Απόφαση

Αριθμός 79/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "G. Γ. Χ. & ΣΙΑ Ε.Ε.”, με διακριτικό τίτλο "G. CO”, που εδρεύει στον Κορυδαλλό Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κουτσούκη, ο οποίος ανακάλεσε τη με ημερομηνία κατάθεσης 25-1-2023 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "N. Ε. Α.Ε.”, που εδρεύει στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Λιβιεράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις τρεις από 21-11-2016 και την από 22-11-2016 και με αριθμούς κατάθεσης .../2016, .../2016, .../2016 και .../2016 αγωγές και τις τέσσερις από 25-1-2017 και με αριθμούς κατάθεσης .../2017, .../2017, .../2017 και .../2017 προσεπικλήσεις - παρεμπίπτουσες αγωγές, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4447/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 3617/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-12-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "G. Γ. Χ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ." άσκησε την υπ' αριθ. κατάθεσης .../29-11-2016 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία εξέθεσε τα εξής: Ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "N. Ε. Α.Ε." έχει ως αντικείμενο την παρασκευή των γνωστών παγωτών υπό τα σήματα ... και ..., τα οποία διανέμει στο καταναλωτικό κοινό μέσω δικτύου αποκλειστικών συνεργατών ανά την Ελλάδα. Ότι ο διαχειριστής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, Χ. Γ., δραστηριοποιήθηκε από το έτος 1999 σε διάφορες περιοχές της Αττικής, ορισθείσες από τη δικαιοπάροχο της εναγόμενης, ως αποκλειστικός διανομέας των παγωτών της, αρχικά ατομικά και εν συνεχεία υπό τα αναφερόμενα εταιρικά σχήματα συνεχίζοντας την συνεργασία του με την εναγομένη μέχρι και την 28/01/2014, οπότε η τελευταία έλυσε τη συνεργασία τους, λόγω δήθεν υπαιτιότητας της ενάγουσας, στην πραγματικότητα όμως για να εκτοπίσει την ενάγουσα από την αγορά και να εκμεταλλευτεί αζημίως τους κόπους της για καθιέρωση και ανάπτυξη των προϊόντων της εναγόμενης στις παραχωρηθείσες περιοχές, προκαλώντας έτσι στην ενάγουσα τόσο υλική ζημία, που συνίσταται στα διαφυγόντα κέρδη της τελευταίας για μία τριετία, τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε και τα οποία προκύπτουν από τις αμοιβές (προμήθειες και πριμ) που έλαβε η ενάγουσα το τελευταίο έτος της συνεργασίας τους, όσο και ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην προσβολή της πίστης και του οικονομικού μέλλοντος της ενάγουσας με τον παντελή εκτοπισμό της από τη σχετική αγορά παγωτού, ενώ δεν της έχει καταβάλει και οφειλόμενα πριμ και υπόλοιπα αμοιβών για το έτος 2013. Ότι προώθησε σημαντικά τις υποθέσεις και τα συμφέροντα της εναγομένης και εισέφερε νέους πελάτες, η δε εναγόμενη διατήρησε ουσιαστικά οφέλη από την εκμετάλλευση της πελατείας της αυτής, η οποία είναι σταθερή και θα την εκμεταλλεύεται για τουλάχιστον μία δεκαετία, άλλως για μία πενταετία.
Για τους λόγους αυτούς, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής για διαφυγόντα κέρδη ενός έτους, άλλως σε διαφυγόντα κέρδη ενός εξαμήνου καθώς και του κονδυλίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το ποσό των 100.000 ευρώ στο ποσό των 50.000 ευρώ, και την τροπή όλων των αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικών σε έντοκων αναγνωριστικών, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει: α) το ποσό των 91.065,60 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη ενός έτους από τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης, άλλως το ποσό των 45.532,80 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη ενός εξαμήνου από τη λύση της σύμβασης, β) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, γ) το ποσό των 155.055,41 ευρώ ως αποζημίωση πελατείας με βάση το μέσο όρο των ετήσιων αμοιβών της ενάγουσας των πέντε τελευταίων ετών της συνεργασίας τους, καθώς και δ) τα ποσά των 3.439,41 ευρώ και 15.313,19 ευρώ, ως οφειλόμενα πριμ και υπόλοιπα αμοιβής, νομιμότοκα. Η ως άνω ένδικη αγωγή, συνεκδικάσθηκε με τις ασκηθείσες επίσης ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου αγωγές: α) υπ' αριθ. κατάθεσης 507554/29-11-2016 των Χ. Γ., της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Χ.. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.”, της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Χ. και Π. Γ. Ε.Ε." και της ενάγουσας της ένδικης αγωγής εταιρείας, β) υπ' αριθ. κατάθεσης …/29-11-2016 της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Χ.. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε." και γ) υπ' αριθμ. …/29-11-2016 της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Χ. και Π. Γ. Ε.Ε.”, στρεφόμενες όλες οι ως άνω αγωγές κατά της εναγομένης. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4447/2017 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία απέρριψε τις αγωγές ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα - ενάγουσα άσκησε έφεση, η οποία συνεκδικάσθηκε με τις εφέσεις που άσκησαν οι ενάγουσες των παραπάνω αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθ. 3617/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε τις εφέσεις. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η αναιρεσείουσα, με την παρούσα αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που αφορά την υπ' αριθ. κατάθεσης 507551/2016 αγωγή της. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
H σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αποτελούσα δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας και θεμελιούμενη στη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) και στην υπό του άρθρου 361 ΑΚ προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικά, για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα και ο τελευταίος να προμηθεύεται αποκλειστικά από εκείνον τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, ενεργώντας δηλαδή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο. Η έννοια, ειδικότερα, της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός υποχρεώνεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντιστρόφως ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεώνεται να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 533/2022, ΑΠ 698/2020, ΑΠ 1374/2019, ΑΠ 1112/2018). Έτσι, η ρήτρα της αποκλειστικότητας, με αμφίδρομη ενέργεια, επιβάλλει στο διανομέα και την παράλληλη υποχρέωση παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού, η οποία ρήτρα, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι συμβατική και όχι προϊόν αυτόβουλης δέσμευσης. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, στην οποία ο αντιπρόσωπος έχει και χωρίς σχετική συμβατική πρόβλεψη, με βάση τη γενικότερη υποχρέωση αυτού να επιμελείται των συμφερόντων του παραγωγού, (παρεπόμενη) υποχρέωση μη ανταγωνισμού έναντι του αντιπροσωπευόμενου εντός της ορισθείσας εδαφικής περιοχής, ο διανομέας δεν έχει, κατ' αρχήν, υποχρέωση μη προώθησης ανταγωνιστικών προϊόντων, παρά μόνον εφόσον έχει αναλάβει ρητά με τη σύμβαση τέτοια δέσμευση. Επομένως, βασικά στοιχεία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής αποτελούν αφενός μεν η απαγόρευση ανταγωνισμού, αφού στην περίπτωση που ο διανομέας έχει το δικαίωμα να διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα, η σύμβαση έχει το χαρακτήρα της απλής διανομής, αφετέρου δε η αποκλειστικότητα της συμφωνηθείσας εδαφικής περιοχής.
Συνεπώς, εντός της καθορισθείσας περιοχής ο παραγωγός δεν μπορεί να προμηθεύει με τα συμβατικά προϊόντα άλλους εμπόρους ή να συμβάλλεται και με έτερο διανομέα για την προώθηση των προϊόντων του, αλλά ούτε και δικαιούται να προβαίνει ο ίδιος σε απευθείας πωλήσεις, ενόψει μάλιστα και της δυνατότητας διαμόρφωσης από αυτόν ελκυστικότερων τιμών. Οπωσδήποτε, όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, συνεκτιμάται και η έκταση της σχετικής επιφύλαξης. Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση της αποκλειστικής διανομής, διαφοροποιείται, ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενης σε ειδική νομοθετική ρύθμιση από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, καθόσον στο πλαίσιο της λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ενώ στο πλαίσιο της λειτουργίας της σύμβασης αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) ο διανομέας ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Παρόλη, όμως, τη διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, λόγω έλλειψης ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, σε συνδυασμό με εκείνες του Π.Δ. 219/1991, στις διατάξεις του οποίου ρητά πλέον παραπέμπει το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007, ορίζοντας ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον όμως η διαμεσολαβητική λειτουργία του αποκλειστικού διανομέα προσομοιάζει με αυτήν του εμπορικού αντιπροσώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πράγμα που συμβαίνει, όταν ο αποκλειστικός διανομέας αναλαμβάνει με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες με αυτές του εμπορικού αντιπροσώπου (ΑΠ 1154/2021, ΑΠ 1374/2019, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 1057/2018). Ειδικότερα, με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007 ορίστηκε ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, "εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εμμέσως διακρίνει την αποκλειστική από την απλή διανομή, αποκλείοντας την τελευταία από την εφαρμογή του, δεν προκύπτει επέκταση των πιο πάνω διατάξεων γενικώς σε όλες τις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, αλλά μόνον στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου συντρέχει η ως άνω πρόσθετη προϋπόθεση, δηλαδή να έχει καταστεί ο αποκλειστικός διανομέας, με βάση τους σχετικούς όρους της σύμβασης, τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή, έχοντας έτσι την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπ' όψη του, όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας. Ουσιαστικά, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης αποτύπωσε τις προϋποθέσεις που έθετε η νομολογία για την εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω π.δ/τος στις συμβάσεις διανομής, ενσωματώνοντας στο κριτήριο της ενέργειας του διανομέα ως τμήματος της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή όλες τις μέχρι τότε απαιτούμενες προϋποθέσεις. Έτσι, πληρούται το εν λόγω κριτήριο, ιδίως, όταν ο διανομέας, πέραν της βασικής υποχρέωσής του να παραλείπει πράξεις ανταγωνιστικές σε βάρος του αντιπροσωπευόμενου, που αποτελεί στοιχείο της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, αναλαμβάνει και πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως: α) να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο, β) να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του παραγωγού στη συμβατική περιοχή ευθύνης του, υποκείμενος μάλιστα στον έλεγχό του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων και την επίτευξη τεθέντων στόχων, και να συμβάλλει έτσι στην επέκταση της πελατείας του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς δηλαδή να αρκείται στην παθητική αναμονή πελατείας, επιτελώντας, σε σημαντική έκταση, καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, γ) να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλούμενων προϊόντων, δ) να διαφημίζει τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές του δαπάνες, ε) να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, στ) να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ζ) να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού και η) να γνωστοποιεί στον αντιπροσωπευόμενο το πελατολόγιό του, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών (ΑΠ 1369/2019, ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 1057/2018). Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας ή ορισμένων από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους και, ουσιαστικά, τότε αυτοί ενεργούν ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του εν λόγω προμηθευτή, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, καθόσον αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι' αυτόν (εντολέα) όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη (ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 1374/2019, ΑΠ 1369/2019). Ενόψει αυτών, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π. δ/τος "περί εμπορικών αντιπροσώπων" δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης, διαρκώς και αποκλειστικώς, των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1057/2018, ΑΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013). Η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του π.δ/τος 219/1991 για τον εμπορικό αντιπρόσωπο και σε άλλες μορφές εμπορικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων, κρίνεται κατά περίπτωση, με την έννοια όχι βέβαια επιλεκτικά, έτσι ώστε η αναλογία να αποτελεί για την περίπτωση αυτή εισαγωγή στην πραγματικότητα ατομικού δικαίου, αλλά θα πρέπει η ατομική περίπτωση να συγκεντρώνει τα στοιχεία που δικαιολογούν εξ αντικειμένου την επέκταση και σ' αυτή των ρυθμίσεων του ως άνω π.δ/τος (ΑΠ 533/2022, ΑΠ 532/2022, ΑΠ 1369/2019). Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ.1 του ως άνω π.δ/τος 219/1991 ορίζονται τα εξής: "α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 10 του παρόντος, β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών, που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου, γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα...”. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγονται τα ακόλουθα: Η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δηλαδή απαιτείται, α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση και μετά τη λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ` αυτούς, κρίσιμοι δε χρόνοι για τη σχετική σύγκριση και τη διαπίστωση ή μη της εισφοράς νέων πελατών και της σημαντικής προαγωγής των υποθέσεων με τους παλαιούς πελάτες είναι η έναρξη και η λήξη της σύμβασης (ΑΠ 610/2022, ΑΠ 1596/2017, ΑΠ 1441/2015). Αντίστοιχα, διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι` αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού. Κριτήρια δε, για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας, που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση (Ολ. ΑΠ 15,16/2013, ΑΠ 610/2022). Όπως προκύπτει από το συνδυασμό της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ/τος 219/1991 προς τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 έως 8 του ίδιου π.δ., η αξίωση αυτή γεννιέται κατά βάση σε κάθε περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο συγκεκριμένος κάθε φορά λόγος λύσης ρυθμίζεται από το π.δ. 219/1991 ή προκύπτει από το κοινό δίκαιο (ΑΠ 1867/2022). Από την ανωτέρω, προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχ. α` του άρθρου 9 αποζημίωση πελατείας, διαφέρει η διαλαμβανόμενη στο στοιχείο γ` της ίδιας παραγράφου, αξίωση για ανόρθωση της ζημίας, η οποία δεν είναι παρά η αξίωση της αποζημίωσης του κοινού δικαίου, την οποία έχει ενδεχομένως ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας. Για τη γέννεση της τελευταίας αυτής αξίωσης του εμπορικού αντιπροσώπου ή του αποκλειστικού διανομέα απαιτείται υπαίτια παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντιπροσωπευομένου ή τέλεση εκ μέρους του αδικοπραξίας. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται επιπλέον της αποζημίωσης πελατείας και περιλαμβάνει τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία. Επομένως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όπως και ο αποκλειστικός διανομέας, δικαιούται σωρευτικά τόσο την αποζημίωση πελατείας, όσο και την αποζημίωση του κοινού δικαίου, η οποία προϋποθέτει βέβαια την πρόκληση από την αντισυμβατική ή αδικοπρακτική συμπεριφορά του εντολέα ζημίας στον εμπορικό αντιπρόσωπο ή στον αποκλειστικό διανομέα (ΑΠ 765/2019, ΑΠ 101/2018,165/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3, 4 και 8 του ως άνω π.δ/τος, όταν η σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων μπορεί να την καταγγείλει, ελευθέρως, χωρίς αιτιολογία, με την τήρηση, όμως, ορισμένης προθεσμίας, που ορίζεται σε ένα μήνα για το πρώτο έτος της σύμβασης, σε δυο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, σε τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους και σε έξι μήνες από την αρχή του έκτου και των επόμενων ετών. Σε περίπτωση καταγγελίας, χωρίς την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 8 παρ. 4 του ως άνω π.δ/τος, ο διανομέας δικαιούται, κατ' άρθρο 9 παρ. 1γ' του ως άνω π.δ/τος, πλην της αποζημίωσης πελατείας και ανόρθωση κάθε περαιτέρω ζημίας, την οποία υπέστη, όπως ορίζεται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και, συνεπώς και αποζημίωση από τα διαφυγόντα κέρδη που θα αποκόμιζε, αν εξακολουθούσε η σύμβαση, όχι, όμως, για όσο χρονικό διάστημα ανέμενε να διαρκέσει η σύμβαση, αλλά μόνο για το χρονικό μέχρι να συμπληρωθεί η προθεσμία που έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία της. Κατά την παρ. 8 του άρθρου 8, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί και κατά πάντα χρόνο, χωρίς την τήρηση των ως άνω προθεσμιών, στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και στην περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 3 α' του π.δ/τος 219/1991, δεν οφείλεται η κατά τα ανωτέρω αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, εφόσον ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση και μάλιστα κατά πάντα χρόνο, λόγω υπαιτιότητας του διανομέα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι κατά της αγωγής του αντιπροσώπου ή αντίστοιχα του αποκλειστικού διανομέα, όταν εφαρμόζονται αναλόγως και στην σύμβαση αποκλειστικής διανομής οι διατάξεις του π.δ/τος. 219/1991, όπως προαναφέρθηκε, με την οποία αγωγή ζητείται η από το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω π.δ/τος προβλεπόμενη, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής, αποζημίωση πελατείας ή αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ, ο εντολέας ή αντιστοίχως ο παραγωγός μπορεί να προτείνει προς απαλλαγή του κατ` ένσταση, ότι κατήγγειλε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, τον οποίο συνιστά και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ο αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας ανέλαβε έναντι αυτού στο πλαίσιο της σύμβασης (υπαίτια καταγγελία). Η ένσταση αυτή, η οποία είναι διαφορετική από τη θεμελιούμενη στο άρθρο 281 ΑΚ ένσταση για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του αντιπροσώπου προς αποζημίωση, λόγω προφανούς υπέρβασης των επιτρεπτών ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αποτελεί εκδήλωση της συναγόμενης και από τις διατάξεις των άρθρων 585, 588, 594, 672, 766, 797 και 288 του ΑΚ γενικότερης αρχής επί διαρκών συμβάσεων, ότι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δικαιολογεί τη λύση αυτών με καταγγελία (ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 1135/2019). Σπουδαίος λόγος καταγγελίας υπάρχει, όταν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις ή όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους αθετεί υποχρεώσεις τόσο ουσιώδεις, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για το άλλο μέρος, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η συνέχιση της σύμβασης μέχρι τη λύση της, κατά τους υπαγορευόμενους από αυτήν όρους (ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 1135/2019, ΑΠ 778/2019, ΑΠ 1317/2018). Τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία καθώς και την υπαιτιότητα του διανομέα, δικαιούται να επικαλεστεί και να αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση και βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημίωσης. Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις τακτική εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής, η οποία δεν απαιτεί αιτιολογία, δεν συνεπάγεται γι` αυτόν επιζήμιες συνέπειες, εκτός αν συνιστά καταχρηστική, κατά το άρθρ. 281 του Α.Κ., άσκηση του δικαιώματός του, οπότε ναι μεν η καταγγελία δεν είναι άκυρη, όμως ο καταγγέλλων ευθύνεται έναντι του άλλου μέρους και μάλιστα τόσο συμβατικά, για παραβίαση, δηλαδή, της αντίστοιχης σύμβασης, όσο και εξωσυμβατικά, αφού η καταχρηστική καταγγελία συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ. (Α.Π. 1766/2009), που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, εφόσον βέβαια το άλλο μέρος υπέστη, εξ αιτίας της καταγγελίας, ζημία ή και ηθική βλάβη. Αντίθετα, μόνο συμβατική ευθύνη απορρέει από την άκαιρη ή αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών, αλλά όχι καταχρηστική, καταγγελία, η οποία, χωρίς και πάλι να είναι άκυρη, δημιουργεί, ωστόσο, για τον καταγγέλλοντα υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου μέρους για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (Α.Π. 979/2014, Α.Π. 697/2012, Α.Π. 390/2004). Η καταγγελία, πάντως, δεν είναι καταχρηστική, όταν η λύση της σύμβασης, στην οποία οδηγεί, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες συναλλακτικές δυνατότητες του καταγγέλλοντος και δεν είναι άσχετη προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του, ενώ και η τυχόν επωφελής για τα συμφέροντά του συμπεριφορά του άλλου μέρους δεν καθιστά την καταγγελία του καταχρηστική, αφού η συμπεριφορά αυτή του αντισυμβαλλομένου του εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το νόμο (άρθρο 288 του Α.Κ.) καλόπιστης απ` αυτόν εκπλήρωσης της παροχής του (Ολ.ΑΠ 12/2004, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 533/2016, ΑΠ 683/2010). Το άρθρο 9 παρ. 3 στοιχ. α`, ως εξαίρεση από τον κανόνα της αξιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου ή του αποκλειστικού διανομέα για την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας ή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις του ΑΚ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (ΔΕΚ, απόφαση τη 28.10.2010, υπόθ. C-203/09 “..) και επομένως να εφαρμόζεται σε σοβαρές μόνον παραβάσεις. Κατά τον ουσιαστικό έλεγχο της σπουδαιότητας και του ουσιώδους της προβαλλόμενης από τον εντολέα παραβίασης, επί της οποίας θεμελιώνει τον σπουδαίο λόγο της έκτακτης καταγγελίας, εκτιμάται πλην άλλων και το μέγεθος της βλάβης που επήλθε ή θα επέλθει στον καταγγέλλοντα μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για την προμήνυση της τακτικής καταγγελίας του άρθρου 8 του ίδιου π.δ, η οποία είναι δικαίωμα του εντολέα, δεν απαιτεί αιτιολογία και δεν συνεπάγεται γι` αυτόν επιζήμιες συνέπειες (Α.Π.778/2019, Α.Π.533/2016). Στοιχείο επίσης, που λαμβάνεται υπόψη για τη σοβαρότητα της παραβίασης, είναι και η έρευνα του κατά πόσο θα αρκούσε για την αποκατάσταση της διαταράξεως η, προηγούμενη της καταγγελίας, παροχή εύλογης προθεσμίας στον αντιπρόσωπο ή αποκλειστικό διανομέα προς συμμόρφωση ή άρση της παραβίασης με την απειλή -αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη- έκτακτης καταγγελίας. Ωστόσο, η προηγούμενη παροχή της ως άνω προθεσμίας, δεν αποτελεί στοιχείο (προϋπόθεση) για την κατάφαση του δικαιώματος της έκτακτης καταγγελίας, αφού δεν αξιώνεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 α' του Π.Δ. 219/1991 ως όρος γενέσεως του παρεχόμενου δικαιώματος, αλλά συνιστά αμυντικό μη αυτοτελή ισχυρισμό (αιτιολογημένη άρνηση) του ενάγοντος αντιπροσώπου ή αποκλειστικού διανομέα κατά της ενστάσεως του εναγομένου εντολέα περί συνδρομής των όρων και ασκήσεως της άνω έκτακτης καταγγελίας, υπό την έννοια ότι η παραβίαση είναι επουσιώδης και θα αρκούσε, αντί της άμεσης καταγγελίας, το μέτρο αυτό (ΑΠ 1814/2022, ΑΠ 778/2019). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ανωτέρω Π.Δ. 219/1991 "Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει κατά την διάρκεια των σχέσεών του με τον εμπορικό αντιπρόσωπο να δρα νόμιμα, με βάση την καλή πίστη. Ιδιαίτερα ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει: α) Να θέτει στην διάθεση του εμπορικού αντιπροσώπου τα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα, που αφορούν τα εμπορεύματα περί των οποίων εκάστοτε πρόκειται. β) να παρέχεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως να ειδοποιεί τον εμπορικό αντιπρόσωπο, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε να αναμένει κανονικά”, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ "Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”. Ως καλή πίστη νοείται η ευθύτητα και η εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και υπαγορεύονται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης, η διάταξη δε αυτή του άρθρου 288 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων παραίτηση από αυτήν (ΑΠ 1651/2023, ΑΠ 495/2021, ΑΠ 334/2015). Με δε το άρθρο 25 παρ. 1 εδ .δ' του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με τη νέα αυτή διάταξη, ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων, για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημοσίων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ' του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτό προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά, υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διακατέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λ.π.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνους του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αυτά ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 παρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1651/2023, ΑΠ 139/2022, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 464/2017). Περαιτέρω, στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, στη διάταξη του άρθρου 18 α' του ν. 146/1914 (προϊσχύσασα διάταξη άρθρο 2 α' του ν. 703/1977 "περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού”, που καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2837/2000, προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3373/2005, καταργήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3784/2009 και εισήχθη ήδη με το άρθρο 29 παρ.1 του ιδίου ν. 3784/2009 στο ν. 146/1914 ως αυτοτελές άρθρο 18 α') ορίζεται ότι: "1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μια επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. 2. Ο οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει άρση και παράλειψη της παράβασης και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υποστεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, 3. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος άρθρου τιμωρείται με χρηματική ποινή...”. Από τη διάταξη αυτή, όπως και από τις προϊσχύσασες νομοτυπικές μορφές της καθώς και από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 82 της Συνθήκης της ΕΟΚ, συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η οικονομική εξάρτηση, αλλά μόνον η καταχρηστική εκμετάλλευσή της. Η έννοια της καταχρηστικής συμπεριφοράς δεν ορίζεται στις ως άνω διατάξεις, που περιορίζονται στην ενδεικτική απαρίθμηση ορισμένων μορφών αυτής. Για την έννοια, επομένως, της καταχρηστικής εκμετάλλευσης, λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός και το αντικείμενο προστασίας των εν λόγω διατάξεων, δηλαδή, η προστασία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς καθώς και η προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων. Προϋποθέσεις για την υπαγωγή στην ως άνω διάταξη είναι: α) η σχέση της οικονομικής εξάρτησης, για την οποία δεν απαιτείται απόλυτη δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή σε μέρος της αγοράς της χώρας, αλλά αρκεί ουσιαστικά η σχετική δεσπόζουσα θέση της μιας επιχείρησης απέναντι στην άλλη, στις μεταξύ τους κάθετες σχέσεις συνεργασίας. Οικονομική εξάρτηση μιας επιχείρησης από άλλη ή άλλες επιχειρήσεις στοιχειοθετείται στην περίπτωση, που ο έμπορος, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δραστηριότητάς του, έχει προσαρμόσει πλήρως την επιχείρησή του στις ανάγκες διάθεσης και προώθησης των προϊόντων του προμηθευτή, ώστε δεν θα μπορούσε να στραφεί σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού, χωρίς να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες. β) η απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης, η οποία συντρέχει, όταν δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις ή οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση. Δηλαδή η τελευταία είτε δεν μπορεί να προμηθεύεται προϊόντα ή υπηρεσίες από άλλη πηγή ή να προμηθεύει τα προϊόντα της σε άλλες επιχειρήσεις είτε μπορεί μεν, όχι όμως με τους ίδιους, αλλά με δυσμενέστερους όρους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περιέλευση αυτής (εξαρτώμενης επιχείρησης) σε δυσμενή έναντι των ανταγωνιστών της θέση, αφού μειώνεται σημαντικά η ικανότητά της να ανταπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί να την οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία να συνεχίσει τη λειτουργία της, και γ) η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, δηλαδή η εκ μέρους της ισχυρής επιχείρησης εκμετάλλευση της ισχύος, που της δίνει η αδυναμία της εξαρτώμενης ή των εξαρτώμενων επιχειρήσεων να διαθέτουν άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση με μέσα και πρακτικές, όπως στο ως άνω άρθρο αναφέρονται, που έχουν ως αποτέλεσμα να βλάψουν την ανταγωνιστικότητα των τελευταίων (ΑΠ 674/2021), αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό η ίδια οφέλη και προκαλώντας ζημία στην εξαρτημένη επιχείρηση, την οποία δεν θα προκαλούσε, εάν υπήρχε για την τελευταία εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να συνίσταται και στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής. Η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 914 επ. και 919 του Α.Κ., από την οποία, αν προκλήθηκε ζημία ή ηθική βλάβη σε άλλον, δημιουργείται υποχρέωση προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση(ΑΠ 674/2021, ΑΠ 1196/2020). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου "θύματος”, για να κριθεί εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα μετά διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 601/2022, ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 212/2018, ΑΠ 752/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ολΑΠ 2/2019, Ολ.ΑΠ 18/2008, Ολ.ΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τους παρακάτω αναιρετικούς λόγους μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η... εναγόμενη εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη) είχε ως αντικείμενο μεταξύ άλλων την παρασκευή των γνωστών παγωτών υπό τα σήματα ... και ..., τα οποία διανέμει στο καταναλωτικό κοινό μέσω ενός δικτύου αποκλειστικών συνεργατών ανά την Ελλάδα. Η επωνυμία της εναγόμενης προήλθε από την μετατροπή της αρχικής της επωνυμίας "Δ. Β. Π. Α. Ε.”, μετά την εξαγορά του ελέγχοντος πακέτου μετοχών της άνω εταιρείας από την εταιρεία με την επωνυμία "N. Ε. ΑΕ" τον Μάρτιο του έτους 2006. Η εναγόμενη όμως εταιρεία "N. Ε. ΑΕ" στις 30/9/2016 μεταβίβασε την επιχείρηση (κλάδο) παγωτού στην εταιρεία με την επωνυμία "F. Ε. ΑΕ" όπως συνομολογείται από όλους τους διαδίκους. Ο ...Χ. Γ. με την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή των λοιπών τριών εναγουσών εταιρειών (ήδη αναιρεσείουσα η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "G. Γ. Χ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.") υπήρξε από την 5/6/2000 έως και την 28/1/2014, αρχικά με την μορφή της ατομικής επιχείρησης και στην συνέχεια μέσω των λοιπών εναγουσών εταιρειών, εμπορικός συνεργάτης της …, υπό τις εκάστοτε εταιρικές μορφές, επωνυμίες και μετοχική σύνθεση αυτής και είχε ανατεθεί σ' αυτόν η παράδοση παγωτών παραγωγής της σε συγκεκριμένες περιοχές και σημεία πώλησης στην Αθήνα, όπως Κυψέλη, Γκύζη, Πολύγωνο, Γαλάτσι, Κηφισιά, Νέα Ερυθραία, Εκάλη, Πεύκη, Μαρούσι, Ν. Ηράκλειο, Μελίσσια, Άγιο Στέφανο, Κρυονέρι,’Ανοιξη. Καπανδρίτι, Αφίδνες. Μέχρι το έτος 2009 οι διανομείς που συνεργάζονταν με την εναγόμενη εταιρεία αγόραζαν από αυτήν και μεταπωλούσαν τα παγωτά στους πελάτες. Κάθε διανομέας εξ αυτών είχε ένα φορτηγό- αυτοκίνητο. Ο ενάγων Χ. Γ. είχε τις τρεις ενάγουσες εταιρείες και τέσσερα φορτηγά - αυτοκίνητα προκειμένου να διανέμει τυποποιημένα παγωτά σε ατομικές και οικογενειακές συσκευασίες. Από την 1/1/2010 οι διανομείς δεν αγόραζαν τα παγωτά αλλά τα παραλάμβαναν με σύμβαση παρακαταθήκης (άρθρα 822 επ. ΑΚ) και έκδοση δελτίου - αποστολής από την εναγόμενη και στην συνέχεια τα πωλούσαν στους πελάτες και απέδιδαν τις εισπράξεις μετά το πέρας της διανομής στην εναγομένη, εκτός του ποσοστού αμοιβής, ενώ συγχρόνως γινόταν παρακράτηση 2% επί της δικαιούμενης αμοιβής τους. Ο εναγόμενος Ά. Ι. εργαζόταν από το έτος 2001 ως ιδιωτικός υπάλληλος στις επιχειρήσεις του Χ. Γ., ενώ το έτος 2008, έχοντας αναπτύξει φιλικές σχέσεις μαζί του, αποδέχθηκε πρόταση του τελευταίου να συμμετάσχει ως ετερόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό 50% στην σύσταση της εταιρείας με την επωνυμία "Χ. Γ. ΚΑΙ ΣΙΑ EE”, συνέχισε όμως να εργάζεται και να αμείβεται και μετά την σύσταση της ως άνω εταιρείας ως υπάλληλος και συγκεκριμένα να εκτελεί τα ίδια με το προ της σύστασης αυτής καθήκοντα του οδηγού - μεταφορέα (ex van) παγωτού από τα εργοστάσια της εταιρείας ... στα μικρά καταστήματα, περίπτερα και συνοικιακά σουπερμάρκετ, αποκλειστικά και μόνο στις περιοχές Αμαρουσίου, Πεύκης και Λυκόβρυσης, χρησιμοποιώντας για την εκτέλεση των καθηκόντων και το φορτηγό ιδιοκτησίας του Χ. Γ.. Σύμφωνα με τον όρο 4 του από 3/1/2008 καταστατικού της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας, η διάρκεια αυτής ήταν αορίστου χρόνου και μπορούσε να καταγγελθεί οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο μόνο από τον ομόρρυθμο εταίρο της Χ. Γ. ή με κοινή απόφαση όλων των συνεταίρων. Σύμφωνα δε με τους όρους 6 και 8 του άνω καταστατικού, διαχειριστής, εκπρόσωπος, ταμίας και εκκαθαριστής της εταιρείας ήταν μόνο ο Χ. Γ.. Η ως άνω εταιρεία λύθηκε τελικά μονομερώς από τον Χ. Γ. στις 31/12/2012, χωρίς αυτός να ενημερώσει τον Ά. Ι., ο οποίος συνέχισε να απασχολείται μέχρι και τον Μάιο του 2013 ως υπάλληλος στις επιχειρήσεις του, δηλαδή για πέντε (5) μήνες από την λύση της εταιρείας, οπότε ο Χ. Γ. του ζήτησε να αποχωρήσει από την εργασία του λόγω της οικονομικής κρίσης, υποσχόμενος ότι θα τον επαναπροσλάβει όταν αυτό θα καθίστατο και πάλι εφικτό. Η σύζυγος δε του ενάγοντος Τ. Σ. του …, στην υπ' αριθ. .../7-3-2017 ένορκη βεβαίωσή της, σαφώς καταθέτει ότι λόγω της κουμπαριάς και της εμπιστοσύνης που είχε ο Χ. Γ. στον εναγόμενο, ο τελευταίος αναμιγνυόταν και στα άλλα δρομολόγια που είχε ο ενάγων με τις λοιπές τρεις ενάγουσες εταιρείες, γεγονός που ενισχύει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με την απασχόληση του εναγόμενου από τον ενάγοντα και ύστερα από την λύση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας. Τελικά την λύση της εταιρείας αυτής πληροφορήθηκε ο Ά. Ι. για πρώτη φορά στις 27-6-2013, όταν χρειάστηκε να ζητήσει την διαγραφή του από τα μητρώα του Ο.Α.Ε.Ε. στις 21-6-2013 με την με αριθμό πρωτοκόλλου .../2013 αίτησή του προς τον ΟΑΕΕ, όπου στο με αριθμό πρωτοκόλλου .../1-7-2013 απαντητικό έγγραφο - απόφαση του ΟΑΕΕ προς τον εναγόμενο, πληροφορείται ο ίδιος για την διακοπή ασκήσεως επαγγέλματός του από την 31/12/2012. Ο εναγόμενος δε λόγω των φιλικών του σχέσεων και την ιδιότητα του κουμπάρου με τον Χ. Γ., και αποβλέποντας στην επαναπρόσληψή του, δεν διεκδίκησε αποζημίωση απολύσεως. Όταν όμως στο τέλος Σεπτεμβρίου 2013, ελέγχοντας το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, ενόψει τοκετού του δεύτερου τέκνου του που γεννήθηκε στις 26/10/2013..., διαπίστωσε ότι ο Χ. Γ. τον ενέπαιζε, καθώς δεν είχε καταβάλει, ως όφειλε, και αντίθετα με τις υποσχέσεις του, τις ασφαλιστικές του εισφορές και τον είχε καταστήσει ανασφάλιστο επισκέφθηκε τα γραφεία της εναγόμενης εταιρείας στις 24/10/2013, ανέφερε στον Γενικό Διευθυντής της εναγομένης στον κλάδο του παγωτού κο Κ. σειρά παρατυπιών του Χ. Γ. έναντι της ..., οι οποίες είχαν υπαγορευθεί από τον τελευταίο και είχαν υποπέσει στην αντίληψη του ίδιου του Α. Ι. και αφορούσαν μεγάλο αριθμό ακυρώσεων Τιμολογίων πελατών χαμηλής έκπτωσης εκ μέρους των εναγουσών εταιρειών του Χ. Γ., που στην συνέχεια επανεκδίδονταν σε άλλους πελάτες με υψηλή έκπτωση. Περαιτέρω η εναγομένη ... είχε διαμορφώσει ένα ειδικό σύστημα παραλαβής ανώνυμων καταγγελιών προκειμένου να υποδέχεται καταγγελίες σε παγκόσμια κλίμακα χωρίς ο καταγγέλλων να είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει στην εταιρεία ταυτότητά του, ήτοι το "I. R. S.”. Στις 13/9/2013, η ... είχε ήδη δεχθεί στο ως άνω σύστημα ανώνυμη καταγγελία, που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η εναγομένη, η οποία ανέφερε ότι γίνονται ακυρώσεις Τιμολογίων από συνεργάτες "ex van”, στους οποίους παρεχόταν μικρό ποσοστό έκπτωσης, και επανέκδοσή τους σε πελάτες με μεγαλύτερο ποσοστό έκπτωσης, με αποτέλεσμα αυτοί να αποκομίζουν σημαντικά οφέλη, περίπου 8.000 ευρώ ο καθένας. Επειδή δε η ... είχε επιβάλει αυστηρότερους ελέγχους από τον Απρίλιο 2013, ο ανώνυμος καταγγέλλων προέτρεπε την εταιρεία να ανατρέξει σε προγενέστερες του Απριλίου χρονικές περιόδους. Τα αναφερόμενα δε από τον Ά. Ι. τον Οκτώβριο του 2013, έλαβαν γνώση ο επιθεωρητής πωλήσεων της ΝΕΣΤΑΕ Α. Κ., ο Περιφεριακός Διευθυντής αυτής Χ. Τ., ο διευθυντής πωλήσεων του κλάδου του παγωτού της ΝΕΣΤΑΕ Ε. Π. και η εναγόμενη (εννοείται εργαζόμενη) στον Εσωτερικό έλεγχο της εναγομένης Α. Β. - Τ. του Γ. - Β.. Το ζήτημα κρίθηκε ιδιαιτέρως σοβαρό διότι ο Χ. Γ. ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αντιπροσώπους της εναγομένης και ξεκίνησαν πλέον συγκεκριμένες εσωτερικές έρευνες προκειμένου να διαπιστωθεί το βάσιμο της ως άνω καταγγελίας. Από τους ελέγχους που επακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι τα προηγούμενα χρόνια οι ενάγουσες εταιρείες του Χ. Γ. εμφάνισαν ραγδαία αύξηση του αριθμού των ακυρούμενων Τιμολογίων. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφεται στον με επίκληση προσκομιζόμενο από την εναγόμενη εταιρεία πίνακα με την "Ανάλυση Προόδου Ακυρωτικών Τιμολογίων σε Σχέση με Τζίρο και επί Συνόλου Αντιπροσώπων"', οι ενάγουσες είχαν εκδώσει τα ακόλουθα ακυρωτικά Τιμολόγια: το έτος 2010: 152 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 30.662 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 2,3% του τζίρου τους. Το έτος 2011: 220 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 35.803 ευρώ που αντιστοιχούν στο 2%του τζίρου τους. Το έτος 2012: 251 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 80.222 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 5,5% του τζίρου τους. Ο Αριθμός των παραπάνω ακυρωτικών Τιμολογίων και η αξία τους σε σχέση με τον τζίρο, σε σύγκριση προς τον αριθμό και την αξία των ακυρωτικών Τιμολογίων των υπολοίπων εμπορικών συνεργατών της εναγόμενης εταιρείας, ήταν σε τέτοιο βαθμό μεγαλύτερος, ώστε να μην δικαιολογείται. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ' επικλήσεως από την εναγομένη πίνακες με "Ακυρωτικά Τιμολόγια" των αντιπροσώπων κατά την περίοδο 2010 έως και 2012 τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό, οι ενάγουσες εταιρείες προέβησαν σε διπλάσιες έως και τριπλάσιες ακυρώσεις σε σχέση με εκείνες τους αμέσως επόμενου εμπορικού της συνεργάτη και πολλαπλάσιες του μέσου όρου ακυρώσεων των εμπορικών συνεργατών της συνολικά. Επίσης ο προσκομιζόμενος μετ' επικλήσεως πίνακας, στον οποίο καταγράφεται η "Πρόοδος Ακυρωτικών Τιμολογίων Αντιπρόσωπο" για τους 20 σημαντικότερους από αυτούς, καταδεικνύει την ραγδαία αύξηση του αριθμού των ακυρωτικών Τιμολογίων την τελευταία τριετία με κορύφωση το έτος 2012. Οι ακυρώσεις αυτές αφορούσαν κατά κανόνα πελάτες, προς τους οποίους η εναγόμενη εταιρεία παρείχε μικρή έκπτωση, σε περίπτωση δε ακύρωσης ενός τιμολογίου πώλησης παγωτών σε πελάτη που του παρέχεται μικρό ποσοστό έκπτωσης και έκδοσης για τα ίδια προϊόντα τιμολογίου σε πελάτη με μεγάλο ποσοστό έκπτωσης, τα χρήματα που έπρεπε ν' αποδοθούν στην εναγομένη για την ποσότητα των πωληθέντων παγωτών ήταν λιγότερα. Επιπλέον, στο πλαίσιο της πολιτικής προώθησης των προϊόντων της, η εναγομένη προσέφερε μέσω συνεργατών της προς τα σημεία πώλησης, ως πρόσθετη παροχή σε είδος, δωρεάν ποσότητες παγωτών την αξία των οποίων επιβαρυνόταν η ίδια. Αυτό γινόταν με την προσκόμιση προς την εταιρεία (...) ιδιόγραφων, σημειωμάτων του εκάστοτε εμπορικού της συνεργάτη, στα οποία αναφερόταν το τελικό σημείο πώλησης και ποσότητες που παραδόθηκαν προς αυτό δωρεάν προκειμένου να επιβαρυνθεί αυτή, με την αξία τους και συνακόλουθα να απαλλαγεί ο εμπορικός συνεργάτης από την υποχρέωση απόδοσης της αξίας των δωρεάν παγωτών σε χρήμα. Στην προκείμενη περίπτωση, τον Νοέμβριο 2013 και ενώ συνεχίζονταν οι εσωτερικές έρευνες, ο ενάγων Χ. Γ. προσκόμισε προς την εταιρεία, σημείωμα παροχής αξίας 595 ευρώ με ΦΠΑ προς τον κ. Σ. Π. προκειμένου να λάβει την αξία των παγωτών. Η εναγόμενη εταιρεία αρνήθηκε να το πράξει, κρίνοντας ότι δωρεάν παροχή παγωτού το Νοέμβριο μήνα δεν δικαιολογείται και ακύρωσε την παροχή. Μετά από αυτό, ο Χ. Γ. προσκόμισε προς την εταιρεία τα με επίκληση προσκομιζόμενα από την εναγομένη δύο Τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής με αριθμούς .../22-11-2013 και .../25-11-2013 αξίας 290,58 και 306,30 ευρώ αντιστοίχως και συνολικής αξίας 595 ευρώ. Επειδή όμως η συγκεκριμένη περίοδος κρίθηκε ότι δεν ήταν από εκείνες που γεμίζουν τα ψυγεία με παγωτά και επειδή πλέον η εναγόμενη εταιρεία ήταν υποψιασμένη, αποφασίστηκε να γίνει επιτόπιος έλεγχος. Το σημείο πώλησης επισκέφθηκε ο Επιθεωρητής της εναγομένης Α. Κ. την επόμενη ημέρα, στις 26-11-2013, ο οποίος διαπίστωσε αφενός ότι δεν ίσχυε πλέον η επωνυμία "Π." της συγκεκριμένης επιχείρησης, αλλά ότι ήδη από τις 16/11/2013 η επιχείρηση ήταν πλέον στο όνομα "Κ. Ε.”, και αφετέρου διαπίστωσε την παντελή ανυπαρξία παγωτών στα ψυγεία της εν λόγω ατομικής επιχείρησης. Όταν δε μετά την αυτοψία ζητήθηκαν εξηγήσεις από τον Χ. Γ. για το συγκεκριμένο περιστατικό, αυτός απάντησε ότι δήθεν τα εμπορεύματα είχαν τοποθετηθεί τον προηγούμενο Αύγουστο και ότι απλώς είχε παραλείψει να εκδώσει τα σχετικά παραστατικά... Περαιτέρω από τους συνεχιζόμενους ελέγχους διαπιστώθηκε ότι πολύ συχνά τα ακυρωτικά Τιμολόγια των εναγουσών εταιρειών γίνονται σε τόπους και χρόνους που ήταν αδύνατον να έχει λάβει πραγματικά χώρα η ακύρωση. Ειδικότερα, όπως καταγράφεται στον μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο από την εναγομένη, πίνακα με "Παραδείγματα Ακυρωτικών την ίδια Ημέρα/Ώρα, με διαφορά λεπτών σε Πελάτες/Σημεία Διαφορετικών Περιοχών”, ενδεικτικά στις 14/6/2012 ο Χ. Γ. φέρεται ότι βρισκόταν στις 6:20 μμ. στην Κηφισιά, στις 6:22μμ. στην Πεύκη, στις 6:23 μμ. στην Δροσιά, στις 6:24 μμ. στην Κηφισιά και στις 6:27 μμ. στη Νέα Ερυθραία, όμως με δεδομένη την αρκετή χιλιομετρική απόσταση μεταξύ των περιοχών αυτών, είναι βέβαιο ότι δεν βρισκόταν στα συγκεκριμένα αυτά σημεία τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές ... Επιπλέον, στις 11/11/2013 η εναγομένη προέβη σε αιφνιδιαστική απογραφή στα φορτηγά ψυγεία των εναγουσών εταιρειών του Χ. Γ. που βρίσκονταν σταθμευμένα στον χώρο του εργοστασίου της στον Ταύρο. Από την γενόμενη καταμέτρηση προέκυψαν σοβαρές διαφορές στην απογραφή των υφιστάμενων προϊόντων και συγκεκριμένα έλειπαν προϊόντα αξίας 9.000 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από την εναγομένη πίνακα με την "Διαφορά Απογραφής 11/11/2013”, την οποία ο Χ. Γ. ανεπιφύλακτα υπέγραψε και στην συνέχεια εξόφλησε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας των εναγόντων Π. Ι., με την ιδιότητα του πωλητή - οδηγού της εταιρείας "Χ. Γ. και Σία EE" ενόρκως βεβαιώνει ότι στις 11/11/2013 έγινε έλεγχος μόνο στα δύο αυτοκίνητα της ενάγουσας εταιρείας "Χ. ΚΑΙ Π. Γ. EE" (τέταρτη ενάγουσα) και ότι τα παγωτά που έλειπαν από τα εν λόγω αυτοκίνητα βρίσκονταν στα άλλα δύο αυτοκίνητα των λοιπών εταιρειών του Χ. Γ. (δεύτερης και τρίτης ενάγουσας). Ο εν λόγω μάρτυρας επιχειρεί να υποστηρίξει ότι τα προϊόντα αξίας 9.000 ευρώ, η έλλειψη των οποίων διαπιστώθηκε στα δύο αυτοκίνητα της εταιρείας "Χ. ΚΑΙ Π. Γ. EE”, βρίσκονταν εντός των δύο αυτοκινήτων των άλλων δύο εταιρειών του Χ. Γ., διότι κατά τους χειμερινούς μήνες συνηθιζόταν η πώληση των παγωτών να γίνεται μόνο από δύο αυτοκίνητα της εταιρείας "Χ. ΚΑΙ Π. Γ. EE”, και ότι το γεγονός αυτό το γνώριζε η ίδια η εναγομένη δια των αρμοδίων της οργάνων. Πλην όμως ο συγκεκριμένος μάρτυρας περιπίπτει σε αντιφάσεις διότι ενώ καταθέτει αρχικά ότι οι πωλήσεις των παγωτών γινόταν κατά τους χειμερινούς μήνες μόνο από τα δύο αυτοκίνητα της εταιρείας "Χ. ΚΑΙ Π. Γ. EE”, ουδόλως εξηγεί στην συνέχεια για ποιον λόγο οι ελλείψεις των παγωτών διαπιστώθηκαν στα ίδια ως άνω αυτοκίνητα και για ποιο λόγο βρίσκονταν τα παγωτά αυτά στα υπόλοιπα δύο αυτοκίνητα των εταιρειών του Χ. Γ. που κατ' εκείνους τους μήνες δεν διενεργούνταν πωλήσεις παγωτών. Εξάλλου οι άνω ελλείψεις προϊόντων προέκυψαν κατά την απογραφή αυτών στις 11/11/2013 σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα παραστατικά που χορηγούσε η εναγομένη στους οδηγούς των αυτοκινήτων των εταιρειών του Χ. Γ. κατά την φόρτωση τούτων στα εν λόγω αυτοκίνητα, όπου αναγράφονταν ακριβώς οι τιμές των εμπορευμάτων που φορτώνονταν... Σημειώνεται επίσης ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές, εκτός από οφειλή των εταιρειών του Χ. Γ. για πληρωμή των προϊόντων που έλλειπαν, συνιστούσαν και φορολογική παράβαση που θα μπορούσε να επιφέρει την επιβολή προστίμου σε βάρος της εναγόμενης εταιρείας σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου. Από τα προαναφερόμενα περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο Χ. Γ. ως διαχειριστής των εναγουσών εταιρειών προέβαινε στις παραπάνω αντισυμβατικές και παράνομες ενέργειες κατά την εκτέλεση συμβάσεων εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των εναγουσών εταιρειών και της εναγομένης οι οποίες (ενέργειες) συνιστούν σοβαρό λόγο καταγγελίας των συμβάσεων από την εναγομένη... και την μοναδική αιτία για την διακοπή της εμπορικής συνεργασίας μεταξύ τους, και ουδόλως οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγομένης και ειδικότερα στην βούληση της διοίκησης αυτής να αποδεσμευτεί η εταιρεία αζημίως από τις συμβάσεις με τις ενάγουσας εταιρείες του Χ. Γ.. Συγκεκριμένα ...Β) η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "G. Γ. Χ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε." είχε συνάψει με την εναγομένη 1ον) την από 1-1-2007 σύμβαση αποκλειστικής διανομής, με χρονική διάρκεια από 1-1-2007 έως 31-12-2009, 2ον) Στη συνέχεια και πριν τη λήξη της ως άνω σύμβασης αποκλειστικής διανομής υπογράφηκε η από 1-11-2008 σύμβαση αποκλειστικής διανομής και 3ον) υπογράφηκε η από 3-1-2011 σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας επί προμήθεια και συνεργασίας για τη φυσική παράδοση παγωτών, χρονικής διάρκειας από 1-1-2011 έως 31-12-2013, οπότε κατέστη αορίστου χρόνου. Η εναγόμενη εταιρεία αφού άρχισε από το Νοέμβριο 2013 να διενεργεί έρευνα σχετικά με τα καταγγελλόμενα από τον Ά. Ι., και αφού διαπίστωσε τις ως άνω αντισυμβατικές ενέργειες του Χ. Γ., αποφάσισε τον Ιανουάριο του 2014 να διακόψει τη συνεργασία της με τις ενάγουσας εταιρείες. Για το λόγο δε αυτό η εναγομένη κοινοποίησε στις ενάγουσες εταιρείες στις 28/1/2014 τις τρεις από 24/1/2014 εξώδικες έκτακτες καταγγελίες των αντίστοιχων αμέσως προαναφερόμενων συμβάσεων, επικαλούμενος γενικά αντισυμβατικές ενέργειες - παραβάσεις, του νόμιμου διαχειριστή τους Χ. Γ.. Επειδή δε η εναγομένη επικαλείτο σπουδαίο λόγο καταγγελίας, κατά τα προαναφερόμενα, πρόκειται για έκτακτη καταγγελία του άρθρου 8 παρ. 8 του π.δ 219/1991 οπότε δεν ήταν υποχρεωμένη να τάξει συγκεκριμένες προθεσμίες του άρθρου 8 παρ. 4 π.δ 219/1991 οι οποίες συνάδουν με τακτική καταγγελία. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες ελέγχονται απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η λύση της συνεργασίας με την εναγομένη οφείλεται σε δική της υπαιτιότητα και ειδικότερα στην βούληση της διοίκησής της να αποδεσμευθεί η εταιρεία αζημίως από τις συμβάσεις με τις ενάγουσες εταιρείες του Χ. Γ. καθώς δήθεν δεν επιθυμεί διανομείς να αποκτούν δύναμη και οικονομική ανεξαρτησία. Επίσης υποστηρίζουν ότι με το κλείσιμο της χρήσης 2013 των εταιρειών του Χ. Γ. που έλαβε χώρα στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης στο Μαρούσι Αττικής στις 23/1/2014, η τελευταία δεν ενημέρωσε τον Χ. Γ. σχετικά με τους προεκτιθέμενους ελέγχους εκ μέρους της, ούτε διατύπωσε κανένα παράπονο αλλ' αντιθέτως (η εναγομένη) προέβη σε πωλήσεις συγκεκριμένων ποιοτήτων παγωτών και στις τρεις ενάγουσες εταιρείες στις αρχές Ιανουαρίου 2014. Ότι αιφνιδίως κατήγγειλε (η εναγομένη) τις άνω συμβάσεις στις 28/1/2014 επιλέγοντας σκόπιμα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή που είχε ως συνέπεια την εκτόπιση των εταιρειών του Χ. Γ. από την αγορά και ότι για τους λόγους αυτούς οι επίδικες καταγγελίες είναι καταχρηστικές, παράνομες και αντίθετες στα χρηστά ήθη. Σύμφωνα όμως με τα διδάγματα της κοινής συναλλακτικής πείρας αλλά και τους κανόνες της λογικής, εάν ήταν βάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων, τότε η εναγομένη θα είχε καταγγείλει τις επίδικες συμβάσεις τουλάχιστον από τον Ιανουάριο 2013, οπότε κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων ο Χ. Γ., κατόπιν ενημερώσεως από την ... σχετικά με διάφορες ακυρώσεις παραστατικών σε συγκεκριμένα δρομολόγια αφού έκανε έλεγχο διαπίστωσε ότι ο Ά. Ι. έδινε προϊόντα χωρίς να εκδίδει Τιμολόγια, ακύρωνε Τιμολόγια χωρίς αιτία και ελάμβανε χρήματα χωρίς αποδείξεις και χωρίς να τα αποδίδει ως όφειλε στον Χ. Γ., ο τελευταίος δε ενημέρωσε σχετικά την εναγόμενη εταιρεία προφορικά τον Ιανουάριο 2013 και συγκεκριμένα τον Περιφερειακό της Διευθυντή Χ. Τ. και τον αρμόδιο Επιθεωρητή Πωλήσεων Α. Κ.. Κρίνεται δηλαδή ότι σε περίπτωση που η εναγομένη αναζητούσε μια αφορμή, ένα πρόσχημα προκειμένου να καταγγείλει αζημίως επίδικες συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και εμπορικής αντιπροσωπείας, μπορούσε από τον Ιανουάριο 2013, ήτοι ένα (1) έτος πιο νωρίς να προβεί στην σχετική καταγγελία για σπουδαίο λόγο τον οποίο συνομολογεί ο ίδιος ο ενάγων Χ. Γ. και οι ενάγουσες εταιρείες αυτού, ήτοι τις αντισυμβατικές κατά τα ανωτέρω ενέργειες του προστηθέντος αυτού ‘Α. Ι. κατ' άρθρα 334, 914, 922 ΑΚ ... Οι ενάγοντες επιρρίπτουν την ευθύνη των αντισυμβατικών και παράνομων ενεργειών τους αποκλειστικά και μόνο στον εναγόμενο Ά. Ι., συνέταιρο, συνεργάτη, υπάλληλο και κουμπάρο του Χ. Γ., ισχυριζόμενες ότι αυτός ενεργούσε δήθεν αυτοβούλως, ερήμην του Χ. Γ. και καρπωνόταν ο ίδιος τα χρήματα που εισέπραττε από τους πελάτες. Σημειώνεται ότι όλοι οι μάρτυρες της εναγόμενης Α. Κ., Ε. Π., Χ. Τ. και Α. Β. - Τ., ενόρκως βεβαιώνουν σαφώς ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν σχετικά από τον Χ. Γ. τον Ιανουάριο του 2013 για τις αντισυμβατικές ενέργειες του ‘Α. Ι., διότι στην περίπτωση αυτή θα είχαν καταγγείλει έκτοτε (Ιανουάριος 2013) τις σχετικές συμβάσεις προκειμένου να διαφυλάξουν τη φήμη και το κύρος της εναγόμενης εταιρείας. Επίσης, σε περίπτωση που η εναγόμενη επιδίωκε μία αζήμια καταγγελία των επίδικων συμβάσεων δεν θα συμφωνούσε απλώς στη λύση της εταιρείας "Χ. Γ. και Σια ΕΕ" στην οποία συμμετείχε ο ...(εννοείται ‘Α. Ι.) ως ετερόρρυθμος εταίρος και να υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της η ενάγουσα εταιρεία "Γ. Χ. και ΣΙΑ ΕΕ”, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, αλλ' αντίθετα θα θεωρούσε το πταίσμα του προστηθέντος Α. Ι. σπουδαίο λόγο και θα κατήγγειλε τις εν λόγω συμβάσεις από τον Ιανουάριο του 2013 με τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με αυτά της καταγγελίας του Ιανουαρίου του 2014, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον η καταγγελλόμενη από τον Χ. Γ. κάρπωση των χρημάτων των πελατών στις παραπάνω περιπτώσεις από τον Ά. Ι. ουδαμώς συνάδει με την πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο τελευταίος αμέσως μετά την απόλυσή του από τον Χ. Γ. τον Μάιο του 2013, οπότε για να μπορέσει να διαθρέψει την οικογένειά του αναγκάστηκε να προσφύγει στη Μητρόπολη …, στον σύλλογο προστασίας ... και στον Δήμο Περάματος... Επίσης, ως ουσιαστικώς αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο Ά. Ι. συνεργάστηκε με την εναγόμενη ... προκειμένου να επιτύχουν τον εκτοπισμό των επιχειρήσεων του Χ. Γ. από την αγορά παγωτού, καθόσον τούτος έρχεται σε προφανή αντίφαση με τους παραπάνω ισχυρισμούς τους ότι τις ενέργειες του Α. Ι. τις έθεσε ο ίδιος ο Χ. Γ. υπόψη των άνω στελεχών της εναγόμενης εταιρείας, οι οποίοι επιδοκίμασαν τη συμπεριφορά του και συμφώνησαν με τη λύση της εταιρείας "Χ. Γ. και Σια ΕΕ" αλλά και επιπλέον, διότι, όπως αποδείχθηκε, ο Ά. Ι. ουδέν άμεσο όφελος αποκόμισε από την αποκάλυψη των ενεργειών του Χ. Γ. στη ..., αφού τα επόμενα έτη 2013 και 2014 αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια για να διαθρέψει την οικογένειά του, όπως προεκτίθεται το οποίο κρίνεται ότι δεν θα συνέβαινε, εάν συνεργαζόταν με την εναγομένη, οπότε λογικά θα αμειβόταν για τις υπηρεσίες του. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο Ά. Ι. ή υπάλληλοι της ... δυσφήμησαν με οποιονδήποτε τρόπο τον Χ. Γ. και τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες αυτού. Ειδικότερα οι μάρτυρες των εναγόντων Ι. Π. και Π. Κ. ενόρκως βεβαιώνουν ότι οι ερωτήσεις που έθεσε ο Ά. Ι. σε πελάτες των περιοχών που εξυπηρετούσαν οι επιχειρήσεις του Χ. Γ., ήταν "τι τζίρο έκαναν οι πελάτες αν και τι ποσό έλαβαν ως παροχές και εάν η εταιρεία "Γ. Χ. και Σία ΕΕ" τους χρωστάει παροχές”. Πλην όμως οι συγκεκριμένες ερωτήσεις έγιναν στα πλαίσια του ελέγχου που διενεργούσε η εναγομένη και δεν συνιστούν δυσφημιστικά γεγονότα για τους ενάγοντες αλλ' ούτε και ανευρίσκεται πρόθεση δυσφημήσεως ή εξυβρίσεως εκ μέρους των εναγομένων... Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος των εναγόντων εκ μέρους της εναγομένης, είτε με τη μορφή της συκοφαντικής δυσφήμησης, είτε με τη μορφή του αθέμιτου ανταγωνισμού, είτε με τη μορφή της καταχρηστικής, παράνομης και αντίθετης στα χρηστά ήθη καταγγελίας της επίδικης εμπορικής συνεργασίας, γενομένης δεκτής ως κατ'ουσίαν βάσιμης της κατ' άρθρο 8 παρ. 8 πδ 219/1991 ενστάσεως της... εναγόμενης και απορριπτομένων των αντενστάσεων των εναγόντων περί αοριστίας της άνω ενστάσεως (άρθρα 262, 216 ΚΠολΔ) και περί καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) ως αβάσιμων. Κατά συνέπειαν στοιχειοθετείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου σε βάρος των εναγόντων η οποία δικαιολογεί την εκ μέρους της εναγόμενης μη ανανέωση και καταγγελία των εμπορικών συμβάσεων μεταξύ αυτής και των εναγόντων, με συνέπεια κατ' άρθρο 9 παρ 3α πδ 219/1991 να μην δικαιούνται οι ενάγουσες εταιρείες αποζημίωση πελατείας και αποκατάσταση των διαφυγόντων κερδών τους. Ομοίως οι αξιώσεις των οφειλομένων πριμ και για υπόλοιπα αμοιβών του έτους 2013, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκαν από κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο κρίνονται απορριπτέα κατ' άρθρο 9 παρ. 1 γ και 3 Π.Δ 219/1991. Ελλείψει δε αδικοπρακτικής συμπεριφοράς εκ μέρους των εναγομένων οι αξιώσεις περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων ελέγχονται απορριπτέες ως κατ' ουσίαν αβάσιμες." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κρίνοντας ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες αγωγές, μεταξύ των οποίων και αυτή της αναιρεσείουσας - ενάγουσας εταιρείας, ως ουσιαστικά αβάσιμες, δεν έσφαλε, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας - ενάγουσας καθώς και τις εφέσεις των εναγόντων των λοιπών αγωγών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 9 παρ.3α', 4 παρ.2, 8 παρ.8 του π.δ.219/1991, 288, 281, 361 του ΑΚ και 25 παρ.1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), καθόσον οι ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης καταφάσκουν τη συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης έκτακτη, κατ' άρθρο 8 παρ. 8 του π.δ.219/1991, καταγγελία της επίδικης συμβάσεως, λόγω των αναλυτικώς αναφερόμενων περιστατικών, που συνιστούν υπαίτια παραβίαση από το διαχειριστή της αναιρεσείουσας - ενάγουσας, Χ. Γ., ουσιωδών συμβατικών της υποχρεώσεων αυτής, ήτοι ακυρώσεις μεγάλου αριθμού Τιμολογίων σε πελάτες με μικρό ποσοστό έκπτωσης και επανέκδοση άλλων σε πελάτες της με μεγάλο ποσοστό έκπτωσης, με αποτέλεσμα να αποκομίζει αυτή (ενάγουσα) σημαντικά οφέλη από τη διαφορά αξίας των Τιμολογίων που δεν απέδιδε στην εναγομένη, έκδοση παραστατικού αξίας 595 ευρώ σε μη υπάρχοντα πλέον πελάτη της, προκειμένου να λάβει την αξία των παγωτών, διαπίστωση ελλείψεων στα υφιστάμενα προϊόντα, αξίας 9.000 ευρώ, κατά την αιφνίδια απογραφή από την εναγομένη στα φορτηγά ψυγεία της ενάγουσας, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και την αρχή της αναλογικότητας, η συνέχιση της συμβάσεως και να δικαιολογείται η εκ μέρους της εναγομένης μη ανανέωση και καταγγελία αυτής, καθισταμένης έτσι περιττής της παροχής εύλογης προθεσμίας προς την ενάγουσα, προ της καταγγελίας, προς συμμόρφωση και παύση της αντισυμβατικής της συμπεριφοράς, η οποία εξάλλου (παροχή εύλογης προθεσμίας) δεν αποτελεί προϋπόθεση για την κατάφαση του δικαιώματος της έκτακτης καταγγελίας, και να καταφάσκεται η ουσιαστική βασιμότητα της ως άνω ενστάσεως της εναγομένης, με συνέπεια να μη δικαιούται η ενάγουσα εταιρεία αποζημίωση πελατείας κι αποκατάσταση των διαφυγόντων κερδών της και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας δεν αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα επιτάσσει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων που εφάρμοσε για την παραδοχή της γενομένης δεκτής ως άνω ένστασης. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αναφέροντας στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα περί παραδοχής της, εκ της διατάξεως του άρθρου 9 παρ.3α' σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 8 παρ.8 του π.δ.219/1991, ενστάσεως της αναιρεσίβλητης - εναγομένης, δεχόμενο, ειδικότερα: Α) Ότι από ελέγχους που πραγματοποίησε η αναιρεσίβλητη - εναγομένη στις εταιρείες του Χ. Γ., μεταξύ των οποίων είναι και η αναιρεσείουσα - ενάγουσα εταιρεία, διαπιστώθηκε ραγδαία αύξηση του αριθμού των ακυρούμενων Τιμολογίων και συγκεκριμένα, αυτές είχαν εκδώσει: το έτος 2010: 152 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 30.662 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 2,3% του τζίρου τους, το έτος 2011: 220 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 35.803 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 2%του τζίρου τους, το έτος 2012: 251 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 80.222 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 5,5% του τζίρου τους, ο Αριθμός των οποίων (ακυρωτικών Τιμολογίων) και η αξία τους σε σχέση με τον τζίρο, σε σύγκριση προς τον αριθμό και την αξία των ακυρωτικών Τιμολογίων των υπολοίπων εμπορικών συνεργατών της εναγόμενης εταιρείας, ήταν σε τέτοιο βαθμό μεγαλύτερος, ώστε να μην δικαιολογείται. Οι δε ακυρώσεις αυτές αφορούσαν κατά κανόνα πελάτες, προς τους οποίους η εναγόμενη εταιρεία παρείχε μικρή έκπτωση και εν συνεχεία έκδοσης για τα ίδια προϊόντα τιμολογίου σε πελάτη με μεγάλο ποσοστό έκπτωσης, με αποτέλεσμα τα χρήματα που έπρεπε ν' αποδοθούν στην εναγομένη για την ποσότητα των πωληθέντων παγωτών να είναι λιγότερα και να αποκομίζει αυτή (ενάγουσα) σημαντικά οφέλη από τη διαφορά της αξίας των Τιμολογίων, που δεν απέδιδε στην εναγομένη. Β) Ότι ο Χ. Γ. το Νοέμβριο του 2013 προσκόμισε στην εναγομένη ιδιόγραφο σημείωμα δωρεάν διάθεσης παγωτών αξίας 595 ευρώ με ΦΠΑ προς τον κ. Σ. Π., στο πλαίσιο της πολιτικής προώθησης των προϊόντων της εναγομένης, ενώ η επιχείρηση αυτού δεν υφίστατο πλέον, προκειμένου να επιβαρυνθεί η εναγομένη με την αξία τους και συνακόλουθα να απαλλαγεί η εταιρεία του Χ. Γ. από την υποχρέωση απόδοσης της αξίας των παγωτών αυτών σε χρήμα. Γ) Ότι, στις 11/11/2013 η εναγομένη προέβη σε αιφνιδιαστική απογραφή στα φορτηγά ψυγεία της ενάγουσας εταιρείας του Χ. Γ. από την οποία προέκυψαν σοβαρές διαφορές στην απογραφή των υφιστάμενων προϊόντων και συγκεκριμένα έλειπαν προϊόντα αξίας 9.000 ευρώ, γεγονός που συνιστά φορολογική παράβαση, που θα μπορούσε να επιφέρει την επιβολή προστίμου σε βάρος της εναγομένης σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου. Δ) Ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της ενάγουσας, ότι ο Ά. Ι., υπάλληλος και συνεργάτης της, ήταν αυτός που προέβαινε σε ακυρώσεις παραστατικών, έδινε προϊόντα χωρίς να εκδίδει Τιμολόγια και καρπωνόταν ο ίδιος τα χρήματα που εισέπραττε από τους πελάτες, και ότι αυτός εν συνεχεία συνεργάστηκε με την εναγόμενη προκειμένου να επιτύχουν τον εκτοπισμό των επιχειρήσεων του Χ. Γ. από την αγορά παγωτού, καθόσον οι ως άνω ισχυρισμοί της δεν συνάδουν με την πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο τελευταίος αμέσως μετά την απόλυσή του από τον Χ. Γ. τον Μάιο του 2013, αφού τα επόμενα έτη 2013 και 2014 αυτός αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια για να διαθρέψει την οικογένειά του, και Ε) Ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη αναζητούσε μια αφορμή προκειμένου να καταγγείλει αζημίως την επίδικη σύμβαση, διότι τότε θα προέβαινε στην καταγγελία αυτής ήδη από τον Ιανουάριο του 2013, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η ίδια κατήγγειλε στην εναγομένη τις ως άνω παράνομες ενέργειες του προστηθέντος υπαλλήλου της, Ά. Ι.. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα ως προς την ορθή ή μη εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του σπουδαίου λόγου για τη μη ανανέωση και καταγγελία της ένδικης εμπορικής συμβάσεως και τη μη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς σε βάρος της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης, είτε με τη μορφή του αθέμιτου ανταγωνισμού, είτε με τη μορφή της καταχρηστικής, παράνομης και αντίθετης στα χρηστά ήθη καταγγελίας της επίδικης εμπορικής συνεργασίας, με συνέπεια την παραδοχή της, κατ' άρθρο 9 παρ. 3απ.δ. 219/1991, ενστάσεως της εναγομένης και την απόρριψη των αντενστάσεων της ενάγουσας περί αοριστίας της άνω ενστάσεως της εναγομένης και περί καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματός της. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, υπό στοιχεία Α-2α', β' και Α-3α', β', γ' και δ', με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 9 παρ.3α', 4 παρ.2, 8 παρ.8 του π.δ.219/1991, 288, 281, 361 του ΑΚ και 25 παρ.1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 ΚπολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους σε σύντομη περίληψη και αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Στην περίπτωση αυτή ο διάδικος πρέπει να προσκομίσει απαραιτήτως τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης. Η διάταξη καλύπτει τους λεγόμενους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς (ενστάσεις, αντενστάσεις) που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις (ΑΠ 729/2006). Η ίδια δε διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης. Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 1402/2022, Α.Π.794/2017, ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από αυτό συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, τη δε απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο αυτής μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή ή το οικείο μέρος αυτής, όσο και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ' αυτής, ο τελευταίος εκκαλώντας την απορριπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένταση αυτή μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 789/2021). Περαιτέρω, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα”, των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.Α.Π.22/2005, Ολ.Α.Π.25/ 2003, Α.Π.757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (A.Π.50/2020, Α.Π.1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ.Α.Π.8/2013, Ολ.Α.Π.3/1997, Α.Π.630/2020, Α.Π.1142/2019). Ως εκ τούτου, και ο λόγος εφέσεως αποτελεί "πράγμα" κατά την ως άνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, μόνον όταν επαναφέρει προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και όχι άρνηση της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 1187/2021, 1588/2017). Ο εκ του ως άνω άρθρου λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, όχι μόνο αν το δικαστήριο, που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, Ολ.ΑΠ 12/1991) αλλά και όταν το δικαστήριο, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης του (Ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 14/2022, ΑΠ 1108/2020) αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων, γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 610/2022, ΑΠ 14/2022, ΑΠ 667/2018). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίστηκαν. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν οι αποδείξεις προσκομίστηκαν κατά τρόπο απαράδεκτο. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2000, ΑΠ 1193/2018, ΑΠ 23/2008). Για την πληρότητα του αναιρετικού αυτού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) ποιες είναι οι αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν και τις οποίες έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας. β) ο ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που είχε αυτός στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 186/2023, ΑΠ 1792/2022). Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ.Α.Π. 1/2019, Ολ.Α.Π. 25/2008, Α.Π.1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις "επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης υπό στοιχεία 1α', η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε ως απαράδεκτη την εκ του άρθρου 9 παρ.3α' Π.Δ.219/1991 ένσταση της εναγομένης - αναιρεσίβλητης, περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης πελατείας, διαφυγόντων κερδών και ηθικής βλάβης επειδή κατήγγειλε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο από υπαιτιότητα της ενάγουσας - αναιρεσείουσας, λόγω μη παραδεκτής επαναφοράς της ένστασης αυτής στην κατ' έφεση δίκη, καθόσον επανέφερε όλους τους πρωτόδικους ισχυρισμούς της με ενσωμάτωση των από 9-3-2017 πρωτόδικων προτάσεών της και της από 24-3-2017 προσθήκης αντίκρουσης αυτών στις εφετειακές της προτάσεις. Επίσης, με τον πρώτο, υπό στοιχείο 1β', λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και ερεύνησε την ως άνω ένσταση, παρόλο που αυτή δεν προτάθηκε - δεν επαναφέρθηκε νόμιμα στο Εφετείο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των από 31-10-2018 προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι στο δικόγραφο των προτάσεών της αυτών (ενώπιον του Εφετείου) υπό τον τίτλο "Επαναφορά ισχυρισμών και επιχειρημάτων κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ”, ενσωματώνει αυτολεξεί τις από 9/3/2017 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου διαλαμβάνει και πίνακα σχετικών εγγράφων, καθώς και την από 24/3/2017 προσθήκη - αντίκρουση αυτών, στη δε συνέχεια εκθέτει συνοπτικά τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στις παραπάνω προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, στο τέλος δε του δικογράφου των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου, έχει τεθεί και η ιδιόχειρη υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην οικεία νομική σκέψη, η αναιρεσίβλητη νόμιμα επανέφερε στην κατ' έφεση δίκη τους ισχυρισμούς τους, μεταξύ των οποίων και την εκ του άρθρου 9 παρ.3 α'Π.Δ.219/1991 ένστασή της και τα αποδεικτικά της μέσα της πρωτοβάθμιας δίκης, καθόσον δεν στοιχειοθετείται απαράδεκτη ενσωμάτωση των προτάσεων της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά καθίστανται αυτές ενιαίο κείμενο με την ιδιόχειρη υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο τέλος του δικογράφου των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου. Πέραν του ότι εν προκειμένω, σύμφωνα επίσης με όσα εκτίθενται στην οικεία νομική σκέψη, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εν όλω, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) της εναγομένης, και κατ' αυτής άσκησε έφεση η ενάγουσα, η υπόθεση μεταβιβάσθηκε, με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσο και ως προς την ένσταση και δεν υπήρχε ανάγκη η εναγομένη να επαναφέρει την τελευταία, με τις προτάσεις της στο Εφετείο. Επομένως το Εφετείο, το οποίο έκρινε ότι η ως άνω ένσταση της αναιρεσίβλητης νόμιμα επαναφέρθηκε και ακολούθως ερεύνησε αυτήν, δεν έλαβε υπόψη, παρά το νόμο, πράγματα που δεν προτάθηκαν, ούτε, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτο και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε στις από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες.
Συνεπώς, ο πρώτος, υπό στοιχ. 1α' και υπό στοιχ. 1β', λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Επίσης, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης υπό στοιχείο Δ1, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.11β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα της εναγομένης - αναιρεσίβλητης προς απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν την εκ του άρθρου 9 παρ.3 α'Π.Δ.219/1991 ένσταση αυτής (εναγομένης), ήτοι για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος ότι συνέτρεχε σπουδαίος λόγος σε βάρος της ενάγουσας, που δικαιολογεί την εκ μέρους της εναγόμενης έκτακτη καταγγελία της εμπορικής συμβάσεως, των οποίων εγγράφων όμως δεν έγινε νόμιμη επίκληση και προσκόμιση, κατά τα προαναφερόμενα, με τις από 31-10-2018 προτάσεις της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείο. Όμως, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα και συγκεκριμένα : 1) ανώνυμη καταγγελία στο σύστημα ‘I. R. S." στις 13.09.2013, 2) η από 09.03.2017 ένορκη βεβαίωση του Χ. Τ. με αριθμό .../2017 ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών, 3) η με αριθμό .../2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., 4) πίνακας με ανάλυση Προόδου ακυρωτικών Τιμολογίων σε σχέση με τζίρο και επί συνόλου αντιπροσώπων, 5) πίνακας με ακυρωτικά Τιμολόγια των αντιπροσώπων κατά τη περίοδο 2010 έως και 2012 τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό, 6) πίνακας με "πρόοδο ακυρωτικών Τιμολογίων ανά αντιπρόσωπο" για τους 20 σημαντικότερους, 7) τιμολόγιο με αριθ.... και ημερομηνία 22-11-2013 αξίας 290,58 ευρώ, 8) τιμολόγιο με αριθ.... και ημερομηνία 25-11-2013 αξίας 306,30 ευρώ, 9) Φωτογραφίες των ψυγείων, 10) η από 09.03.2017 ένορκη βεβαίωση του Α. Κ. με αριθμό 3518/2017 ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών, 11) πίνακας με "παραδείγματα ακυρωτικών την ίδια ημέρα/ώρα (διαφορά λεπτών σε πελάτες/σημεία διαφορετικών περιοχών)" και 12) πίνακας με τη "διαφορά απογραφής”, νόμιμα τα επικαλέσθηκε η αναιρεσίβλητη, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη των ως άνω ισχυρισμών της, με ενσωμάτωση των προτάσεων της πρωτοβάθμιας δίκης, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης και, συνεπώς, ο δεύτερος, υπό στοιχείο Δ1, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Με τον πρώτο, υπό στοιχείο 2β', λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ορισμένη την, προβληθείσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της αναιρεσίβλητης - εναγομένης, εκ του άρθρου 9 παρ. 3 α' του Π.Δ. 219/1991 ένστασή της, απορρίπτοντας τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της ίδιας (αναιρεσείουσας) που προέβαλε με την προσθήκη των δικών της προτάσεων, και τούτο γιατί η ένσταση αυτή ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι στην ένσταση αυτή: α) δεν εξειδικεύεται ποια από τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά που δήθεν συγκροτούν σπουδαίο λόγο αφορούν την ενάγουσα, β) δεν αναφέρεται ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις που διατείνεται ότι η ενάγουσα παραβίασε συμφωνήθηκαν από τα μέρη ως ουσιώδεις και μάλιστα ήταν τόσο ουσιώδεις ώστε η παραβίασή τους δικαιολογούσε την έκτακτη καταγγελία, γ) δεν εκτίθεται αν πριν την καταγγελία κάλεσε την ενάγουσα προς συμμόρφωση με τις συμβατικές της υποχρεώσεις και δ) δεν εκτίθενται οι ειδικοί λόγοι που καθιστούσαν μη ανεκτή τη συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της τακτικής καταγγελίας και ποια βλάβη θα υφίστατο η εναγομένη από τη λειτουργία της συμβάσεως μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων της αναιρεσίβλητης (το κρίσιμο τμήμα των οποίων περιλαμβάνει η αναιρεσείουσα και στον εξεταζόμενο ως άνω λόγο αναίρεσης) προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη, προς απόκρουση των αιτημάτων της αγωγής της αναιρεσείουσας να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να της καταβάλει κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Δ. 219/1911 αποζημίωση πελατείας, αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη ενός έτους άλλως έξι μηνών και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η καταγγελία της συμβάσεως ήταν αντισυμβατική και παράνομη, προέβαλε, στη βάση της αντισυμβατικής καταγγελίας της συμβάσεως, την εκ του άρθρου 9 παρ. 3 α' του Π.Δ. 219/1991 ένσταση, ισχυριζόμενη ότι: Διαχειριστής της αναιρεσείουσας - ενάγουσας εταιρείας είναι ο Χ. Γ. και ότι από ελέγχους που πραγματοποίησε η αναιρεσίβλητη - εναγομένη στις εταιρείες του Χ. Γ., μεταξύ των οποίων είναι και η αναιρεσείουσα εταιρεία, διαπιστώθηκαν τα εξής: Α) ραγδαία αύξηση του αριθμού των ακυρούμενων Τιμολογίων και συγκεκριμένα, αυτές είχαν εκδώσει: το έτος 2010: 152 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 30.662 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 2,3% του τζίρου τους, το έτος 2011: 220 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 35.803 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 2% του τζίρου τους, το έτος 2012: 251 ακυρωτικά Τιμολόγια αξίας 80.222 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 5,5% του τζίρου τους, ο αριθμός των οποίων (ακυρωτικών Τιμολογίων) και η αξία τους σε σχέση με τον τζίρο, σε σύγκριση προς τον αριθμό και την αξία των ακυρωτικών Τιμολογίων των υπολοίπων εμπορικών συνεργατών της εναγόμενης εταιρείας, ήταν σε τέτοιο βαθμό μεγαλύτερος, ώστε να μην δικαιολογείται. Οι δε ακυρώσεις αυτές αφορούσαν κατά κανόνα πελάτες, προς τους οποίους η εναγόμενη εταιρεία παρείχε μικρή έκπτωση και εν συνεχεία έκδοσης για τα ίδια προϊόντα τιμολογίου σε πελάτη με μεγάλο ποσοστό έκπτωσης, με αποτέλεσμα τα χρήματα που έπρεπε ν' αποδοθούν στην εναγομένη για την ποσότητα των πωληθέντων παγωτών να είναι λιγότερα και να αποκομίζει αυτή (ενάγουσα) σημαντικά οφέλη από τη διαφορά αξίας των Τιμολογίων, που δεν απέδιδε στην εναγομένη. Β) Ότι ο Χ. Γ. το Νοέμβριο του 2013 προσκόμισε στην εναγομένη ιδιόγραφο σημείωμα δωρεάν διάθεσης παγωτών αξίας 595 ευρώ με ΦΠΑ προς τον κ. Σ. Π., στο πλαίσιο της πολιτικής προώθησης των προϊόντων της εναγομένης, ενώ η επιχείρηση αυτού δεν υφίστατο πλέον, προκειμένου να επιβαρυνθεί η εναγομένη με την αξία τους και συνακόλουθα να απαλλαγεί η εταιρεία του Χ. Γ. από την υποχρέωση απόδοσης της αξίας των παγωτών αυτών σε χρήμα. Γ) Ότι, στις 11/11/2013 η εναγομένη προέβη σε αιφνιδιαστική απογραφή στα φορτηγά ψυγεία της ενάγουσας εταιρείας του Χ. Γ. από την οποία προέκυψαν σοβαρές διαφορές στην απογραφή των υφιστάμενων προϊόντων και συγκεκριμένα έλειπαν προϊόντα αξίας 9.000 ευρώ, γεγονός που συνιστά φορολογική παράβαση, που θα μπορούσε να επιφέρει την επιβολή προστίμου σε βάρος της εναγομένης σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου. Ότι από τα παραπάνω περιστατικά, αποδείχθηκε ότι υπήρχε πλέον σοβαρότατο πρόβλημα στη συνεργασία της εναγομένης με την ενάγουσα και τις λοιπές εταιρείες του Χ. Γ. λόγω των αντισυμβατικών και παράνομων ενεργειών τους κατά την εκτέλεση των μεταξύ τους συμβάσεων εμπορικής συνεργασίας και άρα στοιχειοθετείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου από υπαιτιότητα της ενάγουσας δικαιολογούντος την εκ μέρους της εναγομένης μη ανανέωση και καταγγελία της μεταξύ τους εμπορικής συμβάσεως, ώστε να μην μπορεί να γίνει λόγος ούτε για αποζημίωση πελατείας ούτε για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της. Ότι για τον λόγο αυτό, με την από 24/1/2014 έγγραφη καταγγελία της, που επιδόθηκε νόμιμα στην αναιρεσείουσα στις 28/1/2014, κατήγγειλε τη σύμβαση για τον ανωτέρω σπουδαίο λόγο, που ανάγεται αποκλειστικά στην αναιρεσείουσα. Με το περιεχόμενο αυτό η ένσταση ήταν ορισμένη και συνεπώς παραδεκτή, γιατί περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία του άρθρου 9 παρ. 3 α' του Π.Δ. 219/1991 και ειδικότερα ότι η αντιπροσωπευόμενη - παραγωγός - αναιρεσίβλητη - εναγομένη κατήγγειλε τη μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας εμπορική σύμβαση για σπουδαίο λόγο, που συνίσταται στις παραπάνω αναφερόμενες ενέργειες του διαχειριστή της ενάγουσας, οι οποίες δεν ήταν μόνο αντισυμβατικές αλλά και παράνομες και συνακόλουθα ήταν ουσιώδεις και δικαιολογούσαν την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και καθιστούσαν μη ανεκτή πλέον τη συνέχισή της από υπαιτιότητα της ενάγουσας, δεν ήταν δε στοιχεία της ενστάσεως, ότι οι παραβιασθείσες συμβατικές υποχρεώσεις είχαν συμφωνηθεί από τα μέρη ως ουσιώδεις που η παραβίασή τους δικαιολογούσε την έκτακτη καταγγελία, ή ότι τάχθηκε σε αυτήν προθεσμία συμμόρφωσης και ποια βλάβη θα υφίστατο η εναγομένη από τη συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της τακτικής καταγγελίας, τα οποία αποτελούν στοιχεία που θα προκύψουν και θα εξετασθούν κατά την ουσιαστική έρευνα της ενστάσεως, σχετικά με το εάν η καταγγελία έγινε πράγματι για σπουδαίο λόγο. Επομένως το Εφετείο, το οποίο έκρινε την ένσταση αυτή ορισμένη όχι παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συνεπώς ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης (υπό στοιχείο 2β') από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Επίσης, με τον πρώτο, υπό στοιχεία 2α', λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, ερεύνησε και δέχθηκε ότι η προταθείσα από την εναγομένη ως άνω ένσταση είναι αυτή του άρθρου 8 παρ.8 του Π.Δ.219/1991, ενώ δεν προτάθηκε τέτοιος ισχυρισμός και η προταθείσα από την εναγομένη ένσταση ήταν αυτή του άρθρου 9 παρ.3 του Π.Δ.219/1991, κατά της οποίας η ίδια είχε προτείνει την αντένσταση αοριστίας αυτής. Όμως, σύμφωνα μ' όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, η έννοια της υπαίτιας παραβίασης της συμβάσεως του άρθρου 9 παρ.3 του Π.Δ.219/1991 ερευνάται συνδυαστικά μ' εκείνη του σπουδαίου λόγου του άρθρου 8 παρ. 8 του Π.Δ.219/1991, που δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και οδηγεί στη λύση της και τη μη καταβολή αποζημίωσης πελατείας και αποζημίωσης για περαιτέρω ζημία και συνεπώς, το Εφετείο, με την παραδοχή ως βάσιμης της εκ του άρθρου 8 παρ.8 του Π.Δ.219/1991 ενστάσεως της εναγομένης, δεν υπέπεσε στην ως άνω πλημμέλεια και συνεπώς ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Με το δεύτερο, υπό στοιχεία Α.1, λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί συνδρομής σπουδαίου λόγου και περί ουσιαστικής βασιμότητας της εκ του άρθρου 9 παρ.3 του Π.Δ.219/1991 ενστάσεως της εναγομένης και συνακόλουθα στην απόρριψη των αιτημάτων για αποζημίωση πελατείας και διαφυγόντων κερδών, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα υπέγραψε με την εναγομένη τρεις συμβάσεις, ενώ η ίδια στην αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι υπέγραψε μία μόνο σύμβαση, ισχυρισμός που ήταν ουσιώδης, αφού το γεγονός της κατάρτισης μίας ή δύο συμβάσεων και αν αυτές είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου συνέχεται με την κρίση περί συνδρομής σπουδαίου λόγου. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι η προβαλλόμενη αιτίαση δεν αφορά σε "πράγματα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια αλλά σε περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αποτελεί ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθόσον, σύμφωνα μ' όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου η εμπορική σύμβαση λύεται κατά πάντα χρόνο με έκτακτη καταγγελία είτε αυτή είναι ορισμένου χρόνου είτε αορίστου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμα, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (Ολ.ΑΠ 7/2002, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 109/2019). Η κατάχρηση δικαιώματος, η οποία απαγορεύεται από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη και συνεπώς, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση σε αποζημίωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 2/2019, ΑΠ 674/2021, ΑΠ 425/2014). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης υπό στοιχεία Α.4α'και Β1, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί παραδοχής της εκ του άρθρου 9 παρ.3 του Π.Δ.219/1991 ενστάσεως της εναγομένης και την απόρριψη του αιτήματός της περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, δεν έλαβε υπόψη την εκ του άρθρου 281 Α.Κ. αντένσταση αυτής (ενάγουσας), που παραδεκτά προτάθηκε από αυτή με την προσθήκη αντίκρουση των πρωτοβάθμιων προτάσεών της και επαναφέρθηκε στο Εφετείο, με σχετικό λόγο της εφέσεώς, προς αντίκρουση της ως άνω ενστάσεως της εναγομένης. Ωστόσο, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος για την παραδοχή της ως άνω ενστάσεως της εναγομένης και την απόρριψη του αιτήματος της ενάγουσας περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, έλαβε υπόψη την εκ του άρθρου 281 Α.Κ. αντένσταση της ενάγουσας, την οποία και απέρριψε ρητώς, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων από εκείνα που προεβλήθησαν από την αναιρεσείουσα για τη στοιχειοθέτηση της αντενστάσεώς της, αφού, ειδικότερα, δέχθηκε ότι συνέτρεχε σπουδαίος λόγος που δικαιολογούσε την εκ μέρους της εναγομένης έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως και δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης είτε με τη μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού, είτε με τη μορφή της καταχρηστικής, παράνομης και αντίθετης στα χρηστά ήθη καταγγελίας της επίδικης εμπορικής συνεργασίας. Επομένως, ο παραπάνω από τον αριθ.8 του άρθρου 559 λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω το Εφετείο, απορρίπτοντας την εκ του άρθρου 281 Α.Κ. αντένσταση της αναιρεσείοσας και το αίτημά της περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 281 σε συνδυασμό μ' αυτές των άρθρων 914 Α.Κ. και 18α Ν.146/1914, καθόσον με επαρκείς, σαφείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε, ότι δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης είτε με τη μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού, είτε με τη μορφή της καταχρηστικής, παράνομης και αντίθετης στα χρηστά ήθη καταγγελίας της επίδικης εμπορικής συνεργασίας καθώς και με τις παραδοχές της ότι, αν η εναγομένη αναζητούσε ένα πρόσχημα προκειμένου να εκτοπίσει την ενάγουσα από την αγορά και να καταγγείλει αζημίως την επίδικη σύμβαση, θα προέβαινε στην καταγγελία αυτής ένα έτος νωρίτερα, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η ίδια κατήγγειλε στην εναγομένη τις παράνομες ενέργειες του προστηθέντος υπαλλήλου της και, συνεπώς, κατά τη νοηματική παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συνέτρεξε τέτοια συμπεριφορά της εναγομένης που να δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση στην ενάγουσα ότι δεν προτίθεται να καταγγείλει τη σύμβαση. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης υπό στοιχεία Α 4 β' και Β 2, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος. Με τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 5 του π.δ. 219/1991 ορίζεται ότι "1. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται την ειδικώς συμφωνηθείσα αμοιβή. 2. Ελλείψει σχετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών και ειδικών διατάξεων ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβή που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας της σύμβασης στην οποία μεσολαβεί η συνάπτει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου σύμφωνα με τις συνήθειες που εφαρμόζονται στον τόπο όπου ασκεί τη δραστηριότητα του και για την αντιπροσώπευση των εμπορευμάτων τα οποία αφορά η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Ελλείψει παρομοίων συνθηκών ο αντιπρόσωπος δικαιούται εύλογη αμοιβή, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με την εμπορική πράξη”. Από τις διατάξεις αυτές, που, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται και στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, συνάγεται ότι ο διανομέας δικαιούται να εισπράξει από το αντισυμβαλλόμενο του παραγωγό ή χονδρέμπορο τη συμφωνημένη αμοιβή και, αν δεν υπάρχει σχετικά ειδική συμφωνία ή η υπάρχουσα είναι άκυρη, έχει αξίωση για την είσπραξη εύλογης αμοιβής. Ως εύλογη νοείται κατά πρώτο λόγο η συνηθισμένη αμοιβή, που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας των συμβάσεων του διανομέα με τους τρίτους πελάτες του, με βάση τις εμπορικές πρακτικές και συνήθειες που επικρατούν στον τόπο όπου αναπτύσσει τη δραστηριότητα του ο διανομέας, δηλαδή η αμοιβή που συνήθως δίνεται στον τόπο αυτό στους διανομείς όμοιων ή παρεμφερών προϊόντων. Αν δεν υπάρχουν στο συγκεκριμένο τόπο τέτοιες εμπορικές συνήθειες και πρακτικές, τότε η εύλογη αμοιβή προσδιορίζεται με βάση όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με την εμπορική του πράξη (Α.Π.1118/2018, Α.Π.165/2015). Κατά δε το άρθρο 7 του ίδιου π.δ. "1. Η αξίωση επί της προμήθειας υφίσταται από τον χρόνο και κατά το μέτρο που συντρέχει μία από τις παρακάτω περιπτώσεις: α) Ο αντιπροσωπευόμενος εξετέλεσε την πράξη. β) Ο αντιπροσωπευόμενος ώφειλε να έχει εκτελέσει την πράξη δυνάμει της συμφωνίας που είχε συναφθεί με τον τρίτο. γ) Ο τρίτος εξετέλεσε την πράξη. 2. Η αξίωση επί της προμήθειας γεννάται όταν ο τρίτος έχει εκτελέσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύμβαση ή θα έπρεπε να τις έχει εκτελέσει εάν ο αντιπροσωπευόμενος είχε προβεί στην απαραίτητη σύμπραξη για την ολοκλήρωση της σύμβασης. 3. Η προμήθεια καταβάλλεται το αργότερο την τελευταία ημέρα του μηνός που ακολουθεί το τρίμηνο κατά την διάρκεια του οποίου είχε γεννηθεί η σχετική αξίωση. 4. (όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 6 ΠΔ 264/1991 και αντικαταστάθηκε από την παρ.1 άρθρ.5 ΠΔ 312/1995) Το δικαίωμα της προμήθειας αποσβύνεται μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η σύμβαση μεταξύ του τρίτου και του εντολέα δεν θα εκτελεσθεί και η μη εκτέλεση δεν οφείλεται σε γεγονότα για τα οποία είναι υπαίτιος ο αντιπροσωπευόμενος”.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης υπό στοιχεία Γ 1 και 2, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' εκτίμηση του ισχυρισμού της, την από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ως θεμελιωτικό του αιτήματός της για καταβολή οφειλομένων πριμ και υπόλοιπα αμοιβών του έτους 2013, ότι αυτό έχει ως πηγή και αιτία την με έκτακτη καταγγελία λύση της συμβάσεως και εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.3 του π.δ. 219/1991, παρότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ίδιου π.δ., παρότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών. Το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του και ειδικότερα με την παραδοχή, επί λέξει, ότι "Σε ότι αφορά τις λοιπές αξιώσεις των εναγουσών εταιριών για δήθεν οφειλόμενα πριμ και υπόλοιπα αμοιβών του έτους 2013, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκαν από κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο κρίνονται απορριπτέα κατ' άρθρο 9 παρ. 1γ' και 3 Π.Δ. 219/1991”, εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.3 του π.δ. 219/1991, παρότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ίδιου π.δ., οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οποίων συνέτρεχαν, καθόσον η ως άνω αξίωση δεν συνέχεται και ούτε έχει ως προϋπόθεση γεννήσεώς της τη λύση της συμβάσεως και ούτε συνιστά περαιτέρω ζημία με την έννοια του διαφυγόντος κέρδους, όπως εσφαλμένα υπέλαβε η αναιρεσιβαλλόμενη με την παραπομπή της στη διάταξη του άρθρου 9 παρ.3 του π.δ. 219/1991, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με έκτακτη καταγγελία του αντιπροσωπευομένου - προμηθευτή λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου οφειλομένου σε υπαιτιότητα του αντιπροσώπου, αλλά συνέχεται με την εκτέλεση της συμβάσεως εκ μέρους της ενάγουσας κατά το χρόνο που αυτή ίσχυε και εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το ως άνω κονδύλιο αφορά το έτος 2013, οπότε ίσχυε η ως άνω σύμβαση και δεν είχε καταγγελθεί. Επομένως, ο ως άνω εκ του άρθρου 559 αριθ.1 λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης υπό στοιχείο Γ 3, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από τον αριθ.11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη προς απόδειξη του αγωγικού αιτήματός της για καταβολή οφειλομένων πριμ του έτους 2013, τα εξής έγγραφά της: Ι) αντίγραφο της από 22.03.2013 συμφωνίας παροχών-στόχων με εμπορικούς αντιπροσώπους έτους 2013, από την οποία προκύπτουν οι στόχοι πωλήσεων και το ποσοστό προμήθειας της ενάγουσας για το έτος 2013,
ΙΙ) αντίγραφα Τιμολογίων παροχής υπηρεσιών από τα οποία προκύπτουν οι στοχοποιήσεις περιόδων, υπερεπιτεύξεις στόχων και οι δικαιούμενες πρόσθετες αμοιβές (πριμ) μέχρι και το Δεκέμβριο του 2013, που αποδεικνύουν το κονδύλι των οφειλόμενων πριμ του έτους 2013 ήτοι: 1) τα υπ' αριθμ. …/22-2-2013, …/15-3-2013, …/12-4-2013 Τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 1169,31 ευρώ, 2) το υπ' αριθμ. …/27-5-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 1052,05 ευρώ, 3) το υπ' αριθμ. …/15-10-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 635,05 ευρώ, 4) το υπ' αριθμ. …/4-12-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 15219,26 ευρώ, 5) τα υπ' αριθμ. …/8-11-2013, …/4-12-2013, …/14-12-2013 και …/19-12-2013 Τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 582,91 ευρώ και 6) το υπ' αριθμ. …/19-12-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 251,84 ευρώ και III) τις υπ' αριθμ. …/7-3-2017 και …/7-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδίκη Αθηνών ... των μαρτύρων Α. Μ. και Σ. Τ., καθώς και την από 1-3-2017 εξώδική γνωστοποίηση μαρτύρων και κλήση της σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. …/21-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., τα οποία προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τις από 9-3-2017 προτάσεις της και τα επαναπροσκόμισε στο Εφετείο με τις από 31-10-2018 προτάσεις της.
Εν προκειμένω από την παραδοχή του Εφετείου (αναφορικά με το ως άνω αίτημα της ενάγουσας) επί λέξει, ότι "οι αξιώσεις των οφειλομένων πριμ και για υπόλοιπα αμοιβών τυο έτους 2013, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκαν από κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο κρίνονται απορριπτέα κατ' άρθρο 9 παρ.1γ' ΠΔ 219/1991”, δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι για το σχηματισμό του ως άνω αποδεικτικού του πορίσματος λήφθηκαν υπόψη τα ως άνω επικαλούμενα και προσκομισθέντα από την ενάγουσα έγγραφα. Επομένως, ο ανωτέρω, από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, κατά παραδοχή των ως άνω αναιρετικών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος που αφορά το αίτημά της για καταβολή οφειλομένων πριμ και υπολοίπου αμοιβών του έτους 2013 και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 3617/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο αιτιολογικό.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ