Απόφαση

Αριθμός 600/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Φώτιο Μουζάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Σανιδά, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 199/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2023 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18.12.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15-12-2023 αίτηση αναίρεσης του Μ. Π. του Ν., κατά της υπ' αριθμ. 199/22-3-2023 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς (που καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του προαναφερθέντος δικαστηρίου στις 28-11-2023), με την οποίαν ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α', 2β' ΠΚ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 5, 14, 15, 16, 17, 18, 26 περ. β', 28, 50, 51, 53, 55, 57 και 79 ΠΚ) και αφού αναγνωρίσθηκαν σ' αυτόν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α' και δ' ΠΚ), επιβλήθηκε σ' αυτόν χρηματική ποινή εκατό (100) ημερησίων μονάδων, το ύψος εκάστης των οποίων καθορίσθηκε στο ποσόν των πέντε (5) ευρώ, δηλαδή χρηματική ποινή συνολικού ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1, περ. α' ΚΠΔ, με σχετική προς τούτο δήλωσή του, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-12-2023. Επί πλέον περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω πράξη και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ).
Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρα δεύτερο του ως άνω νόμου και 460 του νέου ΠΚ) στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του οποίου ορίζεται: "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, ο οποίος με την εφαρμογή του, δηλαδή με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Έτσι, είναι πλέον δυνατόν σε περίπτωση ισχύος περισσότερων του ενός νόμων από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, το Δικαστήριο να εφαρμόζει επιλεκτικά κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του ενός από τους ισχύσαντες νόμους και κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του άλλου, εφόσον ο συνδυασμός αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον”. Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων ποινών φυλάκισης ή κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020) ή εκείνος ο οποίος καθιστά την πράξη ανέγκλητη ή που θεσπίζει την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής ή την παραγραφή των ποινών. Επίσης, επιεικέστερος τυγχάνει ο νόμος όταν με σχετική διάταξη αυτού μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα, με αποτέλεσμα την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, αλλά και τη σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής (ΑΠ 519/2024, ΑΠ 945/2022, ΑΠ 841/2020).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα, "Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών" και με την αντίστοιχη διάταξη του ιδίου άρθρου του από 1-7-2019 νΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019), "Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση έως δύο έτη”, ενώ κατά την αυτή ως άνω διάταξη του ιδίου άρθρου 314 παρ. 1, εδ. α' ΠΚ μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 67 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’/246/12.11.2021), ως προς την σειρά των προβλεπόμενων ποινών, που άρχισε να ισχύει από 12-11-2021, "Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”.
Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση, που το παρακάτω αναφερόμενο τελεσθέν έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο, έλαβε χώρα στις 1-2-2018, ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο, βάσει της σειράς των προβλεπόμενων ποινών, είναι αυτή που ίσχυσε από 1-7-2019 μέχρι 12-11-2021 (ΑΠ 562/2023). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. β' του αυτού ως άνω άρθρου 314 ΠΚ "Η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων (314 παρ. 1 και 28 ΠΚ) προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται: α) Να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 932/2023, ΑΠ 1482/2019). Εξάλλου, η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της επίδικης αξιόποινης πράξεως, "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος (ΟλΑΠ 4/2010). Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως, να εκτίθενται δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠ 932/2023, ΑΠ 83/2022, ΑΠ 939/2020). Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, που, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. Ήδη, στο άρθρο 15 του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ, ορίζεται ότι: "1. Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή (αρθρ. 83)”. Η τελευταία διάταξη περιέχει επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατ' άρθρο 2 παρ.1 νΠΚ, αφού προβλέπει δυνητικά την επιβολή μειωμένης ποινής επί εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, όπως στην κρινόμενη υπόθεση (ΑΠ 83/2022, ΑΠ 689/2020, ΑΠ 939/2020, ΑΠ 799/2019).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 6/2024, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά ακριβώς αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή, ενώ όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 6/2024, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 930/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε τα εξής: "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κυρία διαδικασία, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας στο ακροατήριο, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως η αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων έγινε σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 § 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκε, κατά την κρίση της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου, ότι στον λιμένα ... Βοιωτίας, την 01.02.2018, ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ι. Α.Ε." (στο εξής, η Ι.), από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλον και συγκεκριμένα σε εργαζόμενο της Ι., αν και ως εκ της ιδιότητάς του, ως εργοδότη, ήταν υπόχρεος σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίζει την επέλευση σωματικών κακώσεων και βλαβών στους εργαζόμενους. Ειδικότερα, στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ο Λ. - Α. Π., ο οποίος συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την Ι., απασχολούμενος ως ανειδίκευτος εργάτης ορυχείων και λατομείων, εργαζόταν εντός του πλοίου "N.”, με σημαία …, το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στις ιδιόκτητες λιμενικές εγκαταστάσεις της επιχείρησης Μ. Α.Ε. και στο οποίο γινόταν φόρτωση τελικών προϊόντων αλουμινίου, κυλινδρικών ράβδων και πλακών. Στο πλαίσιο των ανατεθέντων σε εκείνον καθηκόντων, στεκόταν, μαζί με άλλους εργαζόμενους της Ι., επί των αποθεμένων προϊόντων, μεριμνώντας για τη σταθεροποίηση του φορτίου του πλοίου προς αποφυγή της εν πλω μετατόπισής του, με την απασφάλιση των ιμάντων μεταφοράς του γερανού από το φορτίο, την τοποθέτηση ξύλινων δοκών (καδρόνια) μεταξύ κάθε δέματος - στρώσης προϊόντων, εγκάρσια και ενδιάμεσα και την τοποθέτηση ξύλινων σφηνών με ήλωση μεταξύ κάθε δέματος των προϊόντων και του εσωτερικού περιβλήματος του αμπαριού. Τη στιγμή που συνέβη το επίμαχο ατύχημα, ο παθών στεκόταν επί των δεμάτων (κολώνες διαμέτρου Φ178 χιλιοστών), σε ύψος τεσσάρων μέτρων και δεκαπέντε εκατοστών (4,15 μ.) από τον πυθμένα του κήτους, τοποθετώντας ενδιάμεσα των δεμάτων τις σφήνες ασφάλισης του φορτίου. Καθώς τοποθετούσε σφήνα μεταξύ των δεμάτων, σε απόσταση περίπου δέκα εκατοστών (0,10 μ.) από την ελεύθερη άκρη του φορτίου, ο παθών έπεσε στον πυθμένα του κήτους ενδιάμεσα του κενού που υπήρχε μεταξύ του στοιβαγμένου φορτίου και του πλωριαίου τμήματος του αμπαριού, προσκρούοντας πρωτίστως κατά την πτώση του στην υποκείμενη εξοχή του φορτίου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και συγκεκριμένα, να υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης και κάκωση θώρακος. Το περιγραφόμενο ατύχημα θα είχε αποφευχθεί, αν ο κατηγορούμενος είχε μεριμνήσει για τη χορήγηση στον παθόντα εργαζόμενο ολόσωμων ζωνών ασφαλείας για εργασίες σε ύψος, οι οποίες ζώνες θα στηρίζονταν σε κατάλληλο και επαρκούς αντοχής σημείο και επιπλέον, θα έφεραν διάταξη αυτόματης ανακοπής της πτώσης, με ταυτόχρονη επίβλεψη εκ μέρους του (του κατηγορούμενου) της ορθής χρήσης αυτών. Πλην όμως, ο κατηγορούμενος παρέλειψε λόγω αμέλειας να λάβει τα ανωτέρω αναφερόμενα μέτρα ασφαλείας, μολονότι όφειλε και μπορούσε να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής, ενόψει της ιδιότητάς του ως νόμιμου εκπροσώπου και Προέδρου του Δ.Σ. της Ι. και της μεγάλης εμπειρίας του στο πεδίο. Επισημαίνεται ότι, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος (01.02.2018) αυτός έφερε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. και νομίμου εκπροσώπου της Ι. (ΦΕΚ τ. Α.Ε.-Ε.Π.Ε. .../22.10.2012, σε συνδυασμό με το με αριθμό πρωτοκόλλου .../19.07.2017 πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης του Επιμελητηρίου Φωκίδας και τη με αριθμό πρωτοκόλλου .../…2018 ανακοίνωση περί καταχώρησης στο ΓΕΜΗ του Επιμελητηρίου Φωκίδας), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύμβαση εργολαβίας με τη Μ. Α.Ε. για το συγκεκριμένο έργο είχε υπογραφεί, για λογαριασμό της Ι., από έτερο πρόσωπο και συγκεκριμένα, από τον Ε. Γ.. Συνεπεία δε, της περιγραφόμενης παράλειψής του, ο κατηγορούμενος προκάλεσε τον επίμαχο τραυματισμό του παθόντος εργαζόμενου. Κατά τα λοιπά, αρμόδια για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας των εργαζόμενων δεν ήταν η κυρία του έργου, Μ. Α.Ε., όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, αλλά ο ίδιος, ως εργοδότης του παθόντος, ο οποίος όφειλε λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του να έχει εποπτεύσει επαρκώς τον χώρο των εργασιών, να έχει εντοπίσει τους κινδύνους που μπορούσαν να προκύψουν και να έχει μεριμνήσει εκ των προτέρων για τη λήψη κατάλληλων και επαρκών μέτρων ασφαλείας για τους εργαζομένους του, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη, πάντως ποινικά αδιάφορη, ενδοσυμβατική ευθύνη της Μ. Α.Ε. να υποδεικνύει στην Ι. τυχόν ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του χώρου των εργασιών. Η σχετική κρίση ενισχύεται από το γεγονός ότι η ίδια η Ι. αποζημίωσε, μέσω της ασφαλιστικής της εταιρίας, τον παθόντα και όχι η Μ. Α.Ε. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η χρήση ζωνών ασφαλείας δεν ενδείκνυται για εργασίες που πραγματοποιούνται σε κλειστούς και στενούς χώρους, όπως το αμπάρι του πλοίου, όπου έλαβε χώρα ο επίμαχος τραυματισμός και μάλιστα είναι επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα των εργαζόμενων, ιδίως σε περίπτωση φωτιάς, αιφνίδιας μετατόπισης του πλοίου από ριπές του ανέμου, δυσλειτουργίας του γερανού ή περιπλοκής των ιμάντων μεταξύ τους. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθώς στην αναγνωσθείσα στο ακροατήριο, πειστική και πλήρως εμπεριστατωμένη, έκθεση της Επιθεώρησης Εργασίας ρητά αναφέρεται ως ενδεδειγμένη, έστω διαζευκτικά, η χρήση τέτοιου είδους ζωνών για τη συγκεκριμένη εργασία. Ως εκ τούτου, η περιγραφή από πλευράς του κατηγορούμενου των ενδεχόμενων κινδύνων εκτιμάται ότι είναι τουλάχιστον υπερβολική, έτσι ώστε το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση ζωνών ασφαλείας δεν παραλείφθηκε για λόγους ασφάλειας, αλλά προκειμένου να εξοικονομηθεί χρόνος και έξοδα υπέρ της Ι.. Σε κάθε περίπτωση, έστω κι αν ήθελε υποτεθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο ασφαλείας, ήτοι η χρήση ζωνών ασφαλείας, ενέχει κάποιους κινδύνους για την ασφάλεια των εργαζόμενων υπό τις περιγραφόμενες περιστάσεις, καθώς και ότι υπήρχε άλλο, καταλληλότερο μέτρο για τις εργασίες εντός του κλειστού και στενού χώρου του αμπαριού του πλοίου, ήτοι η τοποθέτηση στρωμάτων fallbucks στα κενά μεταξύ του κήτους και των δεμάτων - μέτρο που πράγματι λήφθηκε μετά το επίμαχο ατύχημα - η χρήση ζωνών θα παρείχε προδήλως μεγαλύτερη ασφάλεια από την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε μέτρου ασφαλείας για την πραγματοποίηση των περιγραφόμενων εργασιών σε ύψος. Μάλιστα, κατά την κρίση της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου, συνεκτιμώντας τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, στατιστικά οι κίνδυνοι από την πραγματοποίηση εργασιών σε ύψος χωρίς τη χρήση ζωνών ασφαλείας, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, είναι πολύ μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη χρήση τους, ήτοι από το ενδεχόμενο φωτιάς, δυσλειτουργίας του γερανού ή αιφνίδιας μετατόπισης του πλοίου, πολλώ δε μάλλον από το ενδεχόμενο να μπερδευτούν οι ιμάντες μεταξύ τους, αφού, ιδίως το τελευταίο αυτό ενδεχόμενο, μπορεί ευχερώς να αποφευχθεί με την επισταμένη και διαρκή επίβλεψη και τον συντονισμό από την Ι. της ταυτόχρονης, ομαδικής εργασίας πολλών ατόμων, όπως μπορεί να αποφευχθεί και το ενδεχόμενο πυρκαγιάς με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση ζωνών ασφαλείας δεν αναιρείται από τις αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων ... και Η. Φ., καθώς ο μεν εργάζεται στην Ι. ως μεταλλειολόγος μηχανικός από δωδεκαετίας, ο δε είναι Προϊστάμενος στο τμήμα συμβάσεων και προμηθειών της Ι., στην οποία απασχολείται τουλάχιστον από το 2009, αμφότεροι δηλαδή συνδέονται με την Ι. με σχέση εξάρτησης, έτσι ώστε οι καταθέσεις τους δεν κρίνονται πειστικές. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται ούτε από την κατάθεση του ίδιου του παθόντος ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι πείσθηκε από τις συζητήσεις του με τους υπεύθυνους της Ι., πως δεν ήταν ενδεδειγμένη η χρήση ζωνών ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάθεσή του αυτή δεν αποκλείεται να αποτέλεσε περιεχόμενο της συμφωνίας του με την Ι. για την επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού, στο πλαίσιο του οποίου έλαβε - από την ασφαλιστική εταιρία της Ι. - αποζημίωση ύψους 55.000,00 € για τον τραυματισμό του. Άλλωστε, η άποψη του ίδιου του παθόντος ως προς το πρόσωπο του υπαίτιου για τον τραυματισμό του ουδόλως είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, στην κυριαρχική εξουσία του οποίου υπόκειται η σχετική κρίση. Πλέον των ανωτέρω, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η δήλωση του παθόντος ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορούμενου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παύση της ποινικής δίωξης, η οποία είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτεπάγγελτη, καθώς ο κατηγορούμενος ήταν υπόχρεος, λόγω του επαγγέλματός του (εργοδότης - νόμιμος εκπρόσωπος της Ι.), να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή ως προς τη λήψη των μέτρων ασφαλείας των εργαζόμενων. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη...”. Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε κατά πλειοψηφία τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο και ειδικότερα του ότι: “...στον λιμένα ... Βοιωτίας, την 01.02.2018, ως εργοδότης του Λ.-Α. Π. και συγκεκριμένα ως νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος του Δ.Σ. της επιχείρησης "Ι. Α.Ε." από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας στον ως άνω εργαζόμενο, αν και, ως εκ της ιδιότητας και του επαγγέλματός του, ήταν υπόχρεος σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίζει την επέλευση σωματικών κακώσεων και βλαβών σε εργαζόμενους της Ι.. Ειδικότερα, στον άνω τόπο και χρόνο, προξένησε από αμέλειά του κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης και κάκωση θώρακος στον παθόντα, κατά τη διάρκεια εργατικού ατυχήματος, υπό τις ακόλουθες συνθήκες και περιστάσεις: Την 01.02.2018 ο παθών, ο οποίος συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την Ι., απασχολούμενος ως ανειδίκευτος εργάτης ορυχείων και λατομείων, εργαζόταν εντός του πλοίου "N.”, με σημαία Παναμά, το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στις ιδιόκτητες λιμενικές εγκαταστάσεις της επιχείρησης Μ. Α.Ε. και στο οποίο γινόταν φόρτωση τελικών προϊόντων αλουμινίου, κυλινδρικών ράβδων και πλακών. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των ανετεθέντων σε εκείνον καθηκόντων, στεκόταν, μαζί με άλλους εργαζόμενους της Ι., επί των αποθεμένων προϊόντων, μεριμνώντας για τη σταθεροποίηση του φορτίου του πλοίου προς αποφυγή της εν πλω μετατόπισής του, με την απασφάλιση των ιμάντων μεταφοράς του γερανού από το φορτίο, την τοποθέτηση ξύλινων δοκών (καδρόνια) μεταξύ κάθε δέματος-στρώσης προϊόντων (εγκάρσια και ενδιάμεσα) και την τοποθέτηση ξύλινων σφηνών με ήλωση μεταξύ κάθε δέματος των προϊόντων και του εσωτερικού περιβλήματος του αμπαριού. Ιδίως τη στιγμή που συνέβη ο επίμαχος τραυματισμός του, ο παθών στεκόταν επί των δεμάτων (κολώνες διαμέτρου Φ178 χιλιοστών), σε ύψος τεσσάρων μέτρων και δεκαπέντε εκατοστών (4,15 μ.) από τον πυθμένα του κήτους, τοποθετώντας ενδιάμεσα των δεμάτων τις σφήνες ασφάλισης του φορτίου. Καθώς τοποθετούσε σφήνα μεταξύ των δεμάτων, σε απόσταση περίπου δέκα εκατοστών (0,10 μ.) από την ελεύθερη άκρη του φορτίου, ο παθών έπεσε στον πυθμένα του κήτους ενδιάμεσα του κενού που υπήρχε μεταξύ του στοιβαγμένου φορτίου και του πλωριαίου τμήματος του αμπαριού, προσκρούοντας πρωτίστως κατά την πτώση του στην υποκείμενη εξοχή του φορτίου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και συγκεκριμένα, να υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης και κάκωση θώρακος. Το περιγραφόμενο ατύχημα θα είχε αποφευχθεί, αν ο κατηγορούμενος είχε μεριμνήσει για τη χορήγηση στον παθόντα εργαζόμενο ολόσωμων ζωνών ασφαλείας για εργασίες σε ύψος, οι οποίες ζώνες θα στηρίζονταν σε κατάλληλο και επαρκούς αντοχής σημείο και, επιπλέον θα έφεραν διάταξη αυτόματης ανακοπής της πτώσης, επιβλέποντας συνάμα την ορθή χρήση αυτών. Πλην όμως, ο κατηγορούμενος παρέλειψε λόγω αμέλειας να λάβει τα ανωτέρω αναφερόμενα μέτρα ασφαλείας, μολονότι όφειλε και μπορούσε να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής, λόγω της ιδιότητάς του ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ι., της μεγάλης εμπειρίας του στο πεδίο και του εξειδικευμένου προσωπικού που απασχολεί και τον ενημερώνει αναλυτικά για τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας για κάθε εργασία. Συνεπεία δε, της περιγραφόμενης παράλειψης, προξένησε τον επίμαχο τραυματισμό του παθόντος εργαζόμενου”.
Με τους συνεξεταζόμενους προαναφερθέντες δύο λόγους της κρινόμενης αίτησής του, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, αλλά και ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α', 15 και 28 ΠΚ και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις απορρέουσες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, σχετικές πλημμέλειες, δηλαδή την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικών ουσιαστικών διατάξεων. Με τις προαναφερθείσες λοιπόν παραδοχές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ στέρησε αυτήν και νόμιμης βάσης, αφού σ' αυτή (την προσβαλλόμενη απόφαση) υπάρχουν ελλείψεις και ασάφειες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 314 παρ. 1, 15 και 28 ΠΚ. Ειδικότερα, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέσθηκε με παράλειψη και ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει το προαναφερθέν αποτέλεσμα που προκλήθηκε, τον τραυματισμό δηλαδή του παραπάνω παθόντος Λ. - Α. Π., εν τούτοις όμως, δεν προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όπως άλλωστε θα έπρεπε, αφ' ενός μεν, από που ακριβώς πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, αλλά ασαφώς αναφέρεται ότι αυτός ως εργοδότης, νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της παραπάνω εταιρίας "Ι. ΑΕ”, παρέλειψε να παρεμποδίσει το επελθόν αποτέλεσμα αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την αποτροπή του, αφ' ετέρου δε, δεν αναφέρονται οι σχετικές νομικές διατάξεις, από τις οποίες να προκύπτει αυτή η νομική υποχρέωσή του ή η υπάρχουσα σύμβαση κατά τον προαναφερθέντα κρίσιμο χρόνο, καθ' όσον από μόνη την προαναφερθείσα ιδιότητα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, αυτή δηλαδή του εργοδότη, νομίμου εκπροσώπου και Προέδρου της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας, δεν θεμελιώνεται η ως άνω διαλαμβανόμενη στην απόφαση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτού, για την αποτροπή του τελικώς επελθόντος αποτελέσματος, του τραυματισμού δηλαδή του προαναφερθέντος εργαζομένου. Επομένως, αμφότεροι οι από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, δηλαδή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, δηλαδή των άρθρων 314 παρ. 1, 15 και 28 ΠΚ, είναι βάσιμοι. Κατά συνέπειαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρo 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 199/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση στο αυτό ως άνω Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ