Αριθμός 820/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, (η οποία ορίστηκε με την υπ' αριθμ. …/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 22 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεώργιο Οικονόμου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Τ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Δακοπούλου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 600/2024 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 03 Απριλίου 2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, Ε. Τ. και έλαβε αριθμό Ε.Μ.: …/2024, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η αναίρεση και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 3-4-2024 αίτηση αναίρεσης του Β. Τ. του Χ., κατά της υπ' αριθμ. 600/2-2-2024 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (που καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του προαναφερθέντος δικαστηρίου, στις 15-3-2024), με την οποία, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την εκ μέρους του μη καταβολή χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο" και αφού αναγνωρίσθηκαν σ' αυτόν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' και δ' ΠΚ, ακολούθως επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί τριετίαν, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για λογαριασμό του (αναιρείοντος) με σχετική προς τούτο δήλωση της συνηγόρου υπεράσπισής του, η οποία είχε παραστεί στη συζήτηση ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου που έλαβε χώρα στις 3-4-2024, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 2 εδ. α', 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1, περ. α' ΚΠΔ. Επί πλέον η αίτηση περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη αλλά και ως προς την απόρριψη αναγνώρισης σ' αυτόν ελαφρυντικής περίστασης, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και στην παραβίαση του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας (άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’, Ε’ και ΣΤ' ΚΠΔ αντιστοίχως) και συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των παραπάνω λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 3904/2010, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00 €) και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ανωτέρω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 €), ενώ κατά τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 €), με σκοπό να τις αποδώσει στους ως άνω οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους οργανισμούς αυτούς, μέσα σε ένα μήνα, αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 €). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των παραπάνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, που κυρώθηκε με τον Ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από τον χρόνο που έχει κατά τα ανωτέρω ορισθεί. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των ως άνω εισφορών (εργοδοτικών - εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παράλειψης και συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής αυτών εντός τριάντα (30) ημερών από το ημερολογιακό τέλος κάθε μηνός που παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία (ΑΠ 394/2022, ΑΠ 610/2018), χρόνος τέλεσης των οποίων είναι η παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, οπότε και αρχίζει η παραγραφή τους. Κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που απαιτούνται και για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, απόφασης, είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ανωτέρω οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του (προσωπικού), όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον ασφαλιστικό οργανισμό, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 394/2022, ΑΠ 20/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ανωτέρω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του αυτού ως άνω ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό του οποίου ή των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, ενώ με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 του Ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν, και για την καταβολή των οφειλόμενων στο Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών. Εξάλλου με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του ΑΝ 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι: "Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες: α) Οι πρόεδροι των ΔΣ, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”. Από τις αμέσως προηγουμένως αναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν προκύψει μετά τις 11-4-2012 και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της ανωνύμου εταιρείας), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη διοικητικού συμβουλίου) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική (ΑΠ 394/2022, ΑΠ 2165/2018). Η άσκηση της ποινικής δίωξης για τις ανωτέρω προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967 αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών και εργατικών) ασκείται από τον Εισαγγελέα μόλις περιέλθει σε γνώση του η τέλεση αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/31-3-2011, "Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α' υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό”. Με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους”), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα”. Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της ΔΟΥ κλπ, που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους, λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται, 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ενώ ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι, α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται όμως ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 1 του ΑΝ 86/1967 και 25 του Ν. 1882/1990, προκύπτει ότι, κατά την αντικειμενική τους υπόσταση, τα θεσπιζόμενα με αυτές εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών, με τελείως διάφορους χρόνους τέλεσης και διαφορετικά μεγέθη οφειλών, καθώς και διαφορετικό τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης, αφού για τη στοιχειοθέτηση του δεύτερου, εκ του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αδικήματος, απαιτείται η ύπαρξη βεβαιωμένων χρεών που προέρχονται από οποιαδήποτε αιτία με τις προσαυξήσεις που τις επιβαρύνουν λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής, χρόνος τέλεσης αυτού είναι ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, η ποινική δε, δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Μεταξύ αυτών λοιπόν των εγκλημάτων [της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών και εργατικών) και της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών] δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης (ΑΠ 482/2019), με συνέπεια να μη υφίσταται πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 στις περιπτώσεις μη έγκαιρης καταβολής των οφειλόμενων κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όπως ισχύει, ασφαλιστικών (εργοδοτικών - εργατικών) εισφορών (ΑΠ 394/2022). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1204/2023, ΑΠ 930/2022). Στην προκειμένη περίπτωση το προαναφερθέν Γ’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την σχετική αναιρετική αυτή διαδικασία μέρος, τα εξής: “...Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών έχει αθωωθεί δυνάμει των με αριθμούς 128442/2005 και 43379/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/1967 που φέρεται να τέλεσε κατά το διάστημα από 31.9.1999 μέχρι 31.10.2002 και από Ιανουάριο 2009 έως Ιούνιο 2011 αντίστοιχα και με την υπ' αριθμ. 33767/2017 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (κατ' έφεση) για το χρονικό διάστημα Ιανουάριο 2009 έως Ιούνιο 2011, ενώ δυνάμει της από 12.6.2013 πράξης αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, αρχειοθετήθηκε λόγω παραγραφής η υπόθεση αναφορικά με την εκ μέρους του νυν εκκαλούντα παράβαση του AN 86/1967 που φέρεται να τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο 2002 έως Ιούνιο 2006. Ο εκκαλών διατείνεται ότι αναφορικά με το πρώτο χρέος του πίνακα χρεών και μόνο υφίσταται δεδικασμένο άλλως εκκρεμοδικία, δυνάμει των άνω αποφάσεων καθώς το χρέος αυτό αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές που δεν αποδόθηκαν... Τέλος, αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό του εκκαλούντα σημειώνονται τα εξής: Ως προς τα με αριθμούς 2, 6 και 7 χρέη που αφορούν εκχωρηθέντα στο Δημόσιο μισθώματα, σημειώνεται ότι μετά την εκχώρηση των οφειλομένων μισθωμάτων από τον εκμισθωτή στο Δημόσιο, το τελευταίο κατέστη δικαιούχος της απαιτήσεως καθώς υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή. Έτσι, νομίμως οι αρμόδιες υπηρεσίες του, προέβησαν στην βεβαίωση των χρεών, τα οποία, μετά την εκχώρηση, έπαυσαν να αποτελούν "ιδιωτική απαίτηση”, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών, αλλά αποτελούν χρέη προς το Δημόσιο που δεν καταβλήθηκαν από τον εκκαλούντα μετά τη βεβαίωσή τους και συνεπώς εντάσσονται στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 όπως ισχύει...Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο γ' ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Β. Τ. με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία “...”, με έδρα στη … Αττικής, σε βάρος της οποίας είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως αυτά αναλύονται στον συνημμένο κατωτέρω πίνακα χρεών της ανωτέρω ΔΟΥ, εκ συνολικού ποσού 1.038.355,89 ευρώ, ηθελημένα δεν κατέβαλε αυτά στις 29-8-2016. Στο οφειλόμενο απ' αυτόν ποσό δεν πρέπει να συνυπολογιστούν εν προκειμένω τα υπό στοιχεία -5- (βλ. εισόδημα ν.π. προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, εκ ποσού 16.159,27 ευρώ), -9- (βλ. δήλωση φόρου εισοδήματος νπ, εκ ποσού 1.889,59 ευρώ), -12- (βλ. χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ μέσω internet, εκ ποσού 5.401,61 ευρώ), -13- (βλ. χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ μέσω internet, εκ ποσού 5.984,05 ευρώ) και -14- (βλ. χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ μέσω internet, εκ ποσού 1.441,14 ευρώ) χρέη του πίνακα χρεών και μετά ταύτα εκ συνολικού ποσού 30.785,66 ευρώ καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΠΚ, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν συνυπολογίζονται εν προκειμένω τα χρέη που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα προαναφερόμενα...Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα, πλην των ως άνω χρεών, εκ συνολικού ποσού 30.785,66 ευρώ, που, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα, εξαιρούνται. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφαιρουμένων των με α.α. 5, 9, 12, 13 και 14 χρεών του ως άνω πίνακα (που αφαιρέθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση συνολικού ύψους 30.785,66 ευρώ) και υπολογιζόμενων για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου των λοιπών χρεών του πίνακα, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ύψους συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (1.007.570,23 ευρώ)”. Ακολούθως το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο διατακτικό του τα εξής: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2α' ΠΚ ως πρωτοδίκως, πλην χρεών υπό στοιχεία 5, 9, 12, 13 και 14, εκ συνολικού ποσού 30.785,66 ευρώ, απορρριφθέντος του ισχυρισμού περί εκκρεμοδικίας - δεδικασμένου, ήτοι του ότι: Στην ΑΘΗΝΑ, στις 29/8/2016 όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “...” με έδρα …, της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε ΑΘΗΝΩΝ, όπως ακριβώς αναλύονται στον κατωτέρω αναφερόμενο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ. ειδ. Βιβλίου …/2016) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 07/09/2016 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (1.007.570,23), που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο”.
Με το πρώτο και δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης αίτησής του κατά το ορθό νοηματικό τους περιεχόμενο, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την εκ μέρους του τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης ως προς την μη εκ μέρους του καταβολή όλων των ως άνω αναφερομένων επί μέρους χρεών του και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια, δηλαδή έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ με το δεύτερο αναιρετικό λόγο ισχυρίζεται (ο αναιρεσείων) ότι ως προς το πρώτο χρέος, ποσού 651.735,56 €, που περιλαμβάνεται στον προαναφερθέντα πίνακα χρεών και αφορά ασφαλιστικές εισφορές, εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι ουσιαστικής φύσεως ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως ισχύουν κατά τα προδιαληφθέντα και προσάπτει σ' αυτήν (την προσβαλλόμενη απόφαση) την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια. Με τις προαναφερθείσες παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση ως προς το παραπάνω αναφερόμενο επί μέρους πρώτο (υπ' αριθμ. 1) χρέος ποσού 651.735,56 €, που σημειωτέον αφορά ασφαλιστικές εισφορές, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ερευνήθηκε από το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ούτε διακριβώθηκε εάν το εν λόγω χρηματικό ποσό που αφορά ασφαλιστικές εισφορές και βεβαιώθηκε ως δημόσιο χρέος, αφορά τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές, για τις οποίες ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε (ποινικά) κατά τους ισχυρισμούς του με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις και την ως άνω πράξη αρχειοθέτησης του αρμόδιου Εισαγγελέα, καθόσον δεν θα ήταν δυνατόν να δικαστεί και πάλι με την προσβαλλόμενη απόφαση για την σχετική αυτή (ίδια) πράξη κατά με την αρχή "ne bis in idem”, σύμφωνα με την οποία, ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξης, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 ΚΠΔ αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής δίωξης, όταν αυτή ασκηθεί μία φορά (ΑΠ 564/2023, ΑΠ 47/2023). Επομένως, ο προαναφερθείς σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, αναιρετικός λόγος, η έλλειψη δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την οφειλή η μη του παραπάνω αναφερομένου επί μέρους (πρώτου) χρέους ποσού 651.735,56 €, είναι βάσιμος και ως εκ τούτου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της (καθ' όσον το ως άνω χρέος προς το "Ελληνικό Δημόσιο" θεωρείται κατά τα προδιαληφθέντα ενιαιοποιημένο (συνολικό) χρέος), ενώ μετά ταύτα και λόγω της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων αναιρετικών λόγων. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η ως άνω προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 600/2024 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 600/2024 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ