Απόφαση

Αριθμός 3532/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ευάγγελο Στασινόπουλο, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Χριστίνα Σαλάππα και Γαρυφαλλιά Τσιλούνη, Πλημμελειοδίκες.
Συνήλθε στο γραφείο του Προέδρου στις 4 Νοεμβρίου 2024, παρουσία της Γραμματέως Όλγας- Ζωής Παναγιωτοπούλου, προκειμένου ν’αποφανθεί για την παρακάτω ποινική υπόθεση:
Ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών Ιωάννης Λιακάκος εισήγαγε στις 23 Οκτωβρίου 2024 στο Συμβούλιο τούτο την υπ’αριθμ. 3418/2024 έγγραφη πρότασή του η οποία έχει ως εξής:
Εισάγω στο Συμβούλιό σας σύμφωνα με τα άρθρα σύμφωνα με τα άρθρα 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1, 307 περ. α και 247 εδ. α' του ΚΠΔ, τα με αριθμό πρωτ. .../2024 έγγραφο της Ανακρίτριας του 24ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με το οποίο επέστρεψε ανεκτέλεστη τη με ABM: .../... (συσχ. .../..., .../...) ποινική δικογραφία, διαφωνώντας με την από 20-02-2024 εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης.. Κατόπιν τούτων, εκθέτω τα εξής:
Εν προκειμένω, μετά την υποβολή των με αριθμό πρωτοκόλλου .../04-01-2023, .../04-01-2023 και .../04-01-2023 μηνυτήριων αναφορών του του Προϊσταμένου του 2ου ΕΛ.ΚΕ. Αττικής, προέκυψαν σε βάρος των α) ... ... του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... αρ. ... και β) ... ... του ..., κατοίκου .... Θεσσαλονίκης, οδός ... αρ. ..., ως νομίμων εκπροσώπων της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε.(πρώην Α.Ε.)», που εδρεύει στην ... Αττικής, οδός ... αρ. ..., ενδείξεις τέλεσης των αδικημάτων 1) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ, όπου το προς απόδοση ποσό φόρου υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος το ποσό των 100.000 ευρώ, 2) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ, όπου το προς απόδοση ποσό φόρου υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος το ποσό των 50.000 ευρώ και 3) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά διαχειριστική περίοδο το ποσό των 100.000 ευρώ. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ασκήθηκε την 29-02-2024 ποινική δίωξη με παραγγελία μας για κύρια ανάκριση κατά των ανωτέρω ήτοι κατά των α) ... ... του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... αρ. ... και β) ... ... του ..., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, οδός ... αρ. ..., ως νομίμων εκπροσώπων της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε. (πρώην Α.Ε.)», για τα αδικήματα 1) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ, όπου το προς απόδοση ποσό φόρου υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος το ποσό των 100.000 ευρώ και συγκεκριμένα για τη φορολογική περίοδο 01-01-2016 έως 31-12- 2016 δεν αποδόθηκε φόρος ποσού 166.811,24 ευρώ, 2) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ, όπου το προς απόδοση ποσό φόρου υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος το ποσό των 50.000 ευρώ και συγκεκριμένα για τη φορολογική περίοδο 01-01-2017 έως 31-12- 2017 δεν αποδόθηκε φόρος ποσού 61.881,68 ευρώ και 3) της φοροδιαφυγής με τη μορφή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου ο φόρος που αναλογεί στα λ- καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά διαχειριστική περίοδο το ποσό των 100.000 ευρώ και συγκεκριμένα για τη διαχειριστική περίοδο 01-01-2017 έως 31-12-2017 den αποδόθηκε φόρος ποσού 107.393,77 ευρώ, δηλαδή για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 5, 12, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α', 27 παρ. 1, 50, 51, 52, 53, 79, 94, και 463 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 66 §παρ. 1 περ. β', 3 περ. α και β' υποπερ. αα και 4α, 67 παρ. 1 β' του Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 66 §παρ.1 περ. β , 3 περ. α και β' υποπερ. αα και 4α και 67 παρ. 1β' του Ν. 4987/2022.
Ειδικότερα, μετά τη διενέργεια ελέγχου από το 2° ΕΛ.ΚΕ ΑΤΤΙΚΗΣ σε βάρος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε. (πρώην Α.Ε.)», νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας κατά τα έτη 2016 και 2017 ήταν οι κατηγορούμενοι ... .. του ... και ... ... του ... συντάχθηκαν οι με ημερομηνία θεώρησης 19.12.2022 εκθέσεις μερικού ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), συνεπεία των διαπιστώσεων των οποίων εκδόθηκαν οι με αριθμό ..., ...και .../19.12.2022 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού/επιβολής προστίμου φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. Κατά των άνω πράξεων η προαναφερθείσα εταιρεία άσκησε, αρχικά, τις με αριθμό πρωτ. .../11.1.2023 .../11.1.2023 ενδικοφανείς προσφυγές κατά των ... και .../19.12.2022 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ διαχειριστικών ετών 2016 και 2017 η πρώτη εξ' αυτών και κατά των ... και .../19.12.2022 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος διαχειριστικών ετών 2016 και 2017 η δεύτερη. Οι εν λόγω δε προσφυγές απορρίφθηκαν με τις με αριθμούς 1006/25.4.2023 και 1005/25.4.2023 αποφάσεις του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, αντίστοιχα, οπότε η προαναφερθείσα εταιρεία άσκησε αντίστοιχα τις από 26.6.2023 με αριθμούς καταχώρισης ... /2023 και .../2023 προσφυγές ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (βλ. με αριθμούς ΑΝ 66/2023 και ΑΝ 67/2023 αποφάσεις Διοικητικού Εφετείου Αθηνών- Τμήμα 9° Τριμελές ως Συμβούλιο) και επί των οποίων δεν προκύπτει η έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων.
Κατόπιν τούτων εκθέτω τα εξής:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ, 3 εδ. α, β και γ του Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020 «68.3. α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης, β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.».
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 55Α του Ν. 4987/2022, «1. Εάν, με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον διοικητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. 2. Η παραγραφή των εγκλημάτων του άρθρου 66 αρχίζει από το πέρας του χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο η Φορολογική Διοίκηση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 36, να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, εκτός κι αν έχει ήδη εκδοθεί τέτοια πράξη, οπότε η παραγραφή των ως άνω εγκλημάτων αρχίζει από την έκδοση της πράξης αυτής».
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 68 παρ. 2 εδ. α, β και γ του Ν. 4987/2022, «68.2. α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζόμενων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης, β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει, με πράξη του, κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κυρία ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο ^διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.».
Συνεπώς, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, εφαρμοζόμενων των άρθρων 55Α και 68 του Ν. 4987/2022, πρέπει να γίνουν τα εξής: Α) Να γίνει ο σχετικός φορολογικός έλεγχος ο οποίος αποτυπώνεται σε ό,τι αφορά τις ενέργειες που έλαβαν χώρα και τις διαπιστώσεις που προέκυψαν στη σχετική έκθεση της αρχής. Β) Να γίνει η σύνταξη της οικείας πράξης προσδιορισμού του φόρου. Γ) Να γίνει επίδοση των ανωτέρω εκτελεστών πράξεων (πράξεων προσδιορισμού του φόρου) στον φορολογούμενο, για να αρχίσουν οι προθεσμίες άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων σε ό,τι αφορά την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς. Δ) Αν ασκηθούν τα ένδικα βοηθήματα (ενδικοφανής προσφυγή και/ή προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων) από τον φορολογούμενο, τότε απαιτείται η έκδοση αμετάκλητης απόφασης των Διοικητικών Δικαστηρίων. Βέβαια, στο αποτέλεσμα αυτό μπορούν να οδηγηθούν δικονομικά τα πράγματα με το να μην ασκήσει ο φορολογούμενος όλα τα ένδικα μέσα στα Διοικητικά Δικαστήρια κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης της σε βάρος του εκτελεστής πράξης για τη διαπιστωθείσα από τη διοίκηση φοροδιαφυγή. Γι' αυτό ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών πρέπει να έχει υπόψη του τις πιθανές δικονομικές προοπτικές μιας διοικητικής - φορολογικής διαφοράς. Ε) Όταν εκδίδεται εκτελεστή πράξη της διοίκησης σχετικά με τον προσδιορισμό του φόρου, τούτη η έκδοση συνοδεύεται με αποστολή της προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η ενέργεια αυτή συνιστά ανακοίνωση της φορολογικής παράβασης, πλην όμως ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης, παρά μόνο όταν ακολουθήσει η οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς (η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων ή το αμετάκλητο της διαφοράς). Έτσι ο αρμόδιος Εισαγγελέας συντάσσει πράξη αναβολής της ποινικής διαδικασίας αναμένοντας την αποστολή προς αυτόν νέας έγγραφης ανακοίνωσης είτε από την αρμόδια αρχή (σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων) είτε από τη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου (σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης). Η δεύτερη έγγραφη αυτή ανακοίνωση αποτελεί την απαιτούμενη δικονομική προϋπόθεση για να γίνει λόγος για άσκηση ποινικής δίωξης με τις οριζόμενες στο άρθρο 43 ΚΠΔ προϋποθέσεις. Τότε μόνο ο αρμόδιος Εισαγγελέας δεν συντάσσει πράξη αναβολής, αλλά προχωρά σε ενέργειες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 ΚΠΔ, όταν δηλαδή κατά την αποστολή της εκτελεστής πράξης έχει ήδη παρέλθει άπρακτος ο χρόνος της προσφυγής, οπότε η εκτελεστή πράξη της αρχής πρέπει να συνοδεύεται με μηνυτήρια αναφορά, η οποία, αν δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να ζητηθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, και όταν από την εκτελεστή πράξη το ποσό του μη αποδοθέντος φόρου είναι κάτω του ορίου του αξιοποίνου των περιπτώσεων των εγκλημάτων των παραγράφων 1, 2 του άρθρου 66. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε νομίμως και ο λόγος αναστολής ανεφάνη το πρώτον κατά το διαδικαστικό αυτό στάδιο (ανάκριση, δικαστικό συμβούλιο, επ' ακροατηρίω διαδικασία, αντίστοιχα), ήτοι ασκήθηκε προσφυγή από τον κατηγορούμενο κατά της πράξης της αρχής μεταγενέστερα και ενώ είχε ήδη προηγηθεί η ενημέρωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής περί οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής (όμοια περίπτωση υφίσταται, βέβαια, και για τις υποθέσεις που είχε ήδη ασκηθεί η ποινική δίωξη προ της ισχύος του Ν. 4987/2022). Σημειώνεται ότι στον Ν.4987/2022, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 04-11-2022, δεν υπάρχει μεταβατική διάταξη, που να αναφέρει (όπως έγινε με τον Ν.4745/2020, άρθρο 96) ότι οι διατάξεις του αφορούν τις πράξεις που τελούνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Κατά συνέπεια οι δικονομικής φύσης προβλέψεις του νόμου αυτού (Ν. 4987/2022) ισχύουν άμεσα και αφορούν όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες έχουν ήδη γίνει φορολογικοί έλεγχοι και έχουν εκδοθεί εκτελεστές πράξεις της φορολογικής διοίκησης και οι οποίες μπορούν να υπαχθούν στις μορφές προσδιορισμού φόρου, που αναφέρονται πιο πάνω. Κατά συνέπεια, θα εφαρμοστούν ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσης της πράξης, εφόσον έχουν εκδοθεί οι σχετικές εκτελεστές πράξεις και έχουν αποσταλεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα, οι προβλέψεις για την αναβολή στην άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα μέχρι το αμετάκλητο πέρας της φορολογικής διαφοράς, την αναστολή της ποινικής διαδικασίας από τον ανακριτή, το δικαστήριο, το δικαστικό συμβούλιο, ανάλογα με το δικονομικό στάδιο, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση (Βλ. Α. Τσόγκα, «Εγκλήματα φοροδιαφυγής και νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας Ν. 4987/2022», δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα antimolia.gr).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 247 ΚΠΔ «Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να μην εκτελέσει την παραγγελία του εισαγγελέα για την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μόνο αν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο ή αν η πράξη δεν έχει αξιόποινο χαρακτήρα ή αν παραγράφηκε το αξιόποινο ή αν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη. Στις περιπτώσεις αυτές, για τη διαφωνία αποφασίζει το δικαστικό συμβούλιο». Σύμφωνα δε με το άρθρο 307 στοιχ. α' Κ.Π.Δ.: «Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το Πλημ/κών, με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του Ανακριτή, αποφασίζει: α) όταν ο Ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω».
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Η παραγγελία του Εισαγγελέα προς τον Ανακριτή, με την οποία αυτός κινεί την ποινική δίωξη για την ενέργεια της κύριας ανάκρισης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική. Ο Ανακριτής δεν μπορεί να αρνηθεί να διεξαγάγει ανάκριση για πράξη ή πράξεις αξιόποινες, για τις οποίες έλαβε προηγούμενη γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή, της παραγγελίας δηλαδή του Εισαγγελέα για ενέργεια κύριας ανάκρισης, ο Ανακριτής έχει δικαίωμα να μην εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία μόνο στις προαναφερόμενες περιπτώσεις του άρ. 247 παρ. 1 ΚΠΔ. Συνεπώς, περίπτωση, κατά την οποία ο ανακριτής δεν εκτελεί την παραγγελία του Εισαγγελέα για την ενέργεια κύριας ανάκρισης, συνιστά και η περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη με παραγγελία για κύρια ανάκριση, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης ποινικής δίωξης αναφορικά με τα φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 του ν. 4987/2022, που αναφέρονται ανωτέρω. Ήτοι, μεταξύ άλλων, εφόσον δεν έχει εξακριβωθεί η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής γεγονός που διαπιστώνεται με προηγούμενη ανακοίνωση είτε από την αρμόδια φορολογική αρχή (σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των ένδικων βοηθημάτων) είτε από τη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου (σε περίπτωση έκδοση, αμετάκλητης απόφασης), γεγονός που οφείλει να ερευνήσει ο αρμόδιος Εισαγγελέας, προ της άσκησης ποινικής δίωξης. Σε διαφορετική περίπτωση, ο Εισαγγελέας οφείλει, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (βλ. και ανωτέρω), να συντάξει πράξη αναβολής της ποινικής διαδικασίας και να αναμείνει την ως άνω σχετική ανακοίνωση, προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠΔ, ήτοι να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για τα ερευνώμενα φορολογικά αδικήματα. Αν ο Ανακριτής διαφωνεί κατά τα ανωτέρω, εκφράζει τη διαφωνία του εγγράφως αιτιολογημένα και επιστρέφει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα. Εν συνεχεία, ο Εισαγγελέας, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο. Αν βεβαίως συμφωνεί με τις θέσεις του Ανακριτή, ανάλογα θα διαμορφωθεί η πρότασή του για την επίλυση της διαφωνίας. Πάντως και στην περίπτωση αυτή, το συμβούλιο δεν εκδίδει βούλευμα «επί της ουσίας», κατά τα άρθρα 308 επ. ΚΠΔ, αφού τούτο προϋποθέτει ανάκριση που έχει διεξαχθεί και ολοκληρωθεί νόμιμα (βλ. Β. Αδάμπα σε Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος, επιμ. Λάμπρος Μαργαρίτης, σελ. 905 επ.). Αν η διαφωνία αρθεί υπέρ της γνώμης του Ανακριτή, η δικογραφία διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα για την υποβολή πρότασης επί της ουσίας, εκτός αν μαζί με την πρόταση επί της διαφωνίας έχει συνυποβάλει και πρόταση επί της ουσίας. Ενώ αν η διαφωνία αρθεί υπέρ του Εισαγγελέα, η δικογραφία διαβιβάζεται στον ανακριτή προς εκτέλεση της εισαγγελικής παραγγελίας (βλ. Μιχαήλ Μαργαρίτη σε Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σελ. 599). Επομένως, σε περίπτωση άρσης της διαφωνίας υπέρ του Ανακριτή, η δικογραφία επαναδιαβιβάζεται στον Εισαγγελέα για την υποβολή επί της ουσίας πρότασης στο Συμβούλιο, δεδομένου ότι η κύρια ανάκριση, η διενέργεια της οποίας παραγγέλθηκε από τον Εισαγγελέα, μόνο με δικαστική απόφαση ή βούλευμα (κατά το άρθρο 310 παρ. 1 ΚΠΔ) επιτρέπεται να περατωθεί. Ο εισαγγελέας δεν μπορεί πλέον να υπαναχωρήσει και να ανακαλέσει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω πράξεις ενάρξεως της ποινικής δίωξης, διότι δεν διαθέτει αυτήν κατ’ αρέσκεια (βλ. ΑΠ 1367/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω με την από 29-02-2024 παραγγελία μας ασκήθηκε ποινική δίωξη για το ως άνω αναφερόμενο φορολογικό αδίκημα των άρθρων 66 και 67 του ν. 4987/2022, με την παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Από τη μελέτη της δικογραφίας, όμως, προέκυψε ότι δεν έχει λάβει χώρα ενημέρωση (ανακοίνωση) προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα περί οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής ούτε από την αρμόδια φορολογική αρχή (για την περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων) ούτε από τη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου (για την περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης απόφασης). Από το περιεχόμενο του σημειώματος έγγραφων εξηγήσεων, που κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι ... ... του ..., και ... ... του ..., ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «...Ε.Ε. (πρώην Α.Ε.)», κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, και από τα συνοδεύοντα αυτό (υπόμνημα) έγγραφα, προέκυψε ότι η προαναφερθείσα εταιρεία άσκησε τις από 26.6.2023 με αριθμούς καταχώρισης .../2023 και .../2023 προσφυγές ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά των με αριθμ. 1006/25.4.2023 και 1005/25.4.2023 αποφάσεων του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών με τις οποίες απορρίφθηκαν οι με αριθμό πρωτ. .../11.1.2023 .../11.1.2023 ενδικοφανείς προσφυγές της κατά των ... και .../19.12.2022 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ διαχειριστικών ετών 2016 και 2017 η πρώτη εξ' αυτών και κατά των ... και .../19.12.2022 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος διαχειριστικών ετών 2016 και 2017 η δεύτερη, και επί των οποίων δεν προκύπτει η έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων.
Η Ανακρίτρια του 24ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με το με αριθμό πρωτ.: .../2024 έγγραφό της και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτό διαφώνησε κατ’ άρθρο 247 εδ. α του ΚΠΔ με την ως άνω εισαγγελική παραγγελία μας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, επικαλούμενη νομική αβασιμότητα της ποινικής δίωξης και επέστρεψε ανεκτέλεστη την παραγγελία μας προκειμένου να εισαχθεί η υπόθεση με πρόταση ενώπιον Σας προκειμένου να αρθεί αρμοδίως η εν λόγω διαφωνία μεταξύ Ανακριτή και Εισαγγελέα.
Από όλα τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προκύπτει ότι υφίσταται πράγματι λόγος που εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης, καθώς δεν προκύπτει η οριστικοποίηση των επίμαχων φορολογικών εγγραφών, ούτε έχει υπάρξει σχετική ενημέρωση ανακοίνωση περί οριστικοποίησης τους, κατά τα ανωτέρω, από τις αρμόδιες αρχές και θα πρέπει η ανακύψασα διαφωνία μεταξύ της Ανακρίτριας του 24ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να επιλυθεί υπέρ των απόψεων της πρώτης.
Για τους λόγους αυτούς προτείνω
Να αρθεί η διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, υπέρ των απόψεων της πρώτης, να θεωρηθεί μη ασκηθείσα η εν λόγω ποινική δίωξη και να επανέλθει η παρούσα δικογραφία στο στάδιο προ της ασκήσεως αυτής.
Αθήνα, 16-09-2024
Ο Εισαγγελέας
Αφού έλαβε υπόψη του την παραπάνω πρόταση του Αντεισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών Ιωάννη Λιακάκου.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για όσους λόγους αναπτύσσονται και αναλύονται στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως νόμιμους και βάσιμους το Συμβούλιο αναφέρεται καθ'ολοκληρία πρέπει:
Α) Να αρθεί η διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Ανακρίτριας του 24ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, υπέρ της άποψης της πρώτης.
Β) Να θεωρηθεί μη ασκηθείσα η εν λόγω ποινική δίωξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΡΕΙ τη διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Ανακρίτριας του 24ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, υπέρ της άποψης της πρώτης.
ΘΕΩΡΕΙ μη ασκηθείσα την εν λόγω ποινική δίωξη.
Αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2024 και εκδόθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ