Αριθμός 524/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 2 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί αναιρέσεως της ΒΑΜ 6945/2023 αποφάσεως του Β’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Ν. Κ. του Δ., κάτοικο Αθηνών, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Β’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό …/2023 και ημερομηνία 9/11/2023 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών ... και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 1 του ΚΠΔ “... την αναίρεση μπορούν να ζητήσουν: α)... β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου, των δικαστηρίων ανηλίκων, των μονομελών πλημμελειοδικείων της έδρας και περιφέρειας του...”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 507 ΚΠΔ "Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 ΚΠΔ ορίζεται μεταξύ άλλων ότι, "Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση...”, από δε τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 5 του ΚΠΔ συνάγεται, ότι κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτός της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ήτοι του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ "Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ή στην Ολομέλειά του. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο αναιρεσείων δεν παραστεί στη συζήτηση ή στη μετ' αναβολή αυτής με συνήγορο, η αναίρεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 4 του ίδιου κώδικα "Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην”. Εξάλλου, ως "υπόλοιποι" διάδικοι οι οποίοι πρέπει να καλούνται στη συζήτηση της αναίρεσης, θεωρούνται όλοι εκείνοι, οι οποίοι νομίμως απέκτησαν την ιδιότητα του διαδίκου, μεταξύ των οποίων πρωτίστως περιλαμβάνεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος πρέπει να καλείται, για να παραστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης που άσκησε ο εισαγγελέας, καθόσον το έννομο συμφέρον του είναι προφανές να αντικρούσει την αναίρεση, εφόσον στρέφεται εναντίον του και να υποστηρίξει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, στην περίπτωση δε κατά την οποία η αναίρεση του εισαγγελέα ασκήθηκε υπέρ αυτού (κατηγορουμένου) να υποστηρίξει τη βασιμότητα των λόγων της. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερόμενου διαδίκου, από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δε αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο, ενώ αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της. Η επίδοση αυτή, με θυροκόλληση, είναι έγκυρη μόνον όταν επακολουθήσει νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από το νόμο, σε αυτή δε την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση (ΑΠ 476/2021). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίσθηκε όμως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί κανονικά και δικάζεται σαν να ήταν και αυτός, δηλαδή ο κατηγορούμενος, παρών.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 9.11.2023 αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με δήλωση στη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνταχθείσας της υπ' αριθμ. ../2023 σχετικής έκθεσης, στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. ΒΑΜ 6945/2023 απόφασης του Β’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 11.9.2023 αίτηση του καταδικασθέντος Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ..., οδός ..., για τον καθορισμό μιας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής, για τις ποινές που του επιβλήθηκαν με την υπ' αριθμ. 869/2019 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και την υπ' αριθμ. 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και καθόρισε σε βάρος του αιτούντος - καταδικασθέντος μία συνολική ποινή φυλάκισης, διάρκειας τριάντα (30) μηνών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ' αυτή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση καθαρογραμμένης της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ, η οποία έλαβε χώρα στις 30.10.2023, από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 474 παρ.1 και 4, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1, 507, 551 παρ. 5 ΚΠΔ), περιλαμβάνει δε ως λόγο αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, σαν να ήταν παρών και ο απολειπόμενος κατηγορούμενος Ν. Κ. του Δ., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ως άνω δικάσιμο (2.2.2024) ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα, παρότι κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση της υπ' αριθμ. .../29.11.2023 κλήσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον ίδιο με θυροκόλληση παρουσία του μάρτυρα ..., επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, καθόσον δεν βρέθηκε στην ως άνω κατοικία του ο ίδιος, αλλά ούτε και κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του ΚΠΔ, καθώς και στον νομίμως διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο ..., στα χέρια του ιδίου, όπως αυτά προκύπτουν από τα από 4/12/2023 και 11.12.2023 αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ... και ..., αντίστοιχα, που έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 551 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΚΠΔ, οι διατάξεις του οποίου, κατά το μέρος που αφορούν στον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές, "1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ΠΚ για τη συρροή. 2. Αν στις καταδίκες που απαγγέλθηκαν η κατά την επόμενη παράγραφο ποινή βάσης επιβλήθηκε από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Μονομελές ή Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων ή και από το Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αρμόδιο είναι το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το μονομελές Εφετείο. Το ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής έχει και τη δικαιοδοσία των παρ. 4 και 5 του άρθρου 80 ΠΚ. 3. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παρ. αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει την συνολική ποινή. 4. Η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι' αυτό. Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται και αν κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί, όμως, να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο διοριζόμενο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2. 5. Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή τον συνήγορό του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα”. Από τη διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου 551 του ΚΠΔ, κατά την οποία στην περίπτωση που μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση η οποία αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις, συνάγεται ότι μόνον όταν η καθορισθείσα συνολική ποινή δεν είναι η βαρύτερη και δεν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση της νέας επιμέτρησης, αλλά πρέπει να συγχωνευθεί με άλλη βαρύτερη, τότε διασπάται και συγχωνεύονται οι επιμέρους ποινές με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να ληφθεί από αυτές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για το σχηματισμό νέας συνολικής ποινής από αυτό που είχε ληφθεί προηγουμένως (ΑΠ 1516/2022, ΑΠ 1282/2016). Εξάλλου το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του καθορισμού της συνολικής ποινής κατά το άρθρο 551 του ΚΠΔ, προβαίνει μόνο στον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν έχει την εξουσία να προβεί σε νέα κρίση, ήτοι σε τροποποίηση των κατ' ιδίαν αποφάσεων, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι συντρέχουσες ποινές, αν δε παρά ταύτα το πράξει, δημιουργείται λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του νέου ΠΚ, "Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, κατά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μίας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση”. Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη, σε σχέση με την αντίστοιχη του ισχύσαντος μέχρι την 30.6.2019 ΠΚ, καθόσον με αυτή: α) καταργήθηκε το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώθηκε στο ένα δεύτερο, από τα τρία τέταρτα, κάθε συντρέχουσας ποινής και γ) μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι (έτη) στην περίπτωση της κάθειρξης και από τα δέκα έτη σε οκτώ (έτη) στην περίπτωση της φυλάκισης (ΑΠ 4/2021, ΑΠ 971/2021). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 97 του νέου ΠΚ, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96Α παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή. Αν παραβιασθούν οι παραπάνω διατάξεις για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασθέντα και τον Εισαγγελέα για τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο, καθόσον οι διατάξεις αυτές είναι ουσιαστικές (ΑΠ 1233/2022, ΑΠ 1516/2022). Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευμένη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο (ΑΠ 85/2021, ΑΠ 799/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. ΒΑΜ 6945/2023 Απόφασης του Β’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Ν. Κ. του Δ., γεν 12.2.1965 στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ... είχε καταδικαστεί: α) Με την με αριθμ. 869/2019 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατόπιν έφεσης κατά της με αριθμ. 3026/2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών και συνολική χρηματική ποινή επτά χιλιάδες πεντακόσια (7.500) ευρώ, η οποία αποτελείται για την μεν ποινή φυλάκισης από τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης των δεκατεσσάρων (14) μηνών για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών ΙΚΑ, ως ποινή βάσης, η οποία προσαυξάνεται κατά έξι(6)μήνες από τη συντρέχουσα ποινή των δώδεκα (12) μηνών για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ, για δε τη χρηματική ποινή από τη βαρύτερη χρηματική ποινή των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών ΙΚΑ, ως ποινή βάσης, η οποία προσαυξάνεται κατά χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ από τη συντρέχουσα χρηματική ποινή των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ. Η ανωτέρω συνολική στερητική της ελευθερίας ποινή ανεστάλη για μία τριετία. Η εν λόγω απόφαση κατέστη αμετάκλητη, ενώ με την υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ανακλήθηκε κατ' άρθρ. 101 παρ. 2αΠΚ η χορηγηθείσα τριετής αναστολή. Η ανωτέρω συνολική ποινή φυλάκισης των είκοσι (20) μηνών μετατράπηκε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ με την με αριθμ. 3478/2023 απόφαση του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Β) Με την με αριθμ. 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατόπιν έφεσης κατά της υπ' αριθμ. 116213/2012 Απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε συνολική ποινή δέκα έξι (16) μηνών και συνολική χρηματική ποινή δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, η οποία αποτελείται για μεν την ποινή φυλάκισης από την βαρύτερη ποινή των δώδεκα (12) μηνών για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών Ι.Κ.Α, ως ποινή βάσης, η οποία προσαυξάνεται κατά τέσσερις (4) μήνες από την συντρέχουσα ποινή των οκτώ (8) μηνών για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ, για δε τη χρηματική ποινή από την βαρύτερη χρηματική ποινή των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών ΙΚΑ, ως ποινή βάσης, η οποία προσαυξάνεται κατά πεντακόσια (500) πεντακόσια ευρώ από την συντρέχουσα χρηματική ποινή των (1.000) ευρώ για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ. Η ανωτέρω συνολική στερητική της ελευθερίας ποινή ανεστάλη για μία τριετία. Η ανωτέρω απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Με την με αριθμ. …/2023 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ανακλήθηκε κατ' άρθρ. 101 παρ.2α ΠΚ η χορηγηθείσα τριετής αναστολή. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω καταγνωσθείσες χρηματικές ποινές βεβαιώθηκαν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ο ανωτέρω καταδικασθείς με την από 11-9-2023 αίτησή του, ζήτησε την κατ' άρθρ. 551 παρ.1 ΚΠΔ συγχώνευση των ποινών που του έχουν επιβληθεί με την υπ' αριθμ. 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και την με αριθμ. 869/2019 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η αίτηση εισήχθη στο Β’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κατά την δικάσιμο της 13/9/2023, το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη με αριθμ. 6945/2023 απόφαση, με την οποία δέχθηκε τα ακόλουθα επί λέξει στο διατακτικό: "Δέχεται την από 11-9-2023 αίτηση. Καθορίζει σε βάρος του αιτούντος-καταδικασθέντος ποινή φυλάκισης διάρκειας τριάντα (30) μηνών αποτελούμενη από την βαρύτερη ποινή των δεκατεσσάρων (14) μηνών, που του επιβλήθηκε με τη με αριθμό 869/2019 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως ποινή βάσης, επαυξημένη κατά έξι (6) μήνες από την συντρέχουσα ποινή των δώδεκα (12) μηνών, που του επιβλήθηκε με την με αριθμό 869/2019 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά έξι (6) μήνες από την συντρέχουσα ποινή των δώδεκα (12) μηνών, που του επιβλήθηκε με τη με αριθμό 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και κατά τέσσερις (4) μήνες από την συντρέχουσα ποινή των οκτώ (8) μηνών, που του επιβλήθηκε με την με αριθμό 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών”.
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικάσαν Β’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένα εφάρμοσε ουσιαστική διάταξη νόμου (άρθρ. 510 παρ.Ι Ε ΚΠΔ) και συγκεκριμένα τη διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ που παραπέμπει στην εφαρμογή των άρθρων 94 παρ. 1 ΠΚ στην συγκεκριμένη περίπτωση σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 551 παρ.3-1 ΚΠΔ. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο όφειλε σε εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων κατά την συγχώνευση των ποινών που επιβλήθηκαν στον Ν. Κ. με την με αριθμ. 869/19 απόφαση του Δ’Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και την με αριθμ. 1553/2018 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών να λάβει ως ποινή βάσης για τον καθορισμό συνολικής ποινής την ποινή φυλάκισης των είκοσι (20) μηνών που επιβλήθηκε με την με αριθμ. 869/19 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, χωρίς να τη διασπάσει στις επιμέρους συντρέχουσες ποινές από τις οποίες αυτή αποτελείται, διότι πρόκειται για απόφαση καθορισμού συνολικής ποινής, η οποία είναι η βαρύτερη των συντρεχουσών ποινών προς συγχώνευση. Αντ’ αυτού του Β’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την με αριθμ. 6945/2023 απόφασή του εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 97, 94 παρ. 1 ΠΚ και 551 παρ.3-1 ΚΠΔ, αφού δεν έλαβε ως ποινή βάσης την συνολική ποινή των είκοσι (20) μηνών, αλλά έλαβε ως ποινή βάσης την ποινή φυλάκισης των δεκατεσσάρων μηνών της με αριθμ. 869/19 Απόφασης του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, θεωρώντας αυτή ως τη βαρύτερη διασπώντας εσφαλμένα την καθορισθείσα συνολική ποινή της ανωτέρω απόφασης, την οποία και επαύξησε κατά έξι (6) μήνες από την ποινή των δώδεκα (12) μηνών της υπολοιπόμενης πράξης της υπ' αριθμ. 869/19 απόφασης του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά έξι (6) μήνες από την ποινή των δώδεκα (12) μηνών της β' πράξης της με αριθμ. 1553/2018 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και κατά την ποινή των τεσσάρων (4) μηνών από την α' πράξη με αριθμ. 1553/2018 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επομένως, το δίκασαν Δικαστήριο που έκρινε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 94 παρ. 1, 3, 97 ΠΚ και 551 παρ. 1 και 3 του ΚΠοινΔ (η οποία είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου κατά το μέρος της που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής) και καθόρισε κατά τα προαναφερθέντα τη συνολική ποινή, προβαίνοντας σε διάσπαση της συνολικής ποινής των είκοσι (20) μηνών (της με αριθμ. 869/19 Απόφασης) - αν και ήταν η βαρύτερη των συντρεχουσών ποινών κι έπρεπε αυτή να αποτελέσει την βάση της νέας συνολικής ποινής- και στην εκ νέου συγχώνευση όλων των επιμέρους ποινών που επιβλήθηκαν με την ως άνω υπ' αριθμ. 869/19 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις επιμέρους συγχωνευτικές ποινές (κατόπιν διάσπασης της συνολικής ποινής των 16 μηνών) της με αριθμ. 1553/2018 Απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε ορθά τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και έτσι κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου της αναίρεσης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ΒΑΜ 6945/2023 απόφαση του Β’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση το ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. ΒΑΜ 6945/2023 απόφαση του Β’ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ