Απόφαση

Αριθμός απόφασης 268/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Αγάπη Τζουλιαδάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 11 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Θ. Κ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΔΤ 793/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18-4-2022 αίτησή του, καθώς και στους από 21-9-2022 πρόσθετους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …/2022.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 18-4-2022, με αριθμό …/2022 αίτηση του Κ. Θ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της απόφασης ΔΤ 793/2022 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ κατ' εξακολούθηση, συνολικού ποσού άνω των 150.000 ευρώ και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας) και, συνεπώς είναι παραδεκτή. Με την ως άνω αίτηση αναίρεσης πρέπει να συνεκδικαστούν και οι επ' αυτής από 21-9-2022 πρόσθετοι λόγοι του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 εδ. α' του ΚΠΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, ορίζεται ότι "όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής Ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών”. Κατόπιν, με τη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 3346/2005, όπως αντικ. με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010 με τίτλο "εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις”, που ισχύει κατά το άρθρο 38 αυτού από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως στις 23-12-2010 (ΦΕΚ Τ.Α. 218), ορίζεται ότι "1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των Ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) να υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. 2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των Ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, με το άρθρο 2 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ορίζεται ότι ο μπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει οριστεί (για την καταβολή τους). Περαιτέρω, με τη ρύθμιση των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, όπως οι παράγραφοι αυτές προστέθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν.4075/2012 (ΦΕΚ Α 89/11-4-2012), ορίζονται οι αυτουργοί των αδικημάτων του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 (της μη απόδοσης Ασφαλιστικών εισφορών) στα νομικά πρόσωπα, ως εξής: "7. Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται: α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) ... στ) ... Στα ιδρύματα, σωματεία, συλλόγους και επιτροπές εράνων οι πρόεδροι αυτών. ζ)... η) ... θ) ... ι) ... 8. ... 9... Οι αυτουργοί των παραγράφων 7 και 8 τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση Ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες βαρύνουν τους εργαζομένους σ' αυτόν, και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία τελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την πληρότητα δε της αντικειμενικής υπόστασης των εν λόγω εγκλημάτων, απαιτείται το υποκείμενο αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη, που ως τέτοιο, νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό, οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του (ΑΠ 32/2020, 1661/2002).
Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και από ποιο συγκεκριμένα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν τούτων, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, πρέπει να διαλαμβάνονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων Πράξεων, που είναι: α) η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζομένους σ' αυτόν, καθώς και η μη καταβολή των αντιστοίχων ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό και β) επί εργοδότη νομικού προσώπου, αναφορά της μορφής του νομικού προσώπου και της ιδιότητας και θέσης που είχε ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος στο νομικό πρόσωπο κατά το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων Πράξεων, ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση εισφορών. (ΑΠ 711/2019), μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη, ή ως νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου (ΑΠ 71/2021, 213/2020, 310/2020, 1091/2020, 1808/2019, 20/2017, 473/2015, 124/2013), ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ο Αριθμός και η ταυτότητα των απασχοληθέντων μισθωτών, καθώς και οι αποδοχές εκάστου τούτων, γιατί τα στοιχεία αυτά δεν ανήκουν στην αντικειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων (ΑΠ 936/2020, 1808/2019, 683/2009). Η, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμα δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του πραγματικής πλάνης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 α' του ισχύοντος από 1/7/2019 ΝΠΚ, η οποία αντιστοιχεί στην ταυτάριθμη του προϊσχύσαντος ΠΚ και ορίζει ότι δεν πράττει με δόλο όποιος κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη του πράττοντος για τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης ή για περιστατικά που, κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης. Η πραγματική πλάνη αποτελεί λόγο αποκλεισμού του καταλογισμού, δηλαδή αποκλείει το δόλο και την ευσυνείδητη αμέλεια. Επομένως, η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αλλιώς ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος για έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠοινΔ, θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης της απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. H υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με τη θετική και την αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφασίζει για ζήτημα, το οποίο δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραλείπει να αποφασίσει το ζήτημα, για το οποίο έχει υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του ΔΤ 793/18-3-2022, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 29η Απριλίου του έτους 2014 διενεργήθηκε από αρμοδίους υπαλλήλους του, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" και ήδη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με τη επωνυμία. "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" (e-ΕΦΚΑ), όπως μετονομάσθηκε από την 01.03.2020 ο "ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.), καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, έλεγχος στο σωματείο με την επωνυμία “...” και το διακριτικό τίτλο “...”, το οποίο εδρεύει στην πόλη της Α. Π. του νομού Α., ιδρύθηκε στην Αθήνα το έτος 1924 και έχει ως σκοπό την ανάπτυξη, οργάνωση και ενίσχυση της με αυτοκίνητο ή με μοτοσυκλέτα μετακίνησης, του περιηγητισμού και του τουρισμού, την προαγωγή, ενθάρρυνση και οργάνωση όλων των μορφών του χερσαίου μηχανοκίνητου αθλητισμού στην Ελλάδα καθώς επίσης και την εξυπηρέτηση των αυτοκινητιστών και μοτοσικλετιστών, Ελλήνων και ξένων και την καθοδήγησή τους, ώστε να κινούνται με ασφάλεια και να σέβονται και να προστατεύουν το περιβάλλον (βλ. σχετ. άρθρα 1 και 2 του από 04.04.2011 καταστατικού του σωματείου). Από τον διενεργηθέντα έλεγχο προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 01.03.2014 έως την 29.04.2014 και δη κατά τη μισθολογική περίοδο από την 01.02.2014 έως την 28.02.2014 απασχολήθηκε στο ανωτέρω σωματείο προσωπικό με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας, που υπάγονταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας, πλην όμως δεν καταβλήθηκαν για την ασφάλιση του εν λόγω προσωπικού στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία εισφορές, ποσού εκατόν πενήντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (159.672,65 ευρώ), εκ των οποίων ποσό εκατόν έξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (106.448,43 ευρώ) αφορά σε εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές και ποσό πενήντα τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (53.224,22 ευρώ) αντιστοιχεί σε εργατικές ασφαλιστικές εισφορές. Για την μη καταβολή των εισφορών συντάχθηκε η με αριθμό 0../2014 Π.Ε.Ε., συνολικού ποσού εισφορών της ανωτέρω χρονικής περιόδου εκατόν πενήντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (159.672,65 ευρώ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την επίδικη χρονική περίοδο νόμιμος εκπρόσωπος και ειδικότερα Πρόεδρος του σωματείου και κατά νόμο υπεύθυνος για την καταβολή των Ασφαλιστικών εισφορών ήταν ο κατηγορούμενος, ... (βλ. σχετ. άρθρο 9 του καταστατικού του σωματείου). Το γεγονός αυτό ομολόγησε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην απολογία του κατά την διεξαχθείσα ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος ερωτηθείς σχετικά ανέφερε ρητά και με σαφήνεια ότι τον Ιούλιο του έτους 2013 έγιναν εκλογές για τη διοίκηση του σωματείου, ότι την επόμενη ημέρα των εκλογών συγκροτήθηκε σε σώμα το Διοικητικό Συμβούλιο που εξελέγη, ότι ο ίδιος εξελέγη Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ότι ασκούσε τα καθήκοντα της εκπροσώπησης του σωματείου, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς του, διαρκώς και αδιαλείπτως την επίδικη χρονική περίοδο και ότι την περίοδο αυτή ουδέποτε αναπληρώθηκε από τον εκλεγμένο Αντιπρόεδρο του σωματείου, ο οποίος αναπλήρωσε αυτόν (κατηγορούμενο) σε ελάχιστες περιπτώσεις αδυναμίας του, που δεν αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, έκανε προσπάθεια ρύθμισης της τμηματικής αποπληρωμής της συνολικής οφειλής του σωματείου έναντι του ανωτέρω ασφαλιστικού φορέα για την ανωτέρω αιτία το έτος 2012, η οποία δεν ευοδώθηκε, ότι έκτοτε δεν έγινε καμία προσπάθεια ρύθμισης της οφειλής και αποπληρωμής αυτής σε δόσεις βάσει των νομοθετικών προβλέψεων που ίσχυσαν κατά καιρούς και ότι το σωματείο δεν έκανε καμία προσπάθεια για διευθέτηση του χρέους του είτε μέσω διαδικασιών εξυγίανσης είτε εξωδικαστικά, ώστε το ανωτέρω ποσό οφείλεται στο σύνολο του, ως ρητά κατατέθηκε από τη μάρτυρα που εξετάσθηκε ενόρκως κατά την ακροαματική διαδικασία. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, ερωτηθείς σχετικά, εξήγησε ότι το σωματείο δεν κατέθεσε αιτήσεις ρύθμισης, διότι το συνολικό ποσό της οφειλής για ασφαλιστικές εισφορές ήταν υπέρογκο και ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ποσό της μηνιαίας δόσης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 24.10.2014 και με αριθμό …/2014 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., κατασχέθηκε σε εκτέλεση της με αριθμό .../05.09.2014 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. ένα οικόπεδο, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, στη Λυκόβρυση Α., επιφανείας 3.432,27 τετραγωνικών μέτρων καθώς επίσης και ότι δυνάμει των με αριθμούς .../07.12.2015 και .../04.03.2016 εκθέσεων αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ... κατασχέθηκε σε εκτέλεση της με αριθμό .../09.11.2015 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. αναγκαστικά η λοιπή ακίνητη περιουσία του κατηγορουμένου (οικόπεδο μετά ισογείου οικίας και ημιυπόγειου βοηθητικού χώρου, οριζόντιες ιδιοκτησίες, οικόπεδο), πλην όμως δεν προέκυψε ότι έχουν λάβει χώρα περαιτέρω ενέργειες σε βάρος της κατασχεθείσας περιουσίας και ότι έχει επέλθει εκ των ενεργειών αυτών μείωση ή εξόφλησης της ανωτέρω οφειλής, για την οποία είναι ποινικά υπεύθυνος ο κατηγορούμενος ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της με αριθμό .../01.07.2019 έκθεσης περιγραφής και εκτίμησης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (εμπορικών σημάτων) του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... κατασχέθηκαν αναγκαστικά τα εμπορικά σήματα (τέσσερα σήματα) του ανωτέρω σωματείου το διακριτικό τίτλο “...”, τα οποία επρόκειτο να εκτεθούν σε πλειστηριασμό την 12η Φεβρουαρίου του έτους 2020 με ποσό εκτίμησης συνολικά τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (350.000 ευρώ), πλην όμως από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την εv γένει αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε επίτευξη πλειστηριάσματος και απομείωση εκ της ανωτέρω αιτίας οφειλής του κατηγορουμένου. Η κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύεται από την ένορκη κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία, η οποία αναφέρθηκε με πληρότητα και σαφήνεια στην ύπαρξη της οφειλής, την αιτία αυτής, το ακριβές ύψος για την επίδικη χρονική περίοδο και την ευθύνη του κατηγορουμένου σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, στοιχεία που δεν αναιρέθηκαν από το λοιπό αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ποσό της οφειλής για τις εργατικές και εργοδοτικές εισφορές δεν έχει υπολογισθεί ορθά, διότι περιλαμβάνονται σε αυτό εργαζόμενοι, οι οποίοι είχαν προβεί σε επίσχεση εργασίας, ορισμένοι εκ των οποίων ουδέποτε επέστρεψαν στην εργασία τους και των οποίων οι επισχέσεις κρίθηκαν καταχρηστικές με δικαστικές αποφάσεις, ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, κρίνεται αβάσιμος, διότι ως ρητά κατατέθηκε από τη μάρτυρα που εξετάσθηκε στην ακροαματική διαδικασία, η οποία έχει άμεση αντίληψη, διότι είναι υπάλληλος του e-ΕΦΚΑ και απασχολείται στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών του εν λόγω ασφαλιστικού φορέα, τα ποσά που είχαν συμπεριληφθεί στην πράξη επιβολής εισφορών και αφορούσαν σε εργαζομένους που άσκησαν επίσχεση εργασίας διαγράφηκαν και έχουν αφαιρεθεί από το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από το προσκομιζόμενο από 16.03.2021 και με αριθμό πρωτοκόλλου .../10.03.2022 έγγραφο του Τμήματος Εσόδων του e-ΕΦΚΑ-Περιφερειακή Υπηρεσία-Τοπική Διεύθυνση Α’ Βορείου Τομέα Αθήνας, που αφορά και στην επίδικη πράξη επιβολής εισφορών και σύμφωνα με το οποίο: “....Σε απάντηση του .../10-3-2022 αιτήματος σας με το οποίο ζητάτε αντίγραφα των Πράξεων Επιβολής Εισφορών σας γνωρίζουμε ότι: οι ../2015, …/2015, …2015 σας επιδόθηκαν στις 18/5/2015, η …/2016 στις 5/02/2016, η …/2016 στις 13/4/2016, η ../2014 στις 13/6/2014 και η …/2014 στις 6/11/2014. Για την τροποποίηση των παραπάνω ΠΕΕ (2013-2014- 2015) σας πληροφορούμε ότι η Υπηρεσία μας έχει προβεί σε έκδοση αποφάσεων ακύρωσης μετατροπής ασφάλισης για το προσωπικό της ... το οποίο ενώ βρισκόταν σε καθεστώς επίσχεσης εργασίας είχε καταχωρισθεί επί μακρόν στις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις που υπέβαλε η εταιρεία χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου. Αυτές επιδόθηκαν στον νόμιμο εκπρόσωπο του Σωματείου και στους εργαζόμενους σας 13/9/2021 και έχουν καταστεί οριστικές μετά το πέρας ενός μήνα από την ημερομηνία επίδοσης εφόσον δεν έχουν προβεί σε ένδικα μέσα. Οι ανωτέρω αποφάσεις έχουν ενημερώσει την ασφαλιστική ιστορία των ασφαλισμένων και έχουν μεταβάλει τη χρέωση των αντίστοιχων ΠΕΕ με συνολικό ποσό μείωσης 289.388,416.....”. Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του λόγω συμπερίληψης στην επίδικη πράξη επιβολής εργατικών και εργοδοτικών εισφορών που αφορούν σε χρονική περίοδο κατά την οποία οι εργαζόμενοι στο σωματείο προέβησαν σε μαζικές επισχέσεις εργασίας, οι οποίες κρίθηκαν καταχρηστικές με δικαστικές αποφάσεις, κρίνεται απορριπτέος. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος με τους έγγραφους ισχυρισμούς του αιτιάται ότι βάσει του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης του σωματείου για το έτος 2014, όπου αποτυπώνεται ο κύκλος εργασιών, προκύπτει ότι ο ετήσιος τζίρος ανήλθε σε 6.454.703,12 ευρώ, ότι βάσει του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης του σωματείου για το έτος 2013, όπου αποτυπώνεται ο κύκλος εργασιών, προκύπτει ότι ο ετήσιος τζίρος ανήλθε σε 8.035.587,09 ευρώ και ότι βάσει του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης του σωματείου για το έτος 2012, όπου αποτυπώνεται ο κύκλος εργασιών, προκύπτει ότι ο ετήσιος τζίρος ανήλθε σε 12.003.681,27 ευρώ, ότι αυτός υπολάμβανε ότι τα ανωτέρω οικονομικά δεδομένα σε συνδυασμό με προσπάθεια και εργασία ήταν επαρκή για την ορθή λειτουργία του σωματείου και την κάλυψη των οικονομικών του υποχρεώσεων, ότι σε περίπτωση που είχε διαφορετική αντίληψη θα είχε μεριμνήσει για τη μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του προτού αναλάβει την θέση του Προέδρου του σωματείου, ώστε να αποφύγει την κατάσχεση του συνόλου αυτής για τις οφειλές του σωματείου, που ανέρχονται σε 2.000.000 ευρώ περίπου προς τον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα και ότι λόγω της άγνοιας του για την αληθή οικονομική κατάσταση του σωματείου τελούσε σε πραγματική πλάνη. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης, που αποκλείει τον καταλογισμό του, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν αξιολογούνται ικανά να θεμελιώσουν πλάνη του κατηγορουμένου, υπό την έννοια της άγνοιας ή εσφαλμένης αντίληψης κάποιου εκ των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού, το οποίο-επαυξάνει τη βαρύτητα αυτού, αφού η εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης λόγω ανακριβών, κατά τις αιτιάσεις του (κατηγορουμένου), εγγραφών στους ετήσιους ισολογισμούς του σωματείου σε συνδυασμό με τα λοιπά περιστατικά αποτελούν υπερασπιστικά επιχειρήματα του κατηγορουμένου, με τα οποία αυτός αρνείται το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του, ο ισχυρισμός δε περί ελλείψεως δόλου δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της κατηγορίας. Τέλος, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί άρσης του άδικου χαρακτήρα των αξιόποινων πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, διότι από τα πραγματικά έσοδα του σωματείου, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, οι εγγραφές στους ισολογισμούς περί της ύπαρξης κερδοφόρων χρήσεων ήταν ανακριβείς, πλήρωνε τις αμοιβές των εργαζομένων για την παρεχόμενη εργασίας τους και ελλείψει περαιτέρω ταμειακής επάρκειας δεν εξόφλησε τις οφειλές στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα, αφενός διότι δεν μνημονεύεται από τον κατηγορούμενο συγκεκριμένα ο επικείμενος κίνδυνος που διέτρεχε ως Πρόεδρος ενόψει και του ότι η πλειονότητα των εργαζομένων, τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς του, πλήρωνε προέβησαν την επίδικη περίοδο σε επίσχεση εργασίας και αφετέρου διότι η προκληθείσα εκ των Πράξεων του κατηγορουμένου βλάβη στο προστατευόμενο έννομο αγαθό με τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 86/1967, το οποίο είναι η διασφάλιση πόρων για την κοινωνική ασφάλιση, η έλλειψη των οποίων θα επιφέρει γενικότερη υποβάθμιση στην ανταποδοτικότητα των παροχών των ασφαλισμένων, είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την ως άνω απειληθείσα βλάβη στα προδιαληφθέντα έννομα αγαθά και δη τη διασφάλιση της εξακολούθησης λειτουργίας του σωματείου δια της παρεχόμενης εργασίας των απασχολούμενων σε αυτό. Επομένως, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας υπό την ανωτέρω ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και ειδικότερα του Προέδρου του σωματείου με την επωνυμία “...” και το διακριτικό τίτλο “...”, και με πρόθεση, υπέπεσε στις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο Ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ποσού εκατόν έξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (106.448,43 ευρώ) δεν κατέβαλλε αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, μέσα στο μήνα, κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, δεν κατέβαλλε αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, μέσα στο μήνα, κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων στο σωματείο (εργατικές), δεν κατέβαλλε αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, μέσα στο μήνα, κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, με σκοπό να τις αποδώσει στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, δεν τις κατέβαλε σε αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστη για αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την ένδικη χρονική περίοδο το ανωτέρω σωματείο είχε περιέλθει σε δυσχερή οικονομική κατάσταση λόγω και της επιδείνωσης της ελληνικής οικονομίας και της ύφεσης που προκλήθηκε από αυτή, ότι παρά τα εμφαινόμενα κέρδη στους ετήσιους ισολογισμούς κέρδη, τα πραγματικά έσοδα και η εν γένει περιουσία του σωματείου δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των ληξιπρόθεσμών υποχρεώσεων του, ώστε οι εργαζόμενοι στο σωματείο προέβησαν σε επισχέσεις εργασίας και ότι λόγω της ανωτέρω οικονομικής κατάστασης επιβλήθηκε κατάσχεση στους τραπεζικούς λογαριασμούς που απέβη άκαρπη, ενώ κατασχέθηκαν αναγκαστικά τα εμπορικά σήματα αυτού. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ως άνω δημιουργηθείσα δυσμενής για το σωματείο κατάσταση, ήδη κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του το έτος 2013 ο κατηγορούμενος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, προέβη σε πληθώρα ενεργειών προς τα σκοπό ανάκαμψης αυτής, όπως η μείωση των δαπανών, η επαναδιαπραγμάτευση των συμβολαίων συνεργασίας της εταιρείας, η αύξηση των συνδρομητών, ο διακανονισμός των χρεών προς την εφορία και τους ασφαλιστικούς φορείς, που τελικά δεν ευοδώθηκε, ως προελέχθη, η αποδέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρίας και η αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης με το προσωπικό. Συνεπεία τούτων, η αδυναμία πληρωμής από τον κατηγορούμενο των Ασφαλιστικών εισφορών του απασχολούμενου την ένδικη περίοδο προσωπικού του σωματείου οφείλεται σε μη ταπεινά αίτια, αφού αυτός ωθήθηκε στην τέλεση των Πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο λόγω οικονομικής αδυναμίας και δη ελλείψει πόρων και περιουσίας του σωματείου για την κάλυψη του συνόλου των ληξιπρόθεσμων χρεών του. Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' του Π.Κ., η οποία είχε αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως, η κρίση δε αυτή είναι δεσμευτική και για το παρόν Δικαστήριο, το οποίο δε δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου, αλλά ούτε και να ανακαλέσει ευεργετήματα που χορηγήθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται (άρθρο 470 του Κ.Π.Δ.)....
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, όσον αφορά τη μερικότερη πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από τον κατηγορούμενο κατά το χρονικό διάστημα από την 01.03.2014 έως την 31.03.2014 και αφορά εισφορές από εργασία που παρασχέθηκε στο ανωτέρω σωματείο από την 01.01.2014 έως την 31.01.2014 να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής, αφού από την τέλεση της πράξης ήτοι από την 01.03.2014 και μέχρι την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (08.03.2014) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ (08) ετών, συμπεριλαμβανομένης της τριετούς αναστολής της παραγραφής (άρθρα 18 εδ. α' και γ', 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 κασι 3 εδ. α' του Π.Κ.), το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, να απορριφθούν στο σύνολο τους οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, πραγματικής πλάνης και άρσης του αδίκου και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τη μερικότερη πράξη της μη καταβολής εργατικών και εργοδοτικών εισφορών για το χρονικό διάστημα από την 01.04.2014 έως την 29.04.2014, που αφορά εισφορές από εργασία που παρασχέθηκε στο ανωτέρω σωματείο από την 01.02.2014 έως την 28.02.2014, με την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' του Π.Κ., ως πρωτοδίκως, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας”.
Ακολούθως, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ΕΝΟΧΟ, με την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' του Π.Κ. του ότι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από την 01.04.2014 έως την 29.04.2014, τυγχάνοντας νόμιμος εκπρόσωπος του σωματείου με την επωνυμία “...” και το διακριτικό τίτλο “...”, το οποίο εδρεύει στην πόλη της Α. Π. του νομού Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενώ απασχολούσε ως εργοδότης, κατά τη μισθολογική περίοδο από την 01.02.2014 έως την 28.02.2014, σε εξαρτημένη εργασία με αμοιβή, προσωπικό ασφαλισμένο στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγεται στο Υπουργείο εργασίας και όφειλε για την ασφάλιση του προσωπικού του να καταβάλλει στον Οργανισμό αυτό τις παρακάτω εισφορές μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εν τούτοις, ενεργώντας με πρόθεση, δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτό, μέσα στο μήνα που έγιναν απαιτητές: Α) τις ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν (εργοδοτικές) κι ανέρχονται στο ποσό των εκατόν έξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (106.448,43 ευρώ) συνολικά από τότε που έγιναν απαιτητές και Β) τις ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες παρακράτησε με σκοπό να τις αποδώσει στον Οργανισμό αυτό (εργατικές) κι ανέρχονται στο ποσό των 352.518,02 ευρώ συνολικά από τότε που έγιναν απαιτητές και έτσι κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση συνολικού ποσού εκατόν πενήντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (159.672,65 ευρώ)”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων αυτών, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14 παρ. 1, 18 εδ. α' και γ' 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 84 παρ. 2β' ΠΚ, 1 παρ. 1, 2 και 6 του Α.Ν. 86/1967, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται: α) το ύψος τόσο των βαρυνουσών, με την ιδιότητα του εργοδότη, το σωματείο με την επωνυμία “...” εργοδοτικών Ασφαλιστικών εισφορών, όσο και των εργατικών εισφορών που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές των εργαζομένων σ' αυτό (σωματείο), οι οποίες έπρεπε να αποδοθούν στο ταμείο ασφάλισης αυτών, που ήταν το ΙΚΑ, β) το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο παρείχαν οι εργαζόμενοι την εργασία τους, και παρακρατήθηκαν οι αποδοτέες εισφορές τους, γ) ο χρόνος κατά τον οποίο ήσαν απαιτητές αμφότερες οι ως άνω κατηγορίες των εισφορών από τον ασφαλιστικό φορέα τους, δηλαδή μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα που παρασχέθηκε η εργασία των εργαζομένων και δ) η ιδιότητα και θέση που είχε ο κατηγορούμενος στο παραπάνω νομικό πρόσωπο (σωματείο), ήτοι του Προέδρου και νομίμου εκπροσώπου αυτού, καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Δεν απαιτείτο δε, για την επάρκεια της αιτιολογίας της, να προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο Αριθμός των απασχοληθέντων μισθωτών στο προαναφερόμενο σωματείο, καθώς και οι αποδοχές εκάστου τούτων, αφού, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, τα στοιχεία αυτά δεν ανήκουν στην αντικειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος πρόσθετος λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, είναι αβάσιμος. Επίσης, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί "απαραδέκτου της ποινικής δίωξης”, αλλά κατ' ουσίαν αρνητικού της κατηγορίας, περί συμπερίληψης στην ένδικη πράξη επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) ποσών που αφορούν χρονική περίοδο και εργαζομένους που άσκησαν επίσχεση εργασίας, οι οποίες όμως κρίθηκαν καταχρηστικές με δικαστικές αποφάσεις, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι τα σχετικά ποσά που αφορούν τους ως άνω ασκήσαντες επίσχεση εργασίας εργαζομένους, έχουν αφαιρεθεί, κατόπιν τροποποίησης της ανωτέρω ΠΕΕ και δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συνολικώς οφειλόμενο ποσό των 159.672,65€, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος.
Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος πρόσθετος λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο προβληθείς ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι τελούσε σε πραγματική πλάνη ως προς την αληθή οικονομική κατάσταση του σωματείου, υπολαμβάνοντας ότι τα οικονομικά δεδομένα αυτού, βάσει των ισολογισμών των ετών 2012, 2013 και 2014, επαρκούσαν για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεών του και ότι σε διαφορετική περίπτωση θα είχε μεριμνήσει για τη μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του, πριν αναλάβει τη θέση του Προέδρου, ώστε να αποφύγει την κατάσχεση αυτής για οφειλές του σωματείου, ύψους 2.000.000€, επιχειρώντας έτσι να θεμελιώσει αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης που αποκλείει το δόλο του, αποτελεί τω όντι αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, και όχι τέτοιο εκ του άρθρου 30 ΠΚ, καθόσον τα ως άνω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου εκ των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των ενδίκων εγκλημάτων ή κάποιου στοιχείου επαυξάνοντος τη βαρύτητα αυτών. Ως τέτοιος δε (αρνητικός της κατηγορίας) ισχυρισμός, ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου του αναιρεσείοντος, αντιμετωπίστηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και δεν είχε υποχρέωση, εν τούτοις απάντησε αιτιολογώντας ιδιαιτέρως την απόρριψή του. Κατόπιν αυτών, ο τρίτος πρόσθετος λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας, ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 104 Β ΠΚ "Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α......γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του...... Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής”. Η δικαστική άφεση της ποινής αποτελεί ουσιαστικό θεσμό ελαστικότητας της ποινής κατά την επιμέτρησή της. Στο άρθ. 104 Β ΠΚ ουσιαστικά ενσωματώνονται και αποκτούν γενική ισχύ λόγοι δυνητικής δικαστικής άφεσης της ποινής που προβλέπονταν σε ειδικές διατάξεις όπως στα άρθ. 302&2 και 314&2 πΠΚ (ίδ. Αιτιολ. Έκθ). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά (σελ. 51, 53,54,55,56 της προσβαλλομένης) το αίτημα μη επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα γιατί έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης, με την κατάσχεση όλης της ακίνητης περιουσίας του, αξίας περίπου 2.000.000 ευρώ, για οφειλές του σωματείου με την επωνυμία" ... “, νόμιμος εκπρόσωπος του οποίου τυγχάνει ο αναιρεσείων, προς το ΙΚΑ - ΕΦΚΑ, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής. Το εκδόν την προσβαλλομένη Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημα με το ακόλουθο σκεπτικό: "Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος αιτιάται ότι δυνάμει της από 24.10.2014 και με αριθμό .../2014 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... και των με αριθμούς .../07.12.2015 και .../04.03.2016 εκθέσεων αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ... έχει κατασχεθεί για οφειλές του σωματείου της ... προς τον e-ΕΦΚΑ, ποσού 2.000.000 ευρώ περίπου, το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του, την οποία δεν μεταβίβασε προ της ανάληψης των καθηκόντων του ως Πρόεδρος του σωματείου, ώστε να τη διασφαλίσει, ότι στη διάρκεια της θητείας του ουδέποτε έλαβε αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του, αλλά προσπάθησε να διασφαλίσει την εξακολούθηση της λειτουργίας του σωματείου, με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπος με πληθώρα εκκρεμών σε βάρος του ποινικών υποθέσεων και να αντιμετωπίζει κίνδυνο φυλάκισής του, ότι ο e-ΕΦΚΑ έχει κατασχέσει το εμπορικό σήμα του σωματείου, αξίας 32.000.000 ευρώ περίπου, πλην όμως επί πενταετία αδράνησε για τον πλειστηριασμό αυτού προς ικανοποίηση της απαίτησης του, με αποτέλεσμα μετά την θέση σε ισχύ του νόμου 4797/2021 (άρθρο 58) το σήμα να περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο, ότι συνεπεία τούτου μοναδικό μέσο ικανοποίησης των απαιτήσεων του e-ΕΦΚΑ είναι η κατασχθείσα περιουσία του και ότι ενόψει των ανωτέρω έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή ποινής για τις πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος, με την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' του Π.Κ., είναι δυσανάλογα επαχθής. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί δικαστικής άφεσης της ποινής κρίνεται απορριπτέος, διότι η κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του καθώς και η κατάσχεση του σήματος του σωματείου ... για την ικανοποίηση της απαίτησης από τις οφειλόμενες εργατικές και εργοδοτικές εισφορές του σωματείου έναντι του e-ΕΦΚΑ αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του ανωτέρω ασφαλιστικού φορέα. Σε κάθε περίπτωση, η ζημία που υπέστη ο κατηγορούμενος από την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του δεν είναι απόρροια της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του, αλλά της διοικητικής διαδικασίας, δοθέντος ότι οι κατασχέσεις επιβλήθηκαν ήδη κατά τα έτη 2014 και 2015 σε εκτέλεση της με αριθμό .../05.09.2014 έγγραφης παραγγελίας και της με αριθμό .../09.11.2015 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή ποινής να είναι δυσανάλογα επαχθής. Οι αιτιάσεις του κατηγορουμένου ότι κατά το χρόνο της θητείας του δεν έλαβε αμοιβή για τις υπηρεσίες του. στο σωματείου, ότι κατέβαλε υπέρμετρες προσπάθειες για την λειτουργία του σωματείου και για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών και της έλλειψης ταμειακής ρευστότητας και ότι πριν την ανάληψη των καθηκόντων του ως Πρόεδρος του σωματείου δεν μεταβίβασε την περιουσία του, ώστε να μην είναι υπέγγυα στον e-ΕΦΚΑ για τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ενέργεια που υπαγορεύθηκε και από το γεγονός ότι δεν είχε σαφή αντίληψη περί της ταμειακής επάρκειας ή μη του σωματείου, ως προαναφέρθηκε, αποτελούν προσωπικές επιλογές του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της οικονομικής ελευθερίας και του τρόπου διάθεσης και αξιοποίησης της περιουσίας του, ως ειδικότερων εκφάνσεων της προσωπικότητάς του και δεν συνιστούν νόμιμο δικαιολογητικό λόγο δικαστική άφεσης ποινής για τις αξιόποινες πράξεις που κρίθηκε ένοχος. Επομένως, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 104Β περ. α' του Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας”. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε, στην προσβαλλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη, από τις προ διαληφθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί δικαστικής άφεσης της ποινής, κατ' άρθρο 104Β παρ. 1 περ. γ' ΠΚ, καθόσον με λογική συνέπεια και χωρίς αντιφάσεις έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι όροι της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, οι παραδοχές του άνω Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα των ενδίκων πλημμεληματικών Πράξεων, ώστε η επιβολή ποινής γι' αυτές να εμφανίζεται ιδιαίτερα επαχθής, καθόσον, κατά την επανάληψη αιτιολογία του, η κατάσχεση της περιουσίας του δεν είναι αποτέλεσμα των ενδίκων ποινικών αδικημάτων, συνεπεία των οποίων ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, αλλά αποτέλεσμα της αστικής αξιώσεως του ΙΚΑ προς ικανοποίηση, κατά τη διοικητική διαδικασία, των χρηματικών απαιτήσεων του από τις μη αποδοθείσες σ' αυτό ασφαλιστικές εισφορές (εννοώντας ότι οι δύο μεταξύ τους διαδικασίες, ποινική και διοικητική, είναι ανεξάρτητες και αυτοτελείς και ότι η κατάσχεση της περιουσίας του από το ΙΚΑ θα επιβάλλονταν ανεξαρτήτως της ποινικής διαδικασίας) στηρίζουν επαρκώς και δικαιολογούν, κατά νόμο, την κρίση του ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 104 Β παρ. 1 περ. γ' ΠΚ .
Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Θ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-4-2022, με αριθμό …/2022 αίτησης και τους από 21-9-2022, πρόσθετους λόγους του Θ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της απόφασης ΔΤ 793/2022 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ