Η προσφεύγουσα υπέβαλε δήλωση φόρου κληρονομιάς για ακίνητο που κληρονόμησε. Ακολούθησε έλεγχος από την φορολογική αρχή, ο οποίος αποκάλυψε ότι η κληρονομούμενη είχε πουλήσει ένα άλλο ακίνητο πριν το θάνατό της, το τίμημα του οποίου δεν είχε δηλωθεί στην κληρονομιά. Η φορολογική αρχή επέβαλε τον ένδικο φόρο κληρονομίας σε βάρος της προσφεύγουσας, κατ΄ εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 2961/2001, θεωρώντας αποκλειστικά αυτήν ως κληρονόμο της επίμαχης κτήσης, ήτοι του τιμήματος της εκποίησης ακινήτου της κληρονομούμενης. Ειδικότερα, η φορολογική αρχή θεώρησε ότι πραγματικός κληρονόμος - δικαιούχος της κτήσης είναι η εκ των κληρονόμων η προσφεύγουσα, διότι ως συνδικαιούχος των τραπεζικών λογαριασμών στους οποίους κατατέθηκαν ή/και κατέληξαν τα χρήματα από την αγοραπωλησία του διαμερίσματος της θανούσας, είναι η μόνη εξ αυτών που είχε και εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς. Σύμφωνα δε με τον έλεγχο, είναι αυτή η μόνη κληρονόμος πρωτίστως ως συνδικαιούχος των λογαριασμών στους οποίους κατατέθηκε το τίμημα και δευτερευόντως ως εκ της θέσεως της (οικιακή βοηθός που διέμενε με την θανούσα και τη φρόντιζε συνεχώς από το καλοκαίρι του έτους 2007 έως και το θάνατό της, η μόνη εκ των κληρονόμων που έχει τη δικονομική δυνατότητα ανατροπής του σχετικού κριτηρίου.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η φορολογική αρχή, οποία φέρει ο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα ήταν η πραγματική κληρονόμος του τιμήματος της εκποίησης του ακινήτου καθόσον μόνο η ιδιότητα της προσφεύγουσας ως συνδικαιούχου των ως άνω κοινών τραπεζικών λογαριασμών, που της έδινε τη δυνατότητα ανάληψης χρημάτων από αυτούς στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης, χωρίς στοιχειοθέτηση της πραγματικής βούλησης της κληρονομούμενης περί της κληρονομικής διαδοχής της για έτερα μη αναγραφόμενα στις επίμαχες διαθήκες αυτής περιουσιακά στοιχεία, δεν αρκεί.
Δέχεται την προσφυγή.