Αριθμός 1106/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά - Εισηγήτρια και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14/2/2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου), για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Στανέλλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 388, 587/2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ../2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και μόνο κατά τη διάταξή της περί του τρόπου έκτισης της ποινής, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο αυτό και μόνο μέρος της για νέα συζήτηση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20-12-2022 αίτηση του Π. Κ. του Γ. κατοίκου ... (...), για αναίρεση της υπ' αρ. 388,587/2022 απόφασης του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για τα αδικήματα α)της φοροδιαφυγής δι' ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος άνω των 150.000 ευρώ και 100.000 ευρώ ανά διαχειριστική περίοδο κατ' εξακολούθηση και β) της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα επτά [17] ετών και χρηματική ποινή δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, ασκήθηκε νομότυπα από τον αναιρεσείοντα, με δήλωσή του παραστάντος δικηγόρου του την 20-12-2022 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών με αριθμ …/2022 και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ.2 εδ. α' και παρ.3 εδ. α' ΚΠΔ), ήτοι εντός είκοσι ημερών αφότου η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε [30-11-2022] καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 142 παρ.2 ΚΠΔ, που τηρείται από την αρμόδια γραμματεία, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠοινΔ (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας).
Συνεπώς, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων αναιρετικών της λόγων.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1, 2 του ν. 3691/5-8-2008, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις: (α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. (β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. (γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. (δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου με τίτλο "Εγκληματικές δραστηριότητες - βασικά αδικήματα”, ορίζεται ότι ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής "βασικά αδικήματα”, μεταξύ των οποίων, και η περίπτωση ιη. περ. α "τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17,18 με την εξαίρεση της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 και του άρθρου 19 με την εξαίρεση της περίπτωσης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του ν.2523/1997 ,όπως ισχύουν”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 45 παρ.1 περ. γ' και ε' του ως άνω νόμου ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τιμωρείται με τις ακόλουθες ποινικές κυρώσεις και δη: "γ. Ο υπαίτιος των πράξεων του προηγουμένου στοιχ. α' τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας.. ε) Η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων για τις πράξεις των στοιχ α, β' και γ' της παραγράφου αυτής εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος”. Mε το ν. 4816/2021 που τροπ. το ν. 4557/2018 δεν επήλθαν μεταβολές ως προς τα στοιχεία της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ως βασικό αδίκημα, εκτός των άλλων εξακολουθεί να περιλαμβάνεται κατ' αρθρ. 5 περίπτωση 1 στα', το αδίκημα της φοροδιαφυγής, είναι όμως επιεικέστερος και από το ν. 3691/2008 και το ν. 4557/2018, όπου (άρθρο 39 παρ. 1βν.4816/2021) για το βασικό αδίκημα προβλέπεται πλέον κάθειρξη μέχρι οκτώ(8) έτη και χρηματική ποινή από 300έως 1.000 ημερήσιες μονάδες και για τον υπαίτιο των πράξεων της περ α που έδρασε κατ' επάγγελμα κάθειρξη και χρηματική ποινή από 2.000 έως 10.000 ημερήσιες μονάδες αντί της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και το οποίο εφαρμόστηκε κατ. αρθ. 2 ΠΚ στην προκείμενη περίπτωση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Περαιτέρω, η πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα έχει αυτοτελές άδικο έναντι της πρότερης πράξης, δηλαδή του βασικού εγκλήματος, χωρίς να ενδιαφέρει, αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης.
Συνεπώς αρκεί, ότι το βασικό έγκλημα περιλαμβάνεται σ` αυτά που ανήκουν στην εγκληματική δραστηριότητα, χωρίς ν` απαιτείται ο δράστης να πρέπει και να τιμωρηθεί, αφού ο νόμος προϋποθέτει τέλεση εγκλήματος υπαγόμενο στην εγκληματική δραστηριότητα, όχι και καταδίκη υπαιτίου Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος”), προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη, συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά την φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της κ.λ.π., υποκειμενικά δε άμεσο δόλο ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων, επί πλέον δε στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας και σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής, ή παροχή συνδρομής σε άλλον που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Απαιτείται, δηλαδή, σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχή σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει, επίσης, την τέλεση ενός άλλου (βασικού) εγκλήματος, (εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος), αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία). Όταν δε αυτουργός της πράξης είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1080/2019, ΑΠ 54/2017). Ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης τυποποιείται αυτοτελώς και η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων.
Συνεπώς, η απλή και μόνον κατάθεση σε Τράπεζα του προϊόντος εγκλήματος, μπορεί, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού να προσδοθεί νομιμοφάνεια, να θεωρηθεί ως αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 593/2018, ΑΠ 176/2019, ΑΠ 1290/2017). Σημειώνεται δε, ότι και υπό το καθεστώς των προϊσχυσάντων περί νομιμοποίησης παράνομων εσόδων Ν. 2331/1995 και Ν. 3424/2005 η ως άνω κατάθεση σε Τράπεζα θεωρείτο μορφή "απόκρυψης" (ΑΠ 1166/2019). Περαιτέρω, κατά το άρ. 45 παρ.1 περ. γ' του ν. 3691/2008 διαπράττεται "διακεκριμένη μορφή νομιμοποίησης εσόδων”, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν ο δράστης ενεργεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος" συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Η κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος (ΑΠ 28/2021). Περαιτέρω, ο 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και άλλων παρακρατούμενων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Και τα τρία αυτά αδικήματα φοροδιαφυγής τα διαπλάσσει σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος, αναλόγως με το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε, παρακρατήθηκε ή της αξίας των φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1, 2 περ. α' και β' του πιο πάνω Ν. 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε στην αρχική του έκδοση, πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 2 εδ. α' και β' του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011, , ορίζουν ότι: "1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά η μερικά δαπάνες η γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ”. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι τα παραπάνω όρια, των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00 €) και των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €) καθορίσθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. η' του Ν. 2948/2001, από 1-1-2002, ήδη όμως με το άρθρο 66 του Ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της ανακριβούς υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, απαιτείται ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα ή μη δηλωθέντα εισοδήματα να υπερβαίνει. ανά φορολογικό έτος. το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), οπότε τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, αν δε ο ως άνω φόρος υπερβαίνει το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό έτος, σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη. Το έγκλημα της φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος, μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, συγκεκριμένα δε είτε με την "παράλειψη υποβολής δήλωσης" είτε με την "υποβολή ανακριβούς δήλωσης”. Επομένως, πρόκειται για ένα έγκλημα σωρευτικά μικτό, στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου τυποποιούνται δύο τρόποι τέλεσης, μία παράλειψη (η μη υποβολή φορολογικής δήλωσης) και μία θετική ενέργεια (η υποβολή ανακριβούς δήλωσης). Με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση και έτσι το Ελληνικό Δημόσιο παρεμποδίζεται να λάβει γνώση της αλήθειας, η οποία του αποκρύπτεται. Το πότε μία δήλωση είναι ανακριβής προκύπτει από το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με το οποίο "ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται υφίσταται διαφορά ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή”. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται να συντρέχει δόλος του δράστη, οποιουδήποτε βαθμού (αρκεί και ενδεχόμενος), που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τόσο τους τρόπους τέλεσης (είτε τη μη υποβολή είτε την υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης) επιπλέον δε σκοπός του αυτουργού (ειδικός δόλος) να αποφύγει ο ίδιος την πληρωμή φόρου εισοδήματος που αναλογεί στα καθαρά φορολογητέα εισοδήματα (για τα φυσικά πρόσωπα) ή στα καθαρά φορολογητέα κέρδη για τα νομικά πρόσωπα. Από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 του Π.Κ.), συγκεκριμένα δε θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 17 του ανωτέρω νόμου.
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και να αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά ή μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει στην ως άνω αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την κατάφαση της υποκειμενικής υπόστασης της οποίας απαιτούνται, κατά τα προεκτεθέντα, αμφότερα (σκοπός και γνώση) - (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1080/2019).
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ.2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση, δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης, αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Α’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών ,μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων όπως προσδιορίζονται κατ' είδος, με την ως άνω ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχεται ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην Αθήνα Ν. Αττικής, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2011, ως φυσικό πρόσωπο, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ο δε φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και των 100.000 ευρώ, ως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο α) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2002 έως 31-12-2002, προκειμένου να αποφύγει, την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 130.498.00 ευρώ, β) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2003 έως 31-12-2003, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει ανέρχεται στο ποσόν των 2.925.517,88 ευρώ, γ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2004 έως 31-12-2004, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 442.712,85 ευρώ, δ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2005 έως 31-12-2005 προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 2.111.597,14 ευρώ, ε) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1- 2006 έως 31-12-2006, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψες και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 3.371.084,92 ευρώ, στ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2007 έως 31-12-2007 προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 12.860.120,59 ευρώ, ζ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2008 έως 31-12-2008, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσεις, ανέρχεται στο ποσό των 4.354.995,83 ευρώ, η) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2009 έως 31-12-2009, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 7.827.258,60 ευρώ, θ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1- 2010 έως 31-12-2010, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 6.492.697,75 ευρώ, ι) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2011 έως 31-12- 2011, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα-εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 7.372.867,95 ευρώ. Επιπρόσθετα, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τόπο και χρόνους και ενεργήσας με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και δη από την πραγματοποίηση του ποινικού αδικήματος της ανακριβούς απόδοσης φόρου εισοδήματος προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, που, ως βασικό έγκλημα, εκ της οποίας στοιχειοθετείται αξιόποινη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, προβλέφθηκε το πρώτον με το Ν. 3424/2005, η δε νομιμοποίηση των εσόδων του από την προεκτεθείσα εγκληματική του δραστηριότητα έγινε σωρευτικά με την απόκτηση, κατοχή, διαχείριση και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης και της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, και δη με την τοποθέτηση σε αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική του δραστηριότητα και με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, που ως τρόπος τέλεσης του περί ου ο λόγος εγκλήματος τυποποιείται για πρώτη φορά με το άρθρο 2 παρ. 2 δ' του Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ A 166/5-8-2008) ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο των μερικότερων πράξεων που τελέστηκαν από το 2002 έως τις 5-8-2008. Σημειωτέον ότι από τον έλεγχο των δεδομένων του ψηφιακού δίσκου, ο οποίος παραδόθηκε από τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος στους αρμοδίους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και των δεδομένων των τραπεζικών λογαριασμών του κατηγορουμένου, χρήσεων 2002 έως 2012 προέκυψαν πιστώσεις που δεν συσχετίσθηκαν· με χρεώσεις άλλων ελεγχόμενων λογαριασμών. Στις πιστώσεις αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται εκείνες που προέρχονται από μεταφορά άλλων λογαριασμών του CD, ανανεώσεις προθεσμιακών καταθέσεων ή άλλων επενδυτικών προϊόντων και αντιλογισμούς λόγω λανθασμένων εγγραφών. Επίσης δεν συμπεριλαμβάνονται πιστώσεις οι οποίες, σύμφωνα με την αιτιολογία ή τον κωδικό κίνησής τους, προέρχονται από αποδόσεις επενδυτικών προϊόντων, μερίσματα, τόκους κλπ, πιστώσεις δηλαδή για τις οποίες προκύπτει η πηγή και αιτία προέλευσής τους. Με το υπ' αριθμ. …/8-3-2015 σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου ο κατηγορούμενος κλήθηκε εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση του, να διατυπώσει τις απόψεις του επί των αποτελεσμάτων του ελέγχου. Σημειώνεται ότι για τα οικονομικά έτη 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 και 2012 ο έλεγχος προσδιόρισε εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα του αρ. 48 παρ. 3 του Ν. 2438/94 και για την σύζυγο του κατηγορούμενου, Κ. Β. του Π. (με ΑΦΜ. ...), ως συνδικαιούχο στους κοινούς τους λογαριασμούς και συντάχθηκε γι' αυτό ιδιαίτερο σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου βάσει της υπ' αριθμ. ... εντολής ελέγχου που εκδόθηκε για εκείνη. Επίσης σημειώνεται ότι κατά το οικονομικό έτος 2013 η Κ. Β. δεν υπέβαλε κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος με τον κατηγορούμενο καθόσον σύμφωνα με τα δεδομένα του μητρώου της Γ.Γ.Π.Σ. δηλώνει σε διάσταση. Ο κατηγορούμενος δεν ανταποκρίθηκε με αποτέλεσμα να μην αποδείξει την πηγή και την αιτία προέλευσης των πιστώσεων που περιλαμβάνονται στο σημείωμα διαπιστώσεων, καθόσον δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία.
Εν προκειμένω η φοροδιαφυγή στο εισόδημα με τη μορφή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης λαμβάνει χώρα κατά τα έτη 2002-2011, το έγκλημα όμως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ένεκα της σχέσεως εξαρτήσεως από το βασικό έγκλημα (φοροδιαφυγή) το οποίο έως της δημοσίευση του νόμου 3424/2005 (ΦΕΚ A 305/13-12- 2005) δεν συγκαταλεγόταν στις προβλεπόμενες εκ του νόμου εγκληματικές δραστηριότητες, τελείται από τις 13-12-2005 και εντεύθεν, ενώ για το προγενέστερο διάστημα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος στην Αθήνα και κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2005 έως 31-12-2011, ενεργήσας με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, δεν κατέβαλε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως όφειλε, φόρους συνολικού ποσού 42.279.025,64 ευρώ. Το εν λόγω χρηματικό ποσό που ο κατηγορούμενος νομιμοποίησε κατέχοντας το, διαχειριζόμενος αυτό, κάνοντας χρήση αυτού και χρησιμοποιώντας αυτό από τις 5-8-2008 και εντεύθεν ταυτόχρονα τον χρηματοπιστωτικό τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από την προαναφερόμενη εγκληματική του δραστηριότητα, με σκοπό να προσδίδει νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης και της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, το απέκτησε με τη μη καταβολή του ως άνω αναφερόμενου φόρου εισοδήματος. Ιδίως αναφορικά με την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα διά της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο α) κατά το χρονικό διάστημα από 12-8- 2008 έως 23-4-2009 πραγματοποίησε 3 πιστώσεις, συνολικού ποσού 2.152.553,84 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην … Τράπεζα, β) στις 2-11- 2010 πραγματοποίησε μία πίστωση, ποσού 78.400,00 ευρώ στον υπ. αριθμ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα …, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 8-8- 2008 έως 29-10-2009 πραγματοποίησε 19 πιστώσεις, συνολικού ποσού 11.323.226,69 ευρώ στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα … δ) κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2008 έως 5-6-2009 πραγματοποίησε 8 πιστώσεις, συνολικού ποσού 6.050.048,01 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα …, ε) κατά το χρονικό διάστημα από 9-12- 2008 έως 17-12- 2009 πραγματοποίησε 5 πιστώσεις,-συνολικού ποσού 933.007,77 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα …, στ) κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-2009 έως 3-11-2011 πραγματοποίησε 88 πιστώσεις συνολικού ποσού 90.458.381,46 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα …, ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 11-2-2011 έως 21-2- 2011 πραγματοποίησε 7 πιστώσεις, συνολικού ποσού 1.749.070,53 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα …, η) στις 25-8-2008 πραγματοποίησε 1 πίστωση συνολικού ποσού 15.000 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα .... Το προπεριγραφόμενο, δε, αδίκημα τέλεσε κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή του και την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής του (μακρόχρονη και συστηματική αποφυγή καταβολής φόρων) προέκυψε σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, στο οποίο απέβλεπε και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και του επέβαλε για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις συνολική ποινή κάθειρξης δέκα επτά (17) ετών και επιπλέον για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα χρηματική ποινή δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: "Στην Αθήνα Ν. Αττικής, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12- 2011, ως φυσικό πρόσωπο, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ο δε φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και των 100.000 ευρώ, ως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο α) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2002 έως 31-12-2002, προκειμένου να αποφύγει, την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 130.498.00 ευρώ, β) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2003 έως 31-12-2003, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει ανέρχεται στο ποσόν των 2.925.517,88 ευρώ, γ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2004 έως 31-12-2004, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 442.712,85 ευρώ, δ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2005 έως 31-12-2005 προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 2.111.597,14 ευρώ, ε) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2006 έως 31-12-2006, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψες και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 3.371.084,92 ευρώ, στ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2007 έως 31- 12-2007 προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 12.860.120,59 ευρώ, ζ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2008 έως 31-12-2008, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσεις, ανέρχεται στο ποσό των 4.354.995,83 ευρώ, η) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2009 έως 31-12-2009, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 7.827.258,60 ευρώ, θ) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2010 έως 31-12-2010, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από τα όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 6.492.697,75 ευρώ, ι) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2011 έως 31-12-2011, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, απέκρυψε από ία όργανα της φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα, υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου, ο δε κύριος φόρος, ο οποίος αναλογεί στα φορολογητέα-εισοδήματα που απέκρυψε και τον οποίο απέφυγε να πληρώσει, ανέρχεται στο ποσό των 7.372.867,95 ευρώ.
Β. Κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τόπο και χρόνους και ενεργήσας με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και δη από την πραγματοποίηση του ποινικού αδικήματος της ανακριβούς απόδοσης φόρου εισοδήματος προς το δημόσιο κατ' εξακολούθηση που ως βασικό έγκλημα, εκ της οποίας στοιχειοθετείται αξιόποινη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα προβλέφθηκε το πρώτον με το ν.3425/2005,η δε νομιμοποίηση των εσόδων του από την προεκτεθείσα εγκληματική του δραστηριότητα έγινε σωρευτικά με την απόκτηση, κατοχή, διαχείριση και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης και της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, και δη με την τοποθέτηση σε αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική του δραστηριότητα και με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, που ως τρόπος τέλεσης του περί ου ο λόγος εγκλήματος τυποποιείται για πρώτη φορά με το άρθρο 2 παρ. 2 δ' του Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ A 166/5-8-2008). Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος στην Αθήνα και κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2005 έως 31-12-2011, ενεργήσας με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, δεν κατέβαλε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως όφειλε, φόρους συνολικού ποσού 42.279.025,64 ευρώ. Το εν λόγω χρηματικό ποσό που ο κατηγορούμενος νομιμοποίησε κατέχοντας το, διαχειριζόμενος αυτό, κάνοντας χρήση αυτού και χρησιμοποιώντας αυτό από τις 5-8-2008 και εντεύθεν ταυτόχρονα τον χρηματοπιστωτικό τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από την προαναφερόμενη εγκληματική του δραστηριότητα, με σκοπό να προσδίδει νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης και της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, το απέκτησε με τη μη καταβολή του ως άνω αναφερόμενου φόρου εισοδήματος. Ιδίως αναφορικά με την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα διά της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο α) κατά το χρονικό διάστημα από 12-8- 2008 έως 23-4-2009 πραγματοποίησε 3 πιστώσεις, συνολικού ποσού 2.152.553,84 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην ... Τράπεζα, β) στις 2-11- 2010 πραγματοποίησε μία πίστωση, ποσού 78.400,00 ευρώ στον υπ. αριθμ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ..., γ) κατά το χρονικό διάστημα από 8-8-2008 έως 29-10-2009 πραγματοποίησε 19 πιστώσεις, συνολικού ποσού 11.323.226,69 ευρώ στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ... δ) κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2008 έως 5-6-2009 πραγματοποίησε 8 πιστώσεις, συνολικού ποσού 6.050.048,01 ευρώ στον υπ1 αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ..., ε) κατά το χρονικό διάστημα από 9-12-2008 έως 17-12-2009 πραγματοποίησε 5 πιστώσεις, συνολικού ποσού 933.007,77 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ..., στ) κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-2009 έως 3-11-2011 πραγματοποίησε 88 πιστώσεις συνολικού ποσού 90.458.381,46 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ..., ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 11-2-2011 έως 21-2-2011 πραγματοποίησε 7 πιστώσεις, συνολικού ποσού 1.749.070,53 ευρώ στον υπ1 αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα ..., η) στις 25-8-2008 πραγματοποίησε 1 πίστωση συνολικού ποσού 15.000 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα .... Το προπεριγραφόμενο, δε, αδίκημα τέλεσε κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή του και την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής του (μακρόχρονη και συστηματική αποφυγή καταβολής φόρων) προέκυψε σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, στο οποίο απέβλεπε και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του”.
Με τις ανωτέρω παραδοχές και αιτιολογίες, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, συνισταμένης της τελευταίας στο αδίκημα της φοροδιαφυγής, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, στις οποίες στηρίχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο και από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά (κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, λοιπά έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και απολογία του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος), καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 §1, 12, 13ε, 14, 26 §1α, 27, 79, 94, 98 Π.Κ. και άρθρα 66 παρ 1α,3β, 4 ν. 4174/2013 ως προστέθηκε με το αρθ 8 ν 4337/2015 αρθ 2παρ 2γ, δ, αρ. 3 στοιχ. ιη περ. α, 4, 45 παρ 1γ-α, 48 του Ν. 3691/2008, 2, 3 ,5 ιστ α ν 4816/2021, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε κατά πλάγιο τρόπο, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα ο τρόπος τελέσεως των ανωτέρω πράξεων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ' επάγγελμα κατ' εξακολούθηση και αναφέρονται συγκεκριμένα τα στοιχεία του εγκλήματος της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων διαφορετικά από εκείνα του βασικού εγκλήματος της φοροδιαφυγής που τέλεσε προηγουμένως ο αναιρέσεων καθόσον κατά τις παραδοχές της απόφασης τα παρανόμως αποκτηθέντα έσοδα από την εγκληματική αυτή δραστηριότητα ύψους 42.279.025,64 ευρώ δεν τα κατείχε απλώς, αλλά τα διαχειριζόταν και τα χρησιμοποίησε περαιτέρω αφού τα τοποθέτησε και τα διακίνησε μέσω των διαλαμβανομένων στην απόφαση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να εμφανίζονται οι αναφερόμενες στην απόφαση πιστωτικές εγγραφές νόμιμες, γνωρίζοντας την αξιόποινη προέλευση των χρημάτων αυτών που απέκτησε με τη μη καταβολή του φόρου εισοδήματος, με συνέπεια να στοιχειοθετείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, Περαιτέρω, αιτιολογείται πλήρως η κατ' επάγγελμα τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης με την παραδοχή ότι από την επανειλημμένη τέλεση της διαχείρισης, διακίνησης και χρησιμοποίησης των παρανόμως αποκτηθέντων εισόδων προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επίσης ο Δικαστήριο απάντησε αιτιολογημένα στους αρνητικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ότι οι επίδικες καταθέσεις δεν προέρχονταν από δικά του κέρδη αλλά ήταν ποσά προερχόμενα από ανακριβή απόδοση φόρου εισοδήματος στο Δημόσιο. Επομένως οι από το άρθρο 510παρ1 στοιχ Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ν 3691/2008 ως προς τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κατ' επάγγελμα τέλεσης της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το "ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. "Σύννομη" χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ` αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν` αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Καθίσταται φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, αρχή η οποία παραβιάζεται όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη. (ΟλΑΠ 2/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, υπέβαλλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ επικαλούμενος τα εξής : "παρακαλώ για την αναγνώριση στο προσωπό μου του ελαφρυντικού του συννόμου βίου γιατί μέχρι την τέλεση της πράξης και για 62 έτη δεν είχα ποτέ απασχολήσει την ποινική, διοικητική, αστική δικαιοσύνη. Μέχρι και το 2010 υποστήριξα οικονομικά το ποιμαντικό έργο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με δωρεές στη ΜΚΟ “...”. Τυγχάνω οικογενειάρχης με δύο ‘τέκνα το ...”.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση του ποινικού μητρώου του ως άνω καταδικασθέντος κατηγορουμένου ηλικίας σήμερα 62 ετών (το οποίο αναγράφηκε από προφανή παραδρομή αντί του ορθού 82 ετών, μετά την ανάπτυξη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι για 62 έτη δεν είχε ποτέ απασχολήσει την δικαιοσύνη, καθόσον αναγράφεται στην απόφαση ως έτος γεννήσεως του κατηγορουμένου το έτος ...) έγγαμου και πατέρα δύο παιδιών αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ,που αναφέρονται παραπάνω, προέκυψε ναι μεν ότι ο τελευταίος μέχρι τη διάπραξη των ανωτέρω πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος δεν είχε καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη,πλην όμως η όλη του συμπεριφορά σε βάθος χρόνου (η απόφασή του για πορισμό εισοδήματος με την αποφυγή εκπλήρωσης των φορολογικών του υποχρεώσεων) κάθε άλλο παρά σεβασμό των εννόμων αγαθών στη καθημερινή ζωή αποδεικνύει. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός περί χορήγησης ελαφρυντικού πρέπει να απορριφθεί”.
Με τις παραδοχές αυτές το ως άνω Δικαστήριο, με αιτιολογική επάρκεια έκρινε ότι ο κατηγορούμενος πριν από την τέλεση της προαναφερόμενης πράξης ("ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα”) δεν αποδείχθηκε ότι έζησε σύννομη ζωή, συμμορφούμενος προς τις επιταγές της έννομης τάξης και υπακούοντας στους νόμους, όπως αξιώνει η διάταξη του άρθρου 84 § 2 α' ΠΚ (λαμβανομένου προφανώς υπόψη, στα πλαίσια των άρθ. 177 και 178 Κ.Π.Δ. και των ειδικών περιστάσεων, ήτοι του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος κατ' εξακολούθηση προέβη στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις του). Επομένως, και ο τελευταίος αυτός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ), ως προς την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης, του άρθρου 84 § 2 α' ΠΚ, είναι αβάσιμος.
Τέλος, κατά το άρθρο 105 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης [Νέος Ποινικός Κώδικας από 1-7-2019 που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019)], "Όποιος καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας έως δεκαπέντε έτη και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας εκτίει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, εκτός αν το δικαστήριο, με ειδική αιτιολογία, κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Αν το πιο πάνω όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών της περιοχής που εδρεύει το δικαστήριο αυτό, μετά από αίτηση του καταδικασθέντος”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία, με το άρθρο 17 του από 12.11.2021 ισχύοντος Ν.4855/2021 Νόμου (ΦΕΚ Α/215), στο πρώτο της εδάφιο έχει ήδη τροποποιηθεί (ως προς το μη ενδιαφέρον στην υπό κρίση περίπτωση εξάλειψη του ορίου ποινής για την εφαρμογή του), προκύπτει, ότι το δικάζον την ουσία της υπόθεσης δικαστήριο, μετά την απαγγελία της απόφασής του για την επιβολή πρόσκαιρης στερητικής της ελευθερίας ποινής, υποχρεούται, χωρίς να απαιτείται αίτημα για κατ' οίκον έκτιση της ποινής από τον καταδικασθέντα, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την προς τούτο συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 παρ. 1 ΠΚ, και, είτε να διατάξει την κατ' οίκον έκτιση της ποινής, είτε να μην τη διατάξει αιτιολογημένα. Ως εκ τούτου, αν το δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί για την κατ' οίκον έκτιση της ποινής, μολονότι συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, θεμελιώνεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ αναιρετικός λόγος για υπέρβαση εξουσίας (πβλ ΑΠ 316/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Α Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 388,587/2022 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για φοροδιαφυγή δια ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος άνω των 150.000 ευρώ και 100.000 ευρώ ανά διαχειριστική περίοδο κατ' εξακολούθηση και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα επτά (17) ετών που εκτίεται σε κατάστημα κράτησης, χωρίς να λάβει υπόψη ότι αυτός διήγε το 82ο έτος της ηλικίας του, και, επομένως, συνέτρεχαν στο πρόσωπό του κατά τα ως άνω οι προϋποθέσεις της κατ' οίκον έκτισης της ποινής, αλλά και χωρίς να αιτιολογήσει την ως άνω αρνητική κρίση του, ανεξαρτήτως αν δεν υποβλήθηκε από, τον εκπροσωπήσαντα τον κατηγορούμενο, συνήγορο, σχετικό αίτημα. Έτσι, όμως, με το να μην ελέγξει, δηλαδή, τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των προϋποθέσεων, της κατ' οίκον έκτισης ποινής αυτεπαγγέλτως και να μην αποφανθεί περί αυτής, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠοινΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος. Μετά απ' αυτά και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει: 1) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και ειδικότερα ως προς τη διάταξη της περί του τρόπου έκτισης της ποινής, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, ως προς αυτά, εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 522 ΚΠοινΔ, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 388, 587/2022 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως προς τη διάταξή της περί του τρόπου έκτισης της ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, ως προς αυτό, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 20-12-2022 αίτηση του Π. Κ. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμ 388,587/2022 απόφασης του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαΐου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Αυγούστου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ