Η αγωγή της ενάγουσας εταιρείας από τη Ρουμανία αφορά τη σύμβαση επισκευής ενός αυτομετασχηματιστή, με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από τη διακοπή της σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης, την κατάπτωση εγγυητικής επιστολής, και την αξίωση αποζημίωσης. Συγκεκριμένα, η σύμβαση προέβλεπε μεταφορά, επισκευή και επιστροφή του αυτομετασχηματιστή από την Ελλάδα στη Ρουμανία εντός οκτώ μηνών. Ωστόσο, λόγω εμποδίων ανωτέρας βίας, υπήρξε καθυστέρηση, ενώ στη συνέχεια διαπιστώθηκε ανάγκη πρόσθετων εργασιών και σχετικών διαπραγματεύσεων. Κατά τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων, η εναγόμενη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης και στην κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, ενώ η ενάγουσα θεωρεί την καταγγελία άκυρη και καταχρηστική και διεκδικεί αποζημίωση για θετική και αποθετική ζημία, ηθική βλάβη καθώς και το ποσό της εγγυητικής επιστολής. Άλλως, διεκδικεί αποζημίωση 452.952,38 ευρώ σύμφωνα με τη σύμβαση και την επιστροφή της εγγυητικής.
Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 6 και 7 του Ν. 4640/2019, για τις εμπορικές διαφορές όπως η συγκεκριμένη, απαιτείται η υποχρεωτική ενημέρωση του εντολέα για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης και η διενέργεια υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης (ΥΑΣ).
Η ενάγουσα, μέσω διαμεσολαβητή, κάλεσε την εναγόμενη σε συνεδρία ΥΑΣ, η οποία ωστόσο αρνήθηκε την αποδοχή του διαμεσολαβητή της ενάγουσας.
Κατόπιν αυτής της άρνησης, η ενάγουσα ζήτησε ορισμό διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ), η οποία καθυστέρησε να αποστείλει πρόσκληση προς την εναγόμενη και να καθορίσει ημερομηνία για τη συνεδρία μετά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής προτάσεων.
Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης δεν τηρήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις του Ν. 4640/2019, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, καθώς δεν προσκομίστηκε έγκαιρα το σχετικό ενημερωτικό έγγραφο ούτε το πρακτικό ΥΑΣ.