Αριθμός 812/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ' αριθμ. …/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου-Εισηγητή, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2024 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Οικονόμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ..., περί αναιρέσεως της 47/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με κατηγορούμενους τους: 1) Γ. Π. του Δ., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Δημακόπουλο και 2) Σ. Λ. του Π., κάτοικο ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αθανασίου.
Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα Αντεισαγγελέας ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26-3-2024 έκθεση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ..., έλαβε αριθμό …/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024
Αφού άκουσε
1) Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ..., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και 2) τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ "Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507”, σύμφωνα με το οποίο "Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν”. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 507 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, από την καταχώριση αυτής καθαρογραμμένης, στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και για εκείνον της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Εξάλλου η αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) και δεδομένου ότι, αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αναδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του, έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, είτε όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της αποφάσεως και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεώς του (ΟλΑΠ 3/2010). Παγίως άλλωστε η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική”, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μία τέτοια αιτιολογία, ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογήν, ενώ υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη στο σύνολο τους κάποια έγραφα ή το περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Ειδικά, στην αθωωτική απόφαση και με δεδομένο ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη δεν αποτελεί η αθωότητα, αλλά η ενοχή του κατηγορουμένου, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, όταν, α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου, είτε αναφέρονται με τρόπο ελλιπή ή ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, έστω ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις) για τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε πόρισμα νόμιμης ανατροπής του τεκμηρίου αθωότητας, δηλαδή στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα κατά την ακροαματική διαδικασία (από την κατηγορούσα αρχή και από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο υπεράσπισής του), διαμορφώνοντας αντίστοιχες πορισματικές παραδοχές και διατυπώνοντας σχετικές αιτιολογικές σκέψεις, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, με παράθεση σχετικών περιστατικών και πορισματικών παραδοχών, γιατί πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, αφού, όπως σημειώθηκε, αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα αυτού (ΟλΑΠ 2/2017, ΑΠ 618/2021, ΑΠ 1343/2020, ΑΠ 1079/2019, ΑΠ 1207/2019).
II. Στο άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ ορίζεται, ότι "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι' αυτόν, δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων, εάν δε από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του μέχρι 1.7.2019 ισχύσαντος Ποινικού Κώδικα, όριζε, ότι "Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, "Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων, προκύπτει ότι η νομοτυπική μορφή της πράξης της ψευδούς βεβαίωσης δεν έχει αλλάξει, όμως, η διάταξη του ισχύοντος ΠΚ είναι αυστηρότερη, αφού πέραν της απειλούμενης και από τις δύο διατάξεις στερητικής της ελευθερίας ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους απειλεί σωρευτικά και χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13 α' του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για την σύνταξη ή έκδοση εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' του ΠΚ και δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 285/2020). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου ΠΚ, η οποία είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α' του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, αφού απειλείται πλέον, για την πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος, ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο όριο και, ακόμη, έχει απαλειφθεί, ως επιβαρυντική περίσταση, η χρήση του πλαστού εγγράφου από τον αυτουργό, "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ), από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη, και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Έτσι, εκτός από το σκοπό παραπλάνησης, που πρέπει να έχει ο δράστης, απαιτείται επί πλέον το πλαστό έγγραφο να μπορεί αντικειμενικά με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να είναι πρόσφορο να παράγει έννομες συνέπειες, ενώ η επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου δεν αποτελεί στοιχείο του ως άνω εγκλήματος. Επίσης, με τον ως άνω ν.Π.Κ. η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση, όπως προβλεπόταν στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 216 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, αλλά αυτοτελή πράξη, προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία "Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος yia τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”. Έτσι, η χρήση του πλαστού εγγράφου από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση, ώστε να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής για την αύξηση αυτής, αλλά αυτοτελή αξιόποινη πράξη που συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν (Α.Π.482/2023, Α.Π.441/2021).
III. Η κρινόμενη από 26.3.2024 (Αριθμός έκθεσης κατάθεσης: …/2024) αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με σχετική προς τούτο δήλωσή της στη γραμματέα του Ποινικού Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου) στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 47/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντας στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς), με την οποίαν κηρύχθηκαν αθώοι οι: 1) Γ. Π. του Δ. και 2) Σ. Λ. του Π., για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας από κοινού (αμφότεροι) και της ψευδούς βεβαίωσης (η πρώτη). Η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 3, 505 παρ. 2 εδ. α', 507 και 168 παρ. 1 ΚΠΔ), καθόσον η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στην γραμματεία του προαναφερθέντος δικαστηρίου στις 23.3.2024 και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 26.3.2024 και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, που αφορά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου παραστάθηκαν ο Χ. Κ. και η Α. Τ. - Σ., εκπροσωπούμενοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους … δυνάμει των από 30.4.2024 εξουσιοδοτήσεων, ως υποστηρίζοντες ενώπιον του Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας τις ως άνω κατηγορίες εις βάρος των προαναφερομένων κατηγορουμένων.
IV. Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική του κρίση το ως άνω Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης ως άνω αποφάσεώς του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, στο προοίμιο αυτής, αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με τις ανωμοτί καταθέσεις των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1ΚΠΔ) αποδείχθηκαν τα εξής: [...]. "Δυνάμει της με αριθμό 33/14-09-2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, υποχρεώθηκαν α) η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “... Ε.Ε." και το διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στο ... και β) η Δ. Π. του Γ., ως ομόρρυθμη εταίρος της αμέσως προηγούμενης εταιρίας και ευθυνόμενη εκάστη εις ολόκληρον, στην καταβολή προς τον Χ. Κ. του Β. (εγκαλούντα και παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας) ποσού 26.590 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της σχετικής αγωγής, το οποίο αφορούσε σε απαίτηση του τελευταίου, από ευθύνη από διαπραγματεύσεις για την πώληση από την εταιρία στο Χ. Κ. ενός μεταχειρισμένου υπερελαφρού αεροσκάφους της κυριότητάς της. Η εκπροσωπήσασα τον ενάγοντα στη δίκη δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Α. Τ.-Σ. και θεία αυτού, στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, αφού διαπιστώθηκε η αδυναμία να κατασχεθεί το ποσό εις χείρας τρίτου, ξεκίνησε διαδικασίες κατάσχεσης των αεροσκαφών κυριότητας της οφειλέτριας. Προς τούτο, απευθύνθηκε στο δικαστικό επιμελητή Σ. Λ., τον οποίο είχε γνωρίσει στο πλαίσιο έτερης υπόθεσης που αφορούσε στην κλινική … και κατόπιν συζητήσεων, καθόσον η κατάσχεση αεροσκαφών δεν απαντάται συχνά, αποφασίστηκε να προβούν στην κατάσχεση αυτών. Ωστόσο, η Εντολή της κατάσχεσης δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι αφορούσε, σε τρία αεροσκάφη, που φυλάσσονταν στις εγκαταστάσεις της εταιρίας, ώστε με την πλειστηρίασή τους να εξοφληθεί το χρέος. Ο Σ. Λ., δεν ήταν (κατά τόπο) αρμόδιος για την εκτέλεση και κατόπιν πρότασής του, αποφασίστηκε η ανάθεση της κατάσχεσης στη δικαστική επιμελήτρια στο Εφετείο Λαμίας Γ. Π.. Προς τούτο, η δικηγόρος (και παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας) του επισπεύδοντας έδωσε Εντολή για κατάσχεση, πλην όμως, υπέγραψε ένα λευκό έγγραφο (ένα φύλλο χαρτιού Α4) στο τέλος της μίας σελίδας του οποίου έθεσε την υπογραφή και την σφραγίδα της με την περιορισμένη αμοιβή των οκτακοσίων ευρώ ενώ εάν επρόκειτο για κατάσχεση τριών αεροσκαφών η αμοιβή θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Το έγγραφο αυτό φέρει τίτλο "Εντολή προς κατάσχεση αεροσκάφους" και προ της υπογραφής αναγράφεται "η δίδουσα την Εντολή πληρεξούσια δικηγόρος, Αθήνα 29 Ιουλίου 2016”, αμφότερες δε, οι φράσεις αυτές προσομοιάζουν ως προς το γραφικό χαρακτήρα και δεν προκύπτει ποιος το έχει γράψει. Ήτοι στον αναγραφόμενο τίτλο η Εντολή κατάσχεσης αεροσκάφους αφορά σε ένα αεροσκάφος και όχι τρία. Το κείμενο της Εντολής, έχει γραφτεί από τη Γ. Π. και σε σημείο αυτού έχει αναγραφεί “...κ' ειδικότερα να κατάσχεις αναγκαστικά υπό Ελληνικής Εθνικότητας κ' σήματος νηολόγησης αεροσκάφος κυριότητας αυτής τύπου: Savannah VG-XL ΙΟΟΗΡ, που φέρει το διακριτικό σήμα (...), το οποίο ευρίσκεται...”. Σημειώνεται ότι αρχικά αναγραφόταν η λέξη "αεροσκάφη”, επί της οποίας το γράμμα "η" έχει μεταβληθεί σε "ο" και τέθηκε μετά το τελικό "ς”. Εντούτοις, της λέξης "αεροσκάφος" προηγείται η έκφραση “...Ελληνικής Εθνικότητας και σήματος νηολόγησης" ενώ αν αφορούσε σε περισσότερα "αεροσκάφη" θα αναφερόταν οι λέξεις "σημάτων νηολόγησης”. Της λέξης "αεροσκάφος" του κειμένου ακολουθεί η περιγραφή του τύπου και του διακριτικού σήματος (...) αυτού και ευκρινώς διατυπώνεται η φράση "το οποίο”, δηλωτική του ενός και όχι τριών αεροσκαφών. Επίσης, στην ίδια έκθεση αναγράφεται “...το οποίο να εκτεθεί σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό...”, όπου αναγραφόταν "τα οποία" και πάνω από το γράμμα "α" στο άρθρο και στην αναφορική αντωνυμία έχει τεθεί το γράμμα "ο”. Την 01-08- 2016 ορίστηκε ότι θα λάμβανε χώρα η κατάσχεση και αφού πρώτα στο γραφείο της Γ. Π. μετέβη ο Σ. Λ., προκειμένου να συνταχθεί το βασικό κείμενο της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, κατόπιν η Γ. Π., ο Σ. Λ., ο Σ. Γ. και δύο αστυνομικοί μετέβησαν στην έδρα της καθ' ης η εκτέλεση εταιρίας, όπου υπήρχαν τρία αεροσκάφη και έλαβε χώρα η κατάσχεση. Ακολούθως, συμπληρώθηκε η με αριθμό ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αεροσκάφους, η οποία υπογράφηκε στην τελευταία σελίδα της από τη Γ. Π., ως δικαστική επιμελήτρια, τον Σ. Λ..., τον Σ. Γ. και τους δύο αστυνομικούς ως μάρτυρες και αφορά στην κατάσχεση ενός αεροσκάφους με τα στοιχεία ... (...), με αύξοντα αριθμό νηολογίου .... Σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η σχετική Εντολή αφορούσε ένα αεροσκάφος και συνεχίζοντας αναφέρεται “...και εκθέσω τα ανωτέρω αεροσκάφη...”, ενώ και κατωτέρω στην ίδια έκθεση αναφέρεται “...ο πλειστηριασμός των κατασχεθέντων αεροσκαφών...”. Σύμφωνα με την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα και μάρτυρα της κατάσχεσης Σ. Γ., ο ίδιος υπέγραψε την έκθεση γνωρίζοντας ότι η κατάσχεση θα αφορούσε σε τρία αεροσκάφη και ότι πράγματι, αφού βρέθηκαν αυτά, κατασχέθηκαν τρία αεροσκάφη, ενώ επίσης είχε υπογράφει σε κάθε φύλλο της έκθεσης και όχι μόνο στο τελευταίο, ισχυριζόμενος ότι μεταβλήθηκε η έκθεση αφού ο ίδιος αποχώρησε. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα όμως, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προφορική Εντολή για κατάσχεση αφορούσε σε τρία αεροσκάφη. Επίσης, δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να παραπλανήσουν τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ότι πράγματι ήταν αυτή η Εντολή και ότι στις εγκαταστάσεις της καθ' ης η εκτέλεση επιχείρησης βρισκόταν μόνο ένα αεροσκάφος. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι οι κατηγορούμενοι είχαν κάποιο λόγο να μην κατάσχουν και τα τρία αεροπλάνα από την στιγμή που θα είχαν και μεγαλύτερη οικονομική αμοιβή. Από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα, το Δικαστήριο διατηρεί πλείστες αμφιβολίες για την ενοχή των κατηγορουμένων και για αυτό, πρέπει αμφότεροι να κηρυχθούν αθώοι λόγω αμφιβολιών για το αποδιδόμενο σε αυτούς αδίκημα της πλαστογραφίας από κοινού. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι η πρώτη κατηγορουμένη, με την ιδιότητα της υπαλλήλου, που στα καθήκοντά της ανήκε και αναγόταν η σύνταξη και έκδοση δημοσίων εγγράφων, στη με αριθμό ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αεροσκάφους, που συνέταξε η ίδια, βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό και συγκεκριμένα βεβαίωσε ψευδώς ότι κατά το χρόνο της κατάσχεσης στις εγκαταστάσεις της καθ' ης η εκτέλεση εταιρίας υπήρχε μόνο ένα και δη το κατασχεθέν αεροσκάφος και όχι τα λοιπά δύο (2) αεροσκάφη. Και τούτο διότι η πρώτη κατηγορούμενη από καμία διάταξη νόμου αλλά ούτε και από τα άρθρα 954 και 992 επ. ΚΠολΔ είχε την υποχρέωση να περιγράψει και ότι άλλο υπήρχε στον τόπο της κατάσχεσης πέραν του αντικειμένου το οποίο είχε Εντολή να κατάσχει και πράγματι κατέσχε. Η έκθεση κατάσχεσης βεβαιώνει ότι αυτό το αεροσκάφος βρέθηκε στο έδαφος και σε εκτέλεση της Εντολής κατασχέθηκε. Δεν βεβαιώνει ότι κατά τον χρόνο της κατάσχεσης υπήρχε μόνο αυτό το αεροσκάφος αλλά ότι αυτό κατέσχε σύμφωνα με την Εντολή. Συνεπώς, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί αθώα λόγω αμφιβολιών για την αποδιδόμενη σε αυτή πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως”.
Μετά ταύτα το Δικαστήριο και υπό τις παραδοχές αυτές κήρυξε αθώο λόγω αμφιβολιών την πρώτη κατηγορούμενη Γ. Π. και τον δεύτερο κατηγορούμενο Σ. Λ... αθώους κατά πιστή μεταφορά του ότι: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους ως άνω κατηγορούμενους ΑΘΩΟΥΣ, λόγω αμφιβολιών, για την πράξη της Πλαστογραφίας από κοινού και ειδικότερα του ότι: Στη Λιβαδειά Βοιωτίας, στις 29-7-2016 από κοινού ενεργώντας και με πρόθεση αμφότεροι οι κατηγορούμενοι νόθευσαν έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσουν άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει και είχε έννομες συνέπειες και ειδικότερα επί μη συμπληρωμένου εγγράφου Εντολής κατασχέσεως από τη δικηγόρο Α.Τ.-Σ., έχοντας δε λάβει προφορικώς την Εντολή να προβούν σε κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης “...” και δη όλων των στην ιδιοκτησία της αεροσκαφών, αυτοί νόθευσαν το άνω ασυμπλήρωτο έγγραφο, δήθεν δίδοντας εγγράφως στην πρώτη κατηγορουμένη Π. Γ. του Δ. την Εντολή να προβεί σε κατάσχεση ενός μόνου αεροσκάφους ήτοι του με τύπο SAVANNAH VG-XL ΙΟΟΗΡ που φέρει το διακριτικό σήμα (...) εκ των τριών της άνω επιχείρησης, είχαν δε σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του εγγράφου αυτού όλους τους εν συνεχεία εμπλεκόμενους στην αναγκαστική εκτέλεση για το ότι δήθεν αυτή ήταν η πράγματι δοθείσα Εντολή προς εκτέλεση και ότι τη χρονική στιγμή της γενομένης κατασχέσεως μόνον αυτό το αντικείμενο ήταν προς τούτο διαθέσιμο. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την πρώτη κατηγορούμενη ΑΘΩΑ, λόγω αμφιβολιών, για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης και ειδικότερα του ότι: η πρώτη κατηγορουμένη Γ. Π. στον ίδιο τόπο και χρόνο (περιοχή ...-...), στις 1/8/2016, ενώ ήταν υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανήκε και αναγόταν η σύνταξη και έκδοση δημοσίων εγγράφων, με πρόθεση σε τέτοιο έγγραφο βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό που μπορούσε να έχει και είχε έννομες συνέπειες ήτοι στον άνω τόπο και χρόνο στη συνταχθείσα από την ίδια έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης με αριθμό ... με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς τέτοιο περιστατικό ήτοι ότι κατά το χρόνο της κατασχέσεως υπήρχε επί τόπου το ρηθέν ένα [ 1 ] κατασχεθέν αεροσκάφος της οφειλέτιδας το οποίο και εντόπισε επί του εδάφους και όχι τα εκεί ευρισκόμενα λοιπά δύο [2] που ομοίως ώφειλε να κατάσχει”.
V. Με αυτές τις, κατά τον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, παραδοχές, το Δικαστήριο που δίκασε και κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, το Εφετείο με την προσβαλλόμενή απόφασή του, ενώ εκθέτει ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ της υποστηρίζουσας την κατηγορία Α. Τ.-Σ., Δικηγόρου Αθηνών, και του 2ου κατηγορουμένου Σ. Λ., Δικαστικού Επιμελητή, για την κατάσχεση αεροσκαφών, στη συνέχεια αντιφατικά δέχεται, ότι δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα, ότι η Εντολή της κατάσχεσης αφορούσε σε τρία αεροσκάφη, που φυλάσσονταν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, ώστε με την πλειστηρίασή τους να εξοφληθεί το χρέος. Επίσης, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα που είχε στην διάθεση του, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του, αλλά επιλεκτικά έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μερικά μόνον από αυτά. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο: α) δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε στο σύνολο της την ενώπιον του ακροατηρίου, κατάθεση του μάρτυρα Σ. Γ. σύμφωνα με την οποία η συμφωνία ήταν να κατασχεθούν τρία αεροσκάφη, η κατάσχεση έγινε για τρία αεροσκάφη, η έκθεση κατάσχεσης, την οποία υπέγραψε ο μάρτυρας ανά δεύτερη σελίδα, αφορούσε την κατάσχεση τριών αεροσκαφών, από την οποία αφαιρέθηκαν σελίδες έτσι ώστε να φαίνεται ότι έγινε κατάσχεση ενός αεροσκάφους, το δικαστήριο δεν αναφέρει από ποια αποδεικτικά μέσα αντικρούεται η κατάθεση αυτή, και δεν διαλαμβάνει πραγματικά περιστατικά από τα οποία δημιουργήθηκαν αμφιβολίες ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων, και β) δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε στο σύνολο της την ενώπιον του ακροατηρίου, κατάθεση της μάρτυρος Α. Τ. - Σ., η οποία είχε δώσει την Εντολή κατάσχεσης η οποία ήταν να κατασχεθούν τρία αεροσκάφη και όχι ένα, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι αφορούσε σε τρία αεροσκάφη, χωρίς να αναφέρεται από ποια αποδεικτικά μέσα κατέληξε στην κρίση αυτή που να αντικρούουν την ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., μοναδικός λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά ταύτα, αφού γίνει δεκτή η από 26 Μαρτίου 2024 και με αριθμό εκθέσεως …/26.3.2024 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως βάσιμη στην ουσία της, πρέπει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 47/2024 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς) με την οποία, κηρύχθηκαν αθώοι, οι κατηγορούμενοι και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 26 Μαρτίου 2024 και με αριθμό εκθέσεως …/26.3.2024 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 47/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς).
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθησόμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2024. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ