Αριθμός 793/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ζ. Κ. του Γ., κατοίκου Ρ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μάγκο, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. - Γ. Κ. του Γ., κατοίκου Ρ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βαονάκη, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 03-05-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου, το οποίο κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 35/2022 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 08-10-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 08-10-2022 αίτηση προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, με αριθμ. 35/2022, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία απορρίφθηκε η από 11-06-2020 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. 31/2020, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, το οποίο απέρριψε την από 03-05-2017 αγωγή της αναιρεσείουσας κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η παραπάνω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή ή στον σύζυγο ή στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή. Αχαριστία κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται σε υπαιτιότητά του και μπορεί να καταλογιστεί σ` αυτόν. Η κρίση του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι αποδείχθηκαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 1608/2022, ΑΠ 1736/2022, ΑΠ 5/2020). Το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ, ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς τον δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο (ΑΠ 1608/2022, ΑΠ 1736/2022), η δε δήλωση αυτή, που συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του δωρητή, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της από την περιέλευσή της στο δωρεοδόχο, εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση (ΑΠ 867/2023, ΑΠ 41/2021). Κατά το δεύτερο εδάφιο του αυτού ως άνω άρθρου 509 ΑΚ, αφού γίνει η ανάκληση αποσβένεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 1608/2022, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 1914/2017). Με την αγωγή αναγνώρισης της ανάκλησης μπορεί να σωρευθεί και αίτημα για αναζήτηση του δωρηθέντος. Η αγωγή αυτή είναι ενοχική και όχι εμπράγματη. Ο δωρητής δικαιούται ενοχικά σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά την ανάκληση της δωρεάς, γίνεται με καταδίκη του δωρεοδόχου σε δήλωση βούλησης και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης Απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου για αποδοχή της Απόφασης αυτής. Η απόδοση, όμως, της νομής και κατοχής του πράγματος, δεν προϋποθέτει καταδίκη σε δήλωση βούλησης και μπορεί να γίνει με αγωγή απόδοσης του πράγματος που κατέχεται χωρίς αιτία μετά την ανάκληση, αφού και η κυριότητα είναι αποδοτέα, μετά την εν λόγω ανάκληση, διότι στερείται πλέον νόμιμης αιτίας, έτσι ώστε να μη δικαιολογεί τη διατήρηση των ωφελημάτων απ` αυτήν. Επομένως, είναι δυνατή η άσκηση εκ μέρους του δωρητή κατά του δωρεοδόχου και καταψηφιστικής αγωγής με νομική βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ., 509 ΑΚ) και αίτημα την καταδίκη του σε επιστροφή του αντικειμένου της δωρεάς, λόγω ανάκλησης της τελευταίας (αποτέλεσμα της οποίας είναι η αυτοδίκαιη ανατροπή της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς για το μέλλον - ex nunc - και ως εκ τούτου η γένεση της αξίωσης του δωρητή προς επιστροφή του αντικειμένου της δωρεάς κατ` άρθρ. 904 επ. ΑΚ), οπότε το ζήτημα της συνδρομής ή μη του ανακλητικού λόγου θα αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα στη σχετική δίκη (ΑΠ 515/2020, ΑΠ 500/2019). [2] Η δια χρησικτησίας (τακτική και έκτακτη) κτήση ακινήτου επέρχεται εκ του νόμου με τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (ΑΚ 1041-1045), οι οποίες αποτελούν τη νόμιμη αιτία της άνω κτήσης. Επομένως, κατά του αποκτήσαντος την κυριότητα ακινήτου με χρησικτησία δεν χωρεί αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ελλείπει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της χωρίς νόμιμη αιτία κτήσης του πλουτισμού. Έτσι, αν ανακληθεί δωρεά ακινήτου και ο δωρεοδόχος (ή ο από αυτόν αποκτήσας πριν από την ανάκληση για νόμιμη αιτία και με νόμιμο τρόπο το δωρηθέν ακίνητο τρίτος) κατά το χρόνο της ανάκλησης είχε ήδη καταστεί κύριος του δωρηθέντος ακινήτου με χρησικτησία, ήτοι από νόμιμη αιτία, δεν μπορεί να αναζητηθεί το δωρηθέν ακίνητο από τον δωρεοδόχο ή τον ως άνω τρίτο, ούτε αυτοί υποχρεούνται να το αποδώσουν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού οι διατάξεις για τη χρησικτησία ακινήτου δεν προβλέπουν μόνο τυπικά τη μετάθεση της κυριότητας στον χρησιδεσπόζοντα, αλλά και την δικαιολογούν ουσιαστικά (κατά την οικονομική αξία του πράγματος), παρέχοντας στον χρησιδεσπόζοντα αιτία διατήρησης του πλουτισμού (για την έκτακτη χρησικτησία ΑΠ 1608/2022, ΑΠ 515/2020, ΑΠ 500/2019, ΑΠ 1361/2007, πρβλ για την τακτική χρησικτησία ΑΠ 917/2015, ΑΠ 1450/2014). Σε περίπτωση ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, δωρεάς ακινήτου κατά τις ως άνω διατάξεις, ο χρόνος της τακτικής χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1041 και 1042 ΑΚ, αρχίζει να τρέχει σε βάρος του δωρητή άμεσα από τη μεταγραφή της συμβ/φικής πράξης δωρεάς (άρθρα 1192 περ. 1 και 1198 ΑΚ) και εκτέλεση της δωρεάς, και όχι μόνο αφ` ότου αυτός ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της ανάκλησης. Τούτο συνάγεται από το σύνολο των διατάξεων του δέκατου τρίτου κεφαλαίου του ΑΚ περί ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, δωρεάς, στις οποίες ο νομοθέτης, εκτός από την καθιέρωση της ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας για την ανωτέρω ανάκληση της δωρεάς (άρθρ. 510 παρ. 1 ΑΚ), ουδεμία ρύθμιση περιέλαβε με την οποία να μπορεί να διαφοροποιείται, στη συγκεκριμένη περίπτωση ανάκληση δωρεάς, ο χρόνος έναρξης τακτικής χρησικτησίας. Οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ περί χρησικτησίας ακινήτων έχουν ως σκοπό, εκτός των άλλων, την προαγωγή της ασφάλειας του δικαίου, την εκκαθάριση των σχέσεων του προσώπου με το πράγμα και την άρση της αβεβαιότητας για την τύχη των πραγμάτων και ως εκ τούτου αποβλέπουν στην ικανοποίηση του γενικού (δημοσίου) συμφέροντος (πρβλ ΑΠ 41/2021, ΑΠ 515/2020, ΑΠ 812/2018, ΑΠ 917/2015, ΑΠ 1450/2014). Έτσι, ο από τον Αστικό Κώδικα θεσμός της τακτικής χρησικτησίας ακινήτων αποτελεί συγχρόνως και από το νόμο αιτία διατήρησης του πλουτισμού από τον χρησιδεσπόζοντα ακίνητο, και, εξ αντιδιαστολής, ο Αστικός Κώδικας δεν θεσμοθέτησε αξίωση αναζήτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ προκύπτει ότι για να αποκτηθεί κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), νόμιμος τίτλος, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή, καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, και για την περίπτωση ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, δωρεάς αρχίζει να τρέχει κατά τα ως άνω, ακίνητο δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας στην, κατά τα παραπάνω, νομή του πράγματος. Ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να εξειδικεύει στην απόφασή του τα περιστατικά που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν την έννοια της καλής πίστης, χωρίς να αρκεί η απλή χρήση του όρου αυτού (ΑΠ 2073/2022, ΑΠ 1647/2022). Αναγκαίο στοιχείο για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι και ο νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος. Ο Αστικός Κώδικας δεν προσδιορίζει εννοιολογικά τον νόμιμο τίτλο όπως συμβαίνει με την έννοια του νομιζόμενου τίτλου στο άρθρο 1043 παρ. 2 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι "στα ακίνητα δεν υπάρχει νομιζόμενος τίτλος χωρίς μεταγραφή στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται”. Νόμιμος τίτλος είναι οποιοσδήποτε τρόπος κτήσης κυριότητος, είτε πρωτότυπος είτε παράγωγος, ο οποίος έχει εξωτερικώς όλα τα στοιχεία του έγκυρου τίτλου, έστω και αν φέρει ελάττωμα που εμποδίζει κατά νόμο (1033 ΑΚ) την κτήση κυριότητος με βάση τον τίτλο (ΑΠ 383/2015, ΑΠ 1481/2008). Τέτοιο ελάττωμα, που εμποδίζει την κτήση με τον τίτλο και καλύπτεται από την χρησικτησία, είναι και η έλλειψη κυριότητος (ολική ή μερική) εκείνου που μεταβιβάζει κάποιο ακίνητο (ΑΠ 2073/2022, ΑΠ 917/2015, ΑΠ 1361/2007, ΑΠ 1020/1994). Έτσι, και αυτός που κατέχει έγκυρο τίτλο κυριότητας μπορεί να επικαλεστεί κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, και αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις ο χρησιδεσπόζων καθίσταται κύριος. Αν εθεωρείτο ότι στην έννοια του νόμιμου τίτλου περιλαμβάνεται μόνο ο εσωτερικά ελαττωματικός τίτλος, όπως λόγω έλλειψης στον μεταβιβάζοντα κυριότητας επί του ακινήτου ή νομιζόμενος τίτλος του χρησιδεσπόζοντος ή στις περιπτώσεις που η ακυρότητα ενοχικής σχέσης απαγγέλλεται αναδρομικά δεν υφίσταται η δυνατότητα της πολλαπλής κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία (χρησικτησία επί ιδίου πράγματος λόγω προγενέστερου παράγωγου τρόπου), ο αποκτών θα απωλέσει την κυριότητα ακινήτου ενώ θα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση κτήσης κυριότητας ακινήτου ο χρησιδεσπόζων με νομιζόμενο τίτλο ή ο χρησιδεσπόζων με εσωτερικά ελαττωματικό τίτλο. Η με πρωτότυπο τρόπο κτήση κυριότητας ακινήτου, με τακτική χρησικτησία, και με βάση έγκυρο τίτλο, αποτελεί πλεονέκτημα της προαγωγής της ασφάλειας του δικαίου, της άρσης της αβεβαιότητας για την τύχη του ακινήτου και, ως εκ τούτου, αποβλέπει στην ικανοποίηση του γενικού (δημοσίου) συμφέροντος, και αποτελεί νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού (πρβλ ΑΠ 1450/2014, ΑΠ 1769/2006). [3] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, και η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2022, ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 2/2019). [4] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1491/2023).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το με αριθμό ... συμβόλαιο της τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Ι. Σ. - Π., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ρεθύμνου στον τόμο ..., με μεταγραφής ... και ημερομηνία μεταγραφής 11.1.1999, η ενάγουσα δώρισε και μεταβίβασε στον εναγόμενο την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα αριθμό ενός διαμερίσματος, το οποίο φέρει σήμερα ΚΑΕΚ ... και σύμφωνα με τον ως άνω τίτλο είναι η υπό στοιχεία Β κεφαλαίο Αριθμός 2 (Β-2) οριζόντια ιδιοκτησία του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας οικοδομής επί της οδού Ά. Β. στο Ρ. Η οικοδομή αυτή (πολυκατοικία αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο, δύο υπέρ το ισόγειο ορόφους και δώμα) βρίσκεται σε ακίνητο εμβαδού 461,40 τ.μ.. το οποίο ανήκε κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από τους διαδίκους, στους οποίους περιήλθε με γονική παροχή κατά τα ως άνω ποσοστά από τη μητέρα τους Μ. συζ. Γ. Κ. το γένος Ζ. Ε. και Α. Κ., δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Ι. συζ. Ε. Σ., το γένος Π. Π.. Στη συνέχεια, με το με αριθμό ... προσύμφωνο κα εργολαβικό συμβόλαιο, οι διάδικοι ανέθεσαν σε εργολήπτη την κατασκευή της, και με το με αριθμό ... συμβόλαιο σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας, οι διάδικοι παρακράτησαν τα 550/1000, πλέον των 80/1000 του δικαιώματος υψούν, τα υπόλοιπα δε έλαβε ο εργολήπτης. Περαιτέρω, συστάθηκαν τέσσερις οριζόντιες στο υπόγειο, τέσσερις οριζόντιες ιδιοκτησίες (καταστήματα) στο ισόγειο, δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα) στον πρώτο όροφο και δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα) στον δεύτερο όροφο, εκ των οποίων η ενάγουσα έλαβε την υπό στοιχεία Α- 2 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου ορόφου (με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 180/1000), την υπό στοιχεία Β-2 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του δεύτερου ορόφου (με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 65/1000, η οποία είναι η επίδικη), και 30/1000 του δικαιώματος του υψούν, ο δε εναγόμενος έλαβε την υπό στοιχείο Υ-5 αποθήκη του υπογείου (με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 25/1000), τα υπό στοιχεία Κ-3 και Κ4 καταστήματα του ισογείου (με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 110/1000 έκαστο) και 30/1000 του δικαιώματος του υψούν. Επομένως, έκαστος εκ των διαδίκων έλαβε 245/1000, πλέον 30/1000 έκαστος του δικαιώματος του υψούν. Στην οικοδομή αυτή διαμένουν στον πρώτο όροφο η ενάγουσα, στον δεύτερο όροφο (επίδικο) ο εναγόμενος, στο δε ισόγειο τα υπό στοιχεία Κ3 και Κ4 διαμερίσματα έχουν συνενωθεί και λειτουργεί σε αυτά κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια). Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι το έτος 2014 ξεκίνησε έντονη αντιδικία μεταξύ του ιδιοκτήτη της επιχείρησης στο ισόγειο και την ενάγουσα, με αιτία τα παράπονα της τελευταίας για τον συνεχή θόρυβο από τη λειτουργία της (τοποθετήθηκαν τηλεοράσεις στον υπαίθριο χώρο για την παρακολούθηση αγώνων και ηχεία), η οποία κατέληξε στα Δικαστήρια, εκδόθηκε δε και η με αριθμό 387/Ασφ/314/2015 Απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης, με την οποία τέθηκε όριο στην εκπομπή θορύβου από την ως άνω επιχείρηση. Ο εναγόμενος στην ως άνω αντιδικία συντάχθηκε υπέρ του μισθωτή του, μάλιστα δε σε δίκη ενώπιον του Πταισματοδικείου Ρεθύμνης στις 29.6.2016 κατέθεσε ως μάρτυρας υπέρ αυτού. Διαρκούσης της αντιδικίας αυτής στις 1.7.2014 εστάλη μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Δήμου Ρ., στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και στον ραδιοφωνικό σταθμό του Ρ. με την ονομασία " Σ. “, με θέμα: "πλαστογράφηση εγγράφων" και το εξής περιεχόμενο: "ΦΕΚ 1447 Β της παρ. 4 του άρθρου 42 του ν. 50/2014 εκδοθείσα αρ. πρωτοκ. ΔΙΠΙΔΔ/ΑΣΕΠ/ 12705/5.6.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι αξίζει να διερευνήσετε αν η υπάλληλος του Δ. Κ. Ρ. του Δήμου Ρ. Ζ. Γ.. Κ. έχει πλαστογραφήσει μέσω του συζύγου της Ε. Γ. Ν. (αστυνομικός τέως AT Σ… και νυν Τμήμα Τροχαίας Ρ.) τίτλους σπουδών της (πτυχίο γνώσης γερμανικής γλώσσας και άλλα που θα βρείτε εσείς) και εάν καλώς εντάχθηκε στο ... (αφού η βεβαίωση που της δόθηκε για τα διαστήματα που υπηρετούσε πλαστή) πράγμα εύκολο να βρεθεί από τις ασφαλιστικές της εισφορές”. Ως αποστολέας του μηνύματος εμφανιζόταν ο χρήστης “...”, παραπέμποντας στην ίδια την ενάγουσα. Η καταγγελία αυτή έλαβε διαστάσεις και κυκλοφόρησε αρχικά στις υπηρεσίες του Δήμου και στην Αστυνομία Ρ., στη συνέχεια δε, σε όλο το Ρ.. Σχετικά σχηματίστηκε η με αριθμό ΑΒΜ …….. δικογραφία, κλήθηκαν τόσο η ενάγουσα όσο και ο σύζυγός της να δώσουν εξηγήσεις, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και τελικά με την με αριθμό ... πράξη του Εισαγγελέα - Εφετών Κρήτης τέθηκε στο αρχείο. Μετά δε, από σχετική άρση του απορρήτου προέκυψε ότι το μήνυμα αυτό εστάλη από καταχωρημένη στη σύζυγο του εναγομένου, Κ. Ε. του Π., διεύθυνση IP και μάλιστα από την οικία τους. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αποστολή του μηνύματος αυτού από τον ίδιο και τη σύζυγό του, ισχυριζόμενος ότι πιθανά η αποστολή έγινε με υποκλοπή των κωδικών του. Για το λόγο αυτό άλλωστε ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εναγόμενου και της συζύγου του, εκδόθηκε δε η με αριθ. 49/2018 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, την οποία κρίθηκαν ένοχοι για τις πράξεις αυτές σε πρώτο βαθμό και ήδη έχει εκδοθεί η με αριθμ 12/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης που έκρινε τελεσιδίκως τους κατηγορουμένους ενόχους για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως. Η ενάγουσα έλαβε γνώση του πορίσματος της άρσης του απορρήτου στις 10.5.2016, ως πολιτικώς ενάγουσα, όταν η δικογραφία επέστρεψε από την Πταισματοδίκη Ρεθύμνης στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Σημειωτέων ότι, και η μητέρα των διαδίκων άσκησε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης τη με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή ανάκλησης δωρεάς για τους λόγους που αναφέρει, η οποία τελικά εκδικάστηκε στις 3.2.2017. Στις από 27.5.2016 προτάσεις του, ο εναγόμενος προσκόμισε έγγραφο, το οποίο αφορούσε την ψυχική υγεία της μητέρας του.
Εκδόθηκε δε επ` αυτής η με αριθμό 70/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 8.3.2017, η ενάγουσα επέδωσε στον εναγόμενο δήλωση ανάκλησης της δωρεάς του επίδικου ακινήτου, επικαλούμενη ως δηλωτικά αχαριστίας γεγονότα όλα τα ανωτέρω, ήτοι: α) Την αποστολή του ως άνω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, β) την κατάθεση του εναγόμενου στο πλαίσιο της αντιδικίας της ενάγουσας με τον εκμισθωτή του ισογείου και γ) την επίκληση εκ μέρους του εναγόμενου ψυχιατρικού προβλήματος της μητέρας του στο πλαίσιο της αντιδικίας του με αυτήν. Η δήλωση ανάκλησης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έλαβε χώρα εντός της ενιαύσιας προθεσμίας του άρθρου 510 ΑΚ, από τη γνώση της ενάγουσας - δωρήτριας αναφορικά με τους λόγους της ανάκλησης. Πρέπει επίσης, να αναφερθεί ότι από κανένα μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η γενόμενη δωρεά έλαβε χώρα προς τον εναγόμενο για λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος ή για λόγους ευπρέπειας, και ως εκ τούτου η προτεινόμενη ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εκ των προαναφερόμενων περιστατικών, κατ` αντικειμενική κρίση τα υπό στοιχεία β και γ δεν συνιστούν βαριά παραπτώματα τέτοια, που να οδηγούν σε ανάκληση της γενόμενης δωρεάς. Ειδικότερα, η γενόμενη στο παρελθόν δωρεά δεν απαγορεύει κατ` αρχήν στον δωρεοδόχο την κατάθεση σε βάρος του δωρητή στο πλαίσιο αντιδικίας του τελευταίου με τρίτο, ούτε το δικαίωμα υπεράσπισης του εαυτού του σε δίκη με αντίδικο την μητέρα του, ακόμη και με την χρήση οξέων εκφράσεων. Αντίθετα, το γεγονός της αποστολής συκοφαντικού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον εναγόμενο, μάλιστα δε με περιεχόμενο που πιθανά να οδηγούσε στην απώλεια της εργασίας της αδελφής του, ενάγουσας και του συζύγου της, συνιστά βαρύτατο παράπτωμα και λόγος ανάκλησης της δωρεάς του επίδικου ακινήτου. ‘Ολα τα ανωτέρω, τα οποία έγιναν αποδεκτά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Ωστόσο, το συμβόλαιο της κρινόμενης δωρεάς έλαβε χώρα τo Δεκέμβριο του έτους 1998 και μεταγράφηκε στις 11.1.1999, ενώ η δήλωση ανάκλησης έλαβε χώρα στις 6.3.2017, ήτοι σε χρονικό διάστημα άνω της δεκαετίας. Καθ` όλο το χρονικό αυτό διάστημα, ο εναγόμενος με καλή πίστη, ασκούσε πράξεις νομής στο δωρηθέν ακίνητο, αφού το χρησιμοποιούσε προς εγκατάσταση ανελλιπώς τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του, γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν από την εκκαλούσα-ενάγουσα. Συντρέχει δε εν προκειμένω και η προϋπόθεση της κατοχής νόμιμου τίτλου, εφόσον, σύμφωνα με την άποψη που υιοθετεί το παρόν δικαστήριο, και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, νόμιμο τίτλο αποτελεί και ο ισχυρός τίτλος κυριότητας, δηλαδή η μεταβιβαστική της κυριότητας δικαιοπραξία της ΑΚ 1033 που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται, ως εν προκειμένω, εφόσον ο σκοπός του νόμου αναφορικά με το θεσμό της χρησικτησίας είναι η ασφάλεια των συναλλαγών. Επομένως, ο εναγόμενος έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αφού τo νεμόταν με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για χρονικό διάστημα άνω της δεκαετίας, η δε ανάκληση της δωρεάς ενεργεί για το μέλλον. Εφόσον λοιπόν, υπάρχει νόμιμη αιτία κτήσης του πλουτισμού, δεν χωρεί και απόδοση του πράγματος ή του ανταλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, έστω και αν η δωρεά νομίμως ανακλήθηκε, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης του εναγομένου ως κατ` ουσίαν βάσιμης. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.......”. Με βάση τις παραδοχές αυτές απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως. Ειδικότερα, με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο έκρινε : 1) Ότι με το με αριθμό ... συμβόλαιο της τότε συμβ/φου Ρεθύμνης Ι. Σ. - Π., το οποίο, στις 11-01-1999, μεταγράφηκε νόμιμα, η αναιρεσείουσα μεταβίβασε, λόγω δωρεάς, στον αναιρεσίβλητο, την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, ήτοι διαμερίσματος, με ΚΑΕΚ ..., οριζόντια ιδιοκτησία του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας οικοδομής επί της οδού Ά. Β. στο Ρ., του οποίου o αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος με τον παράγωγο τρόπο, ως αποκτήσας από αληθή κυρία. 2) Ότι ο αναιρεσίβλητος επέδειξε σε βάρος της αναιρεσείουσας και του συζύγου της βαρύ παράπτωμα, που συνιστά αχαριστία, και ειδικότερα, στις 01-07-2014, έστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Δήμου Ρ., στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και στον ραδιοφωνικό σταθμό του Ρ. με την ονομασία “…”, με θέμα: "πλαστογράφηση εγγράφων" και το εξής περιεχόμενο: "ΦΕΚ 1447 Β της παρ. 4 του άρθρου 42 του ν. 50/2014 εκδοθείσα αρ. πρωτοκ. ΔΙΠΙΔΔ/ΑΣΕΠ/ 12705/5.6.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι αξίζει να διερευνήσετε αν η υπάλληλος του Δ. Κ. Ρ. του Δήμου Ρ. Ζ. Γ.. Κ. έχει πλαστογραφήσει μέσω του συζύγου της Ε. Γ. Ν. (αστυνομικός τέως AT Σ. και νυν Τμήμα Τροχαίας Ρ.) τίτλους σπουδών της (πτυχίο γνώσης γερμανικής γλώσσας και άλλα που θα βρείτε εσείς) και εάν καλώς εντάχθηκε στο ... (αφού η βεβαίωση που της δόθηκε για τα διαστήματα που υπηρετούσε πλαστή) πράγμα εύκολο να βρεθεί από τις ασφαλιστικές της εισφορές”, με βάση την οποία σχηματίστηκε δικογραφία, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και, τελικά, τέθηκε στο αρχείο, ενώ ο αναιρεσίβλητος και η σύζυγος αυτού, Κ. Ε. του Π., κρίθηκαν ένοχοι της πράξη της ψευδούς καταμήνυσης. 3) Ότι η αναιρεσείουσα, στις 06-03-2017, ήτοι μέσα στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 510 ΑΚ, επέδωσε στον αναιρεσίβλητο βάσιμη δήλωση ανάκλησης της δωρεάς του επίδικου ακινήτου, επειδή ο αναιρεσίβλητος επέδειξε το παραπάνω βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. 4) Ότι από την, από 11-01-1999, μεταγραφή του ως άνω δωρητηρίου συμβολαίου, ο αναιρεσίβλητος, το οποίο, ως έγκυρο και ισχυρό συμβολαιογραφικό δωρητήριο, αποτελεί νόμιμο τίτλο, και με καλή πίστη από τον ως άνω χρόνο, είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου διαμερίσματος, ασκώντας σ' αυτό πράξεις νομής διανοία κυρίου και, ειδικότερα, χρησιμοποιούσε αυτό προς εγκατάσταση, ανελλιπώς, τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του, για πάνω από δέκα έτη, με καλή πίστη, δηλαδή η ανωτέρω πεποίθησή του δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια, και, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, της δωρεάς, είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας. 5) Ότι υπάρχει νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού και δεν χωρεί απόδοση του δωρηθέντος ακινήτου ή της αξίας αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, έστω και αν η δωρεά, βασίμως, ανακλήθηκε, λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου, μεταγενέστερα της συμπλήρωσης της τακτικής χρησικτησίας ακινήτου. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της, κατά το χρόνο της βάσιμης ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, της δωρεάς (06-03-2017), κτήσης κυριότητας από τον αναιρεσίβλητο στο επίδικο ακίνητο, με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, με έγκυρο και ισχυρό μεταγραφέν συμβολαιογραφικό δωρητήριο, που αποτελεί νόμιμο τίτλο, καλή πίστη από τη μεταγραφή, και πράξεις νομής διανοία κυρίου, πάνω από δέκα έτη, από την, από 11-01-1999, μεταγραφή του τίτλου και εκτέλεση της δωρεάς, και της ύπαρξης, στις 06-03-2017, νόμιμης αιτίας διατήρησης από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, ως πλουτισμού αυτού, δεν παραβίασε ευθέως, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 505 επ. 974, 1041, 1042, 1044 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, διότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν, και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στη νομική σκέψη, που προηγήθηκε και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Επομένως, ο από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης κατά τα οικεία μέρη αυτού, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις με τις οποίες η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη Απόφαση, για ευθεία παράβαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, και ειδικότερα: Α. με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη αυτού, επικαλούμενη ότι τα παραπάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ύπαρξης νόμιμης αιτίας κτήσης κυριότητας ακινήτου και διατήρησης του πλουτισμού για τον αναιρεσίβλητο, επειδή έλαβε χώρα ανάκληση της δωρεάς, λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου, Β. με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη αυτού, επικαλούμενη : α) ότι σκοπός της τακτικής χρησικτησίας είναι να θεραπεύσει υπάρχοντα κατά το χρόνο κτήσης της νομής ελαττώματα του τίτλου και όχι να μετατραπεί σε μηχανισμό εκκαθάρισης της εσωτερικής ενοχικής σχέσης των διαδίκων, β) ότι σκοπός της έκτακτης χρησικτησίας είναι η κοινωνική ειρήνη και της τακτικής χρησικτησίας είναι μόνο η ίαση των ελαττωμάτων του τίτλου, γ) ότι η τακτική χρησικτησία, ο χρόνος της οποίας υπολείπεται σημαντικά της εικοσαετούς παραγραφής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεν είναι, συστηματικώς και τελολογικώς, αυτονόητο ότι αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού, διότι ανακλήθηκε η δωρεά λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου, είναι απαράδεκτες διότι δεν ανάγονται στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγινε δεκτός, αλλά αποτελούν νομικά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς υποστήριξη των αντίθετων απόψεών της. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε και έτσι έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την Απόφαση νόμιμης βάσης, αλλά διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ότι ο αναιρεσίβλητος, από την μεταγραφή του νόμιμου τίτλου και την εκτέλεση της δωρεάς, με καλή πίστη, δηλ. με την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, απέκτησε κυριότητα, άσκησε πράξεις νομής διανοία κυρίου στο επίδικο διαμέρισμα, χρησιμοποιώντας αυτό προς εγκατάσταση τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του, για χρόνο πέραν της δεκαετίας, που δικαιολογούν την παραδοχή στην ένδικη υπόθεση της ένστασης ίδιας κυριότητας, με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας ακινήτου, ως νόμιμης αιτίας διατήρησης του πλουτισμού, παρά την, με την ένδικη ανάκληση, ανατροπή της ένδικης δωρεάς λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου, μετά τη συμπλήρωση της ως άνω τακτικής χρησικτησίας, και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου,. Επομένως, ο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Λοιπές αιτιάσεις, με τον αυτό παραπάνω λόγο, με τις οποίες μέμφεται η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αυτή, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, για ανεπάρκεια της αιτιολογίας ως προς την καλή πίστη, με επίκληση ότι τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτουν με πληρότητα και σαφήνεια το πραγματικό των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ, για τη συνδρομή της καλής πίστης του αναιρεσίβλητου, και αν είχε κρίνει ορθώς θα κατέληγε στο συμπέρασμα περί μη συνδρομής της καλής πίστης, είναι απαράδεκτες : διότι η μεν αφορώσα ελλείψεις, α) λόγω αοριστίας διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο ποια επιπλέον πραγματικά περιστατικά έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου ουσίας (ΑΠ 1491/2023, ΑΠ 1360/2023) και β) διότι δεν ιδρύουν τον παραπάνω λόγο αναίρεσης οι ελλείψεις για την πληρέστερη αιτιολόγηση του σαφώς συντιθέμενου στην απόφαση αποδεικτικού πορίσματος, ανεξαρτήτως της παραπάνω αοριστίας του, η δε αφορώσα την εσφαλμένη εκτίμηση, διότι πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1549/2023, ΑΠ 1036/2023). Σε κάθε περίπτωση, από την παραπάνω παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει η καλή πίστη από τα δεκτά γενόμενα ως συντρέχοντα πραγματικά περιστατικά, της άσκησης από τον αναιρεσίβλητο των παραπάνω εμφανών πράξεων νομής με την ανωτέρω πεποίθησή του, που δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε κυριότητα. [2] Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 262 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση, ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντος (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 108/2023, ΑΠ 631/2021). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043, 1044 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία αποτελούν, πλην άλλων, η καλή πίστη του νεμόμενου κατά την κτήση της νομής, δηλαδή η πεποίθηση του νομέα χωρίς βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε τη νομή, ενώ η μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει (ΑΠ 778/2021, ΑΠ 1864/2011). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής ή της ένστασης στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή ή ένσταση (ΑΠ 5/2020). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ή την ένσταση, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή ή την ένσταση, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου τους γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται, ενώ ο, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής ή της ένστασης, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 1038/2023, ΑΠ 834/2022, ΑΠ 755/2021). Για να είναι ορισμένος ο, από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην άλλων, να αναφέρεται ότι το απαράδεκτο, η ακυρότητα ή η έκπτωση προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας και ότι επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είτε με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα είτε με τις προτάσεις του εφεσίβλητου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είτε ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ή παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που, επίσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 473/2022, ΑΠ 510/2022, ΑΠ 571/2021). Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο τη ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, αν δεν συντρέχει μία από τις, στην ως άνω διάταξη, εξαιρετικές περιπτώσεις, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπ' όψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1134/2023, ΑΠ 203/2022). Συνακόλουθα, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής ή της ένστασης πρέπει να προτείνεται νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργείται λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 876/2022, ΑΠ 1214/2020, ΑΠ 1275/2018), δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1214/2020, ΑΠ 441/2020, ΑΠ 131/2020) και να αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης ότι είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1134/2023, ΑΠ 1715/2022, ΑΠ 115/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερο λόγο αναίρεσης, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτη, αυτεπαγγέλτως, λόγω αοριστίας, την προταθείσα από τον εναγόμενο - αναιρεσίβλητο ένσταση ίδιας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, επειδή δεν έγινε επίκληση, με την ένσταση αυτή, της καλής πίστης του εναγόμενου, ως αναγκαίο στοιχείο κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1041 και 1042 ΑΚ. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας. Και, τούτο, διότι η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι πρότεινε το επικαλούμενο απαράδεκτο της προβληθείσας, από τον εναγόμενο, ένστασης ίδιας κυριότητας με τακτική χρησικτησία, με ορισμένη (αντ)ένσταση αοριστίας, τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και ως εκκαλούσα, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με σχετικό λόγο έφεσης, την επικαλούμενη, με το αναιρετήριο, έλλειψη αναφοράς καλής πίστης, ως αναγκαίο στοιχείο της ως άνω προβληθείσας από τον αναιρεσίβλητο - εναγόμενο παραπάνω ένστασης. Τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο ότι στην προσθήκη - αντίκρουση των προτάσεων της, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η αναιρεσείουσα διέλαβε ότι "αρνούμαι τους ισχυρισμούς και ενστάσεις αντιδίκου ως αόριστους, νόμω και ουσία αβάσιμους και ζητώ την απόρριψή τους”, και με την έφεσή της, με σχετικό λόγο αυτής, διέλαβε τα εξής : "ως προς την ένσταση τακτικής χρησικτησίας. Αρνούμαι την εν λόγω ένσταση ως νόμω και ουσία αβάσιμη και ζητώ την απόρριψή της, διότι ο νόμιμος τίτλος που επικαλείται το άρθρο 1041, είναι εκείνος ο τίτλος που είναι υπαρκτός εξωτερικά, αλλά ελαττωματικός εξ οιασδήποτε αιτίας, νομιζόμενος δε είναι ο εξωτερικά ανύπαρκτος ...”, δεν αποτελούν ορισμένη (αντ)ένσταση αοριστίας κατά της προβληθείσας από τον αναιρεσίβλητο ένστασης ίδιας κυριότητας, λόγω μη αναφοράς του στοιχείου της καλής πίστης, ούτε επικαλέστηκε ότι συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ και ποια περίπτωση. Περαιτέρω, ο από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, με επίκληση ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν πρότεινε ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος δεν πρότεινε την καλή πίστη, ως αναγκαίο στοιχείο της ανωτέρω ένστασης, με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο, ως εναγόμενος, και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εφεσίβλητος, είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, για τους αυτούς παραπάνω λόγους. Σε κάθε περίπτωση, ο παραπάνω, από τον αρ. 14 και 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης είναι και αβάσιμος. Και, τούτο, διότι από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των προτάσεων που ο αναιρεσίβλητος κατέθεσε νόμιμα, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού αρνήθηκε την αγωγή ανάκλησης, λόγω αχαριστίας, δωρεάς, επικουρικά, πρόβαλε την ένσταση ίδιας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, με επίκληση, πλην άλλων, ότι από τη μεταγραφή του νόμιμου τίτλου (δωρητηρίου συμβολαίου), με καλή πίστη, ασκεί πράξεις νομής διανοία κυρίου στο επίδικο ακίνητο, χρησιμοποιώντας αυτό, από τη μεταγραφή του τίτλου και την εκτέλεση της δωρεάς, προς εγκατάσταση ανελλιπώς του ιδίου και της οικογένειάς, για χρόνο μεγαλύτερης της δεκαετίας μέχρι την από 06-03-2017 ανάκληση της δωρεάς λόγω αχαριστίας, και υφίσταται νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού. Περαιτέρω, ο από τον αρ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, με τον οποίο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη τη μη από τον αναιρεσίβλητο επαναφερθείσα, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις προτάσεις του, ως εφεσίβλητος, ένσταση ιδίας κυριότητας με τακτική χρησικτησία, είναι απαράδεκτος, λόγω αλυσιτέλειας. Και, τούτο, διότι με την έφεση της αναιρεσείουσας, ως ηττηθείσας ενάγουσας, μεταβιβάστηκε, κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και αποτέλεσε αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης, η δεκτή κατ' ουσίαν γενόμενη με την εκκαλούμενη απόφαση καταλυτική της αγωγής ένσταση κτήσης ίδιας κυριότητας με διατήρηση του πλουτισμού της ανατραπείσας, με ανάκληση, δωρεάς του επίδικου ακινήτου, σύμφωνα με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ., και δεν απαιτείτο επαναφορά από τον αναιρεσίβλητο, ως εφεσίβλητο, της προβληθείσας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραπάνω και δεκτής γενόμενης με την εκκαλούμενη απόφαση ένστασης. Και, τούτο, ανεξαρτήτως ότι από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, των προτάσεων του αναρεσιβλήτου, ως εφεσίβλητου, επαναφέρεται η προαναφερθείσα ένσταση ίδιας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου με τακτική χρησικτησία.
[3] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την ως άνω έννοια νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή δικαστικής προστασίας με οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της και η οποία δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικία. Τέτοια αίτηση είναι η αίτηση της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, των ενδίκων μέσων, των ανακοπών, της τριτανακοπής, που προκαλούν εκκρεμοδικία, όχι όμως και οι ενστάσεις και οι επιμέρους λόγοι έφεσης, που είναι αντικείμενο του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1277/2022, ΑΠ 455/2021, ΑΠ 962/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, ο από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενη ότι άφησε αδίκαστο λόγο έφεσης, με τον οποίο παραπονείτο ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ένσταση ίδιας κυριότητας του αναιρεσίβλητου, λόγω μη επίκλησης του στοιχείου της καλής πίστης, είναι απαράδεκτος, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, όταν αφορά είτε λόγο έφεσης είτε ένσταση. Αν ήθελε εκτιμηθεί ως, από τον αρ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ο λόγος αυτός αναίρεσης, ως προς το σκέλος ότι έλαβε υπόψη ένσταση που δεν προτάθηκε με την οποία εξομοιώνεται και ένσταση προταθείσα απαράδεκτα, λόγω αοριστίας (ΑΠ 274/2021), και ειδικότερα, λόγω μη επίκλησης του στοιχείου της καλής πίστης, είναι αβάσιμος, διότι από την, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, και, ειδικότερα, των προτάσεων του αναιρεσίβλητου, ως εναγόμενου, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διαλαμβάνονται τα συντρέχοντα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν και θεμελιώνουν την καλή πίστη, ενώ δεν απαιτείτο ο αναιρεσίβλητος να επαναφέρει με τις προτάσεις του την ανωτέρω ένσταση, καθώς το κεφάλαιο της τελευταίας μεταβιβάστηκε, κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την έφεση της εκκαλούσας - ενάγουσας, ανεξαρτήτως ότι διαλαμβάνεται και στις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, ως εφεσίβλητου. Η επιμέρους αιτίαση, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον δεύτερο λόγο, κατά το οικείο σκέλος αυτού, και από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της εσφαλμένης παραδοχής της καλής πίστης του αναιρεσίβλητου, ως στοιχείου της ένστασης ίδιας κυριότητας, αν και δεν αποδείχθηκε καλή πίστη του αναιρεσιβλήτου, είναι απαράδεκτη, διότι δεν ιδρύονται οι επικαλούμενοι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης, αφού υπό την επίφαση αυτών πλήττεται η αναιρετικά, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ανέλεγκτη ουσία της υπόθεσης. IV. Κατόπιν αυτών, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, λόγω της ήττας της (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω της, σε δεύτερο βαθμό, συγγενείας αυτών (άρθρ. 183, 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 08-10-2022 αίτηση της Ζ. Κ. του Γ. για αναίρεση της 35/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ