ΑΠΟΦΑΣΗ 1610/2024
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής: .../29-12-2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Φραγκίσκο Βόσσο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Διακογεωργίου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και Ελένη Πυργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Βλάμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Μαρτίου 2024, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «....», που εδρεύει στην Κραϊόβα Ρουμανίας, επί της οδού ..., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ RO ..., η οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Μπράμη (AM ΔΣΑ 18108), δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../30-5-2024 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ... (το οποίο προσκομίσθηκε κατόπιν σχετικής κλήσης, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, εκ μέρους της Εισηγήτριας του παρόντος Δικαστηρίου, διά της Γραμματέως αυτού), ενώ δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΑΔΜΗΕ) Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ΑΔΜΗΕ Α.Ε.» ή «ΑΔΜΗΕ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Δυρραχίου αρ. 89, και εκπροσωπείται νόμιμα; με ΑΦΜ 099877486 Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, η οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φωτεινής-Μαρίας Τζώρα (AM ΔΣΑ 33674), δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../07-02-2023 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., ενώ δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 03/9/2020 υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../29-12-2022 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, με πράξη του αρμόδιου Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία ενεγράφη στο υπό στοιχεία ΗΑ1 πινάκιο με αριθμό ....
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 4640/2019 (όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019, ΦΕΚ A 204/16.12.2019): «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Ακόμη, με τη διάταξη του άρθρου 6 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς: α) (...) , β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ) (...). Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης». Σημειώνεται ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 του ν. 4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε για την 01.7.2020 (άρθρο 74 παρ. 14 ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία (30.11.2019). Περαιτέρω, στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Για τις διαφορές της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του παρόντος, ο διαμεσολαβητής ορίζεται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος. Ειδικότερα, το επισπεύδον μέρος έχει τη δυνατότητα είτε να επικοινωνήσει με το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς για τον διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής είτε να απευθυνθεί σε διαμεσολαβητή της επιλογής του. Στην περίπτωση αυτή, ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με το άλλο ή τα άλλα μέρη με κάθε πρόσφορο μέσο, για να διαπιστώσει αν επιτυγχάνεται συμφωνία ως προς το πρόσωπό του και λαμβάνει σχετική έγγραφη έγκρισή τους. Αν δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης με επιμέλεια του επισπεύδοντος μέρους. Ο διορισμός γίνεται κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αύξοντα αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 29 του παρόντος, μεταξύ όσων κατοικούν στην περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς. Στις περιπτώσεις που δεν είναι επαρκής ο αριθμός των διαμεσολαβητών ή υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, ο διορισμός γίνεται μεταξύ όσων κατοικούν στην οικεία Εφετειακή περιφέρεια. Στην περίπτωση επιλογής του διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ο τελευταίος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών να δηλώσει αν αποδέχεται τον διορισμό του. Αν η προθεσμία των τριών (3) εργάσιμων ημερών παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η μη αποδοχή του. Σε περίπτωση μη αποδοχής του διορισμού του διαμεσολαβητή επιλέγεται ο επόμενος κατά σειρά προτεραιότητας από το ως άνω Ειδικό Μητρώο. 2. Το επισπεύδον μέρος υποβάλλει στον διαμεσολαβητή που έχει οριστεί από τα μέρη ή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αποστέλλοντάς του ηλεκτρονικά ή με άλλον πρόσφορο τρόπο συμπληρωμένο έντυπο, στο οποίο υποχρεωτικά αναγράφονται τα στοιχεία των μερών σύμφωνα με την περίπτωση 3 του άρθρου 118 Κ.Πολ.Δ., καθώς και το αντικείμενο της διαφοράς και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής. Ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση μη συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής ορίζει την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας. Και στις δύο περιπτώσεις γνωστοποιεί τα παραπάνω στοιχεία στα μέρη εγγράφως πέντε (5) τουλάχιστον μέρες πριν από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης. Τα έξοδα της γνωστοποίησης προκαταβάλλονται από το επισπεύδον μέρος και επιδικάζονται ως δικαστικά έξοδα, εφόσον επακολουθήσει δίκη. 3. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την επομένη της αποστολής στον διαμεσολαβητή του αιτήματος προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης από το επισπεύδον μέρος (...) 4. Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες και αν επακολουθήσει άσκηση αγωγής ή αν έχει ήδη ασκηθεί, αυτό κατατίθεται στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης μαζί με τις προτάσεις. Στο πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, όσον αφορά στις αστικές και τις εμπορικές διαφορές, οι οποίες υπάγονται σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣ), κατά το άρθρο 6 § 1 του ν. 4640/2019, ο διαμεσολαβητής ορίζεται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 § 2 του ίδιου νόμου, ήτοι από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής του επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 7, το επισπεύδον μέρος έχει τη δυνατότητα είτε να επικοινωνήσει με το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς για τον ορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής είτε να απευθυνθεί σε διαμεσολαβητή της επιλογής του. Η επικοινωνία με το άλλο μέρος ή τα άλλα μέρη της διαφοράς καθώς και με διαμεσολαβητή πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να γίνει όχι μόνο από το ίδιο το μέρος αλλά και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, στο πλαίσιο της εντολής και της πληρεξουσιότητας αυτού. Η επικοινωνία δε του διαμεσολαβητή, που έχει επιλέξει το επισπεύδον μέρος, με το άλλο ή τα άλλα μέρη ορίζεται ρητά στο νόμο ότι μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο, προκειμένου ο διαμεσολαβητής να διαπιστώσει αν επιτυγχάνεται συμφωνία ως προς το πρόσωπό του. Στην έννοια του «πρόσφορου μέσου επικοινωνίας» εντάσσεται κάθε μορφή επικοινωνίας, ήτοι τηλεφωνική, ηλεκτρονική, έγγραφη. Κρίσιμο είναι, όμως, ο διαμεσολαβητής να λάβει έγγραφη έγκριση του μέρους με το οποίο επικοινώνησε, η οποία μπορεί να ληφθεί και ηλεκτρονικά (λ.χ. μέσω αποστολής «e-mail»), ώστε να υπάρχει απόδειξη αποδοχής του έτερου του προσφεύγοντος μέρος ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή. Επομένως, ο νομοθέτης δεν αρκείται σε προφορική διά τηλεφωνικής επικοινωνίας έγκριση κατά τα ανωτέρω. Το εν λόγω στάδιο επικοινωνίας είναι διερευνητικό και αφορά συγκεκριμένα στον ορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής. Δεν προβλέπεται στο στάδιο αυτό δικονομικό απαράδεκτο ή άλλη κύρωση, εάν το άλλο (σε σχέση με το επισπεύδον) μέρος δεν αποδεχθεί τον προτεινόμενο από το επισπεύδον μέρος διαμεσολαβητή. Εκτός από τη συμφωνία των μερών στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή που θα διεξαγάγει την ΥΑΣ, απαιτείται και αποδοχή του ορισμού του από τον ίδιο, η οποία δεν έχει κάποιο καθορισμένο στο νόμο τύπο. Αν δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία, κατά τα ανωτέρω ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 10 του ν. 4640/2019, με επιμέλεια του επισπεύδοντος μέρους, όπως ορίζεται στο τέταρτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 7 (βλ. Α. Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021 σελ. 199 επ.). Αντίθετα από το προϊσχύσαν δίκαιο, πλέον η ΚΕΔ ορίζει το διαμεσολαβητή με αποκλειστικό κριτήριο τη σειρά προτεραιότητας κατά τον αύξοντα αριθμό του Ειδικού Μητρώου του άρθρου 29 Ν. 4640/2019 και μεταξύ όσων κατοικούν στην περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, ενώ αν οι τελευταίοι δεν αρκούν λόγω ανεπάρκειας του αριθμού των ή σύγκρουσης συμφερόντων, ορίζεται διαμεσολαβητής που κατοικεί στην περιφέρεια του εφετείου (άρθρο 7 § 1 στ. β’ - στ’) (βλ. Π. Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020, σελ. 118 επ.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 τελ. εδάφιο και 7 παρ. 4 του ν. 4640/2019, προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η διεξαγωγή υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, το πρακτικό διεξαγωγής της ΥΑΣ κατατίθεται με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης [βλ. Π. Μάζη, Η εκ νέου ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης (άρθρα 1-31, 33 και 34 του ν. 4640/2019, ΕλλΔνη 2020. 412-426 (413-414)], και μάλιστα είτε η ΥΑΣ διενεργηθεί προ της έναρξης της εκκρεμοδικίας, ήτοι πριν την άσκηση της αγωγής, είτε μετά την έναρξή της [βλ. Α. Πλεύρη, ό.π., σελ. 193-194].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, εδρεύουσα στη Ρουμανία, εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «...», εκθέτει ότι η εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΑΔΜΗΕ) Α.Ε.», προμηθεύτηκε, πριν από δεκαπέντε (15) έτη, έναν Αυτομετασχηματιστή (εφεξής ΑΜ/Σ) 280 MVA, από τον οίκο «... S.A.» Ρουμανίας. Ότι η ενάγουσα ήταν ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος του κατασκευαστή οίκου («... S.A.») του ΑΜ/Σ στην Ελλάδα. Ότι, απαιτήθηκε να λάβει χώρα επισκευή-ανακαίνιση του εν λόγω ΑΜ/Σ, προς τον σκοπό δε αυτό, η εναγομένη συνήψε με την ενάγουσα την υπ’ αριθμ. .../28.4.2017 σύμβαση, με αντικείμενο την επισκευή αυτού (του ΑΜ/Σ) έναντι του αναφερόμενου συμβατικού τιμήματος. Ότι, στα πλαίσια αυτά, η ενάγουσα εξέδωσε, υπέρ της εναγόμενης, την αναφερόμενη εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης, της τράπεζας «...», ποσού 39.000,00 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, η σύμβαση προέβλεπε τη μεταφορά του ΑΜ/Σ από το λιμάνι του Λαυρίου στο εργοστάσιο της εταιρίας «... S.A.» στην Κραϊόβα (Craiova) της Ρουμανίας, προκειμένου αυτός να ανοιχθεί εκεί εντός ενός (1) μηνός, παρουσία επιθεωρητή της εναγόμενης, να προσδιορισθούν επακριβώς οι βλάβες, να επισκευασθούν αυτές και, ακολούθως, να επιστραφεί στην Ελλάδα ο ΑΜ/Σ, έτοιμος για χρήση, εντός οκτώ (8) μηνών. Ότι, πράγματι, στις 08/6/2017, έλαβε χώρα η φόρτωση του ΑΜ/Σ στο λιμάνι του Λαυρίου και ακολούθησε η μεταφορά του στο λιμάνι της Κωνστάντζα (Constanta), από όπου αυτός θα μεταφερόταν σιδηροδρομικά στην Κραϊόβα (Craiova) της Ρουμανίας. Ότι, όμως, εξαιτίας των αναφερό μενών εμποδίων, που συνιστούν λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 1 των γενικών όρων της ένδικης σύμβασης, καθυστέρησε η μεταφορά του ΑΜ/Σ από το λιμάνι της Κωνστάντζα (Constanta), στην Κραϊόβα (Craiova). Ότι, τελικώς, το άνοιγμα και ο έλεγχος του ΑΜ/Σ προς εντοπισμό της βλάβης έλαβε χώρα στις 30/5/2018, παρουσία επιθεωρητή της εναγομένης, κατ’ αυτόν δε (τον έλεγχο), διαπιστώθηκε η ανάγκη διενέργειας πρόσθετων εργασιών, και ως εκ τούτου ο ορισμός νέου χρόνου παράδοσης, καθώς και πρόσθετου τιμήματος για τις εν λόγω εργασίες. Ότι, όμως, ενώ διενεργούνταν διαπραγματεύσεις ως προς το κόστος των πρόσθετων ως άνω εργασιών, η δε ενάγουσα είχε προβεί σε παράταση, κατόπιν αιτήματος της εναγόμενης, της ισχύος της παραπάνω εγγυητικής επιστολής, η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα την από 19/10/2018 επιστολή της, με την οποία ανακοίνωνε στην τελευταία την καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης και την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Ότι, κατά της ως άνω έγγραφης καταγγελίας, η ενάγουσα άσκησε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου οργάνου της εναγομένης, πλην όμως ουδεμία απάντηση έλαβε. Ότι η παραπάνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης τυγχάνει άκυρη, διότι έλαβε χώρα κατά παράβαση αφενός των προβλεπόμενων στις διατάξεις του ν. 4412/2016 [από τον οποίο διέπεται η σύμβαση] όρων και διαδικασιών, αφετέρου των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και της χρηστής διοίκησης, τυγχάνει δε προδήλως καταχρηστική, ιδίως εξαιτίας του χρόνου, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε. Ότι, εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, που συνιστά αδικοπραξία, η ενάγουσα υπέστη αιτιωδώς θετική ζημία ύψους 413.952,38 ευρώ και αποθετική ζημία ύψους 90.000.00 ευρώ, καθώς και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ύψους 2.000.00,00 ευρώ. Ότι, άλλως, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η εναγομένη άσκησε το δικαίωμα αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 3 αυτής, η ίδια υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, κατά τις σχετικές συμβατικές προβλέψεις, τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η τελευταία μέχρι τον χρόνο της καταγγελίας, καθώς και, ως αποζημίωση, ποσό που αντιστοιχεί στο 5% της αξίας του υλικού που δεν είχε παραδοθεί κατά τον χρόνο της καταγγελίας, ήτοι συνολικά το ποσό των 452.952,38 ευρώ. Ότι, τέλος, η εναγομένη υποχρεούται να αποδώσει στην ενάγουσα, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό της εγγυητικής επιστολής, ύψους 39.000.00 ευρώ, κατά το οποίο η ίδια κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναλυτικότερα αναπτύσσεται στο αγωγικό δικόγραφο, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει: α) το ποσό των 413.952,38 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία αυτής, το ποσό των 90.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία αυτής, το ποσό των 2.000.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δυνάμει των διατάξεων περί αδικοπραξίας, καθώς και το ποσό των 39.000,00 ευρώ, δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ήτοι το συνολικό ποσό των 2.452.952,38 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) άλλως, νομιμοτόκως, το ποσό των 452.952,38 ευρώ, ως αποζημίωση δυνάμει του αναφερόμενου συμβατικού όρου, καθώς και το ποσό των 39.000,00 ευρώ, δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακόμη, ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των νόμιμων εκπροσώπων της εναγόμενης και να καταδικαστεί η τελευταία στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση αυτής [άρθρα 4 παρ. 1 και 63 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις], και τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 29/12/2022, εισάγει αίτημα παροχής έννομης προστασίας σχετικά με αστική υφιστάμενη διαφορά, για την οποία τα διάδικα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο αυτής, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, υπάγεται αφενός στη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4640/2019, που προβλέπει την υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου να ενημερώσει την εντολέα του, πριν από τη προσφυγή στο Δικαστήριο, για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, και την εντεύθεν υποχρέωση προσκομιδής του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου με τις προτάσεις στο Δικαστήριο το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, αφετέρου στη διάταξη του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και στην πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης με τις προτάσεις του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, το πρακτικό διεξαγωγής της ΥΑΣ κατατίθεται με τις προτάσεις των διαδίκων. Ειδικότερα, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης πρέπει να διενεργηθεί σε προγενέστερο χρόνο της κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων επί της αγωγής, το δε πρακτικό διεξαγωγής της ΥΑΣ να κατατεθεί με τις προτάσεις των διαδίκων, όχι δε μέχρι τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, κατά τους σχετικούς
ισχυρισμούς της ενάγουσας. Τυχόν αντίθετη εκδοχή θα αντίκειτο τόσο στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. 4640/2019, όσο και στον σκοπό και τη φύση της ΥΑΣ ως νομοθετημένης πρόβλεψης διενέργειας ενημερωτικής συνεδρίας περί της δυνατότητας διαμεσολάβησης στη συγκεκριμένη διαφορά και επιχείρησης εξωδικαστικής διευθέτησης αυτής, προτού οι διάδικοι προβούν σε περαιτέρω πράξεις προώθησης της δίκης, με την κατάθεση προτάσεων επί του εκκρεμούς ένδικου βοηθήματος. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι δεν τηρήθηκε τόσο η προβλεπόμενη στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2- 1 του ν. 4640/2019 διαδικασία, εφόσον δεν προσκομίσθηκε το απαιτούμενο ενημερωτικό έγγραφο, όσο και η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ίδιου νόμου διαδικασία διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα, η ενάγουσα απευθύνθηκε αρχικά σε διαμεσολαβητή της επιλογής της, ήτοι στον διαμεσολαβητή .... Ο τελευταίος επικοινώνησε με την εναγομένη, απευθύνοντας σε αυτή πρόσκληση προς διεξαγωγή ΥΑΣ, διά της αποστολής συστημένης επιστολής, στις 11/4/2023, η οποία παρελήφθη από την τελευταία (την εναγομένη) στις 12/4/2023. Στην ίδια επιστολή, ο παραπάνω διαμεσολαβητής όρισε ως χρόνο και τόπο διεξαγωγής της ΥΑΣ, την 26η/4/2023 και την αναφερόμενη διεύθυνση στην Αθήνα, αντίστοιχα. Η εναγομένη, με την από 24/4/2023 ηλεκτρονική επιστολή («e-mail») της πληρεξούσιας δικηγόρου της προς τον ανωτέρω διαμεσολαβητή, δήλωσε ότι δεν γίνεται αποδεκτός, από πλευράς της, ο ορισμός αυτού, ως διαμεσολαβητή. Εντούτοις, ακολούθως συνετάγη, από τον παραπάνω διαμεσολαβητή, το από 26/4/2023 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, στο οποίο αναγράφεται ότι, κατά την εν λόγω συνεδρία, παραστάθηκε η επισπεύδουσα-ενάγουσα και δεν παραστάθηκε η εναγομένη, ενώ στις ενσωματωμένες, στο εν λόγω πρακτικό, παρατηρήσεις του διαμεσολαβητή, αναγράφονται τα ακόλουθα: «Δεν παραστάθηκε το έτερο μέρος καθώς δεν συμφώνησε στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή για την εκτέλεση της αρχικής συνεδρίας. Είχε γνωστοποιηθεί πρόσκληση διαμεσολάβησης με συστημένη επιστολή, την οποία και παρέλαβε 14 ημέρες πριν από την αρχική υποχρεωτική συνεδρία (επισυνάπτεται το αποδεικτικό παραλαβής της πρόσκλησης), 2 ημέρες πριν τη διαμεσολάβηση και ενώ είχα ενημερωθεί τηλεφωνικώς ότι θα πραγματοποιηθεί η διαμεσολάβηση εξ αποστάσεως, παρέλαβα e-mail, ότι το έτερο μέρος δεν συμφωνεί με την επιλογή του επισπεύδοντος μέρους προς το πρόσωπό μου. Η πράξη αυτή έφερε τη λήξη της προσπάθειας του επισπεύδοντος μέρους και της δικής μου προς επίλυση της διαφοράς». Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 του ν. 4640/2019 διαδικασία για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, εφόσον δεν διενεργήθηκε ΥΑΣ από διαμεσολαβητή που ορίσθηκε δυνάμει συμφωνίας των μερών ή ελλείψει συμφωνίας αυτών, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, το προβλεπόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 7 στάδιο ορισμού διαμεσολαβητή, αποτελεί διερευνητικό στάδιο, το οποίο ως αντικείμενο έχει αποκλειστικά τον ορισμό, κατά τους όρους του νόμου, διαμεσολαβητή. Αυτό δε, αποτελεί χωριστό και διακριτό στάδιο της προβλεπόμενης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου διαδικασίας, ήτοι της διαδικασίας καθορισμού -από τον ήδη νομίμως ορισθέντα, από τα μέρη ή την ΚΕΔ, διαμεσολαβητή- του τόπου και του χρόνου διεξαγωγής της ΥΑΣ. Άλλωστε, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η έγκριση του έτερου του προσφεύγοντος μέρους ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, πρέπει να είναι έγγραφη, ώστε είναι άνευ έννομης επιρροής τα αναφερόμενα στο από 26/4/2023 πρακτικό, ότι είχε προηγηθεί αποδοχή ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του έτερου μέρους. Περαιτέρω, κατόπιν των ανωτέρω, στις 25/4/2023, η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα ορισμού διαμεσολαβητή στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, σε συνέχεια του οποίου ορίστηκε ως διαμεσολαβήτρια η Αλεξάνδρα Στουραΐτη. Η τελευταία αποδέχθηκε τον διορισμό της και απέστειλε, στις 29/5/2023, πρόσκληση στα μέρη για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, ορίζοντας, ως χρόνο αυτής την 1η/6/2023. Ως εκ τούτου, τόσο η αποστολή πρόσκλησης, εκ μέρους της ορισθείσης εκ μέρους της ΚΕΔ διαμεσολαβήτριας, όσο και ο ορισθείς χρόνος διεξαγωγής της ΥΑΣ, τοποθετούνται σε χρόνο μεταγενέστερο της, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων. Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει εάν ακολούθως πράγματι διενεργήθηκε ΥΑΣ, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 4640/2019 (η οποία, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να είχε διενεργηθεί σε χρόνο προγενέστερο της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων), εφόσον δεν κατατέθηκε σχετικό πρακτικό. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής, σύμφωνα και με τους βάσιμους ισχυρισμούς της εναγομένης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, καθώς η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ τη συζήτηση της αγωγής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις .... Ιουνίου 202
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19/6/2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ