Απόφαση

Αριθμός 582/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου ..., με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου A. A. του L., κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα ... ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο Πετρούλα Μανδηλαρά, η οποία διορίστηκε με την υπ' αρ. .../... απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για αναίρεση της .../... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ....
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ... με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 4-10-... αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../....
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τη διορισθείσα δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-10-... αίτηση του A. A. του L., για αναίρεση της υπ' αρ. .../... καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό, Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ..., ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 473, 474,504 του Κ.Ποιν.Δ.), περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’, Δ’ και Ε’, ήτοι απόλυτη ακυρότητα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά το άρθρο 30 του Ν. 4251/2014 (ΦΕΚ Α 80/1.4.2014) " Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις”, με υπερκείμενο τίτλο "Υποχρεώσεις μεταφορέων - Κυρώσεις" "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολίτες τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους - μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α. με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β. με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή εξήντα χιλιάδων (60.000) έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι θεσμοθετείται, ποινικό αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, το οποίο πραγματώνεται, με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους, από τα πρόσωπα που (μεταξύ άλλων) αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο έδαφος της ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας τη μη νόμιμη είσοδο τους στο ελληνικό έδαφος, ενώ για την κατάφαση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος, αρκεί δε και ενδεχόμενος, συνιστά δε επιβαρυντική περίσταση, όταν ο δράστης ενεργεί από κερδοσκοπία, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος (περ. β'). Η επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της πράξης από κερδοσκοπία συντρέχει όταν ο δράστης αποβλέπει στον πορισμό εισοδήματος, δεν είναι δε απαραίτητο στην καταδικαστική απόφαση να προσδιορίζεται το ύψος της αμοιβής (ΑΠ 960/..., ΑΠ 296/..., ΑΠ 1254/20..., ΑΠ1359/20..., ΑΠ 726/20...). Περαιτέρω, η απαιτούμενη από το άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος όπως "η εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε ο δόλος χρήζει ιδιαίτερης αιτιολογίας. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ. για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο (από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε’ Κ.Π.Δ.), συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό .../... αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ..., μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: " ο κατηγορούμενος, κατά τον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με πρόθεση παρέλαβε από τα εσωτερικά σύνορα πολίτες τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, ως οδηγός μεταφορικού μέσου, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας, την πράξη δε αυτή τέλεσε κατά συρροή και από κερδοσκοπία. Ειδικότερα, την ..., περί ώρα ...:00, από άγνωστο σημείο πλησίον των ελληνοτουρκικών συνόρων, επιβίβασε στο με αριθμό πλαισίου ... αυτοκίνητο, μάρκας ..., χρώματος μαύρου, το οποίο έφερε τις υπό στοιχεία ... πινακίδες κυκλοφορίας που αντιστοιχούν σε έτερο ΙΧΕ, δεκαπέντε (15) πολίτες τρίτων χωρών, ήτοι τους 1) υπήκοο ... (ΕΠ.) ... του K. και της M., ημ. γεν. ..., 2) υπήκοο ... E. (O..) B. του M. και της R., ημ. γεν. ..., 3) υπήκοο ... (ΕΠ.) A. A. H. (O..) A. του M. και της A., ημ. γεν. ... στην ..., 4) υπήκοο ... (ΕΠ.) A. R. (O..) M. του A. και της L., ημ. γεν. ... στην ..., 5) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) K. του Η. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 6) υπήκοο ... (ΕΠ.) S. (O..) A. του M. και της Α., ημ. γεν. ... στην ..., 7) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) S. του S. και της N., ημ. γεν.... στην ..., 8) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (Ο..) W. του A. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 9) υπήκοο ... A. (O..) Y. του N. και της M., ημ. γεν. ... στην ..., 10) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) M. του H. και της A., ημ. γεν. ... στην ..., 11) υπήκοο ... E. (O..) E. του A. και της R., ημ. γεν. ... στην ...,12) υπήκοο ... (ΕΠ.) EL K. (O..) M. του M. και της Β., ημ. γεν. ... στην ..., 13) υπήκοο ... (ΕΠ.) F. (Ο..) E. του F. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 14) υπήκοο ... (ΕΠ.) S. (O..) A. του S. και της Α. στην ... και 15) υπήκοο ... (ΕΠ.) S. A. (O..) A. του A. U. και της M., ημ. γεν. ... στο ..., οι οποίοι στερούνταν ταξιδιωτικά έγγραφα και είχαν εισέλθει στη χώρα παράνομα πρωινές ώρες της ... από την ..., από αδιευκρίνιστο σημείο της παρέβριας περιοχής, μέσω του ποταμού ... με φουσκωτή βάρκα, με τη βοήθεια άγνωστου διακινητή, ο οποίος τους οδήγησε στο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής, από όπου τους παρέλαβε με το ως άνω όχημα, με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Ακολούθως, μετά την παραλαβή και επιβίβαση των ως άνω πολιτών τρίτων χωρών στο ανωτέρω όχημα, ξεκίνησε να οδηγεί με κατεύθυνση προς ... και τελικώς εντοπίστηκε περί ώρα ...:00 της ... από αστυνομικούς του Τ.Σ.Φ. ... στην αγροτική περιοχή ..., όπου, ακινητοποίησε το όχημα, προσπάθησε να τραπεί σε φυγή και τελικώς συνελήφθη. Την πράξη αυτή τέλεσε από κερδοσκοπία, αφού για τη μεταφορά εκάστου πολίτη τρίτης χώρας είχε συμφωνήσει να λάβει αδιευκρίνιστο ακόμα κατά την ανάκριση χρηματικό ποσό ως αμοιβή, που θα ήταν μέρος του ποσού που είχε ήδη καταβάλει ο κάθε μεταφερόμενος σε τρίτο πρόσωπο (αγνώστων στοιχείων) στην ..., ανερχόμενου για ορισμένους τουλάχιστον εξ αυτών σε 1.200 έως 2.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο εν λόγω κατηγορούμενος, κατά τον ήδη πιο πάνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με πρόθεση επιχείρησε με βία να εξαναγκάσει υπάλληλο να παραλείψει νόμιμη πράξη και δη, την ..., περί ώρα ...:00 στην αγροτική περιοχή ..., προέβαλε σθεναρή αντίσταση με χρήση σωματικής βίας σε βάρος αστυνομικών του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης ..., χτυπώντας τους με γροθιές και κλωτσιές, ενώ εκείνοι επιχειρούσαν να τον συλλάβουν για την ενώπιον του τελεσθείσα (αυτεπαγγέλτως διωκόμενη) αξιόποινη πράξη της παραλαβής από τα εσωτερικά σύνορα πολιτών τρίτων χωρών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος από οδηγό μεταφορικού μέσου, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας, τελεσθείσα από κερδοσκοπία και κατά συρροή, όπως περιγράφεται στην υπό στοιχείο Α’ πράξη του παρόντος, προκειμένου να εξαναγκάσει τους εν λόγω υπαλλήλους να μην προβούν στη νόμιμη σύλληψή του. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των προαναφερόμενων πράξεων που του αποδίδονται”.
Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις α) της παραλαβής από τα εσωτερικά σύνορα πολιτών τρίτης χώρας, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, από οδηγό μεταφορικού μέσου, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό αυτής, εκ κερδοσκοπίας και κατά συρροή, και β) βίας κατά υπαλλήλων, με το ακόλουθο διατακτικό : "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο, ένοχο του ότι: A) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με πρόθεση παρέλαβε από τα εσωτερικά σύνορα πολίτες τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, ως οδηγός μεταφορικού μέσου, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας, την πράξη δε αυτή τέλεσε κατά συρροή και από κερδοσκοπία. Ειδικότερα, την ..., περί ώρα ...:00, από άγνωστο σημείο πλησίον των ελληνοτουρκικών συνόρων, επιβίβασε στο με αριθμό πλαισίου ... αυτοκίνητο, μάρκας ..., χρώματος μαύρου, το οποίο έφερε τις υπ' αριθμ. ... πινακίδες κυκλοφορίας που αντιστοιχούν σε έτερο ΙΧΕ, δεκαπέντε (15) πολίτες τρίτων χωρών, ήτοι τους 1) υπήκοο ... (ΕΠ.) ... του K. και της M., ημ. γεν. ..., 2) υπήκοο ... E. (O..) B. του M. και της R., ημ. γεν. ..., 3) υπήκοο ... (ΕΠ.) A. A. H. (O..) A. του M. και της A., ημ. γεν. ... στην ..., 4) υπήκοο ... (ΕΠ.) Α. R. (O..) M. του A. και της L., ημ. γεν. ... στην ..., 5) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) K. του Η. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 6) υπήκοο ... (ΕΠ.) S. (O..) A. του M. και της Α., ημ. γεν. ... στην ..., 7) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (Ο..) S. του S. και της N., ημ. γεν. ... στην ..., 8) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) W. του A. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 9) υπήκοο ... A. (O..) Y. του N. και της M., ημ. γεν. ... στην ..., 10) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. (O..) M. του H. και της A., ημ. γεν. ... στην ..., 11) υπήκοο ... E. (O..) E. του A. και της R., ημ. γεν. ... στην ...,12) υπήκοο ... (ΕΠ.) E. K. (Ο..) M. του M. και της Β., ημ. γεν. ... στην ..., 13) υπήκοο ... (ΕΠ.) F. (O..) E. του F. και της S., ημ. γεν. ... στην ..., 14) υπήκοο ... (ΕΠ.) S. (O..) A. του S. και της Α. στην ... και 15) υπήκοο ... (ΕΠ) S. A. (O..) A. του A. U. και της M., ημ.γεν ... στο ..., οι οποίοι στερούνταν ταξιδιωτικά έγγραφα και είχαν εισέλθει στη χώρα παράνομα πρωινές ώρες της ... από την ..., από αδιευκρίνιστο σημείο της παρέβριας περιοχής, μέσω του ποταμού ... με φουσκωτή βάρκα, με τη βοήθεια άγνωστου διακινητή, ο οποίος τους οδήγησε στο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής, από όπου τους παρέλαβε με το ως άνω όχημα, με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Ακολούθως, μετά την παραλαβή και επιβίβαση των ως άνω πολιτών τρίτων χωρών στο ανωτέρω όχημα, ξεκίνησε να οδηγεί με κατεύθυνση προς ... και τελικώς εντοπίστηκε περί ώρα ...:00 της ... από αστυνομικούς του Τ.Σ.Φ. ... στην αγροτική περιοχή ..., όπου ακινητοποίησε το όχημα, προσπάθησε να τραπεί σε φυγή και τελικώς συνελήφθη. Την πράξη αυτή τέλεσε από κερδοσκοπία, αφού για τη μεταφορά εκάστου πολίτη τρίτης χώρας είχε συμφωνήσει να λάβει αδιευκρίνιστο ακόμα κατά την ανάκριση χρηματικό ποσό ως αμοιβή, που θα ήταν μέρος του ποσού που είχε ήδη καταβάλει ο κάθε μεταφερόμενος σε τρίτο πρόσωπο (αγνώστων στοιχείων) στην ..., ανερχόμενου για ορισμένους τουλάχιστον εξ αυτών σε 1.200 έως 2.000 ευρώ.
Β) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με πρόθεση επιχείρησε με βία να εξαναγκάσει υπάλληλο να παραλείψει νόμιμη πράξη. Ειδικότερα, την ..., περί ώρα ...:00, στην αγροτική περιοχή ..., προέβαλε σθεναρή αντίσταση με χρήση σωματικής βίας σε βάρος αστυνομικών του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης ..., χτυπώντας τους με γροθιές και κλωτσιές, ενώ εκείνοι επιχειρούσαν να τον συλλάβουν για την ενώπιον του τελεσθείσα (αυτεπαγγέλτως διωκόμενη) αξιόποινη πράξη της παραλαβής από τα εσωτερικά σύνορα πολιτών τρίτων χωρών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος από οδηγό μεταφορικού μέσου, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας, τελεσθείσα από κερδοσκοπία και κατά συρροή, όπως περιγράφεται στην υπό στοιχείο Α’ πράξη του παρόντος, προκειμένου να εξαναγκάσει τους εν λόγω υπαλλήλους να μην προβούν στη νόμιμη σύλληψή του." Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της παράβασης του άρθρου 30 παρ.1β του Ν. 4251/2014 και 167 του Π.Κ., για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας, έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρεται : α)ότι ο αναιρεσείων ως οδηγός του προαναφερομένου μεταφορικού μέσου, παρέλαβε από άγνωστο σημείο πλησίον των ελληνοτουρκικών συνόρων, με σκοπό να προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας, δέκα πέντε (15) πολίτες τρίτων χωρών και πλέον συγκεκριμένα δέκα τέσσερες (14) αλλοδαπούς υπηκόους ... και έναν αλλοδαπό υπήκοο ..., που στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων και είχαν εισέλθει παράνομα πρωινές ώρες της 15-5-2021 από την .... Αναφέρονται επίσης τα στοιχεία των ανωτέρω αλλοδαπών, η υπηκοότητα αυτών και ότι αυτοί δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος. Περαιτέρω, με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό παραδοχές, ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την ανωτέρω πράξη από κερδοσκοπία, αφού για την μεταφορά εκάστου πολίτη τρίτης χώρας είχε συμφωνήσει να λάβει αδιευκρίνιστο ακόμα κατά την ανάκριση χρηματικό ποσό ως αμοιβή, που θα ήταν μέρος του ποσού που είχε ήδη καταβάλει ο κάθε μεταφερόμενος σε τρίτο πρόσωπο(αγνώστων στοιχείων) στην ..., ανερχομένου για ορισμένους τουλάχιστον εξ αυτών σε 1.200 έως 2.000 ευρώ, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια και κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αιτιολογείται στην προσβαλλομένη απόφαση, η επιβαρυντική περίπτωση της εκ κερδοσκοπίας τέλεσης του προκειμένου αδικήματος, αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η ως άνω επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της ως άνω πράξης από κερδοσκοπία, συντρέχει όταν ο δράστης αποβλέπει στον πορισμό εισοδήματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται το ύψος του εν λόγω οικονομικού οφέλους. και β) ότι ο αναιρεσείων προέβαλε σθεναρή αντίσταση με χρήση σωματικής βίας σε βάρος αστυνομικών του Τμήματος Συνοριακής φύλαξης ..., χτυπώντας τους με γροθιές και κλωτσιές, ενώ εκείνοι επιχειρούσαν να τον συλλάβουν για την τελεσθείσα ανωτέρω πράξη της παράβασης του άρθρου 30 παρ. 1β του Ν. 4251/2014, προκειμένου να τους εξαναγκάσει να μην προβούν στη νόμιμη σύλληψή του. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ τέταρτος αναιρετικός λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στέρησης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, με τις ειδικότερες αιτιάσεις, ότι ελλείπει η αιτιολογία για την επιβαρυντική περίσταση της ενέργειας του υπαιτίου εκ κερδοσκοπίας και ότι λόγω των ασαφών και ελλιπών παραδοχών της προσβαλλομένης ως προς την επιβαρυντική αυτή περίσταση καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής η μη εφαρμογής του άρθρου 30 παρ.1β του ν. 4251/2014, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλομένη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π Κ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολόγησης και σε περίπτωση ευδοκίμησής τους, της επέλευσης του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσης τους, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους (Ολ. Α.Π. 2/2005, Α.Π. 208/22, ΑΠ 259/24, Α.Π. 1..1/2..1). Αν όμως το Δικαστήριο δεν απαντήσει σε τέτοιο αυτοτελή ισχυρισμό, που έχει προβληθεί παραδεκτά, τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης ακρόασης, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά την διαδικασία στο ακροατήριο κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ. (ΑΠ 1087/20..., ΑΠ 442/20...) Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων: α) η κατά το άρθρο 84 παρ.2 περ. α' του Π.Κ., το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης "Σύννομη" έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ' αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση - υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν' αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται (Ολ.ΑΠ 2/20...) και β) υπό στοιχ. δ' του ιδίου άρθρου, που συνίσταται στο ότι ο δράστης "επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του”. Για τη θεμελίωση της ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ' απαιτείται αληθινή και θετική ψυχοβουλητική μεταστροφή του υπαιτίου προς την έννομη τάξη και την πλευρά του παθόντος, η οποία προϋποθέτει, κατ' ελάχιστο, την ειλικρινή ομολογία τέλεσης της πράξης και η οποία πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Επιπλέον, για την αναγνώριση της σχετικής ελαφρυντικής περίστασης απαιτείται ο υπαίτιος να έχει επιδιώξει με συγκεκριμένο τρόπο να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Δεν συνιστά ειλικρινή μετάνοια η απλή δήλωση συγγνώμης από τον δράστη ή η καλή διαγωγή αυτού ή η δήλωση ομολογίας της πράξης κατά τη διεξαγωγή της δίκης ή η παράδοσή του στις αρμόδιες αρχές μετά την πράξη(ΑΠ 899/..., ΑΠ 1087/20...).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνήγορος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς για αναγνώριση στο πρόσωπο του τελευταίου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α' και δ' του Π.Κ., επικαλούμενη κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα: α)για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ.: "παραδέχομαι την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι, οι οποίες όμως συνιστούν μια "παραφωνία" στο μέχρι τότε σύννομο βίο μου, για τον οποίο δεν έχω καταδικαστεί οποτεδήποτε στη ... (βλ. σχ. αντίγραφο ποινικού μητρώου), καθώς κάποιες αρνητικές οικονομικές συγκυρίες ήταν αυτές που επέδρασαν αρνητικά στη λήψη της απόφασης για την τέλεση της, ενώ σε περίπτωση που δεν συνέβαιναν οι συγκυρίες αυτές(υγειονομική περίθαλψη της κόρης μου και του πατέρα μου, απώλεια της εργασίας μου), προκρίνεται ότι δεν θα είχα παρεκτραπεί εγκληματικά. Είμαι 43 ετών, παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης η οποία στην ηλικία των 16 ετών διαγνώστηκε με όγκο. Παράλληλα φρόντιζα τον πατέρα μου, ο οποίος λόγω εμφράγματος εγκεφάλου διαγνώστηκε με σπαστική ημιπληγία (βλ. σχ. γνωματεύσεις). Εγώ ήδη από το 2...4 εργαζόμουν ως υπάλληλος του Δήμου Λ. στη ..., οπότε και το 2...8, λόγω περικοπών του προσωπικού, έχασα την εργασία μου. Από τότε εργαζόμουν περιστασιακά όπου μπορούσα. Το 2021 όμως που διαγνώστηκε το πρόβλημα υγείας της κόρης μου, και δεν μπορούσα υπό τις δεδομένες συνθήκες να ανταπεξέλθω οικονομικά στην περίθαλψή της, οδηγήθηκα στην τέλεση της πράξεως για την οποία καταδικάστηκα”. και β) για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 δ' του Π.Κ.: "Ζητώ ταπεινά συγνώμη για την πράξη μου. Ομολόγησα ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Χαρακτηριστικό της μεταμέλειάς μου, είναι το γεγονός ότι κατελήφθησαν με το όχημα ακινητοποιημένος εξ ιδίας βουλήσεως καθώς είχα δεύτερες σκέψεις για την πράξη μου”. Το δικαστήριο απέρριψε, τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ. με την εξής επί λέξει αιτιολογία: “...... αντίθετα, κρίνει ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του αρ.84 παρ. 2α ΠΚ, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, καθόσον, από τον τρόπο δράσης που ανέπτυξε για την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, προτάσσοντας το ίδιον οικονομικό όφελος ανεξαρτήτως κόστους, προδίδει άτομο που παρά το σύννομο επιλέγει για το βίο του, αφού για να συντρέξει η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. ελαφρυντική περίσταση του προτέρου σύννομου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα σύννομα, δηλαδή θα πρέπει ο έντιμος βίος του να εξάγεται ως συμπέρασμα από την όλη διαβίωσή του σε όλους τους τομείς (ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, κοινωνικό κλπ), σε όλες τις εκφάνσεις, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση της πράξης έζησε σύννομα, ήτοι ότι διαβιούσε ενταγμένος στο κοινωνικό σύνολο και συμμορφούμενος με τους κανόνες ομαλούς κοινωνικής συμβίωσης, σημειουμένου ότι το λευκό ποινικό μητρώο του δεν αποδεικνύει την απουσία επίμεμπτης συμπεριφοράς του.....”.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού προσδιορίζει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνει την αρνητική του κρίση. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ερευνώντας επιπρόσθετα τις περιστάσεις τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και δη την πρόταξη του ιδίου οικονομικού οφέλους γι'αυτόν ανεξαρτήτως κόστους και δεδομένου ότι κατά την ανέλεγκτη κρίση δεν αποδείχτηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων έζησε σύννομα, μέχρι τον χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος επιλέγει για τον βίο του το μη σύννομο, γεγονός που αναιρεί το στοιχείο του προτέρου συννόμου βίου, με συνέπεια να μην δικαιολογείται η χορήγηση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης, παρά την ύπαρξη του λευκού του ποινικού μητρώου. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Δ’ του ΚΠΔ, πρώτος αναιρετικός λόγος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ., είναι αβάσιμος. Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για αναγνώριση σε αυτόν της, εκ του άρθρου 84παρ.2 δ' του Π.Κ., ελαφρυντικής περίστασης, το Δικαστήριο δεν διέλαβε απόφαση επί του εν λόγω αιτήματος απορρίπτοντας αυτόν σιωπηρά. Όμως ο ισχυρισμός αυτός υποβληθείς με τον παρατεθέντα τρόπο, δεν είναι επαρκώς ορισμένος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για την θεμελίωσή του και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης με την έννοια που αναλύθηκε παραπάνω. Ειδικότερα, η απλή δήλωση του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ότι ζητεί συγνώμη δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ειλικρινή μεταμέλειά του, η οποία θα έπρεπε να εκδηλωθεί εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε πραγματικά και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Τέτοια όμως περιστατικά δεν προβλήθηκαν εν προκειμένου. Τέλος το γεγονός ότι ο αναιρεσείων κατελήφθη με το όχημα ακινητοποιημένο, δεν αρκεί από μόνο του να στοιχειοθετήσει την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση και δεν πληρεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 84 παρ.2 δ 'του ΠΚ, που απαιτεί την υλοποίηση της ενδιάθετης στάσης και τάσης της μετάνοιας και μεταμέλειας σε ειδικές και συγκεκριμένες πράξεις, που υποδηλώνουν την αυθόρμητη μεταβολή και μετάλλαξη στον ψυχισμό του κατηγορουμένου, την επίδειξη δηλαδή συμπεριφοράς, από την οποία να εμφαίνεται ότι ο υπαίτιος επεδίωξε με συγκεκριμένο τρόπο να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επομένως, το δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον κατά τα άνω αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό, πολύ δε περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510§1 περ. Α’ και Δ’ ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, λόγω έλλειψης ακρόασης και εξ αιτίας αυτής περιορισμού των δικαιωμάτων του κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 79 ΠΚ (δικαστική επιμέτρηση της ποινής) 1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι' αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. 2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του. 3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. 4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. 5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών. 6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της. 7. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στο άρθρο 79 περιλαμβάνονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης όλων των ποινών. Ορίζεται αρχικά ότι με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται από το δικαστή η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι' αυτή, ενώ διευκρινίζεται ακόμη ότι το δικαστήριο δεν οφείλει απλώς να σταθμίσει τα στοιχεία του εγκλήματος, που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, αλλά πρέπει επιπλέον να συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. Στη δεύτερη παράγραφο αναφέρονται τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για να εκτιμήσει τη βαρύτητα του εγκλήματος, στην τρίτη περιγράφονται τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη του ο δικαστής για να εκτιμήσει την ενοχή του δράστη και στην τέταρτη μνημονεύονται οι όροι που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής του, η απαρίθμηση των οποίων, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης "ιδίως”, είναι ενδεικτική. Αντίστροφα, στην πέμπτη παράγραφο μνημονεύονται, και πάλι ενδεικτικά, τα στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου, ενώ στην έκτη παράγραφο διευκρινίζεται ότι στοιχεία, που έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής, δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη για την επιμέτρηση της. Τέλος, στην έβδομη παράγραφο του εν λόγω άρθρου 79 ΠΚ, ορίζεται ότι στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας της απόφασης, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση των αιτιολογιών, που αναφέρονται στο οικείο μέρος της απόφασης, με αυτές του αιτιολογικού και διατακτικού της απόφασης για την ενοχή του κατηγορουμένου, με τις οποίες αποτελούν ενιαίο σύνολο και θεωρείται ότι η απόφαση έχει την απαιτούμενη από την παρ. 7 του άρθρου 79 αιτιολογία, αν από το σύνολο των αιτιολογιών της (απόφασης) προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη οι κανόνες που ορίζει η ανωτέρω διάταξη για την επιμέτρηση της ποινής, η οποία σε κάθε περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία (ΑΠ 64/..., ΑΠ 188/20..., ΑΠ 670/2021, ΑΠ 2064/2...9, ΑΠ 1949/2...9).
Στην προκειμένη περίπτωση στο οικείο κεφάλαιο για την επιμέτρηση της ποινής η προσβαλλόμενη απόφαση μετά την παράθεση του κειμένου της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 79 του Π.Κ. δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει των ως άνω περιστάσεων και των λοιπών κριτηρίων, που προαναφέρθηκαν και απαριθμούνται ενδεικτικώς στη διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ, όπως η βαρύτητα του εγκλήματος που για τον νομοθέτη ενέχει ιδιαίτερη απαξία, η βλάβη που προκάλεσε, η ένταση του δόλου του κατηγορουμένου και η δυνατότητά του να πράξει διαφορετικά καθώς και οι λοιπές περιστάσεις προπαρασκευής, τελέσεως, χρόνου, τόπου, μέσου και τρόπου, κ.λ.π. κατά την κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο που κηρύχτηκε ένοχος οι αναφερόμενες στο διατακτικό ποινές”. Ακολούθως δε μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε' του ΠΚ, καταδίκασε στο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών ανά μεταφερόμενο πρόσωπο για κάθε μία από τις πράξεις παραλαβής από τα εσωτερικά σύνορα πολιτών τρίτης χώρας που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος από οδηγό μεταφορικού μέσου με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας εκ κερδοσκοπίας και κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για την πράξη της βίας κατά υπαλλήλου, καθόρισε δε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και τριών (3) μηνών. Με τον τρίτο αναιρετικό λόγο προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το δικάσαν δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής αξιολόγησε σε βάρος του αναιρεσείοντος την εκ κερδοσκοπίας τέλεση της πράξης, επιβαρυντική περίσταση η οποία αποτελούσε στοιχείο του αδικήματος και έτσι παραβίασε την απαγόρευση διπλής αξιολόγησης που προβλέπει η παρ.6 του άρθρου 79 του Π.Κ., ενώ επίσης δεν εξειδικεύει τελικά τι έλαβε υπόψη του για την επιμέτρηση της ποινής, κάνοντας απλά αναφορά στο νόμο, με συνέπεια η περί ποινής απόφασή του να στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας. Ο λόγος αυτός προβαλλόμενος υπό το πρίσμα της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 79 ΠΚ και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’, Δ’ ΚΠΔ) είναι αβάσιμος καθόσον: η βλάβη που η πράξη προξένησε η φύση, το είδος της και όλες οι περιστάσεις τέλεσής της, η ένταση του δόλου του υπαιτίου αλλά και τα αίτια που ώθησαν αυτόν στην τέλεση της πράξης, ήτοι εν προκειμένου ο σκοπός πορισμού εισοδήματος, αναφέρονται ρητά στις παρ.2 και 3 του άρθρου 79 του ΠΚ, ως στοιχεία κριτήρια που το δικαστήριο εξετάζει για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης και του βαθμού ενοχής του υπαιτίου για την επιμέτρηση της ποινής και λαμβάνονται υπόψη έστω και αν, το εξ αυτών ως άνω στοιχείο του σκοπού πορισμού εισοδήματος αποτελούσε επιβαρυντική περίσταση του προκειμένου αδικήματος (ΑΠ 670/2021). Περαιτέρω, από τις πιο πάνω παραδοχές προκύπτει, ότι το Δικαστήριο καθόρισε την ποινή που επέβαλε στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο για τις πιο πάνω πράξεις, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, με βάση τη βαρύτητα αυτών και το βαθμό ενοχής του, έλαβε δε υπόψη και εκτίμησε όλους τους προαναφερόμενους κανόνες, που ορίζονται στο άρθρο 79 του Π.Κ., όπως τούτο προκύπτει από το σύνολο των ειδικών και εμπεριστατωμένων αιτιολογιών της απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί o αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας(άρθρο 578 του Κ.Π.Δ.), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-10-... αίτηση του A. A. του L., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο κατάστημα κράτησης ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... /... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ....
Επιβάλλει στον ως άνω αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου ....
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Απριλίου ....
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ