Αριθμός 394/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 8 Δεκεμβρίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Α. του Π., κατοίκου …Δήμου … ΠΕ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελισάβετ Γρηγοριάδου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 101/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) κατά παραδοχή ως βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση και γ) να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά και την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό … αίτηση του Χ. Α. του Π. και της Μ., κατοίκου …Δήμου … ΠΕ .., για αναίρεση της 101/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, με την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός (1) έτους και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, για την αξιόποινη πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και η οποία (απόφαση) καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις …, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (473 παρ.2 και 3 ΚΠΔ) και νομότυπα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ενώπιον του Γραμματέως του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνταχθείσης σχετικής από … εκθέσεως, που υπογράφεται από τον ίδιο και από τον ως άνω Γραμματέα, σύμφωνα με τα άρθρα 462 εδ.β, 464, 466 παρ.1, 474 παρ.2, 504 παρ. 1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και στοιχ.Α’ του ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, ήτοι την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Ι. Κατά το άρθρο 71 παρ. 3 Ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 του Ν.4280/2014 : "Όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος, δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση των ανωτέρω κατηγοριών που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή φυτεύει μη δασικά φυτά ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους, δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσας παράνομα έκτασης πράξεις διακατοχής και σε κάθε περίπτωση, όποιος πραγματοποιεί επέμβαση σε δάσος, δασική έκταση χωρίς την έγκριση της παραγράφου 2 ή την πράξη της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου....”. Οι ποινές δε που προβλέπονται στην εν λόγω παρ.2 του ως άνω άρθρου 71 του Ν.998/1979 είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 2.000 μέχρι 20.000 ευρώ.
ΙΙ. Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1, 2 Ν. 998/1979 "1.Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από την πρώτη από αυτές και που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεώς του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ως άνω Ν. 998/1979 και ενέργεια του υπαίτιου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικά το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη της κάθε μορφής, τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών επί της επιφανείας του εδάφους και της πυκνής ή αραιής φυτοκάλυψης της τελευταίας (εδαφικής επιφανείας). Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία, με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ` αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής έκτασης, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος (ΑΕΔ 27/1999, Ολ ΣτΕ 32/2013, ΣτΕ 1495/2015). Το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής έκτασης ή της πρόκλησης βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής του είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής έκτασης, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ίδιου Νόμου, η καλλιέργεια της έκτασης που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής (ΑΠ 1525/2022). Δεν αποτελεί δε, στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή ότι αποτελεί ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον ή ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (ΑΠ 66/2016).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, το άρθρο 14 του αυτού Ν.998/1979 θεσπίζει ειδική ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, με πράξη του αρμόδιου δασάρχη, η οποία “...αιτιολογείται προσηκόντως με βάση τα τυχόν υφιστάμενα στοιχεία φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής, με τη μορφολογία του εδάφους, το είδος, τη σύνθεση, την έκταση της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τις τυχόν επελθούσες διαχρονικές αλλοιώσεις ή καταστροφές, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο για το χαρακτηρισμό της εκτάσεως...(παρ.2). Η απόφαση του δασάρχη υπόκειται σε αντιρρήσεις και εν συνεχεία σε προσφυγή ενώπιον της κατά το άρθρο 10 του ίδιου νόμου επιτροπής, αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός προθεσμίας ενός εξαμήνου από της υποβολής των αντιρρήσεων αφού λάβει υπόψη το σχετικό φάκελο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας. Για το σκοπό αυτόν μπορεί να διενεργήσει και αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης, περί της υφισταμένης στην περιοχή κατάστασης.." (παρ.4). Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 998/1979 θεσπίζουν ειδική ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση όσο για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες (ΣτΕ 1818/2012, ΣτΕ 4294/2012, ΣτΕ 4550/2011). Κατ'ακολουθίαν, σε περίπτωση κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης, που έχει χαρακτηρισθεί ως τέτοια με την παραπάνω διαδικασία, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προβεί σε έρευνα των προαναφερόμενων όρων για την ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης, κατά τα άρθρα 2 έως 4 του Ν.998/1979, αφού έχει προηγηθεί της πιο πάνω διοικητικής διαδικασίας χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως δασικής, η διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα της εδαφικής αυτής έκτασης, όπως οι έννοιες αυτές προσδιορίζονται από τις παρ.1, 2 και 3 του άρθρου 3 του Ν.998/1979, από τα αρμόδια κατά τα άνω όργανα, κατά τρόπο δεσμευτικό για τη διοίκηση και τους ιδιώτες. Εξάλλου, από τον συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 14 με εκείνη του άρθρου 41 του Ν.998/1979 προκύπτει ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού μιας εδαφικής έκτασης ως δάσους (ή δασικής έκτασης), η οποία γίνεται από τον οικείο δασάρχη, και η διαδικασία κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας, η οποία γινόταν από το Νομάρχη και ήδη από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας (Ν. 2503/1997, Α’ 107), είναι διαδικασίες, κατ' αρχήν, διακεκριμένες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας επιβάλλεται, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρεωτικώς, με σκοπό να ανακτήσει η συγκεκριμένη έκταση τον χαρακτήρα της ως δάσους ή δασικής έκτασης, τον οποίο απώλεσε για ένα από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για διαδικασία αποκατάστασης ή ανάκτησης φυσικού κεφαλαίου που καταστράφηκε, δηλαδή του δασικού οικοσυστήματος, η οποία διακρίνεται σαφώς από τη διαδικασία έγκυρης διαπίστωσης ότι ορισμένη έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα.
ΙV. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας υπάρχει και, όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη, που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά, που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν πρόκειται για συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό, αλλά για πιστή αντιγραφή του τελευταίου. Μόνο δε, αν το διατακτικό είναι τόσο αναλυτικό και πλήρες, ώστε να καθίσταται εντελώς περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού, η ταύτιση του περιεχομένου σκεπτικού και διατακτικού είναι δυνατό να μην συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 55/2020). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται η αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα (ΑΠ 185/2022). Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 652/2021). Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, εκτός των περιπτώσεων που αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα (ΑΠ 368/2022), όπως συμβαίνει για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκχέρσωσης δάσους ή δασικής έκτασης του άρθρου 71 παρ. 3 Ν.998/79 "περί προστασίας των δασών”, για την στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (ΑΠ 916/2020). Άλλωστε η απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντ και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που πρέπει να παρατίθεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, τις οριστικές ή παρεμπίπτουσες αποφάσεις ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή, αυτούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 333 παρ.2 εδ. α και β ίδιου Κώδικα και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής. Όσο δε αφορά τους αρνητικούς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, δηλαδή, εκείνους με τους οποίους αρνείται (γενικά ή ειδικά) ή αποκρούει στοιχεία της κατηγορίας, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται μεν με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, πλην όμως υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του νέου ΚΠΔ, που με την πρόβλεψη, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 171, απόλυτης ακυρότητας στις περιπτώσεις παραβίασης υπερασπιστικών εκφάνσεων του δικαιώματος ακρόασης, που παρέχεται στον κατηγορούμενο, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 177 ΚΠΔ, στο οποίο τυποποιείται ιστορικά η αρχή της ηθικής απόδειξης και 178 ΚΠΔ, (στο οποίο ενσωματώθηκε το πρώτο εδάφιο του άρθρου 179 του προϊσχύοντος ΚΠΔ) και το οποίο αφορά στο απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων και στην υποχρέωση των δικαστικών προσώπων να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια, αλλά και να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορούμενου στα πλαίσια των αυτονόητα απορρεουσών από το τεκμήριο αθωότητας αρχών της μη υποχρέωσης του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του και της αρχής in dubio pro reo, διαμορφώνεται μια ορθότερη από συστηματική άποψη κεντρική αρχή για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού, κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, η οποία αντανακλά πληρέστερα την άρρηκτη σχέση του δικαιώματος υπεράσπισης με το δικαίωμα ακρόασης και αποδίδει την πραγματική νομική διάσταση του δικαιώματος αυτού ως υπερασπιστικού δικαιώματος που αξιώνει τυπικά και ουσιαστικά ίση προστασία (Αιτιολογική έκθεση Ν. 4620/2019 - Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σελ.52-56). Τούτων παρέπεται, ότι οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί του κατηγορούμενου εξακολουθούν λόγω της φύσης τους ως συνδεόμενοι με στοιχεία τόσο της αντικειμενικής, όσο και της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που εκδικάζεται, να αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, πλην όμως, εντασσόμενοι στην παραπάνω κεντρική αρχή για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, απαιτούν ευρύτερη και αυτεπάγγελτη έρευνα στα πλαίσια των ως άνω αρχών κάθε αποδεικτικού στοιχείου για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και τη θεμελίωση σ' αυτή της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου. (ΑΠ 32/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ.101/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, το Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος, αποδεικτικών μέσων (ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά, εγγράφων που αναγνώσθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα ίδια πρακτικά, απολογίας κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, τα εξής, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην ΤΚ … του Δήμου .. και εντός της συστάδας 3γ του Δημόσιου Δάσους Νότιας-Περίκλειας, στις 19-8-2016, ενεργώντας με πρόθεση προέβη σε παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης και ειδικότερα σε κοπή ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου εξήντα εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου πενήντα εκατοστών, δύο δέντρων οξιάς διαμέτρου σαράντα εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου τριάντα πέντε εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου τριάντα εκατοστών, καθώς και δύο δέντρων οξιάς διαμέτρου είκοσι εκατοστών τα οποία εκρίζωσε με ερπυστριοφόρο όχημα, με σκοπό την παράνομη διάνοιξη τρακτερόδρομου για την περαιτέρω εκμετάλλευση της συστάδας 3γ του Δημοσίου Δάσους Νότιας Περίκλειας. Η ανωτέρω έκταση χαρακτηρίζεται ως δασική, το Δασαρχείο Αριδαίας τη διαχειρίζεται ως δασική έκταση και συντρέχουν οι προϋποθέσεις κήρυξης της ως αναδασωτέας, λόγω καταστροφής της δασικής βλάστησης. Η ζημία που προκλήθηκε από τις ανωτέρω ενέργειες του κατηγορουμένου ανέρχεται σε 1003,76 ευρώ”.
Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, την οποία ανέστειλε επί τριετία και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό : "Στην ΤΚ … του Δήμου Α.. και εντός της συστάδας 3γ του Δημόσιου Δάσους Νότιας-Περίκλειας, στις 19-8-2016, ενεργώντας με πρόθεση προέβη σε παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης και ειδικότερα σε κοπή ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου εξήντα εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου πενήντα εκατοστών, δύο δέντρων οξιάς διαμέτρου σαράντα εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου τριάντα πέντε εκατοστών, ενός δέντρου οξιάς διαμέτρου τριάντα εκατοστών, καθώς και δύο δέντρων οξιάς διαμέτρου είκοσι εκατοστών τα οποία εκρίζωσε με ερπυστριοφόρο όχημα, με σκοπό την παράνομη διάνοιξη τρακτερόδρομου για την περαιτέρω εκμετάλλευση της συστάδας 3γ του Δημοσίου Δάσους Νότιας Περίκλειας. Η ανωτέρω έκταση χαρακτηρίζεται ως δασική, το Δασαρχείο Αριδαίας τη διαχειρίζεται ως δασική έκταση και συντρέχουν οι προϋποθέσεις κήρυξης της ως αναδασωτέας λόγω καταστροφής της δασικής βλάστησης. Η ζημία που προκλήθηκε από τις ανωτέρω ενέργειες του κατηγορουμένου ανέρχεται σε 1003,76 ευρώ”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, που ταυτίζονται μεν, πλην όμως, το διατακτικό είναι τόσο αναλυτικό και πλήρες, ώστε να καθίσταται εντελώς περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο ΙV , η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πλημμελήματος της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης του άρθρου 71 παρ. 3-2 του Ν.998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 του Ν.4280/2014, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις (νομικοί συλλογισμοί) με τις οποίες υπήγαγε τα πιο πάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην οικεία ουσιαστική διάταξη, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, εν σχέσει με την κατάγνωση της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την προαναφερόμενη πράξη, χωρίς να παραβιάσει την πιο πάνω διάταξη ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε να στερήσει την απόφαση νόμιμης βάσης, σχετικώς με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω αδικήματος. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: 1) Αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριό του, τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, που μνημονεύονται στα πρακτικά, απολογία του κατηγορουμένου), από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. 2) Από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο ότι λήφθηκαν υπ'όψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δηλαδή: α) την … ένορκη κατάθεση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αλμωπίας ..., β) την …. ένορκη κατάθεση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αλμωπίας ..., γ) το υπ’αριθ.πρωτ….. έγγραφο του Δασαρχείου Έδεσσας, δ) την υπ'αρ.πρωτ…. βεβαίωση καταχώρισης αιτήματος της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης/Δασαρχείο Έδεσσας, ε) την από … αίτηση του Χ. Α. προς ΔΑΟΚ ΠΕΛΛΑΣ με συνημμένη την υπ'αρ.πρωτ…. της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας, στ) το υπ'αρ… συμφωνητικό για την εγκατάσταση και παραχώρηση του Δασαρχείου Αριδαίας, όπως αναγράφεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων στη σελ.10 της προσβαλλόμενης απόφασης 3) Αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια, ότι η επίμαχη έκταση είχε χαρακτήρα δασικής έκτασης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 του Ν.998/1979, με μνεία στην απόφαση του είδους και της πυκνότητας των φυτών επί της επιφανείας του εδάφους της, αναφέροντας ότι ο κατηγορούμενος στην επίμαχη έκταση υλοτόμησε οκτώ μεγάλα δένδρα οξυάς, διαμέτρου του κορμού τους 60-20 εκ., που εμπίπτουν στην κατηγορία της άγριας. υψηλής και ξυλώδους δασικής βλάστησης. Και τούτο μολονότι το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε έρευνα των προαναφερόμενων όρων για την ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης, κατά τα άρθρα 2 έως 4 του Ν.998/1979, αφού, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι πρόκειται για εδαφική έκταση που αποτελεί τμήμα του χαρακτηρισμένου Δημόσιου Δάσους Νότιας Περίκλειας, δηλαδή για εδαφική έκταση, χαρακτηρισμένη με τη σχετική διοικητική διαδικασία ως δασική, που τη διαχειρίζεται ως δημόσια δασική έκταση το Δασαρχείο Αριδαίας και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο IV, η διαπίστωση των πιο πάνω όρων από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, προηγήθηκε του ως άνω χαρακτηρισμού της ως δασικής έκτασης και ο χαρακτηρισμός αυτός είναι δεσμευτικός για τη διοίκηση και τους ιδιώτες και περαιτέρω, δέχθηκε (το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του) ότι συντρέχουν και οι προϋποθέσεις κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας, λόγω καταστροφής της δασικής βλάστησης, με σκοπό να ανακτήσει η συγκεκριμένη έκταση τον χαρακτήρα της ως δάσους, τον οποίο απώλεσε για ένα από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Άλλωστε, ο κατηγορούμενος δεν ισχυρίζεται, ούτε προκύπτει εκ της δικογραφίας, ότι στα δικαστήρια της ουσίας αμφισβήτησε τον δασικό χαρακτήρα της επίμαχης εδαφικής έκτασης, ο οποίος, κατά τις παραδοχές της απόφασης, προέκυψε και από την ανάγνωση του με αριθμό …. πρωτοκόλλου μήνυσης, το οποίο περιλαμβάνεται πρώτο στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Π. Κ., η κατάθεση του οποίου αναμφίβολα ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, αφού υπήρξε ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας (ο έτερος μάρτυρας υπήρξε μάρτυρας υπεράσπισης, που τον πρότεινε ο ίδιος ο κατηγορούμενος) και στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης αναγράφεται σχετικώς "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου...." . 4) Με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια αναφέρεται η παράνομη εκχέρσωση (με ερπυστριοφόρο όχημα με σκοπό την παράνομη διάνοιξη τρακτερόδρομου για την περαιτέρω εκμετάλλευση της συστάδας 3γ του χαρακτηρισμένου Δημόσιου Δάσους Νότιας Περίκλειας) και η καταστροφή των οκτώ υψηλών και μεγάλων δένδρων οξυάς (διαμέτρου του κορμού τους από 60-20 εκατοστών) από την άγρια ξυλώδη δασική βλάστηση οξυάς, που φύεται στην έκταση του επίμαχου τμήματος του ως άνω Δημόσιου Δάσους, στις 19.08.2016 από τον κατηγορούμενο. 5) Καθόσον δε αφορά τον κοινό (απλό) δόλο του κατηγορουμένου, δεν απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση του δόλου του κατηγορουμένου, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσης αυτού. Επίσης, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε με επιμέλεια, στα πλαίσια των αρχών, που αυτονόητα απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητος, ήτοι της μη υποχρέωσης του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του και της αρχής in dubio pro reo, τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και τα υπερασπιστικά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος (δηλαδή ότι δεν διέθετε ερπυστριοφόρο, ότι εμπορευόταν μόνο τα προϊόντα της υλοτομίας, που διενεργούσαν άλλοι και ότι πριν από την τέλεση της πράξης, είχε ήδη παρέλθει μία εικοσαετία από την τελευταία φορά που ο ίδιος ανέβηκε στο βουνό κλπ), προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια και τους απέρριψε, ο δε ενιαίος τρόπος εκφοράς της απορριπτικής των αρνητικών αυτών ισχυρισμών και των υπερασπιστικών επιχειρημάτων κρίσης του Δικαστηρίου, μαζί με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή του κατηγορουμένου είναι δόκιμος, αφού οι σχετικοί ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα εντάσσονται στην κεντρική αρχή για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού, κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, η οποία συνδέει άρρηκτα το δικαίωμα υπεράσπισης με το δικαίωμα ακρόασης, ως υπερασπιστικού δικαιώματος, που αξιώνει τυπικά και ουσιαστικά ίση προστασία, κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και τη θεμελίωση σε αυτή της τελικής κρίσης του δικαστηρίου (ΑΠ 32/2021, ΑΠ 101/2018). Οι λοιπές εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και σχετικές με την κατηγορία, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
V. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 331, 362 παρ.1 και 367 ΚΠΔ προκύπτει ότι, αποδεικτικά μέσα θεωρούνται τα αναφερόμενα στην απόδειξη της ενοχής ή της αθώωσης του κατηγορουμένου και εκείνα που συντελούν στη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί. Στα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν περιλαμβάνεται η έκθεση έφεσης (που αποτελεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) της οποίας η μη ανάγνωση και η μη ανάπτυξη από τον εισαγγελέα, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 502 παρ.1 του ΚΠΔ, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το 171 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 112/2020), αφού το πιο πάνω άρθρο 502 παρ.1 ΚΠΔ δεν επιτάσσει κάποια ενέργεια υπέρ του κατηγορουμένου, ούτε αναφέρεται στην υπεράσπιση ή εκπροσώπηση ή άσκηση των δικαιωμάτων του, για τα οποία προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 89-104, 328, 340, 343, 346-348, 354, 367 του ΚΠΔ, αλλά απλώς καθιερώνει τρόπο διαδικασίας, χωρίς περαιτέρω συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης. Με την κλήση του από τον εισαγγελέα κατά το άρθρο 500 ΚΠΔ ο εκκαλών λαμβάνει γνώση του λόγου, για τον οποίο καλείται στο ακροατήριο του δικαστηρίου και συνεπώς, μπορεί να προπαρασκευάσει την υπεράσπισή του, ως προς την έφεσή του, της οποίας, άλλωστε, γνωρίζει το περιεχόμενο, εάν ασκήθηκε από τον ίδιο ή για λογαριασμό του ή μπορεί να λάβει γνώση αυτής, εάν η έφεση ασκήθηκε από τον εισαγγελέα (ΑΠ 1079/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, "ο Πρόεδρος έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία αφού ανέπτυξε την υπ’αριθ. …. κρινόμενη έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της υπ’αριθ. 84-28-1-2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, πρότεινε, εφόσον αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να γίνει τυπικά δεκτή”.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το α' σκέλος αυτού, με το οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή δεν αναγνώσθηκε η ασκηθείσα από τον ίδιο (αναιρεσείοντα) έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.
VΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 31 παρ. 2, 105 παρ. 2 και 223 παρ. 4 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης ένορκης εξέτασής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ.ΑΠ 1/2004, ΑΠ 1383/2020). Δεν επέρχεται, όμως, παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου από την αποδεικτική αξιοποίηση όσων ο ίδιος, με τη θέληση του, αποκάλυψε κατά την προδικασία σε τρίτους με άλλον τρόπο, και όχι με την εξέτασή του, οι οποίοι (τρίτοι) δεν εμποδίζονται να αναφέρουν ο,τιδήποτε πληροφορήθηκαν από αυτόν στις μαρτυρικές καταθέσεις τους, η αποδεικτική αξιοποίηση των οποίων είναι σύννομη και δεν προκαλεί καμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επίσης δεν παραβιάζεται η προαναφερόμενη αρχή, όταν το δικαστήριο, με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης του άρθρου 177 ΚΠΔ, λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, το περιεχόμενο προφορικής συνομιλίας του κατηγορουμένου με τρίτους πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, η οποία (συνομιλία) δεν έγινε κατά τη διενέργεια ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του και δεν έχει καταγραφεί νόμιμα σε υλικό φορέα (ΑΠ 949/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, εκτός άλλων, και η κατάθεση του μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας Π. Κ. και ειδικότερα η περικοπή της, περί του ότι ο ίδιος άκουσε τον κατηγορούμενο, κατά τη συνομιλία τους, τόσο επί του τόπου τέλεσης του εγκλήματος της εκχέρσωσης, αμέσως μετά την τέλεσή της, να παραδέχεται την πράξη του, ότι δηλαδή αυτός διάνοιξε τρακτερόδρομο, με σκοπό να φθάσει τα προσημασμένα από τη Δασική Υπηρεσία προς υλοτόμηση δένδρα της συστάδας 3γ του χαρακτηρισμένου Δημόσιου Δάσους Νότιας Περίκλειας, τα οποία δεν μπορούσε να φθάσει διαφορετικά, όσο και αμέσως μετά τη διαπίστωση του ύψους της σχετικής ζημίας από την υλοτόμηση των πιο πάνω οκτώ (8) δένδρων, όταν ο κατηγορούμενος κλήθηκε στο Δασαρχείο για εξηγήσεις, πριν αυτός προβεί σε οποιαδήποτε κατάθεση και πριν ακόμη υποβληθεί μήνυση εναντίον του και πριν να του αποδοθεί κατηγορία από τον δημόσιο κατήγορο. Η αποδεικτική αξιοποίηση από το Δικαστήριο της περικοπής της ως άνω κατάθεσης του μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος δεν εμποδίζεται να αναφέρει στην μαρτυρική του κατάθεση όσα ο ίδιος ο κατηγορούμενος με τη θέληση του, του αποκάλυψε κατά την προδικασία με άλλον τρόπο, και όχι με την εξέταση του, είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη υπό στοιχείο VΙ, σύννομη, δεν παραβιάζει την αρχή της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε προκαλεί καμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ. Συνακόλουθα, ο σχετικός, δεύτερος (και τελευταίος) λόγος αναίρεσης κατά το β' σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. …από .. αίτηση του Χ. Α. του Π. και της Μ., κατοίκου …Δήμου ..ΠΕ .., για αναίρεση της 101/2023 καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, Επιβάλλει σε βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ