Αριθμ. 4278/2020
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥ Β' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δημόσια συνεδρίαση της 9ης-9-2020
Σύνθεση
Εκκλησίαρχος Αργύριος Πρόεδρος Πλημμελειοδικών (κατόπιν κληρώσεως)
Μαμαδάς Ιωάννης Πλημμελειοδίκης (κατόπιν κληρώσεως)
Καραΐνδρου Αικατερίνη Πλημμελειοδίκης (κατόπιν κληρώσεως)
Αναγνωστοπούλου Ολυμπία Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών (κατόπιν κληρώσεως και επειδή κωλύονται οι Εισαγγελείς Πλημμελειοδικών)
Σταθοπούλου Χαρίκλεια
Γραμματέας
Κατηγορούμενος
... ... του ... και της ..., κάτοικος Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΩΝ
Πράξη
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
Στη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού, ο Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος εμφανίστηκε και όταν ρωτήθηκε για την ταυτότητά του, είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και δήλωσε ότι διορίζει συνήγορό του για να τον υπερασπιστεί, τον παρόντα δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ανδρεάδη-Παπαδημητρίου Παύλο (AM 10505), ο οποίος αποδέχτηκε το διορισμό του.
Κατόπιν, ο Πρόεδρος εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του και του είπε ότι πρέπει να προσέξει την κατηγορία, που θα του απαγγείλει η Εισαγγελέας, ότι μπορεί να προβάλλει κατά της κατηγορίας αυτής όλους τους ισχυρισμούς του, να κάνει παρατηρήσεις και ερωτήσεις μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου και ότι θα απολογηθεί στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Ακολούθως, η Εισαγγελέας πήρε το λόγο και απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο, και είπε ότι για την υποστήριξή της κάλεσε τη μάρτυρα, που αναφέρεται κάτω από το κατηγορητήριο.
Ο Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα της μάρτυρα κατηγορίας και αυτή βρέθηκε απούσα.
Στο σημείο αυτό, έπειτα από πρόταση της Εισαγγελέως, ο Πρόεδρος ανέγνωσε δημόσια στο ακροατήριο το με αριθμό πρωτοκόλλου ... από 2- 9-2020 έγγραφο της Δ.Ο.Υ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, όσον αφορά την εξέλιξη της οφειλής του κατηγορουμένου.
Στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος ζήτησε από την Εισαγγελέα να προτείνει επί του αξιοποίνου ή μη ενόψει των χρεών που αναγράφονται στον πίνακα χρεών.
Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπεράσπισης, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, είπε αφενός ότι ο εντολέας του έχει προβεί σε καταβολές, που έχουν ρίξει το χρέος κάτω από το όριο του αξιοποίνου και άρα η πράξη πρέπει να κριθεί ατιμώρητη, αφετέρου ότι κατ’ άρθρο 469 ΠΚ υπάρχει άποψη ότι πρέπει να αφαιρούνται χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013, αν και ο ίδιος δεν συντάσσεται νομικά με αυτή την άποψη. Επίσης, προσέθεσε ότι υπάρχει και το πραγματικό ζήτημα του ότι από 1/1/2021 ο εντολέας του έχει την πρόθεση να ρυθμίσει τις οφειλές του.
Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, είπε ότι το άρθρο 469 ΠΚ αναφέρεται στο έγγραφο της εφορίας και τα σχετικά ποσά, ακόμα και από Φ.Π.Α., έχουν μπει στο πίνακα χρεών και ότι όσον αφορά τον ισχυρισμό για τις καταβολές έχουν αναιρεθεί ακόμα και εφετειακές αποφάσεις, ως εκ τούτου πρότεινε την απόρριψη των προβαλλόμενων ισχυρισμών ως μη νόμιμων.
Ο συνήγορος υπεράσπισης, αφού έλαβε το λόγο, ενέμεινε όσα σε είπε ανωτέρω περί μη αξιοποίνου και σε κάθε περίπτωση ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ, για να μπει ο εντολέας του σε μια ρύθμιση που θα είναι πιο βιώσιμη.
Μετά από αυτά, το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη στην έδρα με την παρουσία και της Γραμματέως, κατάρτισε την 4278/2020 απόφασή του, την οποία ο Πρόεδρος αμέσως δημοσίευσε. Η απόφαση αυτή είναι η εξής;
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Με το άρθρο 3 του ν. 3943/2011, αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ”. Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας”, με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. ”1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό”. Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α’ και β’, αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από την 1η-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ’ αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενών και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα, αλλά και της επιβληθείσας με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσιας επί του εισοδήματος φορολογικής επιβάρυνσης (τέλους επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρεών, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.. Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται ότι στην αίτηση και στον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έχει καταστεί ανέγκλητη (ΑΠ 828/2020 σε ιστοτόπο Αρείου Πάγου).
Στην προκειμένη περίπτωση, στον κατηγορούμενο αποδίδεται ότι στη Θεσσαλονίκη κατά την 1η-5-2012, την 1 η-1-2013, την 29η-1-2013, την 30η-3- 2014, την 1η-5-2014, την 1 η-6-2014, την 31 η-1-2015, την 30η-12-2014, την 28η-6-2015, την 30η-12-2014, την 31 η-1-2015, την 28η-6-2015, την 1η-12- 2015, την 1η-1~1-2016 και την 31 η-1-2016, τέλεσε το έγκλημα της μη καταβολής προς το Δημόσιο χρεών συνολικού ποσού 238.750,66 ευρώ κατά τον 32/24-2-2016 πίνακα της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων που είχε ως εξής:
[ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΚΕΙΜΕΝΟ]
Μπορεί στο .../2-9-2020 έγγραφο της Δ.Ο.Υ, Αμπελοκήπων να μη γίνεται αναφορά περί αφαίρεσης χρεών από τον παραπάνω πίνακα κατ’ εφαρμογή του ήδη ισχύοντος άρθρου 469 ΠΚ, αλλά σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 και 469 του ήδη ισχύοντος ΠΚ. όπως αυτός κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019, τα χρέη του παραπάνω πίνακα με αριθμούς 1 - 7 και 11 – 18 μη νομίμως συμπεριλαμβάνονται στον παραπάνω πίνακα χρεών, αφού πρόκειται για χρέη αξιόποινης φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι χρέη φοροδιαφυγής κατ’ άρθρο 66 Κ.Φ.Δ. δεν μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε πίνακα χρεών εγκλήματος που διώκεται κατ’ άρθρο 25 του ν. 1882/1990, ανεξάρτητα από το ύψος τους (ad hoc ΑΠ 828/2020 ό.π. και ΑΠ 1519/2010 σε ιστοτόπο Αρείου Πάγου, στις ελάσσονες σκέψεις αυτών). Ωστόσο, ενόψει της ειδικής μνείας που γίνεται στην αιτιολογική σκέψη για το ήδη ισχύον άρθρο 469 ΠΚ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εκτίμηση της περί «διπλής αξιολόγησης» δεν είχε γίνει δεκτή από την μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ κρατούσα και ορθή περί τούτου νομολογία (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 135/2016 Αρμ. 2016. 478, ΑΠ 130/2016 ΠοινΧρον 2016. 611, ΑΠ 459/2015 ΠοινΔικ 2016. 445, ΑΠ 1232/2015 ΠοινΧρον 2016. 662, ΑΠ 558/2014 ΠοινΔικ 2014. 689), η διατύπωση της διάταξης είναι εμφανώς ευρύτερη από το δηλούμενο σκοπό της, καθώς δεν απαιτεί προς αποφυγή του επικαλούμενου «διπλού αξιοποίνου» την προηγούμενη υποβολή μηνυτήριας αναφοράς για φορολογικό αδίκημα διωκόμενο κατ’ άρθρο 66 ΚΦΔ (βλ. σχ. ΑΠ 414/2020 σε ιστοτόπο Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εφετειακή απόφαση, η οποία δεν είχε αφαιρέσει τέτοια ποσά από πίνακα χρεών εξαιτίας μη απόδειξης υποβολής προηγούμενης μηνυτήριας αναφοράς), αλλά αρκείται μόνο στην ύπαρξη σχετικού φορολογικού αξιοποίνου. Από τη διατύπωση, λοιπόν, «τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι αναγκαία προϋπόθεση εξαίρεσης ποσών από τον πίνακα χρεών που υποστηρίζει άσκησης ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 25 του ν. 1882/1990, είναι τα ποσά αυτά του πίνακα χρεών να είναι αξιόποινα κατ’ άρθρο 66 ΚΦΔ και δη να υπερβαίνουν τα αντικειμενικά όρια αξιοποίνου που θεσπίζονται από τη διάταξη του άρθρου 66 ΚΦΔ, αφού άλλως δεν υφίσταται ούτε σε θεωρητικό επίπεδο «διπλή αξιολόγηση», παρά μόνο «απλή» αξιολόγηση κατά το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης μπορεί να συνάγει κανείς και από την ΑΠ 414/2020 ό.π., η οποία στη μείζονα σκέψη αυτής διέλαβε ότι «Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι οι παραπάνω παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος» και στην ελασσόνα σκέψη αυτής αναίρεσε την εφετειακή απόφαση κρίνοντας ότι «στο διατακτικό και δη στον πίνακα χρεών διαλαμβάνονται χρέη, που φαίνονται να τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τα οποία, εκτός των συλλογισμών της θεωρητικής δυνατότητας να μην περιληφθούν στον εν λόγω πίνακα, δεν διευκρινίζεται γιατί δεν τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα του ως άνω άρθρου»). Μάλιστα, ενόψει και του ήδη ισχύοντος άρθρου 2 ΠΚ, που θεμελιώνει επακριβώς την αρχή της εφαρμογής της επιεικέστερης ποινικής διάταξης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι προς αποφυγή «διπλού αξιοποίνου», το άρθρο 469 ΠΚ δεν είναι εφαρμοστέο μόνο για χρέη του άρθρου 66 ΚΦΔ, αλλά και για χρέη των διατάξεων που ίσχυσαν μέχρι τη θέσπισή του και ουσιαστικά αντικαταστάθηκαν από αυτό (άρθρο 66 ΚΦΔ), όπως του άρθρου 18 του ν. 2523/1997, εφόσον αυτό οδηγεί σε ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα εξαίρεσης περισσότερων χρεών από τον σχετικό πίνακα, τα οποία ήταν αξιόποινα κατά το άρθρο 18 του ν. 2523/1997, αλλά δεν είναι κατά το ήδη ισχύον άρθρο 66 ΚΦΔ, αφού με την ερμηνεία αυτή υπηρετείται ο ρητά καταγεγραμμένος νομοθετικός σκοπός αποφυγής «διπλού αξιοποίνου». Κρίσιμα, έτσι, για την εξέταση στοιχειοθέτησης αξιόποινης φοροδιαφυγής και τη συνακόλουθη μη συμπερίληψη ενός χρέους στον πίνακα χρεών του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 δεν είναι μόνο τα ποσοτικά όρια αξιοποίνου που θεσπίζονται από το άρθρο 66 ΚΦΔ, αλλά και από το άρθρο 18 του ν. 2523/1997, για χρέη που ανάγονται σε χρόνο που ίσχυε ο νόμος αυτός( δηλαδή μέχρι τις 17-10-2015) και καθιστούσε αξιόποινες και μη αποδόσεις ποσών Φ.Π.Α. που είναι κατά πολύ μικρότερα από τα ήδη ισχύοντα ποσοτικά όρια. Ως εκ τούτου: α) το χρέος υπ’ αριθ. 1, που αφορά μη απόδοση Φ.Π.Α. κεφαλαίου 11.673,33 ευρώ στις 30-12-2011, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στον κρίσιμο πίνακα χρεών, διότι τότε η μη απόδοση Φ.Π.Α. σε ετήσια βάση ήταν αξιόποινη ακόμα και για κεφάλαιο μικρότερο των (ελάχιστο ποσοτικό όριο που ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3888/30-9-2010, που με το άρθρο 16 § 1 αυτού κατέστησε αξιόποινη τη μη απόδοση οποιουδήποτε ποσού Φ.Π.Α. μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4337/17-10-2015, με το άρθρο 8 του οποίου ουσιαστικά θεσπίστηκαν τα ισχύοντα ποσοτικά όρια του ήδη ισχύοντος άρθρου 66 ΚΦΔ), β) τα χρέη υπ’ αριθ. 2, 3 και 4, που αφορούν μη απόδοση Φ.Π.Α. κεφαλαίου συνολικού ποσού (5.041,60 + 9.412,87 + 12.063,20 =) 26^517,67 ευρώ για το έτος 2012, ομοίως δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κρίσιμο πίνακα χρεών, για τον αυτό ως άνω λόγο, γ) τα χρέη υπ’ αριθ. 5, 6 και 7, που αφορούν μη απόδοση Φ.Π.Α. κεφαλαίου συνολικού ποσού (20.542,56 + 19.255,01 + 27.934,06 =) 67.731,63 ευρώ για το έτος 2014, ομοίως δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κρίσιμο πίνακα χρεών, για τον αυτό ως άνω λόγο και επιπροσθέτως διότι ξεπερνούν ακόμα και τα ισχύοντα όρια αξιοποίνου του ήδη ισχύοντος άρθρου 66 ΚΦΔ, των 50.000,00 ευρώ ανά φορολογικό έτος, δ) τα χρέη υπ’ αριθ. 11, 12 και 13, που αφορούν μη απόδοση Φ.Π.Α. κεφαλαίου συνολικού ποσού (9.962,58 + 12.458,96 + 16.599,99 =) 39.021,53 ευρώ για το έτος 2014, ομοίως δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κρίσιμο πίνακα χρεών, για το λόγο που εκτέθηκε αναλυτικά υπό στοιχεία α' ανωτέρω, ε) τα χρέη υπ’ αριθ. 14, 15, 16, 17 και 18, που αφορούν μη απόδοση Φ.Π.Α. κεφαλαίου συνολικού ποσού (6.532,00 + 131,41 + 9.634,88 + 15.590,77 + 15.426,31 =) 47.315,37 ευρώ για το έτος 2015 και δη μέχρι τις 30-9-2015, ομοίως δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κρίσιμο πίνακα χρεών, για το λόγο που εκτέθηκε αναλυτικά υπό στοιχείο α ανωτέρω. Το γεγονός ότι επρόκειτο για «απλά»μη αποδοθέντα Φ.Π.Α. και δεν προκύπτουν στοιχεία απόκρυψης Φ.Π.Α,, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, δεν αναιρείς εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 469 ΠΚ, αφού και η απλή (όχι ανακριβής) μη απόδοση Φ.Π.Α. στοιχειοθετεί αντικειμενικά το κατά την παραπάνω διάταξη του ΚΦΔ διωκόμενο αδίκημα και την προηγούμενη αυτής διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2523/1997, που ποινικοποιούν όχι μόνο φορολογική απάτη, αλλά και φορολογική υπεξαίρεση (βλ. σχ. Γ. Δημήτραινας, Εγκλήματα Φοροδιαφυγής, εκδ. 2011, σ. 87 επ.) και, όπως προαναφέρθηκε, είναι αδιάφορη η προηγούμενη υποβολή μηνυτήριας αναφοράς. Ακόμα, μόλις χρειάζεται να σημειωθεί ότι: i) στο μέτρο που δεν προκύπτει κατά πόσο οι χρεωστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ελέγχθηκαν για την ακρίβεια τους, δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι συντρέχει μόνο μη απόδοση Φ.Π.Α. ή υπό αυτήν υποκρύπτεται ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α., ii) η εξακολουθητική μη απόδοση σημαντικών ποσών Φ.Π.Α. εντός του ίδιου φορολογικού έτους, πλήρως στοιχειοθετεί αντικειμενικά φορολογική υπεξαίρεση και είναι αδιάφορη η πρακτική των φορολογικών αρχών να μην υποβάλλουν μηνυτήρια αναφορά εφόσον δεν προκύπτουν στοιχεία ανακρίβειας των υποβαλλόμενων δηλώσεων. Μετά δε την αφαίρεση των χρεών υπ’ αριθ. 1-7 και 11-18 του παραπάνω πίνακα χρεών, μετά των επ’ αυτών προσαυξήσεων, καταλείπονται στον πίνακα αυτό μόνο τα χρέη υπ’ αριθ. 8-10 αυτού, συνολικού ποσού, μετά των προσαυξήσεων αυτών, μόλις (1.058,26 + 751,19 + 5,96 =) 1.815,41 ευρώ, ήτοι ποσού πολύ μικρότερου του κατ’ άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ισχύοντος ορίου αξιοποίνου των 100.000,00 ευρώ. Παρέλκει δε εξέταση η της άποψης του κατηγορουμένου περί μη στοιχειοθέτησης ποινικής του ευθύνης λόγω μείωσης του οφειλόμενου ποσού κάτω από το αμέσως προαναφερόμενο αξιόποινο όριο μετά την άσκηση της σε βάρος του ποινικής δίωξης, που προϋποθέτει πίνακα στον οποίο νόμιμα συμπεριλαμβάνονται χρέη με άθροισμα μεγαλύτερο των 100.000,00 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 και 469 ΠΚ, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης που του αποδόθηκε με το κατηγορητήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο ... ... του ... και της ..., κάτοικος Θεσσαλονίκης.
Κηρύσσει αυτόν αθώο για την κάτωθι πράξη:
Στη Θεσσαλονίκη κατά την 1η-5-2012, την 1 η-1-2013, την 29η-1-2013, την 30η-3-2014, την 1η-5-2014, την 1η-6-2014, την 31 η-1-2015, την 30η-12- 2014, την 28η-6-2015, την 30η-12-2014, την 31 η-1-2015, την 28η-6-2015, την 1η-12-2015, την 1η-1-1-2016 και την 31 η-1-2016, ακριβέστερα δε στις 24-2-2016, παραβίασε τη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προθεσμία καταβολής των ατομικών χρεών του και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στο Δημόσιο το συνολικό ποσό των 238.750,66 ευρώ συμπεριλαμβανομένων των νομίμων προσαυξήσεων και το οποίο χρέος είναι βεβαιωμένο στις αρμόδιες υπηρεσίες και ειδικότερα στη Δ.Ο.Υ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος κατά τις παραπάνω αναφερόμενες ημεροχρονολογίες και ακριβέστερα στις 24-2-2016, οπότε είχε συμπληρωθεί το νόμιμο τετράμηνο και εκτυπώθηκε ο παρακάτω πίνακας χρεών με τις προσαυξήσεις που εμπεριέχονται στο προαναφερόμενο συνολικό ποσό, το οποίο περιγράφει την έκταση της αντικειμενικής υπόστασης της διωκόμενης πράξης, καθυστέρησε την καταβολή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από την ημέρα που τα παρακάτω χρέη κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά όπως οι ημεροχρονολογίες αυτές και τα χρέη αναλύονται στον παρακάτω πίνακα χρεών, που συνέταξε η Δ.Ο.Υ Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης ως εξής:
[ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΚΕΙΜΕΝΟ]
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Θεσσαλονίκη, 9-9-2020
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας