Απόφαση

Αριθμός 46/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Σ. του Θ. και της Α., κατοίκου Β. Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Αγγελάκο, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Σ. του Θ. και της Α., κατοίκου Β. Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Βέρρο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-1-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τριπόλεως. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 216/2013 του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ψωφίδος, 6/2017 του τελευταίου Δικαστηρίου και 16/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-6-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 12-06-2019 αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της με αριθμ. 16/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης, δικάσαντος, ως Εφετείου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή, κατά άρθρ. 528 ΚΠολΔ, η από 02-10-2017 έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. 6/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Τρίπολης, που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου - εκκαλούντος, με την οποία έγινε δεκτή η από 13-01-2011 αγωγή, λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της αγωγής, από τον τελευταίο, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, που είχε δεχθεί την αγωγή, ως κατ' ουσίαν βάσιμη, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή, και δέχθηκε αυτήν ως κατ' ουσίαν βάσιμη. Η παραπάνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Κατά το άρθρο 1095 ΑΚ, ο νομέας μπορεί να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος αν έχει έναντι του κυρίου δικαίωμα να νέμεται ή να κατέχει το πράγμα. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον εναγόμενο διεκδικητικής (όχι αναγνωριστικής) αγωγής γνήσια αναβλητική ένσταση κατά του αιτήματος απόδοσης του πράγματος, δηλαδή με τον ισχυρισμό αυτόν ο εναγόμενος δεν αρνείται τη βάση της αγωγής, που είναι το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος, αλλά αντιτάσσει ένα γεγονός, που μπορεί να έχει ως έρεισμα εμπράγματο (π.χ. δουλεία) ή ενοχικό (π.χ. χρησιδάνειο) δικαίωμα και του παρέχει το δικαίωμα να κατέχει ή να νέμεται το πράγμα με αντίστοιχη την υποχρέωση του ενάγοντος να ανεχθεί αυτό και έτσι παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος. Η ένσταση αυτή πρέπει να προταθεί από τον εναγόμενο (ΑΠ 590/2021, ΑΠ 1327/2019, ΑΠ 912/2014, ΑΠ 1773/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1183 και 1188 του ΑΚ, που ορίζουν, η πρώτη, ότι "η προσωπική δουλεία της οίκησης συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ως κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμα”, και η δεύτερη, ότι "πάνω στο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας που να παρέχει κάποια εξουσία ή χρησιμότητα υπέρ ορισμένου προσώπου (περιορισμένες προσωπικές δουλείες)”, προκύπτει ότι υπάρχει δουλεία οίκησης όταν ο δουλειούχος είχε δικαίωμα να κατοικεί διαρκώς στην οικία ή στο διαμέρισμα, κατ` αποκλεισμό του κυρίου και δεν είναι δυνατή η συνοίκηση ή συγκατοίκηση του κυρίου και του δουλειούχου στο αντικείμενο της οίκησης (οικοδομή ή διαμέρισμά της), ενώ δεν υπάρχει όταν το δικαίωμά του περιορίζεται σε ορισμένες μόνο περιόδους, χωρίς να αποκλείει το δικαίωμα του κυρίου να κατοικεί στον ίδιο χώρο κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, οπότε πρόκειται για περιορισμένη προσωπική δουλεία (ΑΠ 1773/2011, ΑΠ 1641/2006, ΑΠ 868/2005). Η έννοια του όρου "διαμέρισμα" στο άρθρο 1183 ΑΚ είναι είτε τμήμα οικοδομής, η οποία δεν έχει διαιρεθεί ακόμη σε οριζόντιες ιδιοκτησίες (π.χ. διαμέρισμα πολυώροφης οικοδομής που δεν έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του ν. 3741/1929), είτε τμήμα αυτοτελούς οικοδομής (π.χ. δωμάτιο μονοκατοικίας ή διαμερίσματος με την έννοια του ν. 3741/1929), καθιερώνοντας δηλαδή εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 953 Α.Κ.. Η σύσταση της οίκησης μπορεί να γίνει: 1) με δικαιοπραξία εν ζωή, μονομερή ή με σύμβαση αιτιώδη, για τη σύσταση της οποίας απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που αποκτά ότι για κάποια νόμιμη αιτία συνιστάται υπέρ του τελευταίου οίκηση, και η συμφωνία αυτή πρέπει να υποβληθεί σε συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί, 2) με δικαιοπραξία αιτία θανάτου και 3) με χρησικτησία (τακτική και έκτακτη), για την οποία εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που αναφέρονται στην κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία (άρθρα 1041-1055 ΑΚ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1187, 1143, 975, 1041, 1045 Α.Κ., για τη σύσταση της οίκησης απαιτείται για μεν την τακτική χρησικτησία: α) οικοδομή διαμέρισμα, δωμάτιο κατοικίας, ακόμη και όταν δεν έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του ν. 3741/1929 ή του ν.δ/τος 19024/1971 (ΑΠ 409/2000), β) οιονεί νομή, που συνίσταται στη μερική φυσική εξουσίαση του αντικειμένου της οίκησης με διάνοια δικαιούχου οίκησης, γ) καλή πίστη, δ) νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος και ε) δεκαετής διάρκεια της οιονεί νομής, και για την έκτακτη χρησικτησία : α) οικοδομή ή διαμέρισμα, δωμάτιο κατοικίας, κατά τα ως άνω, β) οιονεί νομή οίκησης και γ) εικοσαετής διάρκεια της οιονεί νομής (ΑΠ 764/2016, ΑΠ 409/2000). [2] Με τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1α του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, και η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 38/2021). Στην τελευταία περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). [3] Κατά το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αρ. 19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα σε σχέση με τα οποία η έλλειψη ή η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 9/2016, ΑΠ 890/2021, ΑΠ 693/2021). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1226/2022, ΑΠ 34/2021, ΑΠ 15/2021).
ΙΙΙ. [1] Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν, ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα διαμέρισμα κατοικίας του πρώτου (α') πάνω από το ισόγειο ορόφου διωρόφου οικοδομής, το οποίο έχει επιφάνεια ογδόντα ενός τετραγωνικών μέτρων και δώδεκα εκατοστών (81,12) και ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κάθετη ιδιοκτησία με τον αριθμό δύο (02) τετρακόσια πενήντα χιλιοστά (450/000) αδιαιρέτως, τα οποία αντιστοιχούν σε εκατόν είκοσι τετραγωνικά μέτρα και ογδόντα εννέα εκατοστά (120,89) και στο όλο ενιαίο οικόπεδο σε εκατόν ογδόντα (180) τετραγωνικά μέτρα,.... Το διαμέρισμα αυτό αποτελεί τον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο διώροφης μετά τμήματος υπογείου οικίας κτισμένης στην με αριθμό δύο (2) κάθετη ιδιοκτησία, η οποία είναι τμήμα οικοπέδου, έχει έκταση διακόσια εξήντα οκτώ τετραγωνικά μέτρα και εξήντα πέντε εκατοστά (268,65) και ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαίρετα στο όλο οικόπεδο εξακόσια εβδομήντα δύο χιλιοστά (672/1000), φαίνεται ...στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα με τα αλφαβητικά στοιχεία β-Β-Γ- Δ- γ-α-β και συνορεύει Βόρεια εν μέρει και με πλευρά Δ-γ μήκους μέτρων δώδεκα και δέκα εκατοστών (12,10) με δημοτική οδό και εν μέρει με πλευρά α-β μήκους μέτρων δώδεκα (12.0) με την άλλη με την με αριθμό ένα (01) κάθετη ιδιοκτησία του ιδίου οικοπέδου, Νότια με πλευρά Β-Γ μήκους μέτρων είκοσι πέντε (25,00) με ιδιοκτησία Γ. Μ., Α. με πλευρά Γ.- Δ. μήκους μέτρων δέκα έξι (16.0) με ιδιοκτησία Γ.. Π., Α. με πλευρά Γ.-Δ. μήκους μέτρων δέκα έξι (16.0) με ιδιοκτησία Γ.. Π. και Δυτικά εν μέρει και με πλευρά α-γ μήκους μέτρων δέκα και πενήντα πέντε εκατοστών (10,55), επίσης με την με αριθμό ένα (01) κάθετη ιδιοκτησία και εν μέρει και με πλευρά β-Β μήκους μέτρων πέντε και σαράντα πέντε εκατοστών (5,45) μe δημοτική οδό. Η εν λόγω με αριθμό δύο (02) κάθετη ιδιοκτησία αποτελεί τμήμα του όλου οικοπέδου, το οποίο είναι άρτιο και" οικοδομήσιμο, περιλαμβάνει την προαναφερόμενη διώροφη οικία με το τμήμα υπογείου της, βρίσκεται στο συνοικισμό του Π. Γ. Α., του Δ. Β., εντός του εγκεκριμένου σχέδιου του συνοικισμού Πυργακίου και στην συμβολή δύο ανώνυμων δημοτικών οδών, διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 7741/29, του ΝΑ. 1024/1971, του Ν. 1562/1985 και των άρθρων 1002 και 117 του Α.Κ., στις οποίες έχει υπαχθεί με το με αριθμό .../7.12.1999 συμβόλαιο σύστασης κάθετης της συμβολαιογράφου Νυμφασίας ..., νομίμως μεταγραμμένο στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νυμφασίας σε τόμο … και με αύξοντες αριθμούς μεταγραφής …, με το οποίο δημιουργήθηκαν δύο κάθετες ιδιοκτησίες, δηλαδή η προαναφερόμενη υπό στοιχεία δύο (2) καθώς και ετέρα υπό στοιχεία ένα (1) κάθετη ιδιοκτησία τμήμα οικοπέδου εμβαδού 131,35 τ.μ.. Δυνάμει της με αριθμό …7.12.1999 πράξης γονικής παροχής κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Νυμφασίας ..., νομίμως μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νυμφασίας, στον τόμο … και με αύξοντες αριθμούς μεταγραφής …, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, απέκτησε από τον πατέρα του, Θ. Σ. του Ν. και της Β., την ψιλή κυριότητα του προπεριγραφέντος διαμερίσματος, του οποίου την επικαρπία παρακράτησε για τον εαυτό του ισοβίως και εφόσον αυτός προαποβίωνε, υπέρ της συζύγου του και μητέρας των διαδίκων, Α. συζύγου Θ. Σ., το γένος Χ. και Ε. Ψ.. Στη συνέχεια, απεβίωσε στις 12.11.2004 η μητέρα των διαδίκων (...) και κατόπιν, στις 10.7.2006 ο πατέρας αυτών (...). Επομένως, λόγω συνένωσης της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα στο ίδιο πρόσωπο, η επικαρπία αποσβέστηκε (άρθρο 1168 ΑΚ) και ο ενάγων κατέστη πλήρης κύριος του επιδίκου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο πατέρας των διαδίκων το 1999 προέβη στη γονική παροχή της ψιλής κυριότητας του επιδίκου προς τον ενάγοντα, με την προφορική μεταξύ τους συμφωνία, η οποία ήταν γνωστή σε όλα τα αδέλφια, ο ενάγων να επιτρέπει στον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα να κατοικεί στο εν λόγω διαμέρισμα μέχρι το θάνατό του, κατ' αποκλεισμό του ίδιου του ενάγοντος ως κυρίου, λαμβανομένης υπόψη της δεινής οικονομικής κατάστασης του εναγομένου, του ότι ήταν άγαμος και άτεκνος και αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Έτσι, ο ενάγων επέτρεψε στον εναγόμενο να κατοικεί στο επίδικο από το 1999, αλλά και αργότερα, το 2006 όταν απέκτησε την πλήρη κυριότητα αυτού. Επομένως, από το 1999 ο εναγόμενος νέμεται το επίδικο με διάνοια οιονεί νομέα δουλείας οίκησης. Ωστόσο, επειδή η δουλεία οίκησης συστάθηκε άτυπα, ο εναγόμενος μόνο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας θα μπορούσε να αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα, δηλαδή,..., με τη νομή του ακινήτου με διάνοια δικαιούχου οίκησης για μια εικοσαετία. Πλην όμως, από το 1999 μέχρι το 2007, οπότε και προέκυψε η επίδικη διαφορά, αλλά και μέχρι την άσκηση της αγωγής το 2011 δεν έχει συμπληρωθεί η απαιτούμενη εικοσαετία.
Συνεπώς, ο εναγόμενος δεν έχει θεμελιώσει δικαίωμα οίκησης στο επίδικο. Ο ισχυρισμός του ότι ασκεί τη νομή στο εν λόγω ακίνητο διανοία οιονεί νομέα δουλείας οίκησης από το 1978, καθώς έκτοτε διέμενε σε αυτό με τους γονείς του, είναι αβάσιμος, αφού αποδεικνύεται ότι δεν διέμενε σε αυτό κατ' αποκλεισμό του μέχρι τότε κυρίου του ακινήτου - πατέρα του, όπως απαιτείται προκειμένου να υπάρχει οίκηση, αλλά μαζί με αυτόν και τη μητέρα του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δουλεία οίκησης πριν το 1999. Μετά ταύτα, η ένσταση του 1095 ΑΚ είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Τέλος, αποδεικνύεται, ότι τον Απρίλιο του 2007 ο ενάγων γνωστοποίησε στον εναγόμενο τη βούλησή του να εγκατασταθεί στο επίδικο, αλλά ο εναγόμενος αρνείται να αποχωρήσει από αυτό και να απομακρύνει τα προσωπικά του αντικείμενα. Κατόπιν της σθεναρής άρνησης του εναγομένου να εγκαταλείψει το επίδικο, ο ενάγων επέδωσε σε αυτόν, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. …/31.8.2007 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Τρίπολης, ..., την από 27.8.2007 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε εντός πέντε ημερών από τη λήψη της να του παραδώσει τη νομή του επιδίκου. Πλην όμως, ο εναγόμενος αρνήθηκε να του το αποδώσει, ισχυριζόμενος ότι είναι ιδιοκτησία του, αποβάλλοντας έτσι αυθαίρετα και παράνομα τον ενάγοντα, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος δεν έχει θεμελιώσει δικαίωμα, δυνάμει του οποίου δικαιούται να νέμεται το επίδικο..”. Με βάση τα προαναφερθέντα το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης, δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε τον αναιρεσείοντα κύριο του ένδικου διαμερίσματος και υποχρέωσε τον αναιρεσίβλητο να αποδώσει στον αναιρεσείοντα το παραπάνω διαμέρισμα. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο έκρινε : 1) Ότι ο ενάγων κατέστη κύριος με παράγωγο τρόπο, και δη με τη με αριθμ. .../07-12-1999 πράξη κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας ης συμ/φου Νυμφασίας ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω γονικής παροχής, από τον Θ. Σ. του Ν., κατά ψιλή κυριότητα σε συνδυασμό με την απόσβεση της επικαρπίας του διαμερίσματος, με τον θάνατο, στις 10-07-2006 του παρακρατήσαντος υπέρ αυτού την επικαρπία Θ. Σ., και την προ του τελευταίου προαποβίωση της συζύγου του, Α. Σ., στις 12-11-2004, υπέρ της οποίας είχε παρακρατηθεί η επικαρπία αυτού, διαμερίσματος, επιφάνειας 81,12 τ.μ., πάνω από το ισόγειο όροφο διώροφης (με υπόγειο) οικοδομής της κάθετης ιδιοκτησίας με αριθμ. 2, οικοπέδου, που βρίσκεται στο συνοικισμό Πυργακίου Γορτυνίας Αρκαδίας του Δήμου Βυτινίας, 2) Ότι από το έτος 1999 ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων κατοικεί στο παραπάνω διαμέρισμα, με διάνοια οιονεί νομέα δουλείας οίκησης, και, κατά το νοηματικό της περιεχόμενο, κατ' αποκλεισμό του ψιλού κυρίου και επικαρπωτή και από την 10-7-2006 του κυρίου αυτού. 3) Ότι από το έτος 1978 μέχρι την κατάρτιση της ως άνω γονικής παροχής, το έτος 1999, ο αναιρεσείων συνοικούσε στο παραπάνω διαμέρισμα με τους γονείς των διαδίκων Θ. Σ. και Α. Σ., και δεν ασκούσε οίκηση κατ' αποκλεισμό του κυρίου του διαμερίσματος Θ. Σ.. 4) Ότι ο αναιρεσείων δεν απέκτησε επί του επίδικου διαμερίσματος δικαίωμα οίκησης με συμβ/φική πράξη, νομίμως μεταγραφείσα, διότι η σύσταση αυτής, από το έτος 1999, ήταν άτυπη, και μέχρι την άσκηση της με αριθμ. έκθ. κατ. …/25-02-2011 ένδικης αγωγής, δεν παρήλθε χρόνος είκοσι ετών, και, έτσι, ο αναιρεσείων δεν απέκτησε ούτε με έκτακτη χρησικτησία, στο επίδικο διαμέρισμα δουλεία οίκησης. 5) Ότι από την 06-08-2007 περάτωση της ταχθείσας από τον αναιρεσίβλητο, με την από 27-08-2007 εξώδικη δήλωση, προθεσμίας αρνήθηκε να αποδώσει το διαμέρισμα. [2] Έτσι που έκρινε το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης ως προς την προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση δουλείας οίκησης αυτού στο ένδικο διαμέρισμα, ορθώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1183, 1188, 1033, 1192, 1194, 1045 ΑΚ καθόσον τα ως άνω δεκτά γενόμενα, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνουν κτήση από τον αναιρεσείοντα της προσωπικής δουλείας οίκησης στο ένδικο διαμέρισμα, του οποίου ο αναιρεσίβλητος αιτήθηκε την απόδοση, λόγω μη τήρησης του συμβ/φικού τύπου για τη συμφωνία και μεταγραφή αυτής και μη συμπλήρωσης πρωτότυπου τρόπου κτήσης αυτής, με εικοσαετή έκτακτη χρησικτησία. Παράλληλα, με αυτά που δέχθηκε και έτσι έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον εξέθεσε με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις το, από τις αποδείξεις, απορριπτικό, της προβληθείσας από τον αναιρεσείοντα παραπάνω ένστασης δουλείας οίκησης, πόρισμα στο οποίο κατέληξε και τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε, και τα οποία ήταν αναγκαία για τη μη εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπουν δε τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως, ο, από τους αρ. 1α και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τα οικεία σκέλη αυτού, με τα οποία ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι λοιπές προβαλλόμενες αιτιάσεις περί ανεπαρκούς, ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας και, ειδικότερα ότι α) παρόλο που δέχεται ότι από το έτος 1999 ο αναιρεσείων ενέμετο το επίδικο με διάνοια δουλειούχου οίκησης δεν δέχθηκε ότι και από το έτος 1978 ο αναιρεσείων ενέμετο αυτό με διάνοια δουλειούχου οίκησης, λόγω άτυπης παραίτησης, από την οίκηση, του πατέρα τους, αλλά δέχθηκε ότι από το έτος 1978 μέχρι το 1999 συνοικούσε με τους γονείς του και όχι κατ' αποκλεισμό του μέχρι τότε κυρίου του ακινήτου, Θ. Σ., και β) παρόλο που δέχεται η προσβαλλόμενη ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος και ο δικαιοπάροχος του Θ. Σ. συμφώνησαν άτυπα ως προϋπόθεση μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας να διαμένει ο αναιρεσείων στο διαμέρισμα μέχρι το θάνατό του δεν αιτιολογεί γιατί εξαρτά το δικαίωμα της οίκησης από το αν συμπλήρωσε ή όχι είκοσι έτη έκτακτης χρησικτησίας, είναι απαράδεκτες, καθόσον, επειδή αφορούν σε παράπονα γιατί η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αποδείχθηκαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν ιδρύουν τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ενώ αποτελούν και πραγματικά, νομικά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, προς ενίσχυση των αντίθετων προς το αποδεικτικό πόρισμα απόψεων αυτού, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, και υπό την επίφαση του ανωτέρω πρώτου λόγου αναίρεσης, κατά τα οικεία σκέλη αυτού, πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1568/2022, ΑΠ 1097/2021, ΑΠ 732/2021). IV. [1] Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "καλή πίστη" θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, δηλαδή η στην κοινωνική συμβίωση επιβαλλόμενη ευθύτητα και εντιμότητα, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών" χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 1658/2017, ΑΠ 123/2017). Η αναφορά στην εν λόγω διάταξη των αξιολογικών κριτηρίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, είναι διαζευκτική, οπότε η άσκηση του δικαιώματος είναι απαγορευμένη, εφόσον αντικειμενικά υπερβαίνει προφανώς, έστω και ένα από τα προπαρατιθέμενα αξιολογικά κριτήρια. Προφανής υπέρβαση, είναι η έντονη αποδοκιμασία εντός των γενικών πλαισίων των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων, σε σχέση με την ορθολογιστική συμπεριφορά σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Η υπέρβαση αυτή είναι προφανής, όταν η συμπεριφορά του ενάγοντος απέναντι στον εναγόμενο υπήρξε τέτοια, ώστε να δημιουργήσει στον τελευταίο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το ένδικο δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου θα ήταν γι' αυτόν (εναγόμενο) ιδιαίτερα επαχθής στα συμφέροντά του. Επίσης, η υπέρβαση αυτή είναι προφανής και όταν η ικανοποίηση του προβαλλόμενου από τον ενάγοντα δικαιώματος προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας, σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσει ο δικαιούχος (ΑΠ 1052/2021) ή όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και ως προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 881/2019). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 1433/2022, ΑΠ 1052/2021, ΑΠ 514/2021, ΑΠ 409/2000). [2] Aπό τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 262 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση, ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντος (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 824/2022, ΑΠ 631/2021). [3] Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 και τον ταυτόσημο λόγο από τον αρ. 1α του άρθρου 560 του άρθρου ΚΠολΔ, συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής ή της ένστασης στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή ή ένσταση (ΑΠ 5/2020). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημος από τον αρ. 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ή την ένσταση, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή ή την ένσταση, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου τους γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ' αυτήν (ΑΠ 834/2022, ΑΠ 755/2021, ΑΠ 989/2021), ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής ή της ένστασης, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 391/2023, ΑΠ 29/2021, ΑΠ 480/2010). Στην αίτηση αναίρεσης πρέπει να παρατίθεται το περιεχόμενο της ένστασης, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως ορισμένη ή απορρίφθηκε ως αόριστη, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που, επίσης, πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 1145/2018, ΑΠ 192/2015, ΑΠ 791/2015). [4] Στην προκείμενη περίπτωση, ο, από τον αρ. 5 (και όχι 1) του άρθρου 560 ΚΠολΔ, (όπως, από παραδρομή, αναγράφεται στο αναιρετήριο), δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων εκθέτει ότι παραγνώρισε τα εκτιθέμενα, για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται στο εφετήριο και τις προτάσεις του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προς απόρριψη της αγωγής, είναι, κατά πλειοψηφίαν, απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο της προβληθείσας από τον αναιρεσείοντα ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, για να κριθεί αν ήταν ορισμένη ή αόριστη, αυτή δε η αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ 1287/2019), μόνη δε η αναφορά στο αναιρετήριο ποιο περιεχόμενο δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει η ένσταση, και, ειδικότερα, ότι δέχθηκε ότι ισχυρισμός του αναιρεσείοντος είχε ως περιεχόμενο ότι "η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά εκ μέρους του ενάγοντος, καθώς αυτός γνώριζε την επιθυμία του πατέρα τους να μείνει ο εναγόμενος στο επίδικο και παρά ταύτα επιδιώκει να τον αφήσει άστεγο, δεδομένου ότι λαμβάνει μία πενιχρή σύνταξη”, δεν αρκούν για τη θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης (ΑΠ 667/2016). Σε κάθε δε περίπτωση, από την επισκόπηση του εφετηρίου του, ερήμην, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκκαλούντος - εναγόμενου, ο εκκαλών, με τον τρίτο λόγο έφεσής του, στην οικεία θέση του εφετηρίου (σελίδα 8 του εφετηρίου), με τίτλο ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, εξέθεσε τα εξής: "στην υπό κρίση περίπτωση, υπάρχει προφανής καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δια της ασκηθείσας αγωγής και τούτο διότι: Ο αντίδικος τελούσε εν πλήρει γνώσει της επιθυμίας του αποβιώσαντος πατρός μας, όπως και όλα τα λοιπά αδέρφια μας. Προς τούτο ουδέποτε έφερε αντίρρηση στην οίκησή μου εντός του επίδικου ακινήτου. Τονιστέον δε ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος διατηρεί και άλλη οικία στην περιοχή της Βυτίνας, όπου κατοικεί με την οικογένειά του. Παρά όμως την συμφωνία του τόσο με εμένα όσο και με τον πατέρα μας, υπερβαίνοντας τα όρια της καλής πίστης, κατά κατάχρηση δικαιώματος, επιδιώκει, ασφαλώς μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου, να με αφήσει κυριολεκτικά άστεγο, αφού δεν έχω έσοδα παρά μόνο μία πενιχρή σύνταξη. Γνωρίζει δε πολύ καλά ο ενάγων ότι ουδέποτε αμφισβήτησα την κυριότητά του επί του ακινήτου, παρά μόνο εκδήλωσα την επιθυμία μου ασκήσω το καθόλα νόμιμο δικαίωμά μου να κατοικώ εντός του επιδίκου χώρου μέχρι το θάνατό μου. Από όλα τα προπαρατεθέντα προκύπτει ότι η από 13.1.2011 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 50/2011 αγωγή του αντιδίκου ασκήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος και πρέπει να απορριφθεί συλλήβδην από το Δικαστήριό Σας”, και με τις κατατεθείσες, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προτάσεις του προς απόρριψη της αγωγής, μετά την εξαφάνιση της ερήμην του εκδοθείσας εκκαλούμενης απόφασης, στην οικεία θέση αυτών (σελίδα 9 αυτών), με τίτλο "καταχρηστική άσκηση της αγωγής”, επανέλαβε τα προαναφερθέντα στον παραπάνω τρίτο λόγο έφεσης. Το Εφετείο για την απόρριψη της ανωτέρω ένστασης, ως αόριστης δέχθηκε τα εξής : "Ο ισχυρισμός αυτός, επιχειρούμενος να θεμελιωθεί στη διάταξη της ΑΚ 281, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού τα ανωτέρω περιστατικά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, αλλά απαιτείται μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, η οποία όχι μόνο δεν αναφέρεται, αλλά αντιθέτως από την αγωγή προκύπτει ότι ο ενάγων απέκτησε πλήρη κυριότητα του επιδίκου το 2006 και το 2007 θέλησε να εγκατασταθεί στο ακίνητο, οπότε και ανέκυψε η επίδικη διαφορά. Επιπλέον, πρέπει να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, οι οποίες επίσης δεν αναφέρονται, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ.”. Έτσι, το Εφετείο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Από τη σύγκριση των προαναφεθέντων που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων - εκκαλών, με το εφετήριο και τις προτάσεις του, με αυτά που δέχθηκε ως περιεχόμενο της ένστασης αυτού, προκύπτει ότι το Εφετείο δεν παραγνώρισε τα εκτιθέμενα από τον αναιρεσείοντα για τη θεμελίωση της προταθείσας απ' αυτόν ένστασης και την περιγραφή του αντικειμένου της ένστασης γεγονότα. Ειδικότερα, ο εκκαλών - εναγόμενος δεν αναφέρει από πότε ο αναιρεσίβλητος - ενάγων τελούσε σε γνώση της βούλησης του εκκαλούντος - εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος να κατοικεί στο επίδικο, αφού ο πατέρας τους απεβίωσε το έτος 2006, ήτοι δεν θεμελιούται αδράνεια και δη μακροχρόνια, καθώς επίσης δεν αναφέρει επαχθείς για αυτόν συνέπειες, ενώ και η αναφερόμενη επίκληση πενιχρής σύνταξης είναι όλως αόριστη διότι δεν αναφέρει το ποσό αυτής. Επομένως, το δικάσαν, ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης, δεν απαίτησε παραπάνω πραγματικά στοιχεία από τα αναφερόμενα στην προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος απόδοσης του ακινήτου, και ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, είναι, κατά πλειοψηφία και αβάσιμος. Ένα μέλος του Δικαστηρίου, η Αρεοπαγίτης - Εισηγήτρια Αγαθή Δερέ είχε την άποψη ότι ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι παραδεκτός και βάσιμος. Ειδικότερα, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, και μόνα τα παραπάνω δεκτά γενόμενα από το Εφετείο, ακόμη και για το διάστημα από το 2006, ως περιεχόμενο της προταθείσας από τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος απόδοσης της νομής του ακινήτου, ενόψει των ειδικών συνθηκών, αληθή υποτιθέμενα μπορούν να καταστήσουν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και ως προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες από την προηγούμενη συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου, και, έτσι, είναι ικανά να θεμελιώσουν την προβληθείσα, με τον τρίτο λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος ως εκκαλούντος, στην παραπάνω οικεία θέση του εφετηρίου, και με τις προτάσεις του, στην παραπάνω οικεία θέση, που πρότεινε. Σε κάθε περίπτωση, κατά την αυτή μειοψηφούσα άποψη, το περιεχόμενο της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος μπορεί να διαλαμβάνεται στο σύνολο τόσο του δικογράφου του εφετήριου όσο και των ανωτέρω προτάσεων του διαδίκου, και όχι μόνο περιορισμένα στην οικεία θέση που κατονομάζεται από τον ενιστάμενο διάδικο η προβολή της παραπάνω ένστασης, ενόψει του εκφραζόμενου γενικού αιτήματος του δικογράφου του ένδικου εφετήριου και των προτάσεων του εκκαλούντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τα δικόγραφα των οποίων ο αναιρεσείων αιτήθηκε και την απόρριψη της αγωγής, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της έφεσης και στις προτάσεις, αντίστοιχα, στα οποία εκτίθενται η από το χρόνο κτήσης της ψιλής κυριότητας του επίδικου ακινήτου φερόμενη ύπαρξη προφορικής συμφωνίας του παρέχοντος γονέως με τον δεχόμενο την παροχή ενάγοντα - αναιρεσίβλητο του επίδικου ακινήτου και τους φερόμενους λόγους άτυπης συμφωνίας, κατά την οποία η γονική παροχή έγινε με φερόμενο όρο της από τον ενάγοντα ανοχής της κατοίκησης του εναγόμενου - αναιρεσείοντος στο επίδικο ακίνητο μέχρι το θάνατο του τελευταίου (μόνος, οικονομικά ασθενέστερος από επτά, με τους διαδίκους, αδέλφια), συναινούντων και των λοιπών πέντε αδελφών των διαδίκων, ενώ, επιπροσθέτως, στις παραπάνω προτάσεις του, μεταξύ άλλων, φέρεται ως βιογραφικό του, ότι είναι υπερήλικας, 80 ετών, ότι πάσχει από βαριάς μορφής κατάθλιψη, για την οποία, επικαλέστηκε ότι εκδόθηκε η από 29-08-2006 απόφαση αναγκαστικής νοσηλείας, για ψυχιατρικούς λόγους, ότι λόγω της φερόμενης ανωτέρω συμφωνίας δεν τον ενόχλησε ο ενάγων προγενέστερα της εξώδικης όχλησης για απόδοση της νομής του ακινήτου, και φέρεται ότι επιδιώκει ο αναιρεσίβλητος - ενάγων να καταστήσει άστεγο τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα, και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παραγνώρισε τα διαλαμβανόμενα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, και θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, να κριθεί ως ορισμένη και νόμιμη η παραπάνω ένσταση και να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης. Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω δεύτερος αναιρετικός λόγος, ως προς την επικαλούμενη από τον αρ.6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι το Εφετείο με ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία απέρριψε την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, που πρόβαε νόμιμα προς αντίκρουση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, παραβιάζοντας την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του παραπάνω άρθρου, είναι απαράδεκτος, και, τούτο, διότι, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση η σχετική ένσταση απορρίφθηκε ως αόριστη, χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της και να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα, δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος (ΑΠ 1287/2019). [5] Ο, από τον αρ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για στέρηση νόμιμης βάσης, επειδή χωρίς αιτιολογία έλαβε υπόψη ως νέο αποδεικτικό μέσο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την αναφερόμενη, με αριθμ. 11908/13-06-2018 ένορκη βεβαίωση είναι απαράδεκτος, διότι ο παραπάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν αφορά εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου (ΑΠ 1226/2022, ΑΠ 1290/2021), όπως οι διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, για την προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και με την επίφαση του ανωτέρω λόγου επιχειρείται θεμελίωση αναιρετικού λόγου (11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ) μη προβλεπόμενου στην προκείμενη περίπτωση, διότι πρόκειται για αίτηση αναίρεσης απόφασης του πρωτοδικείου που εκδόθηκε επί έφεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ανεξαρτήτως ότι με τις παραπάνω δικονομικές διατάξεις, προς πληρέστερη αναζήτηση της αλήθειας, η πρωτοβάθμια κρίση, ως προς τα ίδια αιτήματα και τους ίδιους πραγματικούς ισχυρισμούς, μπορεί να ελεγχθεί από το εφετείο και με βάση αποδεικτικά μέσα, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να χρειάζεται δικαιολόγηση της βραδείας προσκομιδής τους, το δε εφετείο δεν υποχρεούται να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την παραδοχή τους ή την απόκρουσή τους (ΑΠ 18/2022, ΑΠ 388/2021, ΑΠ 374/2019). [6] Σύμφωνα με το άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, που είναι αντίστοιχη αυτής του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΑΠ 902/2019, ΑΠ 1681/2018). Εννοιολογικό, επομένως, στοιχείο του αυτοτελούς πραγματικού ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, θεωρείται κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένα λαμβανόμενο, οδηγεί στη γέννηση ή στη κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1568/2022). Όμως, δεν αποτελούν πράγματα τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1142/2022, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 514/2021), τα έγγραφα και το περιεχόμενό τους (ΑΠ 226/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, ο, από τον αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν νομίμως και, ειδικότερα, δέχθηκε ως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά από την επικληθείσα και προσκομισθείσα από τον αναιρεσίβλητο με αριθμ. …/13-06-2018 ένορκη βεβαίωση του Ν. Σ., ενώπιον του συμβ/φου Αμαλιάδας ..., μετά από νόμιμη κλήτευση του αναιρεσείοντος, την οποία, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, προσκόμισε παραδεκτά, κατ' άρθρα 529 ΚΠολΔ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέμφοντας την κρίση της προσβαλλόμενης ότι ο αναιρεσίβλητος ως ενάγων δεν τις προσκόμισε στην πρωτόδικη δίκη όχι από πρόθεση στρεψοδικίας η από βαρειά αμέλεια, αλλά λόγω της ερημοδικίας του εναγόμενου και του εξ αυτής τεκμηρίου ομολογίας .." δεν μπορούσε να την προσκομίσει το πρώτον στο δευτεροβάθμιο επειδή μπορούσε να την λάβει και προσκομίσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι απαράδεκτος, διότι δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης ούτε το περιεχόμενό της ούτε η αξιολόγησή της από το δικαστήριο ουσίας.
ΙΙΙ. Κατόπιν αυτών, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και κατά πλειοψηφία, ως προς το αίτημα απόδοσης του επιδίκου. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, λόγω της σε δεύτερο βαθμό συγγενικής σχέσης αυτών (άρθρ. 179 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-06-2019 αίτηση του Π. Σ. του Θ. για την αναίρεση της 16/2019 απόφασης του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Οκτωβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2024.