Αριθμός 1009/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Πετσάλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Ερασμία Λιούλη - Εισηγήτρια, Ζωή Καραχάλιου , Βάϊα Ζαρχανή και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιουλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γ. Β., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Γαβαλά, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 120/2024 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. …/3-4-2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 3.4.2024 και με αρ. …/2024 αίτηση του Ε. Π. του Ν., για αναίρεση της υπ' αριθ. 120/2024 καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα, με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που έλαβε χώρα στις 20.3.2024, αφού η ανωτέρω αίτηση επιδόθηκε στις 8.4.2024 (άρθρα 464, 473 παρ.2,3, 474, 504 του ΚΠΔ), περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, ήτοι την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 ΠΚ όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 314 του ιδίου κώδικα, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ` αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως προαναφέρθηκε, συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου ή της βλάβης, η οποία, εκτός των λοιπών στοιχείων του εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα, προκειμένου να έχει η σχετική καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη, κατά τα κατωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, που τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 160/2023, ΑΠ 289/2021, ΑΠ 121/2019, ΑΠ 521/2017, ΑΠ 35/2016). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 8 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εντεύθεν η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άνω άρθρων ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Έτσι, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.ΑΠ. 1/2005). Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται από το προαναφερθέν άρθρo 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Η αβεβαιότητα δε αυτή επιτείνεται, όταν το δικαστήριο κατέληξε με το αποδεικτικό του πόρισμα σε συμπεράσματα διαφορετικά εκείνων του πορίσματος της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο της τελευταίας (ΑΠ 72/2017, ΑΠ 2069/2017, ΑΠ 1305/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 120/2024 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου (υπό στοιχείο 1 του καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων) "η από ...-2019 Πραγματογνωμοσύνη του Ιατρού Μαιευτήρα - Γυναικολόγου Π. Μ." (βλ. σελ. 12 πρακτικών), η οποία είναι δικαστική πραγματογνωμοσύνη, ως συνταχθείσα στο πλαίσιο της διενεργηθείσας σε εκτέλεση της με αρ. .../12.6.2019 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προανάκρισης για την υπό κρίση υπόθεση, που διατάχθηκε προκειμένου να γνωμοδοτήσει ο πραγματογνώμονας αυτός για την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή και τις συστάσεις που δόθηκαν όταν άρχισε η δυσφορία και η υψηλή πίεση της θανούσας, κατά το πόρισμα της οποίας "ο θάνατος της εγκύου δεν οφείλεται σε ιατρικό λάθος”. Περαιτέρω από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, προκειμένου να στηρίξει την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, διέλαβε τις ακόλουθες παραδοχές : "Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, ήτοι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια εκ παραλείψεως, η οποία στοιχειοθετείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική της υπόσταση και περιγράφεται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας. Ειδικότερα, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ως ιατρός μαιευτήρας-γυναικολόγος να μεριμνά για την υγεία της εγκύου που είχε αναλάβει την ιατρική της παρακολούθηση, αυτός α) δεν της επέστησε τον κίνδυνο από το αυξημένο βάρος της, το οποίο απέδιδε στη δίδυμη κύηση, παρά περιορίστηκε στο να της δώσει ένα έγγραφο γενικών οδηγιών για τη διατροφή στην εγκυμοσύνη, όπως έκανε και με τις υπόλοιπες εγκύους που αναλάμβανε και β) στις ...-206 όταν ενημερώθηκε τηλεφωνικά από την έγκυο και το σύζυγό της ότι είχε ανεβάσει υψηλή αρτηριακή πίεση τη συνέστησε ορθώς το φάρμακο ... αλλά δεν τους συνέστησε, ως όφειλε να μεταβεί άμεσα και σε νοσοκομείο, ώστε να ελεγχθεί περαιτέρω η κατάσταση της υγείας της και η αναγκαιότητα λήψης μέτρων ή και περίθαλψής της, παρόλο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το επέβαλαν οι περιστάσεις (γυναίκα έγκυος μεγάλης σχετικά ηλικίας, 41 ετών, με αυξημένο σωματικό βάρος, που κυοφορούσε δίδυμα και είχε παρουσιάσει αναπνευστικό επεισόδιο και υψηλή πίεση). Αποτέλεσμα των παραλείψεών του αυτών ήταν να αποβιώσει η γυναίκα στις 03.35 της ...-2016 από μυοκαρδιοπάθεια της κύησης, στο μαιευτήριο ..., όπου εσπευσμένα διακομίστηκε από το σύζυγό της, ύστερα από έντονη δύσπνοια που την έπιασε περί ώρα 02.00 της ...-2016. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την αναλυτική, σαφή και πειστική κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος-συζύγου της θανούσας και δεν αναιρούνται από τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ο εξετασθείς μάρτυρας-σύζυγος που είχε έρθει με τη γυναίκα του πέντε (5) ημέρες πριν τον προγραμματισμένο για τις 17-10-2016 τοκετό από τα ... στην Αθήνα, για να είναι εγκαίρως και για κάθε ενδεχόμενο στην Αθήνα και διέμεναν κοντά στο μαιευτήριο ..., όπου ήταν προγραμματισμένος ο τοκετός, και με το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο ακριβώς κάτω από το σπίτι που διέμεναν, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να μην προστρέξει άμεσα στο νοσοκομείο εάν τον συμβούλευε κάτι τέτοιο ο κατηγορούμενος- ιατρός, ο οποίος εκείνη την ώρα επέστρεφε με το πλοίο από την ... στην ... Μη πειστική κρίνεται και η κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της εξετασθείσας μάρτυρος υπεράσπισης, που ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο στο πλοίο της επιστροφής στην ..., η οποία δεν υποβλήθηκε στη βάσανο της εξέτασης και στο παρόν Δικαστήριο, η οποία βέβαια θυμόταν μόνο αυτή την τηλεφωνική συνομιλία του κατηγορούμενου από τις πολλές που όπως κατέθεσε είχε ο γιατρός την ημέρα εκείνη. Πρέπει, επομένως, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως, με το πρωτοδίκως αναγνωρισθέν ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ”. Με βάση αυτά το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια εκ παραλείψεως, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 α' Π.Κ., όπως πρωτοδίκως, ήτοι για το ότι:
Στην Αθήνα, την ...-2016, ενώ ήταν υπόχρεος, λόγω του επαγγέλματος και των υπηρεσιών (υπηρεσίας του) που παρείχε, να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση συγκεκριμένου αποτελέσματος (ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε από προηγούμενη ενέργειά του), από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν παρεμπόδισε την επέλευση αυτού (αποτελέσματος) και επέφερε το θάνατο άλλου (σκότωσε άλλον), έχοντας προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από παραλείψεις του, αλλά πιστεύοντας ότι αυτό δεν θα επερχόταν. Συγκεκριμένα, υπό την ιδιότητα του ιατρού, μαιευτήρα - γυναικολόγου, επέφερε αιτιωδώς το θάνατο της Ι. Π. του Γ. (γεννηθείσας την ...-1975), της οποίας (με προηγούμενη ενέργεια του) είχε αναλάβει την ιατρική παρακολούθηση, όσον αφορούσε την κύησή της και καθ' όλη τη διάρκεια της (κύησης), από τις αρχές του έτους 2016. Ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, που πήγαζε από την προηγούμενη αυτή ενέργειά του, ως ιατρός γυναικολόγος που είχε αναλάβει την κύησή της, να μεριμνά - φροντίζει για την υγεία της ανωτέρω γυναίκας, που εγκυμονούσε δίδυμα, ήταν έγκυος μεγάλης σχετικά ηλικίας (41 ετών) και είχε αυξημένο βάρος και δη ενώ όφειλε να της δώσει οδηγίες σχετικά με την άσκησή της και να ελέγχει εάν εκείνη τις τηρούσε, ώστε, σε αντίθετη περίπτωση, να της επιστήσει την αναγκαιότητα τελέσεώς τους και μη παραμελήσεώς τους, αλλά και να της συστήσει φαρμακευτική αγωγή (εάν εκείνη δεν τηρούσε το ασκησιολόγιο) για την αποτροπή ή περιορισμό των επιπτώσεων από την έλλειψη άσκησης, εκείνος δεν το έπραξε, καθ' όλη τη διάρκεια της κύησής της, που εκείνη τον επισκεπτόταν τακτικά στο ιατρείο του και επικοινωνούσε τηλεφωνικά μαζί του. Περαιτέρω, κατά τον ένατο μήνα κύησης της ανωτέρω γυναίκας (στις αρχές του μηνός Οκτωβρίου 2016), όταν εκείνη άρχισε να αντιμετωπίζει αναπνευστικά, προβλήματα και τον ενημέρωσε σχετικά, εκείνος ορθά μεν της συνέστησε να λάβει το φάρμακο “...”, για να πέσει η αρτηριακή της πίεση και να προστατευτεί η καρδιά της, αλλά και να αποφευχθούν επεισόδια υπότασης, αλλά, ειδικότερα, όταν η έγκυος και ο σύζυγός της, Κ. Π., την ...-2016, τον ενημέρωσαν πως είχε ανεβασμένη πίεση και πως έλαβαν το ανωτέρω φάρμακο που τους συνέστησε (με το οποίο και έπεσε η πίεσή της) δεν τους συνέστησε, ως όφειλε, να μεταβούν και σε νοσοκομείο, ώστε να ελεγχθεί περαιτέρω η κατάσταση της υγείας της και η αναγκαιότητα λήψης μέτρων ή και περίθαλψής της, παρόλο του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το επέβαλαν οι περιστάσεις (γυναίκα έγκυος σχετικά μεγάλης ηλικίας, με αυξημένο σωματικό βάρος, που κυοφορούσε δίδυμα και είχε παρουσιάσει αναπνευστικό επεισόδιο και υψηλή πίεση, δηλαδή άτομο που ήταν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εμφάνιση επεισοδίου μυοκαρδιοπάθειας της κύησης). Αποτέλεσμα των ανωτέρω παραλείψεών του, α) να συστήσει στην έγκυο γυναίκα την εκτέλεση ασκήσεων και να παρακολουθεί εάν εκείνη τις εκτελούσε και β) να την παραπέμψει σε νοσοκομείο, μετά το επεισόδιο υψηλής πίεσης σε συνδυασμό με το αναπνευστικό πρόβλημα που παρουσίασε στον ένατο μήνα της κύησής της, ήταν να αποβιώσει η γυναίκα, περί ώρα ... της ...-2016, από μυοκαρδιοπάθεια της κύησης, στο μαιευτήριο “...”, όπου εσπευσμένα διακομίστηκε από το σύζυγό της, ύστερα από έντονη δύσπνοια που την έπιασε (την έπιασε δύσπνοια περί ώρα 02:00 της ...-2016 και ξεκίνησε με το σύζυγό της, για το μαιευτήριο “...”, όπου κανονικά θα εισαγόταν, για να γίνει ο τοκετός, σταμάτησε, όμως, να αναπνέει στη διαδρομή όταν έφτασαν στο μαιευτήριο, περί ώρα 02:20 της ίδιας ημέρας, οι ιατροί έκαναν προσπάθειες ανάνηψης, χωρίς όμως επιτυχή αποτελέσματα για την ίδια, αλλά με ευτυχή κατάληξη για τα κυοφορούμενα, που γεννήθηκαν υγιή)”. Από τις ανωτέρω παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε την ως άνω αναγνωσθείσα στο ακροατήριό του από ...-2019 δικαστική πραγματογνωμοσύνη του Ιατρού Μαιευτήρα - Γυναικολόγου Π. Μ., καθόσον δεν μνημονεύεται ούτε στο προοίμιο, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σκεπτικού ή διατακτικού της, ενώ και από το όλο περιεχόμενο αυτών δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι η εν λόγω ιατρική πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, συναξιολογούμενη ιδίως και με τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα, ούτε αιτιολογείται η αντίθετη κρίση του δικαστηρίου από το προεκτεθέν πόρισμά της με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία να αποκλείουν αυτά που ο πραγματογνώμονας θέτει ως βάση της γνώμης του. Επομένως, εφόσον από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, όπως είχε υποχρέωση, μαζί με τις άλλες αποδείξεις και το προαναφερόμενο αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία, σύμφωνα με τ' ανωτέρω λεχθέντα, αποτελεί αυτοτελές και ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, το οποίο χρήζει ειδικής αναφοράς και εκτίμησης, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας, είναι βάσιμος, αφού δεν διέλαβε η προσβαλλομένη απόφαση, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, την κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κρίση της περί της ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 120/2024 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ