ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕλΣυν Ολ 1198/2024 Υπόλογος Δήμαρχος - Καταλογισμός κληρονόμων - Μη νόμιμες και μη λειτουργικές δαπάνες

Αριθμός:
1198
Έτος:
2024
Δικαστήριο:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
02/10/2024
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΘΠΔΔ, 2/2025, σελ. 183 - 184
Αρ. Λέξεων:
8393
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Υπογραφή από Δήμαρχο χρηματικών ενταλμάτων. Εξόφληση τέτοιων με εντολή του παρά την αμφισβήτηση της νομιμότητας της δαπάνης από την ταμία. Ο Δήμαρχος ενεργεί πράξεις διαχείρισης των χρημάτων του Δήμου, γεγονός που του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου και εντεύθεν δημοσιονομική ευθύνη προς αποκατάσταση του ελλείμματος. Διοργάνωση εκδρομής δημοτών. Υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας. Εργασίες επισκευής δικτύου αποχέτευσης. Μη νόμιμες και μη λειτουργικές δαπάνες. Υποχρέωση της κληρονομίας συνιστά και το από ελλειμματική διαχείριση χρέος του υπολόγου, εφόσον δε αυτός απεβίωσε πριν από την έκδοση καταλογιστικής εις βάρος του πράξης, βαρύνει τους κληρονόμους τους και καταλογίζεται εις βάρος τους, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου εξ αυτών. Λόγοι συγγνωστής πλάνης αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του υπαιτίου για την πρόκληση του ελλείμματος δικαιοπαρόχου των καταλογιζόμενων και όχι το πρόσωπο των κληρονόμων του, ως προς τους οποίους μπορούν να εξετασθούν οι όροι επιείκειας που συνδέονται με την εν γένει προσωπική, οικογενειακή και οικονομική τους κατάσταση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Απόφαση 1198/2024
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια, στις 2 Μαρτίου 2022, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Πρόεδρος, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Ασημίνα Σακελλαρίου, Νεκταρία Δουλιανάκη, Αικατερίνη Μποκώρου, Αντιγόνη Στίνη, Βασιλική Πέππα, Γρηγόριος Βαλληνδράς, Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Χριστίνα Κούνα και Ιωάννης Καλακίκος, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας:Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος της Επικρατείας, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Γιανα δικάσει την από 4.11.2019 (ΑΒΔ .../8.11.2019) αίτηση των: 1) ... ..., χήρας ... ..., κατοίκου Ξυλόπολης Θεσσαλονίκης, 2) ... ... του ..., κατοίκου Άνω Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης (οδός ... ...) και 3) ... ... του ..., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Φινοκαλιώτη (ΑΜ/ΔΣΘ 7894),
κατάτου Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και
κατά του Δήμου ... Νομού Θεσσαλονίκης (νυν Δήμου ..., σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2 περ. 19.10 και 283 παρ. 1 του ν. 3852/2010, Α΄ 87), ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε διά δηλώσεως, κατά το άρθρο 231 παρ. 1 του ν. 4700/2020, του πληρεξούσιου δικηγόρου του Θεόδωρου Μαυρίδη (Α.Μ./Δ.Σ.Θ. 4957).
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 843/2019 απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 2.3.2022 γνώμη του και πρότεινε την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε στις 17 Ιανουαρίου 2024, σε τηλεδιάσκεψη, μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας e-presence.gov.gr, με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης εκτός από τον Πρόεδρο Ιωάννη Σαρμά, ο οποίος αποχώρησε από την Υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως τεσσάρων ετών θητείας στη θέση αυτή, την Αντιπρόεδρο Άννα Λιγωμένου και τη Σύμβουλο Αντιγόνη Στίνη που είχαν κώλυμα (άρθρο 293 παρ. 3 του ν. 4700/2020).
Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Ευφροσύνης Παπαδημητρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον νόμο
1. Για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το προσήκον, σύμφωνα με το άρθρο 73 (παρ. 3 περ. δ) του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, Α΄ 52),παράβολο (βλ. τα ηλεκτρονικά παράβολα με κωδικούς ... ... ..., ... ... ... και ... ... ...).
2. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα.Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
3. Mε την ένδικη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν στις 8.3.2022 υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 843/2019 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της .../2015 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία είχαν καταλογισθεί αυτοί, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος, πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης, ... ..., πρώην Δημάρχου ..., εις ολόκληρον με τα αναφερόμενα στην ίδια πράξη πρόσωπα και υπέρ του πρώην Δήμου ... N. Θεσσαλονίκης (ήδη Δήμου ...), για φερόμενο έλλειμμα στη διαχείρισή του κατά το οικονομικό έτος 2004, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου. Με την αναιρεσιβαλλομένη, κατά μερική παραδοχή της ασκηθείσας έφεσης, μεταρρυθμίσθηκε η ως άνω καταλογιστική πράξη και το καταλογισθέν ποσό περιορίσθηκε στο ποσό των 15.259,91 ευρώ για την πρώτη αναιρεσείουσα και στο ποσό των 22.889,87 ευρώ για καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων.
4. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έγινε δεκτό ότι η εκδοθείσα εις βάρος των αναιρεσειόντων καταλογιστική πράξη είναι αιτιολογημένη ως προς τη στοιχειοθέτηση της ιδιότητας του δημοσίου υπολόγου στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου τους (Δημάρχου ...).
5. Το π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304) ορίζει στο άρθρο 141 τα εξής: «Αι πράξεις των Τμημάτων και των Κλιμακίων (...) περιέχουν: α) (...) ε) Αιτιολογικόν (...)». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η εκδιδόμενη εις βάρος των υπευθύνων προσώπων (υπολόγων και λοιπών ευθυνομένων) καταλογιστική πράξη του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση του δικαιούχου κατά του υπόχρεου, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την ιδιότητά του ως υπολόγου ή συνευθυνόμενου, υπόχρεου για την αποκατάσταση του ελλείμματος έναντι του δικαιούχου και είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της ευθύνης του. Επιπλέον, πρέπει να προσδιορίζεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων ή παραλείψεών του και της δημιουργίας του ελλείμματος, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος αυτού. Ως πράξη δε εκ του νόμου αιτιολογητέα, μπορεί κατά τα λοιπά η αιτιολογία της να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου (ΕλΣυν Ολ. 344/2021 σκ. 25, πρβλ. ΕλΣυν Ολ. 2000/2020 σκ. 17, 2014/2020 σκ. 35).
6. Από τις διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του π.δ/τος 774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον “Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου”» (Α΄ 189) και 54 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι δημόσιοι υπόλογοι ή υπόλογοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και άλλων ΝΠΔΔ, καθώς και όσοι με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ ή άλλο ΝΠΔΔ (εν τοις πράγμασι ή de facto υπόλογοι), επίσης δε και κάθε άλλο πρόσωπο, που εξαιτίας της φύσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως δημόσιος υπόλογος ή υπόλογος ΟΤΑ ή άλλου ΝΠΔΔ. Για τα διαπιστούμενα στη διαχείρισή του ελλείμματα, ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, απαλλάσσεται δε μόνον εάν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει καμία υπαιτιότητα ως προς την επέλευση του ελλείμματος. Ειδικότερα, ελαφρά αμέλεια δημοσιονομικώς υπευθύνου στοιχειοθετείται όταν δεν καταβάλλεται από αυτόν η αξιούμενη από τον νόμο ή τους σχετικούς κανονισμούς ή η αποκτώμενη από τη συνήθη εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, κινουμένου μέσα στο συγκεκριμένο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής του δραστηριότητας (ΕλΣυν Ολ. 1300 και 1015/2022 σκ. 55, 791/2022 σκ. 33). Ως έλλειμμα νοείται κάθε διαπιστούμενη επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων, που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή με βάση τους τηρούμενους λογαριασμούς και τα νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και κάθε «ανοίκεια πληρωμή», δηλαδή κάθε πληρωμή που είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου είτε έγινε αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου (ΕλΣυν Ολ. 1387/2021, 4682/2013, 506/2011).
7. Από τις διατάξεις των άρθρων 114 παρ. 1 περ. ε΄, 115 και 117 παρ. 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ΔΚΚ, π.δ/μα 410/1995, Α΄ 231) και των άρθρων 11, 12, 13, 14, 16, 20, 21, 22, 23 και 25 του β.δ/τος της 17.5./15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄ 114, διόρθ. Α΄ 145 και 197) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Δήμαρχος, με επιμέλεια της αρμόδιας δημοτικής υπηρεσίας, προβαίνει στην εκκαθάριση των δαπανών του Δήμου και αφού ελέγξει τη νομιμότητά τους εκδίδει το οικείο χρηματικό ένταλμα, στο οποίο επισυνάπτονται απαραιτήτως τα νόμιμα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το δικαίωμα του πιστωτή. Ακολούθως, ο προϊστάμενος των οικονομικών υπηρεσιών, αφού ελέγξει τη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, υπογράφει μαζί με τον Δήμαρχο το χρηματικό ένταλμα και εν συνεχεία αυτό αποστέλλεται στην ταμειακή υπηρεσία, όπου ο δημοτικός ταμίας ή ο οριζόμενος προς τούτο υπάλληλος της ταμειακής υπηρεσίας υποχρεούται να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της εντελλόμενης με αυτό δαπάνης, μετά τον οποίο επιτρέπεται η εκταμίευση του οικείου ποσού. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Δήμαρχος ενεργεί πράξεις διαχείρισης των χρημάτων του Δήμου, γεγονός που του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου και εντεύθεν δημοσιονομική ευθύνη προς αποκατάσταση του ελλείμματος που προκλήθηκε από την πληρωμή μη νόμιμων δαπανών στο πλαίσιο της διαχειριστικής του δράσης (ΕλΣυν Ολ. 486/2019, 1638, 896/2018, 1340/2010).
8. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν Τμήμα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από το σώμα της καταλογιστικής πράξης προκύπτει η αναγκαία νομική και ιστορική αιτία που οδήγησε στον καταλογισμό των αναιρεσειόντων. Συγκεκριμένα, γίνεται επίκληση των διατάξεων με βάση τις οποίες κρίθηκαν οι καταλογιζόμενες σε βάρος αυτών δαπάνες ως μη νόμιμες, προσδιορίζεται το ύψος του διαπιστούμενου ελλείμματος και αναφέρονται οι πράξεις (υπογραφή των οικείων χρηματικών ενταλμάτων), που διενήργησε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων επιδεικνύοντας τουλάχιστον ελαφρά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι οποίες (πράξεις) τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστωθέν έλλειμμα, προσδίδουν σ' αυτόν την ιδιότητα του υπολόγου και θεμελιώνουν την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη του προς αναπλήρωσή του.
9. Κατόπιν αυτών, το Τμήμα, που ειδικώς διέλαβε ότι στο σώμα της πράξης αυτής γίνεται μνεία της ιδιότητας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, η οποία τον καθιστά υπόλογο, του τρόπου δημιουργίας του ελλείμματος, καθώς και των πράξεών του που συνέβαλαν στη δημιουργία του ελλείμματος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις και δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης και αιτιολογίας, αφού από το αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν. Εξάλλου, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι, σύμφωνα με την τροποποίηση που επήλθε με τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 3146/2003 (Α΄ 125) στην περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 114 (με τίτλο «Αρμοδιότητες του Δημάρχου») του ΔΚΚ («[Ο Δήμαρχος] Συνυπογράφει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής των δαπανών, οι οποίες έχουν εκκαθαριστεί από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου»), η υπογραφή από το Δήμαρχο των χρηματικών ενταλμάτων αποτελεί απλή διαδικαστική αρμοδιότητα και όχι ουσιαστική ανάμειξή του στη διαχείριση, με συνέπεια να μην ευθύνεται αυτός ως υπόλογος, καθόσον δεν μεταβλήθηκε με τη διάταξη αυτή η ευθύνη του Δημάρχου, η δε η ανάμειξή του στην εκκαθάριση της δαπάνης, την οποία αμφισβητούν οι αναιρεσείοντες, προβλέπεται ρητώς στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 και 3, 22 και 23 του β.δ/τος της 17.5./15.6.1959. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.
10. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης προβάλλεται ότι το δικάσαν Τμήμα, αναφορικά με τη δαπάνη συνολικού ποσού 558.899,49 ευρώ (διοργάνωση πενθήμερης εκδρομής στην Κωνσταντινούπολη), κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου και ότι δεν είναι λειτουργική, διότι η εν λόγω δαπάνη εντάσσεται στο πλαίσιο των κοινωνικών παροχών προς τους πολίτες, προέρχεται δε από αντισταθμιστικά τέλη, που εισέπραττε ο Δήμος ... λόγω της λειτουργίας ΧΥΤΑ στην περιοχή του και όφειλε να διαθέσει για τους δημότες του.
11. Σύμφωνα με γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, η οποία διατυπώνεται σε βασικές προϊσχύσασες και ισχύουσες διατάξεις αυτού(βλ. άρθρα1, 26, 28 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, 3, 13, 40 του ν.δ. 496/1974, 1 παρ. 2α΄ του π.δ. 465/1975, 1 παρ. 1 του ν.δ. 1265/1972, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 968/1979, 22, 26 και 79 του ν. 2362/1995 και ήδη 91 του ν. 4270/2014) και απορρέει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας που διέπει τη δράση των διοικητικών οργάνων, για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ είναι αναγκαίο αυτή να προβλέπεται ρητά από διάταξη νόμου. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η διενέργεια δαπάνης που δεν προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη, εφόσον από τα δικαιολογητικά που τη συνοδεύουν προκύπτει ότι ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του οικείου φορέα, υπό την έννοια ότι η πραγματοποίησή της συντελεί, άμεσα ή έμμεσα, στην αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των σκοπών του ή στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του (λειτουργική δαπάνη, βλ. και άρθρα 37 παρ. 2 και 3 του ν.3801/2009, Α΄ 163, και 33 παρ. 2 και 106 του ν. 4129/2013, Α΄ 52) και δεν υπερβαίνει το από τις ειδικές περιστάσεις επιβαλλόμενο μέτρο στο πλαίσιο της αρχής της οικονομικότητας (ΕλΣυν Ολ. 136, 6/2019, 4318/2013, 3289/2011 κ.ά.).
12. Σύμφωνα με τα άρθρα 21, 25 και 26 παρ. 8 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 και 67 παρ. 1 και 4 του π.δ/τος 28/1980 (Α΄ 11), για την πληρωμή από τους Δήμους της συμφωνηθείσας αμοιβής στον ανάδοχο σύμβασης παροχής προς αυτούς υπηρεσιών, απαραίτητο κατά νόμο δικαιολογητικό εκκαθάρισης και εξόφλησης της σχετικής δαπάνης αποτελεί, μεταξύ άλλων, το πρωτόκολλο παραλαβής της οριζόμενης στο άρθρο 67 παρ. 1 του π.δ/τος 28/1980 αρμόδιας τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από δύο υπαλλήλους του Δήμου και έναν δημοτικό σύμβουλο, σε περίπτωση δε έλλειψης δημοτικών υπαλλήλων από ισάριθμους αυτών δημοτικούς συμβούλους. Συνεπώς, η δαπάνη που δεν υποστηρίζεται από το ως άνω δικαιολογητικό είναι μη κανονική.
13. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι με τα ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και .../2004 χρηματικά εντάλματα καταβλήθηκε στο τουριστικό γραφείο «... ...» το συνολικό ποσό των 558.899,49 ευρώ για την πραγματοποίηση πενθήμερης οδικής εκδρομής των δημοτών στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν αμφισβήτησης της νομιμότητας της δαπάνης από τη δημοτική ταμία, τα εν λόγω χρηματικά εντάλματα εξοφλήθηκαν με εντολή του Δημάρχου, ο οποίος και τα υπέγραψε.
14. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, το Τμήμα υιοθετώντας τη σχετική κρίση του Κλιμακίου, έκρινε ότι η εν λόγω δαπάνη είναι μη νόμιμη, διότι δεν προβλεπόταν από διάταξη νόμου, δεν εξυπηρετούσε λειτουργικές ανάγκες του Δήμου ούτε συντελούσε στην εκπλήρωση των σκοπών του, υπερέβαινε δε το προσήκον μέτρο, δεδομένου ότι αντιστοιχούσε στο 13,6% των συνολικών εσόδων του, που για το έτος 2004 ανήλθαν σε 4.096.941,65 ευρώ. Επιπλέον κρίθηκε ότι δαπάνη αυτή είναι και μη κανονική, διότι δεν βεβαιώθηκε από την αρμόδια τριμελή επιτροπή η παροχή των οικείων υπηρεσιών, καθώς οι βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης ήταν αόριστες καιυπογράφονταν από δύο μόνο πρόσωπα. Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός ότι οι επίμαχες δαπάνες καλύπτονταν από ανταποδοτικά τέλη που εισέπραττε ο Δήμος απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι όφειλε αυτός να διαθέσει τους σχετικούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών του και την εκπλήρωση των σκοπών του και όχι για την πληρωμή μη νόμιμων και μη λειτουργικών δαπανών. Με τις παραδοχές αυτές έκρινε, περαιτέρω, ότι η δαπάνη αυτή συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση, οικονομικού έτους 2004 του Δήμου ..., ότι υπόλογος για την αναπλήρωσή του ήταν ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, ο οποίος έδωσε την εντολή εξόφλησης της δαπάνης προς την ταμία του Δήμου μετά την αμφισβήτηση από εκείνη της νομιμότητάς της και υπέγραψε τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα και ότι νομίμως καταλογίστηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος Δημάρχου ... ..., κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας (139.724,87 ευρώ σε βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας και 209.587,31 ευρώ σε βάρος καθενός από τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων).
15. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ορθώς το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι οι ως άνω δαπάνες δεν είναι νόμιμες ούτε έχουν λειτουργικό χαρακτήρα, ενόψει δε και της ουσιαστικής παραδοχής ότι η εν λόγω δαπάνη αντιστοιχούσε στο 13,6% των συνολικών εσόδων του Δήμου κατά το κρίσιμο έτος 2004 και, συνακόλουθα, σε κάθε περίπτωση, υπερέβαινε το προσήκον μέτρο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τους ενώπιόν του προβληθέντες ισχυρισμούς, αναφορικά με τη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης. Επιπλέον ορθώς κρίθηκε από το δικάσαν Τμήμα ότι η επίμαχη δαπάνη είναι και μη κανονική, κατόπιν της ουσιαστικής παραδοχής ότι τα σχετικά πρωτόκολλα παραλαβής - καλής εκτέλεσης εργασιών δεν υπογράφονταν από την αρμόδια κατά νόμο επιτροπή. Επομένως, ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
16. Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης προβάλλεται ότι το δικάσαν Τμήμα, αναφορικά με τη δαπάνη συνολικού ποσού 23.793,43 ευρώ (υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας), κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και με πλημμελή αιτιολογία δέχθηκε ότι δεν είναι νόμιμη, διότι το τεκμήριο της νόμιμης δράσης της διοίκησης επιβάλλει να θεωρηθεί ότι η χρήση των εν λόγω υπηρεσιών έγινε από τα νομίμως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (Δήμαρχο και δύο Αντιδημάρχους), σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να γίνει επιμερισμός των δαπανών πριν και μετά τις 19.10.2004 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3274/2004).
17. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των νόμων και των κανονιστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους διαθέσιμους πόρους για την άσκηση της εκάστοτε αρμοδιότητάς τους, καθώς και την ανάγκη οργάνωσης των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό και κατ' εφαρμογή της αρχής της δημοσιονομικής νομιμότητας, δύνανται να διαθέτουν νομίμως πιστώσεις για την πληρωμή δαπανών που προβλέπονται από διάταξη νόμου και αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία τους, αλλά και δαπανών που δεν προβλέπονται μεν από διάταξη νόμου, αλλά ανάγονται στη λειτουργική δραστηριότητά τους, ήτοι αποσκοπούν στη διασφάλιση της επαρκούς και αποτελεσματικής οργάνωσής τους και επιδίωξης των σκοπών τους, ενόψει των συνθηκών πραγματοποίησής τους. Στο πλαίσιο αυτό, δαπάνες που αφορούν στην καταβολή παγίων τελών και συνδιαλέξεων κινητής τηλεφωνίας, που διενεργήθηκαν πριν από τις 19.10.2004, είναι λειτουργικές, μόνο εφόσον προκύπτει η συνδρομή εξαιρετικών και ιδιάζουσας φύσης υπηρεσιακών αναγκών, που δεν μπορούσαν να καλυφθούν με τις σταθερές τηλεφωνικές συνδέσεις (ΕλΣυν Ολ. 2000/2020 σκ. 39, 136/2019 σκ. 8Α, 6/2019 σκ. 31, 1637/2018 σκ. XII.A). Περαιτέρω, με το άρθρο 35 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού» (Α΄ 195), επετράπη από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (19.10.2004, βλ. άρθρο 38 αυτού), η χρήση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας από συγκεκριμένα αιρετά όργανα των ΟΤΑ (Δήμαρχο και Αντιδημάρχους), για την κάλυψη των υπηρεσιακών τους αναγκών.
18. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι ο Δήμος ... εξέδωσε, εις βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2004, τα ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και .../2004 χρηματικά εντάλματα, με τα οποία καταβλήθηκε στην εταιρεία «...-ΚΙΝΗΤΕΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ» το συνολικό ποσό των 23.793,43 ευρώ, προς εξόφληση λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας για το χρονικό διάστημα από 1.12.2003 έως 30.11.2004. Κατόπιν αμφισβήτησης της νομιμότητας της δαπάνης από τη δημοτική ταμία, τα εν λόγω χρηματικά εντάλματα εξοφλήθηκαν με εντολή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, ο οποίος και τα υπέγραψε.
19. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά το Τμήμα, υιοθετώντας σχετική κρίση του Κλιμακίου, έκρινε ότι οι δαπάνες αυτές είναι μη νόμιμες. Ειδικότερα, ως προς το χρονικό διάστημα από 1.12.2003 έως 18.10.2004, οι ανωτέρω δαπάνες κρίθηκαν μη νόμιμες, με την αιτιολογία ότι δεν προβλεπόταν από διάταξη νόμου η δυνατότητα χρήσης υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας από τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών τους ούτε προέκυψε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, ότι η χρήση των υπηρεσιών αυτών εξυπηρετούσε αδήριτες λειτουργικές ανάγκες, που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις σταθερές τηλεφωνικές συνδέσεις. Περαιτέρω, ως προς το χρονικό διάστημα από 19.10.2004 έως 30.11.2004, οι ανωτέρω δαπάνες κρίθηκαν μη νόμιμες, με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψαν οι χρήστες των κινητών τηλεφώνων, ώστε να αποδεικνύεται ότι η χρήση τους έγινε από τα δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα, όπως επιτάσσει η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 35 του ν. 3274/2004. Ο προβληθείς λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο είναι αδύνατο να αποδειχθεί ποιος έκανε χρήση των κινητών τηλεφώνων και ότι το τεκμήριο της νόμιμης δράσης της διοίκησης επιβάλλει να θεωρηθεί ότι τα κινητά τηλέφωνα χρησιμοποιήθηκαν από τα δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα, απορρίφθηκε από το δικάσαν Τμήμα ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται από το εν λόγω τεκμήριο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για έλεγχο των λογαριασμών των υπολόγων.Με τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα έκρινε, περαιτέρω, ότι οι δαπάνες αυτές συνιστούν έλλειμμα στη διαχείριση, οικονομικού έτους 2004, του Δήμου Λαχανά, για την αναπλήρωση του οποίου υπόλογος ήταν ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, επειδή αφενός έδωσε εντολή για την εξόφληση των επίμαχων χρηματικών ενταλμάτων και αφετέρου τα υπέγραψε. Κατόπιν αυτών, το ποσό των 23.793,43 ευρώ καταλογίστηκε σε βάρος των αναιρεσειόντων ανάλογα με την κληρονομική μερίδα τους, ήτοι ποσό 5.948,36 ευρώ σε βάρος της πρώτης και ποσό 8.922,54 ευρώ σε βάρος καθενός από τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων.
20. Με τις ως άνω παραδοχές του, το δικάσαν Τμήμα ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τους ενώπιόν του προβληθέντες ισχυρισμούς αναφορικά με τη νομιμότητα των επίμαχων δαπανών. Ως εκ τούτου, ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
21. Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης προβάλλεται, αναφορικά με τη δαπάνη συνολικού ποσού 27.703,59 ευρώ (εργασίες επισκευής του δικτύου αποχέτευσης του οικισμού Δορκάδος), ότι το δικάσαν Τμήμα κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και με πλημμελή αιτιολογία δέχθηκε ότι αφορούσε σε τμήμα ενιαίου έργου που παρανόμως κατατμήθηκε και ανατέθηκε απευθείας.
22. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, με την .../2003 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ... ανατέθηκε απευθείας στη δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Τοπικής Ανάπτυξης ...» (...) η εκτέλεση εργασιών επισκευής του δικτύου αποχέτευσης του οικισμού ..., συναφώς δε εκδόθηκε το .../2004 χρηματικό ένταλμα, ποσού 27.703,59 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Με την 28/2015 καταλογιστική πράξη του Β΄ Κλιμακίου η ως άνω δαπάνη κρίθηκε μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι με την .../2.1.2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά το ίδιο έτος 2003, είχε ανατεθεί απευθείας στη ... η εκτέλεση και άλλων ομοειδών εργασιών (επισκευή δικτύου αποχέτευσης στο δημοτικό διαμέρισμα ...), ομοίως αντί ποσού 27.703,59 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και, συνακόλουθα, η συνολική προϋπολογιζόμενη δαπάνη για την εκτέλεση ομοειδών εργασιών, που ανατέθηκαν κατά το έτος 2003, υπερέβαινε το προβλεπόμενο από το άρθρο 291 παρ. 4 εδ. α΄ του ΔΚΚ όριο, πέραν του οποίου δεν επιτρεπόταν η απευθείας ανάθεση εκτέλεσης εργασιών από Δήμο σε Δημοτική Επιχείρηση. Επιπλέον, οι επίμαχες δαπάνες κρίθηκαν μη κανονικές, διότι οι βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης εργασιών υπογράφονταν μόνο από έναν δημοτικό σύμβουλο και μη νομιμοποιητέες με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 3731/2008, πρωτίστως διότι αφορούσαν σε επισκευή δικτύου αποχέτευσης και όχι σε καθαριότητα κοινόχρηστων χώρων. Περαιτέρω, όμως, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικάσαντος Τμήματος, δεν αποδείχθηκε από την .../2.1.2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ότι κατά το χρόνο που ανατέθηκε η εκτέλεση των επίμαχων εργασιών στον οικισμό ... είχε ήδη ανατεθεί και η εκτέλεση των ομοειδών εργασιών επισκευής δικτύου αποχέτευσης στο δημοτικό διαμέρισμα ..., ο δε καταλογισμός, κατά το μέρος του αυτό, κρίθηκε μη νόμιμος ως προς τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου που ενέκριναν τη δαπάνη, με την αιτιολογία ότι δεν ευθύνονται αυτά για την έλλειψη νόμιμα υπογεγραμμένης βεβαίωσης καλής εκτέλεσης εργασιών. Ως προς τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων, ωστόσο, το δικάσαν Τμήμα, απορρίπτοντας σχετικό λόγο έφεσης, έκρινε ότι η δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος, που προκλήθηκε από την εκταμίευση του .../2004 χρηματικού εντάλματος, συνδέεται αιτιωδώς με την εκ μέρους του υπογραφή του οικείου χρηματικού εντάλματος, παρά την έλλειψη νόμιμα υπογεγραμμένης βεβαίωσης καλής εκτέλεσης εργασιών.
23. Ενόψει των ανωτέρω, ο ως άνω λόγος αναίρεσης ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και είναι για τον λόγο αυτό απορριπτέος, καθώς το δικάσαν Τμήμα στήριξε την κρίση του επί της νομιμότητας του καταλογισμού της επίμαχης δαπάνης εις βάρος των ήδη αναιρεσειόντων αποκλειστικά στη μη κανονικότητα της δαπάνης αυτής. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 67 παρ. 1 του π.δ/τος 28/1980, που απαιτούν την υπογραφή της οικείας βεβαίωσης καλής εκτέλεσης από την αρμόδια τριμελή επιτροπή, ορθά δε και με πλήρη αιτιολογία έκρινε ότι η υπογραφή της βεβαίωσης αυτής από έναν μόνο δημοτικό σύμβουλο καθιστά την επίμαχη δαπάνη μη κανονική.
24. Ως προς τις δαπάνες συνολικού ποσού 7.356,71 ευρώ (προμήθεια ευχετήριων καρτών και φακέλων), το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε τη συνδρομή συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων ως προς τη λειτουργικότητα των επίμαχων δαπανών και απήλλαξε τους τελευταίους από τον εις βάρος τους καταλογισμό του αντίστοιχου ποσού. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, σύμφωνα με τον οποίο με μη νόμιμη αιτιολογία το δικάσαν Τμήμα δεν δέχθηκε τη λειτουργικότητα της επίμαχης δαπάνης, προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος και είναι για τον λόγο αυτό απορριπτέος.
25. Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο αναίρεσης, οι οποίοι εξετάζονται από κοινού ως τρίτος λόγος αναίρεσης, προβάλλεται ότι το δικάσαν Τμήμα με πλημμελή αιτιολογία δέχθηκε τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων και απέρριψε τους κατ' έφεση προβληθέντες ισχυρισμούς τους περί έλλειψης υπαιτιότητας στο πρόσωπό του, χωρίς να λάβει υπόψη του αφενός ότι η νομιμότητα αντίστοιχων δαπανών δεν είχε αμφισβητηθεί κατά τους προηγηθέντες κατασταλτικούς ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αφετέρου ότι με την 2837/2013 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης κρίθηκαν αθώα ορισμένα μέλη της διοίκησης του Δήμου της αποδιδόμενης εις βάρος τους κατηγορίας για απιστία σχετικά με την υπηρεσία, για τον λόγο ότι δεν ελάττωσαν εν γνώσει τους την περιουσία του Δήμου με δόλιο σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι, αλλά επειδή είχαν τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, με τις οποίες εγκρίθηκαν οι πιστώσεις για την πραγματοποίηση των εκδρομών και στη λήψη των οποίων συμμετείχαν, ήταν νόμιμες, δοθέντος ότι παρόμοιες εκδρομές είχαν πραγματοποιηθεί από την τέως Κοινότητα ... από το έτος 1995 μέχρι και 2001, χωρίς οι αντίστοιχες αποφάσεις να έχουν ακυρωθεί από την Περιφέρεια και χωρίς να έχουν διατυπωθεί παρατηρήσεις περί της νομιμότητας των αντίστοιχων δαπανών κατά τη διενέργεια του κατασταλτικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Περαιτέρω προβάλλεται, κατ' εκτίμηση, ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων: α) 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256), που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας και β) 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης,
26. Ως προς το ζήτημα του βαθμού της υπαιτιότητας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, το Δικαστήριο κινούμενο εντός του πλαισίου της αναιρετικής του δικαιοδοσίας, κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την πληττόμενη απόφαση ως προς την επιδειχθείσα συμπεριφορά του πληρούν το πραγματικό της έννοιας της ελαφράς αμέλειας. Τούτο διότι, βάσει της ιδιότητας και των αρμοδιοτήτων του ως Δημάρχου και της ενασχόλησής του με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει ότι δεν ήταν νόμιμη η πληρωμή των δαπανών με τις οποίες καταλογίστηκαν τελικώς οι ήδη αναιρεσείοντες. Συνεπώς, ορθώς και με νόμιμη αιτιολογία το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ενώπιόν του προβληθέντα λόγο έφεσης περί έλλειψης υπαιτιότητας στο πρόσωπό του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων. Εξάλλου, ορθώς και με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, ο προβληθείς ενώπιον του Τμήματος ισχυρισμός ότι στο πλαίσιο των διενεργηθέντων κατά το παρελθόν κατασταλτικών ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είχε αμφισβητηθεί η νομιμότητα αντίστοιχων δαπανών, δοθέντος ότι, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, από τις επικληθείσες και προσκομισθείσες Πράξεις 9/1997 του Μονομελούς Κλιμακίου Ελεγκτικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης και 38/2006 του Β΄ Κλιμακίου δεν προέκυψε ότι δαπάνες παρόμοιες με τις επίμαχες, που εξοφλήθηκαν υπό συνθήκες ουσιωδώς όμοιες με αυτές, έχουν κριθεί νόμιμες από το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως είχαν επικαλεσθεί στην κατ' έφεση δίκη οι ήδη αναιρεσείοντες.
27. Από το περιεχόμενο της προαναφερόμενης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όπως τμήμα αυτής μεταφέρθηκε αυτούσιο στα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα, προκύπτει ότι εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε στον δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων και ως εκ τούτου η επίκλησή της ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος από τους ήδη αναιρεσείοντες προς στοιχειοθέτηση της έλλειψης υπαιτιότητας στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου τους ήταν αλυσιτελής, συνακόλουθα δε, ορθώς κρίθηκε ότι η ως άνω απόφαση δεν δεσμεύει το Δικαστήριο για την απαλλαγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων από τη δημοσιονομική ευθύνη του για την αναπλήρωση του ελλείμματος που προκάλεσε και η οποία βαρύνει του αναιρεσείοντες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεχόμενο το δικάσαν Τμήμα ότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, ταυτότητα νομικής βάσης μεταξύ αφενός της αποδιδόμενης στους υπολόγους δημοσιονομικής παράβασης και της απιστίας, για την οποία ορισμένοι από αυτούς κηρύχθηκαν αθώοι, με την ανωτέρω ποινική απόφαση, λόγω έλλειψης δόλου, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο και με πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης. Τούτο, διότι δεν θεμελιώνεται, εν προκειμένω, ο απαιτούμενος εμφανής σύνδεσμος μεταξύ της ολοκληρωθείσας ποινικής διαδικασίας και της δημοσιονομικής δίκης και ως εκ τούτου το Τμήμα δεν όφειλε να δεσμευθεί από την γενόμενη ποινική κρίση, αλλά να την συνεκτιμήσει ειδικώς. Ειδικότερα, η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απιστίας στην υπηρεσία, για την οποία αθωώθηκαν ορισμένα μέλη της διοίκησης του Δήμου, απαιτεί τη συνδρομή δόλου για την τέλεσή της και δεν ταυτίζεται με τον απαιτούμενο βαθμό πταίσματος για τη θεμελίωση της ευθύνης του υπολόγου στην πρόκληση διαχειριστικού ελλείμματος, για την οποία αρκεί έστω και ελαφρά αμέλεια, διαπιστωθείσα, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη, ο επίδικος δε καταλογισμός δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πληροί κανένα εκ των «κριτηρίων Engel». Ούτε, άλλωστε, αμφισβητήθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη άμεσα ή έμμεσα η απαλλακτική ποινική κρίση (βλ. ΕλΣυν Ολ. αποφ. 1304, 1302, 1301, 1300, 1018, 1017, 1015, 1014, 1013, 790, 788/2022, όπου και μειοψ. ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας).
28. Με τον πέμπτο κατά τη σειρά του αναιρετηρίου λόγο αναίρεσης που εξετάζεται ως τέταρτος προβάλλεται ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της ανεπαρκούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε, χωρίς αυτοτελή αιτιολόγηση, αλλά παραπέμποντας απλώς στην προσβληθείσα πράξη του Κλιμακίου, τον προβληθέντα ενώπιόν του λόγο έφεσης σχετικά με την εφαρμογή της νομιμοποιητικής διάταξης του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3801/2009. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης, κρίθηκε ότι οι επίδικες δαπάνες δεν δύνανται να νομιμοποιηθούν, διότι δεν υπάγονται στους σκοπούς του νόμου, καθώς αρκεί να αποσκοπούν αυτές στην ευρύτερη κοινωνική αποστολή των Δήμων, προϋπόθεση που πληρούται εν προκειμένω. Ειδικά ως προς τις δαπάνες για την πραγματοποίηση εκδρομής, προβάλλεται ότι εσφαλμένως κρίθηκαν αυτές μη νομιμοποιητέες, καθώς, αφενός καλύπτουν σκοπούς εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας των δημοτών και αφετέρου για την εφαρμογή του άρθρου 34 του ν. 3801/2009 αρκεί να υπάρχει βεβαίωση παραλαβής από τη νόμιμη επιτροπή, χωρίς να απαιτείται τυχόν νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση αυτής, οι σχετικές δε βεβαιώσεις κρίθηκαν μη νόμιμες χωρίς να αναφέρεται ποια ήταν τα μέλη της εκάστοτε επιτροπής παραλαβής ούτε η πράξη συγκρότησής της.
29. Με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 3801/2009 «Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης» (Α΄ 163) προβλέπεται η κατά πλάσμα δικαίου αναδρομική νομιμοποίηση δαπανών που διενεργήθηκαν μετά την 1η.7.2005 -και με τη μεταγενεστέρως επελθούσα επεκτατική εφαρμογή του ρυθμιστικού τους πεδίου – και μέχρι τις 30.6.2005 (βλ. άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 3838/2010, Α΄ 49), μεταξύ άλλων, από τους ΟΤΑ α΄ βαθμού εις βάρος των προϋπολογισμών τους, είτε οι δαπάνες αυτές απορρέουν από την άσκηση αρμοδιοτήτων που δεν προβλέπονται ρητώς στην κείμενη νομοθεσία, πλην όμως θεωρούνται λειτουργικές είτε απορρέουν μεν από την άσκηση ρητώς προβλεπόμενων από τη νομοθεσία που διέπει τα ως άνω νομικά πρόσωπα αρμοδιοτήτων, για τις οποίες όμως συνέτρεξαν πλημμέλειες κατά τη διαδικασία ανάληψής τους. Η αναδρομική νομιμοποίηση παρέχεται υπό προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, είναι δε οι ακόλουθες:
(α) Οι εν λόγω δαπάνες πρέπει να αφορούν σε έργα, εργασίες, προμήθειες, παροχή υπηρεσιών, μισθώματα ή χρηματοδοτήσεις.
(β) Οι δαπάνες πρέπει να έχουν εξοφληθεί.
(γ)Πρέπει να βεβαιώνεται αρμοδίως η εκτέλεση του αντικειμένου για το οποίο εχώρησε η καταβολή τους.
(δ) Δεν πρέπει να έχουν ακυρωθεί οι σχετικές πράξεις από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή από άλλο διοικητικό όργανο, στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επί των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου (EλΣυν Ολ. 1069/2021, 733/2020, 477/2019, 2820/2011).
30. Ως προς το πρώτο σκέλος του, ο ως άνω λόγος αναίρεσης παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το δικάσαν Τμήμα, παραθέτοντας στην απόφασή του την κρίση του Κλιμακίου επί της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 34 του ν. 3801/2009 για έκαστη κατηγορία δαπανών και παραπέμποντας, κατά την εξέταση του σχετικού λόγου έφεσης, στις οικείες αιτιολογικές σκέψεις της ενώπιόν του προσβληθείσας καταλογιστικής πράξης, τις οποίες υιοθέτησε πλήρως, διέλαβε ειδική κρίση επί του ζητήματος της νομιμοποίησης των επίδικων δαπανών δυνάμει της ως άνω διάταξης και ως εκ τούτου ουδόλως κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
31. Ως προς το δεύτερο σκέλος του ο ως άνω λόγος αναίρεσης παρίσταται απορριπτέος ως άνευ εννόμου συμφέροντος προβαλλόμενος, κατά το μέρος που αφορά στις δαπάνες για την προμήθεια ευχετήριων καρτών και φακέλων, την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού αρδευτικών αυλάκων και οδών, καθώς και αποχιονισμού οδών και την επιχορήγηση του πολιτιστικού συλλόγου «Σύνδεσμος Νικοπολιτών “... ...”», δοθέντος ότι με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε μη νόμιμος ο εις βάρος των αναιρεσειόντων καταλογισμός των ανωτέρω δαπανών και ακυρώθηκε η καταλογιστική πράξη κατά το οικείο μέρος της.
32. Αναφορικά με την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 του ν. 3801/2009, το δικάσαν Τμήμα, επικυρώνοντας την κρίση της προσβληθείσας ενώπιόν του με έφεση καταλογιστικής πράξης, έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής:
(i) ως προς τη δαπάνη για την πραγματοποίηση εκδρομής, διότι αφενός δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου ούτε έχει λειτουργικό χαρακτήρα και αφετέρου η εκτέλεση των οικείων ταξιδιωτικών υπηρεσιών δεν βεβαιώθηκε, όπως απαιτείται από το άρθρο 34 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 3801/2009, από την αρμόδια τριμελή επιτροπή του άρθρου 67 παρ. 1 του π.δ/τος 28/1980, καθώς οι βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης ήταν αόριστες καιυπογράφονταν από δύο μόνο πρόσωπα,(ii) ως προς τη δαπάνη χρήσης κινητών τηλεφώνων, διότι οι σχετικές συμβάσεις δεν αφορούν σε παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της ανωτέρω νομιμοποιητικής διάταξηςκαι συνεπώς δεν πληρούται η υπό στοιχ. α΄ απαιτούμενη από τις διατάξεις αυτές προϋπόθεση και (iii) ως προς τη δαπάνη για την επισκευή του δικτύου αποχέτευσης του οικισμού Δορκάδος, διότι οι βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης εργασιών υπογράφονταν μόνο από έναν δημοτικό σύμβουλο.
33. Αναφορικά με τις δαπάνες κινητής τηλεφωνίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ως υπηρεσίες, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3801/2009, νοούνται αυτές που παρέχονται υπό οποιαδήποτε μορφή, ανεξαρτήτως του νομικού τύπου της οικείας σύμβασης, συνακόλουθα δε και οι υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας. Συνεπώς, το δικάσαν Τμήμα πλημμελώς παρέλειψε να εφαρμόσει τις ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες οι επίμαχες δαπάνες συνολικού ποσού 23.793,43 ευρώ έχουν νομιμοποιηθεί, για τον λόγο δε αυτό που, ως αναγόμενος στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά το μέρος αυτό να αναιρεθεί.
34. Κατά τα λοιπά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3801/2009, ορθά δε και με πλήρη αιτιολογία έκρινε ότι δεν πληρούνταν όλες οι σωρευτικώς τιθέμενες προϋποθέσεις για τη νομιμοποίηση των λοιπών - πλην των δαπανών κινητής τηλεφωνίας - δαπανών. Ειδικότερα, ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη ότι η δαπάνη πραγματοποίησης εκδρομής δεν δύναται να νομιμοποιηθεί, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου αναίρεσης,καθόσον δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου ούτε είναι λειτουργική, (ΕλΣυν Ολ. 1069/2021 σκ. 4, 733/2020 σκ. 4), επιπροσθέτως δε, δεν καλύπτεται η σωρευτικώς τιθέμενη υπό στοιχ. γ΄ προϋπόθεση της διάταξης αυτής, δοθέντος ότι η εκτέλεση των επίμαχων υπηρεσιών δεν έχει βεβαιωθεί από την αρμόδια τριμελή επιτροπή του άρθρου 67 παρ. 1 του π.δ/τος 28/1980. Περαιτέρω, δοθέντος ότι τα επίμαχα πρωτόκολλα παραλαβής δεν υπογράφονταν από τρία μέλη, ορθώς απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο στην καταλογιστική πράξη έπρεπε να αναφέρεται ποια ήταν τα μέλη της εκάστοτε επιτροπής παραλαβής, καθώς και η πράξη συγκρότησής της. Εξάλλου, ανεξαρτήτως της νόμιμης ή μη συγκρότησής τους (ανεξαρτήτως δηλαδή εάν με την πράξη συγκρότησης των επιτροπών παραλαβής ορίζονταν τρία μέλη, κατά τις απαιτήσεις του άρθρου 67 παρ. 1 του π.δ/τος 28/1980), οι εν λόγω βεβαιώσεις παραλαβής δεν ήταν νόμιμες, καθώς κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στα τριμελή συλλογικά διοικητικά όργανα, όπως εν προκειμένω, για τη νόμιμη λήψη απόφασης απαιτείται η παρουσία και των τριών μελών, ενώ και κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 67 παρ. 4 του π.δ/τος 28/1980, τα πρωτόκολλα παραλαβής υπογράφονται από όλα τα μέλη της επιτροπής. Συναφώς, ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη ότι οι δαπάνες για την επισκευή του δικτύου αποχέτευσης δεν δύνανται να νομιμοποιηθούν, διότι οι οικείες βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης των εργασιών υπογράφονταν μόνο από έναν δημοτικό σύμβουλο, με συνέπεια να μην συντρέχει υπό στοιχ. γ΄ του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3801/2009 προϋπόθεση.
35. Με τον έβδομο κατά τη σειρά του αναιρετηρίου λόγο αναίρεσης που εξετάζεται ως πέμπτος προβάλλεται ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη νόμιμος ο καταλογισμός των αναιρεσειόντων, υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης πρώην Δημάρχου ... ..., καθώς η ευθύνη του δημοσίου υπολόγου είναι προσωποπαγής και δεν κληρονομείται.
36. Από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1847, 1884, 1885, 1901 και 1902 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι, μετά τον θάνατο του προσώπου, η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από τον νόμο (άρθρα 1813 επ. ΑΚ) ή από διαθήκη (άρθρα 1712 επ. ΑΚ) σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Ειδικότερα, κατά τον βασικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1710 ΑΚ, αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής είναι το σύνολο της περιουσίας του αποβιώσαντος, ήτοι, καταρχήν, το σύνολο των δεκτικών χρηματικής αποτίμησης έννομων σχέσεων αυτού, ο δε κληρονόμος διαδέχεται τον κληρονομούμενο στο σύνολο των κληρονομητών έννομων σχέσεών του, ως ενότητας, συνεπώς μετέχει αναγκαστικά τόσο στο ενεργητικό όσο και στο παθητικό της κληρονομίας. Περαιτέρω, επί πλειόνων κληρονόμων υφίσταται μεταξύ τους σχέση κοινωνίας και καθένας από αυτούς έχει ιδανικό μερίδιο επί του συνόλου της κληρονομίας, ανάλογο της μερίδας του. Συναφώς, οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων κατά τον λόγο της μερίδας καθενός, κάθε δε κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εκτός αν η αποδοχή αυτής έλαβε χώρα με το ευεργέτημα της απογραφής. Εξάλλου, με την επιφύλαξη ειδικής διάταξης νόμου, κληρονομητές είναι, μεταξύ άλλων, οι έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου που συνίστανται σε χρηματική απαίτηση ή υποχρέωση του κληρονομούμενου. Υποχρέωση δε της κληρονομίας, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, συνιστά και το από ελλειμματική διαχείριση χρέος του υπολόγου, εφόσον δε αυτός απεβίωσε πριν από την έκδοση καταλογιστικής εις βάρος του πράξης, βαρύνει τους κληρονόμους τους και καταλογίζεται εις βάρος τους, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου εξ αυτών (πρβλ. ΕλΣυν Ολ. 1946/2020 σκ. 18).
37. Ενόψει των ανωτέρω, η αναγόμενη στον χρόνο επέλευσης των κατ' ιδίαν ελλειμμάτων υποχρέωση του ως άνω υπολόγου, ... ..., προς αποκατάστασή τους, συμπεριλαμβανόταν ως παθητικό στην περιουσία, η οποία, μετά τον θάνατό του, περιήλθε στους αναιρεσείοντες κληρονόμους του κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας. Συνακόλουθα, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το δικάσαν Τμήμα έκρινε νόμιμο τον καταλογισμό των ένδικων ελλειμμάτων εις βάρος των αναιρεσειόντων, υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης υπολόγου (πρώην Δημάρχου).
38. Με τον έκτο κατά τη σειρά του αναιρετηρίου λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, το δικάσαν Τμήμα εξέτασε τη συνδρομή ή μη συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο του αποβιώσαντος πρώην Δημάρχου ... ... και όχι στο πρόσωπο των καταλογισθέντων κληρονόμων του, οι οποίοι έπρεπε να απαλλαγούν από τον καταλογισμό, καθώς ουδεμία γνώση είχαν επί των συνδεόμενων με τις επίμαχες δαπάνες ενεργειών του δικαιοπαρόχου τους.
39. Στο άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009 (Α΄ 163), το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 105 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 «Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (Α΄ 52), ορίζονται τα εξής: «Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του, καθώς και κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομελείας του, σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων και Κοινοτήτων ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων (…), από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνόμενου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά τον βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα.
(…)».
40. Με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, με τις οποίες πραγματώνεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, παρέχεται η ευχέρεια στους δικαστικούς σχηματισμούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την εκδίκαση διαφορών από καταλογιστικές πράξεις που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα μέχρι την 1η.7.2005 και οι οποίες έχουν εκδοθεί εις βάρος αιρετών οργάνων πρωτοβάθμιων ΟΤΑ και υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, να μειώσουν το ποσό του καταλογισμού μέχρι το ένα δέκατο της οφειλής, καθώς και να απαλλάξουν τον καταλογισθέντα από προσαυξήσεις ή τόκους είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης του βαρυνόμενου. Η ως άνω μείωση ή η απαλλαγή ενεργείται κατά συνεκτίμηση του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, της βαρύτητας της δημοσιονομικής παράβασης, των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε και του επελθόντος αποτελέσματος, καθώς και της προσωπικής και οικογενειακής οικονομικής του κατάστασης. Παρέχεται, επίσης, η ευχέρεια στο δικαστήριο να απαλλάξει τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, εάν κρίνει ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχε συγγνωστή πλάνη κατά την πρόκληση του ελλείμματος (ΕλΣυν Ολ. 719, 2976/2012, 1397, 1810, 2291/2014, 1756, 2927, 3381/2015). Συγγνωστή πλάνη νοείται ότι συντρέχει όταν ο καταλογισθείς όχι μόνο αγνοούσε, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον μη νόμιμο χαρακτήρα των πράξεών του, έστω και αν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, ενόψει των πνευματικών δυνατοτήτων και επαγγελματικών δεδομένων του (ΕλΣυν Ολ. 136/2019). Περαιτέρω, εάν το πρόσωπο του βαρυνόμενου με την πρόκληση του διαχειριστικού ελλείμματος είναι, συνεπεία κληρονομικής διαδοχής, διαφορετικό από το πρόσωπο του υπόχρεου για την αποκατάστασή του,κατά τη λεκτική διατύπωση και τη λογική οργάνωση του ως άνω άρθρου 37 παρ. 1, οι προβαλλόμενοι λόγοι συγγνωστής πλάνης αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του υπαιτίου για την πρόκληση του ελλείμματος δικαιοπαρόχου των καταλογιζόμενων και όχι το πρόσωπο των κληρονόμων του, ως προς τους οποίους μπορούν να εξετασθούν οι όροι επιείκειας που συνδέονται με την εν γένει προσωπική, οικογενειακή και οικονομική τους κατάσταση. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί της συνδρομής ή μη συγγνωστής πλάνης, ως νομικός χαρακτηρισμός, ελέγχεται στην κατ' αναίρεση δίκη ως προς το αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά υπάγονται στη νομική έννοια της συγγνωστής πλάνης (ΕλΣυν Ολ. 6, 136/2019, 2000/2020), καθώς και αν κατά τον προσδιορισμό της μείωσης του καταλογιζόμενου ποσού υπήρξε υπέρβαση των άκρων ορίων της διαγραφόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις εξουσίας του Τμήματος (ΕλΣυν Ολ. 1379/2021 σκ. 12).
41. Ενόψει των ανωτέρω, κατά το μέρος που αφορά στη συνδρομή συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων, ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η συνδρομή συγγνωστής πλάνης, συνεχόμενη με τις συνθήκες πρόκλησης του ελλείμματος, τη βαρύτητα της διαπιστούμενης δημοσιονομικής παράβασης και του επελθόντος εξαιτίας της παράβασης αυτής αποτελέσματος στη συγκεκριμένη διαχείριση, συνδέεται αποκλειστικά με πραγματικά περιστατικά που αφορούν στο πρόσωπο του βαρυνόμενου με την πρόκληση του ελλείμματος, εξαιτίας δε του δεσμού δημοσιονομικής ευθύνης που τον συνδέει με τη συγκεκριμένη διαχείριση ερευνάται στο πρόσωπο αυτού. Ως προς δε τους κληρονόμους του, ανεξάρτητα από το αν αυτοί αναγράφονται στην καταλογιστική πράξη ως υπόχρεοι επιστροφής του καταλογιζόμενου ελλείμματος, λόγω θανάτου του δημοσιονομικά υπευθύνου δικαιοπαρόχου τους πριν από την έκδοσή της, η συνδρομή της πλάνης δεν μπορεί να εξετασθεί στο πρόσωπό τους, δοθέντος ότι οι ίδιοι δεν συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία του επίδικου ελλείμματος, αλλά η ιδιότητά τους ως καταλογιζομένων εδράζεται στην επέλευση της κληρονομικής διαδοχής επί της περιουσίας του θανόντος, στο παθητικό της οποίας περιέχεται ως οικονομικό βάρος η υποχρέωση αποκατάστασης του επίμαχου διαχειριστικού ελλείμματος και για τον λόγο αυτό καλούνται να το αποκαταστήσουν. Συνεπώς, η γνώση ή άγνοια των διαχειριστικών ενεργειών του δικαιοπαρόχου τους, σχετιζόμενη με πραγματικά περιστατικά που εκφεύγουν της δημιουργίας του επίδικου ελλείμματος, καθώς αφορούν στους ίδιους τους αναιρεσείοντες ατομικά, δεν αποτελούν νόμιμο λόγο απαλλαγής τους από την υποχρέωση επιστροφής του καταλογιζόμενου ποσού (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1379/2021 σκ. 16, πρβλ. 1946/2020 σκ. 18).
42. Αναφορικά με τη συνδρομή συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων ως προς την πρόκληση του ελλείμματος, το δικάσαν Τμήμα θεμελίωσε την κρίση του ότι δεν συντρέχει συγγνωστή πλάνη στο πρόσωπο του ανωτέρω, δεχόμενο ότι αυτός λόγω της ιδιότητάς του ως Δημάρχου και της ενασχόλησής του με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, μπορούσε και όφειλε να γνωρίζει ότι οι επίμαχες δαπάνες δεν ήταν, κατά περίπτωση, νόμιμες ή κανονικές και επιπλέον δεν δικαιολογεί πλάνη του η επίκληση του γεγονότος της μη αμφισβήτησης της νομιμότητας «αντίστοιχων» δαπανών στο πλαίσιο διενεργηθέντων κατά το παρελθόν κατασταλτικών ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ούτε, περαιτέρω, η επίκληση της 2837/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, η οποία δεν αφορούσε στο πρόσωπό του. Υπό τις παραδοχές αυτές, η κρίση του Τμήματος είναι πλήρως, σαφώς και ειδικώς αιτιολογημένη και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
43. Περαιτέρω, για τη θεμελίωση της κρίσης του ως προς το εάν συντρέχει περίπτωση μείωσης, κατά το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, του ποσού του καταλογισμού σε βάρος των αναιρεσειόντων, το Τμήμα αφού συνεκτίμησε τα κριτήρια που τίθενται από τη διάταξη αυτή και ιδίως την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική τους κατάσταση, όπως αυτή προέκυπτε από τα προσκομισθέντα ενώπιόν του στοιχεία σε συνδυασμό με το ότι η υπαιτιότητα του δικαιοπαρόχου τους δεν εξικνείτο πέραν του βαθμού της ελαφράς αμέλειας, αποφάνθηκε ότι συντρέχει περίπτωση μείωσης του ποσού του καταλογισμού στο ένα δέκατο (1/10) του συνολικά καταλογιστέου ποσού.
44. Με τις παραδοχές αυτές, η Ολομέλεια, δικάζουσα αναιρετικώς, κρίνει ότι ορθά το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 3801/2009, κινούμενο εντός των ορίων της διαγραφόμενης από τις διατάξεις διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον για τον σχηματισμό της κρίσης του νόμιμα συνεκτίμησε τα στοιχεία που είχαν τεθεί υπόψη του, η δε κρίση του αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
45. Σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν και έγιναν δεκτά, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 33 και να μεταρρυθμιστεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της που αφορά στη νομιμότητα του καταλογισθέντος σε βάρος των αναιρεσειόντων ποσού των 23.793,43 ευρώ, αναφορικά με την εξόφληση λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας, οι δαπάνες των οποίων καταβλήθηκαν με τα ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και .../2004 χρηματικά εντάλματα.
46. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης η υπόθεση, η οποία δεν χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να διακρατηθεί και να δικαστεί στην ουσία από την Ολομέλεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 176 παρ. 2 του ν. 4700/2020.
47. Με την αναιρεσιβαλλομένη, κατά το μέρος της που δεν αναιρείται, έγινε μεταξύ άλλων δεκτό ότι το τμήμα του εις βάρος των αναιρεσειόντων καταλογισμού, που αφορούσε σε μη νόμιμες δαπάνες (152.599,13 ευρώ για την πρώτη αναιρεσείουσα και 228.898,69 ευρώ για καθέναν από τους λοιπούς), πρέπει κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, να μειωθεί στο 1/10 και περιορίσθηκε αυτό σε 15.259,91 ευρώ για την πρώτη και σε 22.889,87 για καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο. Εκ των ως άνω ποσών μη νόμιμων δαπανών, το ποσό των 23.793,43 ευρώ αντιστοιχεί σε δαπάνες υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες - κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 33) - έχουν νομιμοποιηθεί.
48. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η καταλογιστική πράξη και από τα κατά τα ανωτέρω καταλογισθέντα εις βάρος των αναιρεσειόντων ποσά, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση της καταλογιστικής πράξης από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρέπει α) από το ποσό των 15.259,91 ευρώ, στο οποίο περιορίστηκε το σε βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας καταλογισθέν ποσό, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 594,84 ευρώ που αντιστοιχεί στο 1/10 των 5.948,36 ευρώ (που είχε αρχικώς καταλογιστεί σε βάρος της και αφορούσε στις δαπάνες κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες έχουν νομιμοποιηθεί) και β) από το ποσό των 22.889,87 ευρώ, στο οποίο περιορίστηκε το σε βάρος εκάστου των λοιπών αναιρεσειόντων καταλογισθέν ποσό, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 892,54 ευρώ που αντιστοιχεί στο 1/10 των 8.922,54 ευρώ (που είχε αρχικώς καταλογιστεί σε βάρος καθενός από αυτούς και αφορούσε στις δαπάνες κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες έχουν νομιμοποιηθεί). Κατόπιν αυτών, το καταλογισθέν εις βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας ποσό πρέπει να περιορισθεί στο ποσό των 14.665,07 (15.259,91 – 594,84) ευρώ και το καταλογισθέν εις βάρος των λοιπών ποσό πρέπει να περιορισθεί στο ποσό των 21.997,62 (22.889,87 – 892,25) ευρώ.
49. Μετά από αυτά δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής του κατατεθέντος από αυτούς για την άσκηση της έφεσης παραβόλου δεδομένου ότι αυτό έχει ήδη επιστραφεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
50. Τέλος, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντων για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, παραβόλων (άρθρο 310 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 4700/2020) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 314 παρ. 4 εδ. β΄ του ίδιου νόμου).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την αίτηση αναίρεσης.
Αναιρεί την 843/2019 απόφαση του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό.
Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση στην ουσία.
Δέχεται εν μέρει την έφεση.
Μεταρρυθμίζει την 28/2015 καταλογιστική πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και περιορίζει το καταλογισθέν με αυτήν ποσό ως εξής:
(α) στο ποσό των 14.665,07 ευρώ για την πρώτη αναιρεσείουσα ... ... χήρα ... ... και
(β) στο ποσό των 21.997,62 ευρώ για καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο αναιρεσείοντες, ήτοι τους ... ... του ... και ... ... του ....
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε τηλεδιάσκεψη στις 17 Ιανουαρίου 2024, κατ' εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΗΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στις 2 Οκτωβρίου 2024
(βλ. πρακτικό δημοσίευσης με όμοια ημερομηνία).
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΤΟΥΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΑΛΑ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα