παραγραφής το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα μεταγενεστέρως η ανάκληση της εντολής (πρβλ. ΑΠ 8/2008). Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή αντιβαίνει ευθέως στη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω ρύθμισης του άρθρου 190 του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων. Εάν ο νομοθέτης έκρινε διαφορετικά, λόγω της έντονα προσωπικής σχέσης του δικηγόρου με τον εντολέα του, θα το όριζε ρητά, προβλέποντας ως χρονικό σημείο έναρξης του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των δικηγόρων κατά των εντολέων τους για αμοιβές και δαπάνες το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα (ρητά ή σιωπηρά) η ανάκληση της εντολής, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι για τη διενέργεια οιασδήποτε δικαστικής ή εξώδικης πράξης ή εργασίας από δικηγόρο ως πληρεξουσίου του εντολέως του αυτονόητη προϋπόθεση είναι η μεταξύ αυτών ύπαρξη σχέσης εντολής, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για σύμβαση εργολαβίας δίκης ή εντολής ανάθεσης της διεκπεραίωσης συγκεκριμένης δίκης ή εντολής ανάθεσης εξώδικης πράξης ή εργασίας. Εξ άλλου από καμία διάταξη, ούτε από εκείνη του άρθρου 251 του ΑΚ, προκύπτει ότι η δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης των αξιώσεων του δικηγόρου για την καταβολή αμοιβής και δαπανών κατά του εντολέως του εξαρτάται από την προηγούμενη ανάκληση εκ μέρους του τελευταίου της προς τον δικηγόρο εντολής. Μάλιστα υπό την αντίθετη εκδοχή, εάν για οιονδήποτε λόγο δεν λάβει χώρα ανάκληση της εντολής και ο δικηγόρος απρακτεί μετά τη διενέργεια από αυτόν της τελευταίας διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο της χορηγηθείσας εντολής, οι αξιώσεις αυτού για αμοιβές και δαπάνες κατά του εντολέως του καθίστανται ουσιαστικά απαράγραπτες. Επισημαίνεται ότι η ΟλΑΠ 42/1990 δεν έκρινε επί του συγκεκριμένου θέματος, αλλά επί του αχθέντος σε αυτήν ζητήματος της εφαρμογής ή μη της διάταξης του άρθρου 190 του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων επί αξιώσεων των δικηγόρων για αμοιβές κατά Ν.Π.Δ.Δ. σε σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974 περί λογιστικού των ως άνω νομικών προσώπων, οι δε λοιπές αποφάσεις Τμημάτων δεν αντιμετώπισαν ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου της παραγραφής για αμοιβές και δαπάνες του δικηγόρου κατά του εντολέως του, λόγω συμπλήρωσης πενταετίας από το τέλος του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η τελευταία διαδικαστική πράξη στο πλαίσιο εκτέλεσης της εντολής για τη συγκεκριμένη δίκη μέχρι την άσκηση της σχετικής αγωγής του δικηγόρου, όχι όμως συμπλήρωσης της ως άνω πενταετίας από το τέλος του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα μεταγενεστέρως ρητή ανάκληση της εντολής, όπως στην ένδικη υπόθεση. Σημειώνεται ότι στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των αγωγών, τις οποίες επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) δεν ζητείται η επιδίκαση της συμφωνημένης αμοιβής στην αναιρεσείουσα δικηγόρο στο πλαίσιο της επικαλουμένης σύμβασης εργολαβίας δίκης, λόγω αδικαιολόγητης ανάκλησης της εντολής κατ' εφαρμογή του άρθρου 170 εδ. α του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων, παρά την εκτενή διηγηματική αναφορά στην κατάρτιση σύμβασης εργολαβίας δίκης και στις εξ αυτής αξιώσεις στα οικεία αγωγικά δικόγραφα, αλλά ζητείται η επιδίκαση αμοιβής στην αναιρεσείουσα για τις επί μέρους πράξεις που διενήργησε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 91, 92, 99 και 100 επόμ. του ως άνω Κώδικα περί ελαχίστων ορίων αμοιβών, προσαυξημένων κατά το μέτρο του άρθρου 98 παρ.1 του ως άνω Κώδικα.
5. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης Απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Οι 11 εναγόμενοι, ήδη εφεσίβλητοι (Α) έφεσης και εκκαλούντες (Β) έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής [ήδη αναιρεσίβλητοι], μαζί με άλλα 5 άτομα, περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2008, ανέθεσαν στην ενάγουσα - νυν εκκαλούσα (Α) έφεσης - εφεσίβλητη (Β) έφεσης και πρόσθετων λόγων [ήδη αναιρεσείουσα], υπόθεση εξαπάτησής τους κατά του Α. Β., εμπόρου αυτοκινήτων, των συνεργατών αυτού, καθώς και της Τράπεζας ... και προστηθέντων από αυτή υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, καθένας από τους εναγόμενους, ήδη εφεσίβλητους (Α) έφεσης, -εκκαλούντες (Β) έφεσης και των πρόσθετων λόγων, αγόρασαν από προαναφερόμενο Α. Β., που διατηρούσε στη ... επιχείρηση συνεργείου αυτοκινήτων και εμπορίας ανταλλακτικών, οχήματα, εργοστασίου κατασκευής ... έναντι τιμήματος μεταξύ 20.000 - 40.000 ευρώ, το καθένα. Κάποιοι από τους εναγόμενους κατέβαλαν ως προκαταβολή ποσά μεταξύ 10.000 - 13.000 ευρώ, και έλαβαν δάνειο για το υπόλοιπο του τιμήματος από την Τράπεζα ..., ενώ όσοι δεν κατέβαλαν προκαταβολή ζήτησαν και έλαβαν δάνειο από την προαναφερόμενη Τράπεζα για το σύνολο του τιμήματος. Μετά την έγκριση των προαναφερόμενων δανείων, η Τράπεζα ... δια των προστηθέντων από αυτή υπαλλήλων, ενέκρινε εκταμίευση των προαναφερομένων δανείων προς τον Α. Β.. Τα παραγγελθέντα αυτοκίνητα, όμως ουδέποτε παραδόθηκαν στους εναγομένους παρά το γεγονός ότι ο ανωτέρω πωλητής έλαβε τα ποσά των προκαταβολών και των δανείων. Το ίδιο συνέβη και με τις παραγγελίες άλλων ατόμων, που είχαν παραγγείλει αυτοκίνητα από τον ίδιο έμπορο στην πόλη της ...ς. Μετά τη διαπίστωση της εξαπάτησης τους, οι εναγόμενοι, όπως και άλλοι λοιποί ομοίως εξαπατηθέντες επισκέφθηκαν την ενάγουσα δικηγόρο στο γραφείο της και της ζήτησαν ν' αναλάβει τον χειρισμό της υπόθεσής τους. Η ενάγουσα έλαβε από τον κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη, το ποσό των 500,00 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.500,00 ευρώ, ενώ συμφώνησαν προφορικά ότι η αμοιβή της θα υπολογιστεί σε ποσοστό επί του επιδικασθησομένου σε κάθε πελάτη - εναγόμενο, ποσού. Η μεν ενάγουσα ισχυρίζεται ότι επιπλέον, συμφωνήθηκε η καταβολή των εξόδων πριν την στάση κάθε δίκης και ποσοστό 10% επί του συνολικού ποσού που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα σε κάθε πελάτη, ενώ οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι συμφωνήθηκε η αρχική καταβολή των 500 ευρώ για έξοδα κατάθεσης αγωγών, έγκλησης, αναγγελίας κατάθεσης και ποσοστό 15% επί του συνολικού ποσού που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα σε κάθε πελάτη. Σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς και τη βασιμότητά τους θα γίνει λόγος παρακάτω. Για λογαριασμό των εναγόμενων της κάθε κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα προέβη στις ακόλουθες ενέργειες, τις οποίες εξάλλου, συνομολογούν οι εναγόμενοι [. . .]. Οι εξής τρείς αγωγές: 1) Η με αριθμό κατάθεσης .../2009 αγωγή με ενάγοντες τον Κ./νο Τ. και την Β. Τ. (ένατου και δέκατης των νυν εναγομένων και εφεσιβλήτων - εκκαλούντων), 2) Η με αριθμό κατάθεσης .../2008 αγωγή με ενάγοντες τον Α. Κ. και την Δ. Κ. (τέταρτου και πέμπτης των νυν εναγομένων και εφεσιβλήτων-εκκαλούντων), 3) Η με αριθμό κατάθεσης .../2008 αγωγή με ενάγοντες την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “...”, τον Α. Μ. και την Θ. Μ. (πρώτης, δεύτερου και τρίτης των νυν εναγομένων και εφεσιβλήτων - εκκαλούντων) [ενν. έκτης, εβδόμου και όγδοης των νυν εναγομένων και εφεσίβλητων - εκκαλούντων] προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την δικάσιμο της 23ης-11-2009. Κατά την δικάσιμο της 23ης-11-2009 η συζήτηση των παραπάνω αγωγών αναβλήθηκε με αίτημα των εναγομένων αυτών, για τη δικάσιμο της 22-9-2010, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 21ης-9-2011. Κατά την δικάσιμο της 21ης-9-2011, παραστάθηκε η συνεργάτης της ενάγουσας, …, επίσης δικηγόρος Θεσσαλονίκης, έχοντας εντολή από την ενάγουσα, η οποία δεν μπορούσε να παρασταθεί η ίδια λόγω απασχόλησής της στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, να ζητήσει νέα αναβολή της υπόθεσης ενόψει του ότι ο Α. Β. είχε κηρυχθεί σε πτώχευση μετά την άσκηση των αγωγών εναντίον του, μέχρι του πέρατος των εργασιών της πτώχευσης, το οποίο τελικά έλαβε χώρα, στις 30.4.2012. Σε περίπτωση δε, που το Δικαστήριο απέρριπτε το αίτημα αναβολής, η ανωτέρω δικηγόρος είχε εντολή από την ενάγουσα να παραιτηθεί του δικογράφου της αγωγής ώστε να μην ερημοδικαστούν οι πελάτες της επειδή δεν είχαν φροντίσει να καταβάλουν το ποσό του δικαστικού ενσήμου για την συζήτηση των ανωτέρω αγωγών των, και να επαναφέρουν τις αγωγές με κλήσεις. Λόγω μη χορήγησης νέας αναβολής, η ανωτέρω δικηγόρος δήλωσε παραίτηση από τα δικόγραφα των αγωγών (των με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../2008, .../2008, .../2008), με συνέπεια την κατάργηση της δίκης που είχε ανοιγεί με τις αγωγές αυτές. Περαιτέρω για τις λοιπές τέσσερεις αγωγές και συγκεκριμένα για: 1) Την με αριθμό 335/2008 αγωγή με ενάγοντα τον Χ. Π., ενδέκατο των νυν εναγόμενων - εφεσιβλήτων εκκαλούντων, 2) Την με αριθμό …/2008 αγωγή με ενάγουσα, την Α. Σ. δεύτερη των νυν εναγόμενων - εφεσιβλήτων -εκκαλούντων και 3) Την με αριθμό …/2008 αγωγή με ενάγοντα, τον Α. Μ., των πρώτο των νυν εναγομένων - εφεσιβλήτων -εκκαλούντων και 4) Την με αριθμό κατάθεσης 334/2008 αγωγή με ενάγουσα την Ε. Φ., αποδείχθηκε ότι η συζήτηση αυτών αρχικά προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 9ης-12-2009, μετά από αναβολή ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 6η-10-2010, μετά από τρίτη αναβολή ορίσθηκε η νέα δικάσιμος η 19-10-2011, οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση των αγωγών λόγω αποχής δικηγόρων (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμό ... Πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Βέροιας) [. . .]. Στις 24.4.2015, οι 17 πελάτες της ενάγουσας, μεταξύ των οποίων και οι εναγόμενοι, επέδωσαν στην ενάγουσα την από 24.4.2015 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή τους με την οποία ανακάλεσαν ρητά την εντολή τους προς αυτή για τον περαιτέρω χειρισμό των υποθέσεών τους από την ίδια και την κάλεσαν να παραδώσει, στον αναφερόμενο στην εξώδικη δήλωση, δικηγόρο τους φακέλους των υποθέσεων τους. Στην ίδια επιστολή την κατηγορούν ότι τους εξαπάτησε σχετικά με την πορεία των υποθέσεών τους, διότι αφενός παραιτήθηκε από τις επίδικες αγωγές χωρίς την άδειά τους, αφετέρου δεν τους ενημέρωσε στην συνέχεια ούτε για την παραίτηση ούτε για την ματαίωση της συζήτησης των λοιπών αγωγών και την καλούν να επιστρέψει σε καθένα από αυτούς το ποσό των 500 ευρώ που έλαβε κατά την ανάθεση της εντολής. Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, δηλαδή, από την δικάσιμο της 21ης-9-2011, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η παραίτηση από τα επίδικα δικόγραφα, έως τον Μάρτιο του 2015, οπότε με εντολή των εναγομένων, ο δικηγόρος, Χρήστος Σταματίου διερεύνησε την υπόθεση και τους ενημέρωσε σχετικά, η ενάγουσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους ενάγοντες, τους καθησύχαζε ότι οι υποθέσεις τους ήταν ενεργές και η καθυστέρηση οφειλόταν σε αποχές δικηγόρων και αναβολές αντιδίκων, αποκρύπτοντάς τους την αλήθεια. Η ενάγουσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη απέστειλε την από 7.5.2015 εξώδικη δήλωση - όχληση προς τους εναγομένους (η οποία επιδόθηκε σε αυτούς στις 11.5.2015, όπως συνομολογούν οι ίδιοι) αποκρινόμενη ότι όλες οι δικαστικές κινήσεις της ήταν σε γνώση των, ότι ουδείς της κατέβαλε το δικαστικό ένσημο συζήτησης των αγωγών τους, αν και ζητήθηκε από το γραφείο της, ότι οι υποθέσεις τους αναβλήθηκαν δύο φορές προκειμένου να κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης του Α. Β. και να μην υπάρξει ανάγκη άσκησης νέων αγωγών, αφού οι ήδη ασκηθείσες είχαν κοινοποιηθεί στον ίδιο και όχι στο σύνδικο της πτώχευσης, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα νέας αναβολής και για το λόγο αυτό προχώρησε στη ματαίωση κάποιων υποθέσεών τους και στην παραίτηση από το δικόγραφο κάποιων άλλων και κάλεσε τους εναγόμενους εντός τριημέρου, από την παραλαβή της από 28.5.2015 εξώδικης δήλωσης, να της καταβάλουν τα έξοδα που βαρύνουν το καθένα από αυτούς, για τις δικαστικές της ενέργειες κατά τον χειρισμό των υποθέσεών τους [. . .]. Οι διάδικοι συνομολογούν την έλλειψη έγγραφης συμφωνίας κατά την ανάθεση της εντολής, πλην όμως, η ενάγουσα διεκδικεί τις αξιώσεις της (για) αμοιβές από την έμμισθη σύμβαση εντολής, ελλείψει έγγραφης συμφωνίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, ισχυριζόμενη ότι συμφωνήθηκε καταβολή προκαταβολής ποσού 5.500 ευρώ από τους εναγομένους, καταβολή των εξόδων της δίκης πριν κάθε στάση δίκης, και καταβολή του 10% επί του συνολικού ποσού που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα στους εναγομένους, ενώ οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα προφορική συμφωνία εργολαβίας δίκης, σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα κατά την ανάθεση εντολής έλαβε το συνολικό ποσό των 5.500 ευρώ από τους ένδεκα εναγόμενους για να καλυφθούν τα έξοδα της δίκης, και συμφωνήθηκε να αμειφθεί με το 15% του συνολικού ποσού που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα στους εναγομένους. Παρέλκει, όμως, η εξέταση, των προαναφερόμενων ισχυρισμών ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους, διότι οι αξιώσεις της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, στο σύνολό τους έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 250 παρ. 11 ΑΚ., η οποία αρχίζει από την 1.1.2012, δηλαδή από το επόμενο έτος από αυτό εντός του οποίου ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας, που είναι το έτος 2011, εφόσον από την μεν δικάσιμο της 21ης.9.2011 επήλθε κατάργηση της δίκης με την παραίτηση από τα δικόγραφα των αγωγών αδικοπραξίας (ειδικότερα από την με αριθμό κατάθεσης .../2009 αγωγή με ενάγοντες τον Κ./νο Τ. και την Β. Τ., την με αριθμό κατάθεσης .../2008 αγωγή με ενάγοντες τον Α. Κ. και την Δ. Κ., την με αριθμό κατάθεσης .../2008 αγωγή με ενάγοντες την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “...”, τον Α. Μ. και την Θ. Μ.) της συνεργάτιδας της ενάγουσας, Σ. Τ. (κατόπιν εντολής της ενάγουσας) με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά (βλ. προσκομιζόμενα αντίγραφα των πρακτικών και του πινακίου της δικασίμου της 21ης.9.2011). Για τις δε λοιπές τέσσερις αγωγές 1. Την με αριθμό …/2008 αγωγή με ενάγοντα τον Χ. Π., ενδέκατο των νυν εναγόμενων - εφεσιβλήτων - εκκαλούντων, 2. Την με αριθμό …/2008 αγωγή με ενάγουσα, την Α. Σ. δεύτερη των νυν εναγομένων - εφεσιβλήτων -εκκαλούντων και 3. Την με αριθμό …/2008 αγωγή με ενάγοντα, τον Α. Μ., τον πρώτο των νυν εναγομένων - εφεσιβλήτων - εκκαλούντων και 4. Την με αριθμό κατάθεσης …/2008 αγωγή με ενάγουσα την Ε. Φ., η συζήτηση ματαιώθηκε στις 19.10.2011, λόγω αποχής δικηγόρων. Η παραίτηση από τα δικόγραφα των ένδικων αγωγών ήταν η τελευταία διαδικαστική πράξη, την οποία τέλεσε η ενάγουσα- δικηγόρος, στην δίκη που ανοίχθηκε με την κατάθεση των αγωγών αδικοπραξίας των εναγομένων κατά Α. Β. κ.λπ., ενώ στην περίπτωση των αγωγών που ματαιώθηκε η συζήτηση, η τελευταία διαδικαστική πράξη για λογαριασμό των πελατών της, ήταν η παράσταση της δικηγόρου - ενάγουσας, κατά την δικάσιμο της 6ης-10-2010 (προηγούμενη από την ματαιωθείσα 19-10-2011) και η εγγραφή της αναβολής της συζήτησης των αγωγών στο πινάκιο της 19ης-10-2011. Μετά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες (21.9.2011 και 19.10.2011) και έως το τέλος του 2011, η ενάγουσα είχε χρονικό περιθώριο τριών, περίπου, μηνών να ενημερώσει τους διαδίκους για την πορεία των υποθέσεων, να τάξει σε αυτούς εύλογη προθεσμία για την υποβολή του δικαστικού ενσήμου και επαναφορά των αγωγών με κλήση, άλλως να επιδιώξει την αμοιβή της, δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για προώθηση των σχετικών δικών χωρίς επαναφορά με κλήση των αγωγών, για τις οποίες χώρησε παραίτηση, και αυτών των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε. Για την επαναφορά των ανωτέρω αγωγών η ενάγουσα, είχε, ήδη, συντάξει τις από 17.10.2011 κλήσεις, τις οποίες όμως, δεν κατέθεσε και επομένως αυτές δεν ενεγράφησαν στο πινάκιο. Όπως η ίδια συνομολογεί στα δικόγραφα των επίδικων αγωγών της, ζήτησε 350 ευρώ από τους διαδίκους για να καταθέσει τις προαναφερόμενες κλήσεις και αυτοί αρνήθηκαν. Στην από 28.5.2015 εξώδικη δήλωση- όχλησή της προς τους εναγομένους, αναφέρει επίσης, ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι κατέβαλαν τα έξοδα. Δεν είχε λοιπόν, σύμφωνα, με τους ισχυρισμούς της, κανένα λόγο, να αναμένει νέα εντολή, ή να ελπίζει ότι οι εναγόμενοι θα προέβαιναν σε επαναφορά των αγωγών με κλήση και ότι θα κατέβαλαν το δικαστικό ένσημο. Σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά των εναγομένων, έτσι όπως αυτή περιγράφεται από την ίδια την ενάγουσα, δεν δικαιολογούσε την εκ μέρους της καθυστέρηση επιδίωξης της αμοιβής της, εφόσον οι εναγόμενοι δεν είχαν καταβάλει το δικαστικό ένσημο για τις ένδικες αγωγές και δεν προέβησαν σε καμία καταβολή των εξόδων για την καταβολή του ενσήμου και την επαναφορά των αγωγών με κλήση όπως διατείνεται η ίδια. Η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της [. . .], από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη, ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη, ο χρόνος δε της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γένεση της αξιώσεως [. . .]. Από την 1.1.2012, δηλαδή την αρχή του επόμενου έτους μετά από αυτό (2011) εντός του οποίου ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών της, αρχίζει να μετρά ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, ο οποίος λήγει την 1.1.2017. Επομένως, στις 19 Απριλίου 2017 οπότε και ασκήθηκαν οι επίδικες αγωγές, είχε παρέλθει ήδη πενταετία και οι αξιώσεις καταβολής δικηγορικής αμοιβής της ενάγουσας κατά των εναγομένων είχαν ήδη παραγραφεί. Την παραγραφή αυτή δε, δεν διέκοψε η από 24.4.2015 όχληση των εναγομένων προς την ενάγουσα με την οποία ανακάλεσαν την εντολή τους προς αυτή, εφόσον με αυτή οι εναγόμενοι δεν αναγνώρισαν το χρέος τους προς την ενάγουσα, αλλά αντίθετα της ζήτησαν να επιστρέψει σε αυτούς τα ποσά που είχαν έως τότε καταβάλει σε αυτήν. Ούτε, η από 7.5.2015 όχληση της ενάγουσας, διέκοψε την παραγραφή, εφόσον [. . .] εξώδικη όχληση προερχόμενη από τον δικαιούχο του χρέους δεν εξομοιώνεται με πράξη διακοπτική της παραγραφής. Τέλος, δεν διακόπηκε η παραγραφή ούτε λόγω της σιωπής των εναγομένων μετά την αποστολή της ενάγουσας, εφόσον η σιωπή οφειλέτη μετά την αποστολή εξώδικης όχλησης από τον δικαιούχο, δεν συνιστά αναγνώριση χρέους. Οι λοιπές αξιώσεις της ενάγουσας που πηγάζουν από την σύνταξη της έγκλησης, και της αναγγελίας πτώχευσης, και η σύνταξη της εξώδικης επιστολής προς την Τράπεζα, (στις 2008, 2010 και 2011) έχουν καλυφθεί από το ποσό των 5.500,00 ευρώ που κατέβαλαν συνολικά οι εναγόμενοι, όπως αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης[. . .]. Σε κάθε περίπτωση όμως, και οι αξιώσεις αυτές έχουν παραγραφεί, διότι συντάχθηκαν κατά τα έτη 2008, 2009 και 2011 και μετά την κατάργηση των πολιτικών δικών που ανοίχθηκαν με την άσκηση των ένδικων αγωγών αδικοπραξίας με την παραίτηση από αυτές, στις 21.9.2011, και την ματαίωση της συζήτησης για τις λοιπές, η ενάγουσα δικηγόρος είχε την δυνατότητα να επιδιώξει δικαστικά τις αξιώσεις της, για δικηγορική αμοιβή για το σύνολο των ενεργειών που εκτέλεσε για τους εναγόμενους. Τέλος, η εξώδικη όχληση που απέστειλε η ενάγουσα στους εναγομένους, στις 28.5.2014, ζητώντας να καταβάλουν αυτοί τα αναφερόμενα στις επίδικες αγωγές κονδύλια, εντός 3ημερης προθεσμίας, δεν διακόπτει την παραγραφή, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις. Πρέπει δε, να σημειωθεί, ότι και μετά την αποστολή της από 28.5.2015 προαναφερόμενης όχλησής της προς τους εναγόμενους, (δεν) επεδίωξε η ενάγουσα δικαστικά τις αξιώσεις της, αλλά περίμενε δύο ολόκληρα έτη έως τον Απρίλιο του 2017, πριν ασκήσει τις επίδικες αγωγές. Το πρωτοβάθμιο, λοιπόν, Δικαστήριο το οποίο απέρριψε με την εκκαλουμένη την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση παραγραφής ως κατ' ουσία (α)βάσιμη κρίνοντας ότι η παραγραφή για την αξίωση της ενάγουσας για την αμοιβή των επιδίκων εργασιών της άρχισε στις 24.5.2015, ημέρα κατά την οποία οι διάδικοι με εξώδικη δήλωση οι εναγόμενοι ανακάλεσαν την εντολή τους προς την ενάγουσα δικηγόρο και όχι από 1.1.2012, δηλαδή όταν έληξε το έτος (2011) εντός του οποίου ήταν δυνατή η απαίτηση της αμοιβής της για τις ένδικες αγωγές, τις αναγγελίες πτώχευσης, την έγκληση και τις εξώδικες δηλώσεις προς την πρώην Τράπεζα ... νυν Τράπεζα Πειραιώς για τις οποίες είχε πραγματοποιήσει την τελευταία διαδικαστική πράξη με την παραίτηση από τα δικόγραφα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος και να γίνει δεκτή κατ' ουσία η υπό κρίση (Β) έφεση παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Πρέπει κατ' ακολουθία ν' απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμη η (Α) έφεση και αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμό 88/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και εξετασθεί κατ' ουσία να απορριφθούν οι επίδικες αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες”. Έτσι που έκρινε το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, παραβίασε κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 190 του ν.δ. 3026/1954 "Κώδικας περί Δικηγόρων" και 251 του Α.Κ., καθόσον, ενώ δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι με την από 24.4.2015 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή τους, κατήγγειλαν τη σύμβαση εντολής - εργολαβικού δίκης, που είχαν συνάψει (προφορικά) με την ενάγουσα δικηγόρο, εν τούτοις θεώρησε ότι οι αξιώσεις της τελευταίας για την επιδίωξη της δικηγορικής αμοιβής υπέπεσαν σε παραγραφή, διότι από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση της ενάγουσας για την αμοιβή της και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη ήτοι από τις 21.9.2011 και 19.10.2011, οπότε και διενεργήθηκαν από την ενάγουσα οι τελευταίες διαδικαστικές πράξεις, και μέχρι την άσκηση των ένδικων αγωγών (19.4.2017), παρήλθε πενταετία, δεχόμενο έτσι ως βάσιμη την ένσταση παραγραφής των εναγομένων, απορρίπτοντας, ακολούθως, κατ` ουσίαν τις επτά (7) αγωγές της ενάγουσας - αναιρεσείουσας, ενώ, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, η αξίωση της ενάγουσας γεννήθηκε και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη, από το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα η ανάκληση της εντολής (24.4.2015). Ούτε άλλωστε δέχθηκε ότι μετά τη διενέργεια των τελευταίων διαδικαστικών πράξεων από την αναιρεσείουσα δικηγόρο και εντός του έτους 2011 οι αναιρεσίβλητοι ανακάλεσαν σιωπηρά τη χορηγηθείσα σε αυτήν εντολή, στο πλαίσιο της εργολαβίας δίκης.
Συνεπώς, από την 1.1.2016, δηλαδή από το τέλος του έτους εντός του οποίου έλαβε χώρα η ανάκληση της εντολής (24.4.2015), οπότε και γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και μέχρι την άσκηση των ένδικων αγωγών στις 19.4.2017, δεν παρήλθε η πενταετής παραγραφή του άρθρου 190 του ν.δ. 3026/1954 "Κώδικας περί Δικηγόρων”. Επομένως, ο από τον αρ. 1α του άρθρου 560 του ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως λανθασμένα αναφέρει η αναιρεσείουσα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε επί ασκηθείσας έφεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου) πρώτος αναιρετικός λόγος και πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει την ανωτέρω πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη βάσιμοι.
6. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον η αναιρετική εμβέλεια των άνω λόγων αναίρεσης καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δεύτερου λόγου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως λανθασμένα αναφέρει η αναιρεσείουσα), πρέπει να γίνει κατά πλειοψηφία δεκτή η αίτηση αναίρεσης και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο στο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, για περαιτέρω εκδίκαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα αυτής, η οποία κατέθεσε πρόσθετους λόγους αναίρεσης, παρέστη και κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ κατά πλειοψηφία την υπ` αριθ. 5296/29.5.2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάσαντος ως Εφετείου
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700)ευρώ-.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ