Αριθμός 764/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. …/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Κωνσταντίνα Νάκου, Γεώργιο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Κ., για να δικάσει την αίτηση της αιτούσας Δ. Ψ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Ατσαβέ, ο οποίος διορίστηκε με την υπ’αριθμ. 31/2024 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για επανεξέταση μη κριθέντων λόγων αναίρεσης με την υπ’αριθμ. 1067/2023 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Και η αιτούσα, ζητεί την επανεξέταση μη κριθέντων λόγων αναίρεσης με την από 22 Νοεμβρίου 2023 αίτησή της, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23.11.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../2023 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα στην αιτούσα και τον διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 523, το οποίο προσετέθη στον νέο ΚΠοινΔ, αν η αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε, με αίτηση του αναιρεσείοντα ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, ο Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή κρίση του μη εξετασθέντος λόγου. Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠοινΔ (Ν.4620/19 που ισχύει από 1/7/2019) αναφέρεται ότι η λύση που δίδεται με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 523 έχει καθιερωθεί στην πράξη από την νομολογία του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με την νέα αυτή διάταξη, με την οποία καλύφθηκε το υπάρχον νομοθετικό κενό, στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει αναιρετικό λόγο, που προτάθηκε παραδεκτώς, μπορεί, εν όψει της αυτοτέλειας που διακρίνει κάθε λόγο, ο οποίος διατυπώνεται σωρευτικώς με τους λοιπούς ομοίους στο ίδιο δικόγραφο αναίρεσης, να επανέλθει και να τον εξετάσει, διότι επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Η ίδια δικονομική τακτική δεν είναι δυνατή στην περίπτωση, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε εκ παραδρομής να εξετάσει μη προταθέντα αλλά αυτεπαγγέλτως, κατ` άρθρο 511 του ΚΠοινΔ, ερευνώμενο λόγο αναίρεσης, ακόμη και όταν ο αναιρεσείων, με υποβληθέν υπόμνημά του στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, επισήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων, ελλείψει εκκρεμότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση. Η δυνατότητα επανεξέτασης από τον Άρειο Πάγο απορριφθείσας από αυτόν αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου, ως προς λόγο ή λόγους του κυρίου δικογράφου ή εκείνου των πρόσθετων λόγων, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν ούτε απορρίφθηκαν με προηγούμενη απόφαση, προϋποθέτει, ότι οι λόγοι αυτοί έχουν προταθεί παραδεκτά και είναι αυτοτελείς και διαφορετικοί από άλλους απορριφθέντες λόγους αναίρεσης, καθώς και ότι αυτοί δεν αφορούν βελτίωση, διευκρίνιση ή συμπλήρωση προβληθεισών και απορριφθεισών πλημμελειών. Η απόρριψη των λόγων αναίρεσης, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της και είναι αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου για την κρίση της απόρριψης, διότι εκείνο που αποτελεί αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η ορθότητα ή μη της απορριπτικής κρίσης του Δικαστηρίου, αλλά αν παραλείφθηκε η εξέταση από παραδρομή κάποιου από τους λόγους αναίρεσης του κυρίου δικογράφου ή και εκείνου των προσθέτων λόγων και συνεπώς δεν υπήρξε απόφαση επ` αυτού, οπότε, αν παραπονείται βασίμως ο αιτών την επανεξέταση αναίρεσης, το Δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση και θα επανεξετάσει το σχετικό λόγο, τον οποίο μπορεί να απορρίψει ή να δεχθεί και να αναιρέσει, συνολικά ή μερικά, την απόφαση που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης.. Η ρύθμιση του παραπάνω ζητήματος δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι δι' αυτού αναγνωρίζεται μεν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο προς προστασία των εννόμων αυτού συμφερόντων και να αναπτύξει σ' αυτό τις απόψεις του, όχι όμως απεριορίστως, αλλά υπό τους όρους και περιορισμούς που θέτει ο κοινός Νομοθέτης (ΑΠ 787/2023, ΑΠ 1252/2022, ΑΠ 116/2021). Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να επανεξετάσει λόγο αναίρεσης, τον οποίο ερεύνησε και απέρριψε, έστω και εσφαλμένα, είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο. Η απόρριψη δε των λόγων αναίρεσης, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από ρητή για καθένα απ'αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας της σχετικής, με την απόρριψη αυτή, κρίσης (ΑΠ 362/2021).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 22.11.2023 αίτηση, που εγχειρίσθηκε αρμοδίως στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 23-11-2023, η αιτούσα Δ. Ψ. του Γ., κάτοικος ..., ... ζητεί την επανεξέταση μη κριθέντων, με την 1067/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λόγων της, με αριθμό εκθέσεως …/2023, αίτησής της για αναίρεση της 165/25.1.2023 καταδικαστικής απόφασης του, κατ' έφεση, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, με την οποία η αιτούσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα, η αιτούσα αιτιάται ότι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με την προαναφερθείσα απόφασή του, δεν απάντησε σε όλους τους αναιρετικούς λόγους και αιτείται: 1. την επανεξέταση του τρίτου αναιρετικού λόγου, 2. την επανεξέταση του πρώτου αναιρετικού λόγου για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, 3. την επανεξέταση του πρώτου αναιρετικού λόγου λόγω μη πλήρους εξέτασης του για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της από 28 Φεβρουαρίου 2023 αιτήσεώς της για αναίρεση της υπ' αριθμόν 165/ 2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, 4. των μη κριθέντων πρόσθετων λόγων που νομίμως υποβλήθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση με την από 24 Απριλίου 2023 εξουσιοδότησή της προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Λεωνίδα Πετρακοπούλου αλλά και μέσω του από 29/04/2023 υπομνήματος και 5. της απαράδεκτου συζητήσεως ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου της αιτήσεως αναιρέσεως καθόσον εκκρεμούσε η καθαρογραφή της υπ' αριθμόν 583α/ 03.04.2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, εντός της προθεσμίας δύο (2) μηνών από την καθαρογραφή της υπό εξέταση απόφασης, η οποία έγινε στις 25.9.2023-9-2022 (βλ. την με αριθ. πρωτ. …/16-10-2023 βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ.). Πρέπει, συνεπώς να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
ΙΙΙ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας ή μη της υπό κρίση αίτησης, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμόν 165/ 25/01/2023 απόφαση του, κατ' έφεση, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας η αιτούσα Δ. Ψ. κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 30 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα κατηγορούμενη άσκησε την με αριθμό Έκθεσης … /28/02/2023 αίτηση αναίρεσης προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως, όπως καταχωρίζονται στο δικόγραφο αυτής: 1. την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη αναγνώσεως αναγνωστέου εγγράφου και των πρακτικών της δίκης και παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας,2 απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας και 3. απόλυτη ακυρότητα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη αιτιολογίας ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 385 ΠΚ αναφορικά με το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση. Επί της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η υπ αριθμόν 1067/ 2023 απόφαση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία αφού προτάχθηκαν οι ακόλουθες παραδοχές της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ.165/2023 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, περαιτέρω κρίθηκαν τα εξής: “....η κατηγορουμένη δυνάμει της υπ' αριθ. Α/Α: …/10/2013 σύμβασης ανάθεσης έργου προσελήφθη με την ιδιότητα της ερευνήτριας φυσικής, ενώ στην εν λόγω σύμβαση συνυπέγραψε και ο εγκαλών ως επιστημονικός υπεύθυνος του έργου με τίτλο “...” και κωδικό ..., του Πανεπιστημίου ..., βάσει της οποίας της ανατέθηκε η εκπόνηση του έργου “...”, με διάρκεια από ....2013 έως ....2014 και συνολική αμοιβή ύψους 30.000 ευρώ. Στον όρο 9 της εν λόγω σύμβασης, προβλεπόταν ότι "Σε περίπτωση που ο Ανάδοχος δεν εκπληρώνει τις συμβατικές υποχρεώσεις του, μετά από εισήγηση του Επιστημονικού Υπευθύνου και απόφαση της Επιτροπής Ερευνών, κηρύσσεται έκπτωτος. Η αδυναμία του Αναδόχου να παραδώσει εγκαίρως και προσηκόντως έστω ένα από τα παραδοτέα που περιγράφονται στην παρούσα σύμβαση αποτελεί σοβαρό λόγο άμεσης καταγγελίας. [..]”. Σύμφωνα με την κατάθεση του εγκαλούντος και επιστημονικού υπευθύνου του έργου, αλλά και από την υπ' αριθ. πρωτ. …/10.07.2014 επιστολή της ίδιας της κατηγορουμένης στην οποία αναφέρει ότι ο Τ. είχε παράπονα από την απόδοσή της, και της έλεγε "δεν έχεις κάνει τίποτα”, "η απόδοσή σου είναι χαμηλή”, η επίδοση της αναδόχου (κατηγορουμένης) από την αρχή της πρόσληψής της έως το τέλος δεν ήταν ικανοποιητική, ούτε ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της θέσεώς της και για αυτό, αφού έληξε η σύμβασή της δεν ανανεώθηκε. Σημειωτέον ότι δύο μόνο συμβάσεις δεν ανανεώθηκαν από το εν λόγω ερευνητικό πρόγραμμα, της κατηγορουμένης και ενός άλλου ερευνητή, ο οποίος ουδέν παράπονο εξέφρασε. Αντιθέτως, η κατηγορουμένη, ήδη και πριν την λήξη της σύμβασής της, έχοντας λάβει γνώση της αρνητικής εισήγησης του εγκαλούντος περί της ανανέωσης της σύμβασής της, ξεκίνησε να αποστέλλει ηλεκτρονικά μηνύματα, εκθέτοντας τα παράπονά της σχετικά με την μη ανανέωσή της και την βούλησή της να ανανεωθεί η σύμβαση, στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου ..., στον Συνήγορο του Πολίτη στα Μέλη της Επιτροπής Ερευνών Πανεπιστημίου .... Από την επισκόπηση όλων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που περιέχονται στην δικογραφία, διακρίνεται μία κλιμακούμενη επιθετική εκ μέρους της κατηγορουμένης συμπεριφορά απέναντι στα αρμόδια για την ανανέωση της σύμβασής της όργανα (μέλη της Επιτροπής και επιστημονικό υπεύθυνο - εγκαλούντα), αλλά και έναντι των λοιπών συμβασιούχων και εργαζομένων στο εν λόγω ερευνητικό έργο του Πανεπιστημίου ..., η οποία (επιθετική συμπεριφορά) την οδήγησε σε διάπραξη εκ μέρους της των αποδιδόμενων σε βάρος της αδικημάτων, ήτοι της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση τελεσθείσας. Συγκεκριμένα, την 24η.01.2015, και αφού έχουν ήδη παρέλθει έξι μήνες από την μη ανανέωση της σύμβασής της, η κατηγορούμενη απέστειλε από την ηλεκτρονική διεύθυνση ..., η οποία ανήκει στην κατηγορουμένη, μήνυμα προς τον Γ. Τ. και εγκαλούντα, με το οποίο εξαπολύει απειλές αναφέροντας ρητά ότι "Η Κ. θα πάει φυλακή για όσα έκανε. Επίσης η Φ. Και ίσως και άλλοι, δεν ξέρω.”, αφήνοντας έτσι αιχμές και για τον ίδιο τον εγκαλούντα, προκειμένου να τον εξαναγκάσει να προβεί στην ανανέωση της σύμβασής της, την οποία ζητεί ευθαρσώς κατά την έναρξη του εν λόγω μηνύματος με την φράση "Γεια σας, Θέλω να μου ανανεωθεί η σύμβαση." και συνεχίζει στις ανωτέρω απειλές. Την επομένη, δε, ....2015, απέστειλε ξανά από την ίδια ως άνω ηλεκτρονική της διεύθυνση προς τον Γ. Τ. και εγκαλούντα, μήνυμα, με το οποίο εξαπέλυε απειλές ότι θα καταγγέλλει στην Αστυνομία τις προϊστάμενες του ΕΛΚΕ, νυν και πρώην, καθώς και τις συμβασιούχους για παράβαση καθήκοντος και διάφορες δήθεν παραβιάσεις, ότι τότε η αρχή που θα επιληφθεί των καταγγελιών, θα αναρωτηθεί για την δήθεν απραξία του εγκαλούντος και ότι δήθεν θα βρεθεί και ο ίδιος ο εγκαλών κατηγορούμενος για παράβαση καθήκοντος, προκειμένου να πείσει τον εγκαλούντα να προβεί στην ανανέωση της σύμβασής της αναφέροντας στο τέλος του μηνύματος της "Λοιπόν, αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για επανόρθωση.”. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω απειλές της κατηγορουμένης, περί καταγγελίας της στις αρχές, ακόμη και αν θεωρηθούν νόμιμες πράξεις, αρκεί να χρησιμεύουν για τον σκοπό κτήσης παράνομου οφέλους, ώστε να στοιχειοθετείται το αδίκημα της εκβίασης. Και πράγματι χρησιμοποιήθηκαν από την κατηγορουμένη, ώστε να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα να προβεί σε παράνομη ανανέωση της σύμβασής της και την αποκόμιση εκ μέρους της του ποσού των 30.000 ευρώ, χωρίς να πληροί τα κριτήρια της θέσεως, είτε σε επαγγελματικό επίπεδο, είτε σε προσωπικό επίπεδο (βλ. σωρεία μηνυμάτων με τα οποία βάλλει κατά συναδέλφων της και σε πολλές περιπτώσεις με έντονο ρατσιστικό ύφος). Παράλληλα, αποδείχθηκε ότι η ίδια η κατηγορουμένη προέβη στην δημιουργία ιστολογίων, στα οποία αναρτούσε με ψεύτικα προφίλ ύβρεις και απειλές κατά του Πανεπιστημίου ... και όλων των εργαζομένων σε αυτό, με τους οποίους συνδιαλέχθηκε η ίδια, καθώς είναι η μοναδική στην οποία δεν ανανεώθηκε η σύμβαση και αντέδρασε αρνητικά, αφού ο έτερος ερευνητής, κατά δήλωση του εγκαλούντος δεν έφερε κάποια αντίρρηση, τα ιστολόγια δημιουργήθηκαν μετά την απόφαση της μη ανανέωσης της σύμβασής της, ενώ και μέσω των αναγνωστέων εγγράφων που η ίδια προσκόμισε προκύπτει ότι ο φερόμενος αποστολέας “...” φέρει το ίδιο ύφος γραφής με την κατηγορουμένη. Συγκεκριμένα, με το από ....2015 ηλεκτρονικό της μήνυμα προς τον εγκαλούντα, η κατηγορουμένη επικαλούμενη τις αναρτήσεις που ανεβάζει σε ιστολόγια που η ίδια έχει φτιάξει, με τα οποία εξυβρίζει και απειλεί τον εγκαλούντα και άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, προσπαθεί να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα να προβεί παράνομα στην ανανέωση της σύμβασής της, για να αποκομίσει το ποσό των 30.000 ευρώ, ζημιώνοντας κατά το αντίστοιχο ποσό το ..., απειλώντας τον ότι θα συνεχίσει να αναρτά εξυβριστικά και απειλητικά μηνύματα στα εν λόγω ιστολόγια, αλλά και να αποστέλλει μηνύματα διαμαρτυρίας σε όλους τους σύνεδρους που έρχονται στην ... Από τα ανωτέρω αποσταλέντα μηνύματα της κατηγορουμένης προς τον εγκαλούντα αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος περιήλθε σε τρόμο και ανησυχία, καθώς από την συνεργασία του μαζί της και από την συμπεριφορά της, γνώριζε με βεβαιότητα ότι θα συνέχιζε να αποστέλλει καταγγελίες, ύβρεις και απειλές εις βάρος της ακαδημαϊκής κοινότητας του Πανεπιστημίου ..., αλλά και των οικογενειών τους, όπως αναφέρει ο εγκαλών στην από 01.12.2015 επιστολή του προς την δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, καθώς η κατηγορουμένη μέσω των μηνυμάτων της παρουσιάζει μία άκρως επιθετική συμπεριφορά, η οποία έχει επηρεάσει αρνητικά τον εγκαλούντα επαγγελματικά και προσωπικά, όπως ο ίδιος κατέθεσε και όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και λοιπά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ ενυπάρχει ο φόβος και για την σωματική τους ακεραιότητα. Ουδεμία αμφιβολία, λοιπόν, καταλείπεται στο Δικαστήριο τούτο περί της ενοχής της κατηγορουμένης, καθώς: 1] είναι η μόνη που είχε όφελος από την αποστολή των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, 2] από την ηλεκτρονική συνομιλία που προσκόμισε η ίδια η κατηγορουμένη μεταξύ της τελευταίας και του Β. Κ. καθώς και από τις επιστολές της κατηγορουμένης προς την Επιτροπή Ερευνών του Πανεπιστημίου ... προκύπτει η εμμονή της κατηγορουμένης σχετικά με την ανανέωση της σύμβασής της, η οποία ξεκίνησε ήδη από τον ... του έτους 2014, όταν και της κοινοποιήθηκε η απορριπτική εισήγηση του εγκαλούντος, και κλιμακώθηκε τον ... του έτους 2014, όταν μέσω επίσης ηλεκτρονικού μηνύματος έθεσε ζήτημα περί παράτυπης/παράνομης απασχόλησης πρώην συναδέλφων της στο ερευνητικό έργο ΚΑ 3836 (στο ίδιο που εργαζόταν και η ίδια) επισυνάπτοντας την σχετική από 05.11.2014 καταγγελία, και 3] από την ηλεκτρονική συνομιλία που προσκόμισε η ίδια η κατηγορουμένη μεταξύ της τελευταίας και του εγκαλούντος με ημερομηνία 13.06.2015, στην οποία χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική διεύθυνση ..., και όνομα ..., από τον οποίο λογαριασμό απεστάλησαν και τα δύο πρώτα εκβιαστικά ηλεκτρονικά μηνύματα της ... και ....2015 προκύπτει ότι ανήκει στην κατηγορουμένη, ενώ παράλληλα το περιεχόμενο του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος προσομοιάζει με αυτό των υπό κρίση μηνυμάτων, καθώς η κατηγορουμένη έχει απειλητικό ύφος "Τι δικαιολογία δόθηκε στην ΕΕ για τη μη συνέχιση του υποέργου στο οποίο ήμουν απασχολημένη; Θα μάθω ... και πολύ σύντομα. Και έχει να γίνει, ξανά της Π.”, ενώ στο ίδιο μήνυμα δείχνει την απόγνωσή της σχετικά με την μη ανανέωση της σύμβασής της "Εξακολουθώ να περιμένω να μου στείλετε την καινούργια μου σύμβαση για μέχρι το τέλος του έργου ή έστω να τις ακυρώσετε όλες και να επαναπροκηρύξετε όλες τις θέσεις στο ... ... [...]. Τέλος πάντων, εγώ θέλω σύμβαση εδώ και τώρα.”, ενώ συνεχίζει παρακάτω "Μία εναλλακτική λύση είναι να μου βρείτε δουλειά στην Ελλάδα, οπουδήποτε, ακόμα και στα ... που λέει ο λόγος, αρκεί να με ενδιαφέρει το αντικείμενο και να μην είναι υπεύθυνος/η καμία κομπλεξικιά για παράδειγμα όπως κάποια θέση που μου είχε προσφερθεί πριν μερικούς μήνες από μια κομπλεξικιά.”, ενώ 4] Από τα προσκομιζόμενα από την ίδια έγγραφα προκύπτει ότι η επικοινωνία της κατηγορουμένης με τον εγκαλούντα, αλλά και με λοιπά μέλη του Πανεπιστημίου ... λάμβανε χώρα με την αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Η κατηγορούμενη, δε, κατά την αποστολή των ανωτέρω απειλητικών μηνυμάτων προς τον εγκαλούντα, στον οποίο εν τοις πράγμασι εναπόκειτο η ανανέωση της σύμβασής της, καθώς η δική του εισήγηση διαδραμάτιζε τον σπουδαιότερο ρόλο για την σύναψη ή την ανανέωση μίας σύμβασης, αφού εκείνος ήταν ο επιστημονικά υπεύθυνος, εκείνος εξεύρισκε τα κονδύλια για την υλοποίηση του προγράμματος, και εκείνος έκρινε την απόδοση των ερευνητών, γνώριζε ότι το περιουσιακό όφελος που επεδίωκε δεν αποτελούσε αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, καθώς δεν πληρούσε τα κριτήρια ώστε να ανανεωθεί η σύμβασή της. Η κατηγορούμενη, όμως, δεν κατάφερε, σε καμία από τις τρεις ανωτέρω εκβιαστικές της ενέργειες να ολοκληρώσει το έγκλημά της, όχι από δική της βούληση, αλλά από εξωτερικά αίτια και συγκεκριμένα, ενώ προκάλεσε στον απειλούμενο εγκαλούντα, και όχι μόνο, φόβο, αυτός, όμως, δεν προέβη στην ανανέωση της σύμβασής της και για τον λόγο αυτόν η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για απόπειρα εκβίασης, κατ' εξακολούθηση τελεσθείσας. Ως προς δε τον ισχυρισμό της εκκαλούσας - κατηγορούμενης περί παραγραφής της πράξης που αφορά στο μήνυμα με ημερομηνία ....2015, αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι η ασκηθείσα σε βάρος της ποινική δίωξη έγινε για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης τελεσθέντος κατ' εξακολούθηση, κατ' άρθρο 98 παρ. 2, αυτή δε όπως αναφέρεται και ανωτέρω με την αποστολή των επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απέβλεπε στην επαναπρόσληψή της και στην αποκόμιση περιουσιακού οφέλους από την πρόσληψη αυτή. Ως εκ τούτων και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, καθόσον ο δόλος της κατηγορούμενης είναι ενιαίος, ο χρόνος παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση της τελευταίας επί μέρους πράξης, δηλαδή από την ....2015, οπότε εστάλη το τελευταίο μήνυμα.”. Στη συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, Δ. Ψ. του Γ., για την αξιόποινη πράξη της της απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση, συγκεκριμένα δε την κήρυξε ένοχη, κατά πιστή μεταφορά, του ότι: “(...) Στην ... κατά τους παρακάτω χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και έχοντας σκοπό να αποκομίσει η ιδία παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του αδικήματος της εκβίασης και ειδικότερα επιχείρησε να εξαναγκάσει άλλον με απειλή σε πράξη, από την οποία και θα επερχόταν ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, η πράξη της, ωστόσο, αυτή δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή της. Συγκεκριμένα, την ....2015, απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) από τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου “...” στην ηλεκτρονική ταχυδρομική διεύθυνση του Γ. Τ. του Π. και του γνωστοποίησε ότι, εάν μεριμνούσε, υπό την ιδιότητα του Καθηγητή και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου ..., για την επαναπρόσληψή της σε αυτό, θα μπορούσε να σταματήσει να αποστέλλει μηνύματα διαμαρτυρίας σε συνέδρους που έρχονται στο ..., καθώς και να διευθετήσει το ζήτημα της απόσυρσης αναρτήσεων διαμαρτυρίας σε βάρος του Πανεπιστημίου και υπαλλήλων του σε ιστολόγιο φιλικού της προσώπου, απειλώντας τον σαφώς ότι προτίθεται να συνεχίσει την αποστολή σχετικών μηνυμάτων και την ανάρτηση σχετικών δημοσιεύσεων, σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνταν η απαίτησή της. Προέβη δε στην πράξη της αυτή με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προερχόμενο από την παράνομη πρόσληψή της στο ως άνω πανεπιστημιακό ίδρυμα με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας αυτού, πλην όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη της, διότι ο παθών δεν ενέδωσε στις απειλές της κατηγορουμένης και δεν μερίμνησε για την επαναπρόσληψή της. Επίσης, την ...-2015, απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) από την διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου “...” στην ηλεκτρονική ταχυδρομική διεύθυνση του Γ. Τ. του Π. και τον απείλησε ότι, εάν δεν μεριμνούσε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, για την επαναπρόσληψή της στο Πανεπιστήμιο, θα ξεσπάσει στους διοικητικούς υπαλλήλους αυτού καταγγέλλοντας δήθεν παρανομίες, χωρίς, μάλιστα, να εκτίθεται η ίδια. Προέβη δε στην πράξη της αυτή με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προερχόμενο από την παράνομη πρόσληψή της στο ως άνω πανεπιστημιακό ίδρυμα με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας αυτού, πλην όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη της, διότι ο παθών δεν ενέδωσε στις απειλές της κατηγορουμένης και δεν μερίμνησε για την επαναπρόσληψή της. Επιπλέον, την 25-1-2015, απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) από την διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ... στην ηλεκτρονική ταχυδρομική διεύθυνση του Γ. Τ. του Π. και τον απείλησε εμμέσως, συνδέοντας το συγκεκριμένο με το προηγηθέν ηλεκτρονικό μήνυμα, ότι, εάν δεν μεριμνούσε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, για την επαναπρόσληψή της στο Πανεπιστήμιο, θα καταγγείλει δήθεν παρανομίες και αξιόποινες πράξεις διοικητικών υπαλλήλων, αλλά και του ιδίου. Προέβη δε στην πράξη της αυτή με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προερχόμενο από την παράνομη πρόσληψή της στο ως άνω πανεπιστημιακό ίδρυμα με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας αυτού, πλην όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη της, διότι ο παθών δεν ενέδωσε στις απειλές της κατηγορουμένης και δεν μερίμνησε για την επαναπρόσληψή της.”. ΧΙ. Με αυτά που δέχθηκε το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, το σκεπτικό και το διατακτικό της οποίας αποτελούν ενιαίο σύνολο και αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, αφού αναφέρονται σ' αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης (απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση), όπως η έννοιά της εκτέθηκε στις προηγηθείσες υπό στοιχεία V και VI νομικές σκέψεις, για την οποία η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, τις αποδείξεις, από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπάγονται αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 εδ. β', 26 εδ. α', 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 51, 53, 79, 83, 98 παρ. 2, 385 παρ. 1 περ. γ' του προϊσχύοντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. (ισχύουσες κατά τον χρόνο τέλεσης των μερικότερων πράξεων του ανωτέρω αδικήματος), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, ως επιεικέστερες για την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς αιτιολογίες, περαιτέρω δε χωρίς να στερήσει την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται με σαφήνεια: α) οι διατυπωθείσες, μέσω της αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, από την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη απειλές, προς τον Γ. Τ. του Π., υπό την ιδιότητά του ως καθηγητή και αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου ..., επιστημονικού υπευθύνου του έργου με τίτλο “...”, στο οποίο συμμετείχε και η ίδια (αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη), δυνάμει της από 14-10-2013 σύμβασης, με διάρκεια από 15-10-2013 έως 31-8-2014, αντί συνολικής αμοιβή της ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €), σύμβαση με την οποία της ανατέθηκε η εκπόνηση του έργου “...”, που δεν ανανεώθηκε όμως, καθόσον από την αρχή της πρόσληψής της έως και τη λήξη της ανωτέρω σύμβασης η απόδοσή της ήταν χαμηλή, με σκοπό να εξαναγκάσει τον ως άνω Γ. Τ. του Π. να ενεργήσει για την επαναπρόσληψή της στο ανωτέρω πρόγραμμα ή σε άλλο παρεμφερές με αυτό, άλλως, δηλαδή σε περίπτωση μη επαναπρόσληψής της θα κατήγγειλε συνεργάτες του για τέλεση αξιόποινων πράξεων και τον ίδιο για παράβαση καθήκοντος, υπονοώντας ότι συμμετείχε και αυτός (Γ. Τ.) στην τέλεση των καταγγελλόμενων αξιόποινων πράξεων των συνεργατών του, καθώς και ότι θα συνέχιζε να αναρτά σε ιστολόγια που δημιούργησε η ίδια (αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη) ή είχε πρόσβαση σ' αυτά, εξυβριστικά μηνύματα σε βάρος του και συνεργατών του στην πανεπιστημιακή κοινότητα, β) ότι από την ανωτέρω συμπεριφορά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ο ως άνω Γ. Τ. περιήλθε σε τρόμο και ανησυχία, καθόσον γνώριζε, με βεβαιότητα, ότι αυτή θα συνέχιζε την αποστολή καταγγελιών, ύβρεων και απειλών, αφού μέχρι τότε είχε επιδείξει μία άκρως επιθετική συμπεριφορά, μέσω της αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, σε βάρος μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας του Πανεπιστημίου ..., αλλά και των οικογενειών τους, φοβούμενος ακόμη και για τη σωματική τους ακεραιότητα, κατάσταση που είχε επηρεάσει αρνητικά τις προσωπικές και επαγγελματικές του δραστηριότητες, και γ) ο σκοπός της να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με την επαναπρόσληψη και ανανέωση της σύμβασής της στο ανωτέρω πρόγραμμα, ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €), με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του Πανεπιστημίου ..., ενώ το ότι τελικά δεν πέτυχε τον ανωτέρω σκοπό της, επειδή ο προαναφερόμενος Γ. Τ. δεν υπέκυψε στις ως άνω απειλές της και δεν ανανεώθηκε η προαναφερθείσα σύμβασή της δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ανωτέρω παράνομης και αξιόποινης πράξης της εκβίασης, στοιχειοθετεί όμως απόπειρα αυτής και όχι τετελεσμένο έγκλημα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον προβληθέντα ενώπιόν του ισχυρισμό της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης περί παραγραφής της μερικότερης αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης, που τελέστηκε την ...-2015, με την επίκληση συμπλήρωσης οκταετίας από την τέλεσή της, καθόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, κατά την τέλεση του ανωτέρω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης, ενεργούσε με ενότητα δόλου, οπότε η παραγραφή για όλες τις μερικότερες πράξεις του εν λόγω εγκλήματος αρχίζει από την τέλεση της τελευταίας από αυτές, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, στην κρινόμενη δε υπόθεση από 4-6-2015, με συνέπεια κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης στο Δικαστήριο της ουσίας, την 25-1-2023, να μη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του οποίου η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη επιχειρεί να θεμελιώσει τους από το άρθρο 510 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους αντιστοίχως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 385 του Π.Κ. (εκβίαση), είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης αιτίαση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς και της παράβασης των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την επίκληση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, για να διαμορφώσει την περί ενοχής της κρίση του, αφενός δεν ανέγνωσε έγγραφα που μνημονεύονται ως αναγνωστέα στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία όμως έλαβε υπόψη του, αφετέρου δε παρέλειψε να αναγνώσει και λάβει υπόψη του αναγνωστέα έγγραφα. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, κατά το πρώτο σκέλος του ανωτέρω πρώτου λόγου αναίρεσης, αιτιάται ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν ανέγνωσε τα πρακτικά της υπ' αρ. 2606/2020 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, περαιτέρω δε, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα δεν αναγνώστηκαν τα πρακτικά της υπ' αρ. 632/2021 πρωτοβάθμιας απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, ύστερα από έφεση εναντίον της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς επίσης και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για την περί ενοχής της κρίση του, έγγραφα που προσκόμισε η ίδια (αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη). Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με απόλυτη σαφήνεια προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας τα πρακτικά και η εκκαλούμενη υπ' αρ. 632/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, καθόσον στα ανωτέρω πρακτικά εκτίθεται, κατά πιστή μεταφορά, ότι: “(...) ύστερα από την πρόταση του Εισαγγελέως αναγνώσθηκαν από την Προέδρο, δημόσια στο ακροατήριο, τα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είναι ενσωματωμένα στην υπ' αρ. 632/2021 εκκαλουμένη απόφαση και όλη η απόφαση.”. Τα ανωτέρω πρακτικά και η εκκαλούμενη απόφαση ορθώς αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για την περί ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κρίση του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., το ότι δε αναγνώσθηκαν στο ακροατήριό του, παρά τις περί του αντιθέτου αντιφατικές αιτιάσεις της τελευταίας, προκύπτει με σαφήνεια από το γεγονός, όπως άλλωστε και η ίδια η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη συνομολογεί, ότι λήφθηκε υπόψη, εκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε η περιλαμβανόμενη σ' αυτά (πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω υπ' αρ. 632/2021 πρωτοβάθμια απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας) κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γ. Τ., ως αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πράγματι προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αρ. 2606/2020 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, δεν αποδεικνύεται όμως ότι αυτά λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, αφού δεν μνημονεύονται στο αντίστοιχο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ ουδόλως διευκρινίζεται από την τελευταία, δηλαδή την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, για ποιο λόγο προκλήθηκε ακυρότητα, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, και παραβιάστηκαν οι διατάξεις για τη δημοσιότητα στο ακροατήριο, από την παράλειψη του Δικαστηρίου της ουσίας να αναγνώσει στο ακροατήριό του τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω υπ' αρ. 2606/2020 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη υποβολή εκ μέρους της αφενός αίτησης για διόρθωση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφετέρου δε μήνυσης, για πλαστογράφηση των ίδιων πρακτικών, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης, εφόσον αυτά δεν έχουν κηρυχθεί πλαστά με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση επίσης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.) και παράβαση των διατάξεων για την δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του Κ.Ποιν.Δ.), με την επίκληση ότι, το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του για την περί ενοχής της κρίση του το υπ' αρ. ..., με ημερομηνία 21-1-2016, έγγραφο της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, το οποίο όμως δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριό του, με συνέπεια να στερηθεί το κατ' άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. υπερασπιστικό της δικαίωμα να προβεί σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το ανωτέρω έγγραφο. Η ανωτέρω αιτίαση όμως είναι απορριπτέα προεχόντως ως στηριζόμενη επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως προκύπτει ότι το ανωτέρω έγγραφο λήφθηκε υπόψη, εκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας για τη διαμόρφωση της κρίσης του σχετικά με την ενοχή της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ή την επιβολή της ποινής σε βάρος της τελευταίας, αλλά για την απόρριψη ισχυρισμού της ότι η ασκηθείσα εναντίον της ποινική δίωξη ήταν απαράδεκτη, λόγω μη υποβολής έγκλησης, που ορθώς απορρίφθηκε, καθόσον το έγκλημα της εκβίασης, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της διώκεται αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το ανωτέρω έγγραφο λήφθηκε υπόψη, εκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη κρίση του για το παραπάνω αδίκημα της απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση, η ανωτέρω αιτίαση είναι αβάσιμη, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ' αρ. 632/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας), που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας, κατά τα προαναφερόμενα, ύστερα από έφεση κατά της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αρ. 165/25-1-2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, προκύπτει ότι γίνεται αναφορά στο παραπάνω έγγραφο, ειδικότερα δε στη σελίδα ένδεκα (11) σειρά δεκατρία (13) των ως άνω πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω υπ' αρ. 632/2021 απόφαση, ως εκ τούτου δε γνώριζε την ύπαρξή του η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη και είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα απορρέοντα από τη διάταξη του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαιώματά της. Επομένως, με βάση τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VIII νομική σκέψη, οι παραπάνω αιτιάσεις που προβάλλονται από την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη με τους πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, και δεύτερο λόγους της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους επιχειρεί να θεμελιώσει τις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικές πλημμέλειες, αντιστοίχως της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της παράβασης των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.) και παράβαση των διατάξεων για την δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του Κ.Ποιν.Δ.), με την επίκληση ότι, κατά την διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, δεν αναγνώστηκαν εξ ολοκλήρου τα μνημονευόμενα στη σελίδα είκοσι δύο (22) της προσβαλλόμενης απόφασης υπ' αρ. 31 και 32 έγγραφα, που προσκόμισε η ίδια, παρέδωσε προς ανάγνωση και ζήτησε την ανάγνωσή τους, αλλά μέρος μόνον αυτών, ειδικότερα δε ότι δεν αναγνώσθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη, για την περί της ενοχής της κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας, τα άρθρα της: α) “...” και “...” και β) “...”, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ..., με συγγραφείς τους Ν. Λ. και Γ. Τ., “...”, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ..., και “...”, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ...”, με συνέπεια να προκληθούν οι ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες, αιτίαση όμως που είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο δε διότι, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προκύπτει ότι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, Δ. Ψ. του Γ., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, προσκόμισε έγγραφα και δεν αναγνώσθηκαν εξ ολοκλήρου από το Δικαστήριο της ουσίας. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ότι αναγνώσθηκε μέρος μόνον του περιεχομένου των μνημονευόμενων στη σελίδα είκοσι δύο (22) της προσβαλλόμενης απόφασης υπ' αρ. 31 και 32 εγγράφων που η ίδια είχε προσκομίσει και ζήτησε την ανάγνωσή τους, δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως επίσης δεν προκύπτει από τα ίδια πρακτικά ότι αναγνώσθηκε μέρος μόνον των εγγράφων που προσκόμισε και ζήτησε την ανάγνωσή τους, ότι υπέβαλε αίτημα για την ανάγνωση όλου του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων, ότι το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό από την διευθύνουσα τη συζήτηση, καθώς και ότι ακολούθως έγινε προσφυγή, αμέσως, σε ολόκληρο το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε παρά τον νόμο η προσφυγή της ή το τελευταίο, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας, παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής της. Αντίθετα, από τα ανωτέρω πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας, εκτός από τα έγγραφα που αναγράφονται κάτω από το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη και στην εκκαλούμενη υπ' αρ. 632/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας), και τα έγγραφα που προσκόμισε αυτή (αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη), κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, για την παρούσα υπόθεση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, συγκεκριμένα δε τριάντα δύο (32) έγγραφα που μνημονεύονται στις σελ. 21 και 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των οποίων και τα ανωτέρω με αριθμούς 31 και 32 έγγραφα, που επικαλείται η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, συγκεκριμένα δε το υπ' αρ. 31, "τρεις (3) σελίδες που αφορούν ...”, και το υπ' αρ. 32, "άρθρο της Δ. Ψ. στο ... με τίτλο “...”, χωρίς να προκύπτει ότι αναγνώσθηκε μέρος μόνον αυτών και όχι το σύνολο του περιεχομένου τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, καθόσον από τα ως άνω πρακτικά δεν αποδεικνύεται ο εν λόγω ισχυρισμός της, καθώς και ότι μετά την άρνηση της διευθύνουσας τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας προσέφυγε σε ολόκληρο το δικαστήριο και αυτό απέρριψε την προσφυγή της ή παρέλειψε να αποφανθεί επ' αυτής. Επομένως, με βάση τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IX νομική σκέψη, η παραπάνω αιτίαση, με την οποία η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη επιχειρεί να θεμελιώσει τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγους αναίρεσης, αντιστοίχως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμη. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, εκτίμησε και αξιολόγησε, για την περί ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κρίση του, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπόψη του, χωρίς να εξαιρέσει κανένα από αυτά. Τέλος, οι περιλαμβανόμενες στους λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης αιτιάσεις της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας, συνιστά ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του εν λόγω δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (Α.Π. 442/2022).
ΧΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 513 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 157 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: "Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου καταθέτει σημείωμα στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης. Το ίδιο ισχύει και για τη μετ' αναβολή συζήτηση, αν ο εισαγγελέας της έδρας δεν υιοθετεί το προηγούμενο σημείωμα. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν γνώση του περιεχομένου του σημειώματος.”. Με την ανωτέρω διάταξη, όπως αυτολεξεί διαλαμβάνεται στην αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου για την κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (σελ. 119), ο νομοθέτης θέσπισε “(...) στο άρθρο 513 ΣχΚΠΔ την υποχρέωση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να καταθέτει γραπτή πρόταση στη γραμματεία του Αρείου Πάγου (...), ώστε να μπορούν οι διάδικοι να λάβουν γνώση του περιεχομένου της γραπτής πρότασης.”. Προφανής σκοπός της ανωτέρω ρύθμισης, που εισήχθη για πρώτη φορά με τον ισχύοντα από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., είναι να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να λάβουν ακριβή γνώση της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί των λόγων της αίτησης αναίρεσης, ώστε να προσαρμόσουν αναλόγως την στρατηγική υπεράσπισης των δικών τους θέσεων, η οποία όμως δεν γίνεται μόνον προφορικά στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά και μετά από αυτήν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., με την υποβολή σχετικού υπομνήματος, ύστερα από προθεσμία τριών (3) τουλάχιστον ημερών από τη συζήτηση, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. β' του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. ρυθμίστηκε με διαφορετικό τρόπο και η διαδικασία της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων, σε σχέση με εκείνον του ισχύοντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., ειδικότερα δε εισήχθη και στον Άρειο Πάγο η σειρά αγόρευσης που προβλέπεται στα δικαστήρια της ουσίας (ο εισαγγελέας, ο συνήγορος του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας και τελευταίος ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου), ώστε αφενός μεν να τηρείται και στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, δηλαδή στον Άρειο Πάγο, η δικονομική ευταξία που ερείδεται στην αξιακή δομή της ποινικής δίκης και τη δεινή θέση του ακόμα τεκμαιρόμενου ως αθώου κατηγορουμένου, αφετέρου δε να παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα αντίκρουσης της εισαγγελικής πρότασης. Από τα προαναφερόμενα με σαφήνεια συνάγεται ότι η κατάθεση σημειώματος από τον Εισαγγελέα είναι προαπαιτούμενο για την παραδεκτή συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, λαμβανομένου όμως υπόψη ότι δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας η κατάθεσή του το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης (Α.Π. 13/2022), αρκεί η κατάθεσή του πριν από τη συζήτηση, χωρίς να προκαλείται οποιαδήποτε ακυρότητα της διαδικασίας συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο, εφόσον αναπτύσσεται και προφορικά εκεί, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δε, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου του (σημειώματος), έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει τις διατυπούμενες σ' αυτό θέσεις κατά τη διαδικασία το ακροατήριο, κυρίως όμως με την κατάθεση υπομνήματος, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ. προθεσμίας. Εξάλλου, οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στον Άρειο Πάγο, πρέπει να προτείνεται στο ακροατήριό του, ώστε να λάβει το λόγο και να προτείνει επ' αυτού ο Εισαγγελέας του Αρείου, ενώ προβολή αντίστοιχου ισχυρισμού με το υπόμνημα, που κατατίθεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. XIII. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, την 2-5-2023, προβάλει τον ισχυρισμό της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη αφενός ότι το σημείωμα του Εισαγγελέα δεν κατατέθηκε το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της υπόθεσης, αλλά την ημέρα της συζήτησής της (26-4-2023), με συνέπεια να μη λάβει γνώση αυτού εγκαίρως και έτσι να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., διότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματά της, αφετέρου δε απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής συζήτησης της υπόθεσης που υπέβαλε, με συνέπεια να μη έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πρόσθετους λόγους αναίρεσης, γεγονός από το οποίο επίσης προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που της παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου της το αρνήθηκε. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XII νομική σκέψη, διότι προβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, κατά το μέρος που ο ανωτέρω ισχυρισμός αφορά την κατάθεση του σημειώματος του Εισαγγελέα την ημέρα της συζήτησης της υπόθεσης, πριν όμως από τη συζήτησή της, όχι δε το αργότερο την προηγούμενη αυτής, η εκπρόθεσμη κατάθεση του εν λόγω σημειώματος δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, ενώ από την εκπρόθεσμη κατάθεσή του η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ουδόλως στερήθηκε τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, αφού έλαβε γνώση του περιεχομένου του, αναπτύχθηκε αυτό και προφορικά στο ακροατήριο, είχε δε τη δυνατότητα, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XII νομική σκέψη, να αντικρούσει τις διατυπούμενες σ' αυτό θέσεις του Εισαγγελέα, τόσο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο όσο και με την κατάθεση υπομνήματος, κατ' άρθρο 515 παρ. 2 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., όπως και έπραξε. Περαιτέρω, κατά το μέρος που ο ως άνω ισχυρισμός αφορά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής συζήτησης της υπόθεσης, αυτό απορρίφθηκε με την αναφερόμενη στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη ως αβάσιμο, καθόσον κρίθηκε ότι η επικαλούμενη πρόθεση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης να ασκήσει πρόσθετους λόγους αναίρεσης δεν συνιστά ιδιαιτέρως εξαιρετική που μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναβολής της συζήτησης υπόθεσης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β’, δηλαδή τη σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, καθώς και την κατά τη διάταξη του άρθρου 172 παρ. 2 έλλειψη ακρόασης του εισαγγελέα ή του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας ή του συνηγόρου του, ρύθμιση από την οποία συνάγεται ότι από την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος αναβολής με την προαναφερθείσα αιτιολογία, ουδόλως στερήθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη των υπερασπιστικών της δικαιωμάτων, αφού είχε την ευχέρεια, τις αναιρετικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης που θα πρόβαλε με τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης που θα ασκούσε με τη χορήγηση της αναβολής, να τους επισημάνει με το υπόμνημα που είχε τη δυνατότητα να καταθέσει και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XII νομική σκέψη, οπότε ο Άρειος Πάγος θα ερευνούσε τις επισημαινόμενες αναιρετικές πλημμέλειες, ακόμη και αν δεν είχαν προταθεί με σχετικούς λόγους με το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, με εξαίρεση μόνον τις προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικές πλημμέλειες, κατά τα προαναφερόμενα. XIV. Η διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' στοιχ. α' του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 158 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “(...) ακόμα και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως: α) παραθέτει το σχετικό άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν αυτό δεν έχει παρατεθεί σε αυτή ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, χωρίς να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση, έχει τη δυνατότητα να παραθέσει σ' αυτήν το σχετικό άρθρο του ουσιαστικού ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε, όταν αυτό δεν έχει παρατεθεί ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα, ακόμη και όταν απολείπεται ο αναιρεσείων, κατά μείζονα δε λόγο έχει αυτή την δυνατότητα όταν παρίσταται στη συζήτηση ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος (Α.Π. 1158/2020). XV. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης, κατ' εξακολούθηση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, ενεργώντας κατά την τέλεση των μερικότερων πράξεων του ανωτέρω αδικήματος με ενότητα δόλου, με σκοπό την επαναπρόσληψή της από το ... και την αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους, μνημονεύοντας ρητά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ. στο σχετικό σκεπτικό της (προσβαλλόμενης απόφασης), για την περί ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κρίση του. Παρά ταύτα όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, αν και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., για την κρίση του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για την ανωτέρω κατ' εξακολούθηση τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης, στη σελίδα τριάντα εννέα (39) της προσβαλλόμενης απόφασής του, όπου αναφέρονται οι διατάξεις με τις οποίες προβλέπεται και τιμωρείται το παραπάνω έγκλημα, παρέθεσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του Π.Κ., αντί να παραθέσει εκείνην του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., που ορθά εφάρμοσε. Επομένως, με βάση τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XIV νομική σκέψη, πρέπει να παρατεθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω ορθή διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ. που εφαρμόστηκε, αντί εκείνης του άρθρου 98 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, που εσφαλμένα έχει παρατεθεί (Α.Π. 1623/2019). XVI. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, πρέπει: 1) να απορριφθούν: α) το αίτημα της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για αναβολή συζήτησης της υπόθεσης, β) η κρινόμενη υπ' αρ. Έκθεσης …/28-2-2023 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, για αναίρεση της υπ' αρ. 165/25-1-2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, που ασκήθηκε με δήλωση στην Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Καλαμάτας, και γ) ο μνημονευόμενος στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XIII ισχυρισμός της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, που προβλήθηκε με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, 2) να παρατεθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η ορθή ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο XV σκέψη, και 3) να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
IV. Άπό τα ως άνω αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 1067/2023 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου), προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια, ενάργεια και πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι εξετάστηκαν και κρίθηκαν όλοι ανεξαιρέτως οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι που προτάθηκαν εκ μέρους της αναιρεσείουσας και ήδη αιτούσας και ως εκ τούτου οι προαναφερθέντες λόγοι επανεξέτασης είναι αβάσιμοι. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προαναφερθείσα σχετική νομική σκέψη, η απόρριψη των λόγων αναίρεσης δεν είναι ούτε αναγκαίο, ούτε απαραίτητο να προκύπτει από ρητή για καθέναν από αυτούς απορριπτική σκέψη της απόφασης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της και είναι αδιάφορη η πληρότητα ή μη της σχετικής αιτιολογίας με την απόρριψη αυτής κρίση, καθώς επίσης και η ορθότητα της σχετικής αυτής κρίσης (ΑΠ 362/2021). Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για επανεξέταση των παραπάνω πρώτου και τρίτου λόγων αναίρεσης, σύμφωνα με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους επανεξέτασης που προτάθηκαν με τη, με αριθ. Έκθεσης …/2023, αίτηση αναίρεσης της αιτούσας την επανεξέταση, πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω ο τέταρτος λόγος της αίτηση περί μη λήψης υπόψη των προσθέτων λόγων αναίρεσης, που νομίμως υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και με το από 29.4.2023 υπόμνημα της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν είχαν κατατεθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ' άρθρ. 509 του ΚΠΔ, ενώ ακόμη και αν ο Άρειος Πάγος δεν έλαβε υπόψη εκπροθέσμως υποβληθέντα πρόσθετο λόγο , λαμβανόμενου υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεμελιώνεται λόγος επανεξέτασης σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη. Τέλος το πέμπτο αίτημα επανεξέτασης, περί απαραδέκτου της συζητήσεως λόγω μη αναβολής της συζητήσεως της εξέτασης της αιτήσεως αναιρέσεως για το λόγο ότι εκκρεμούσε αίτημα διόρθωσης της υπ άρ. 583α/3.4.2023 αποφάσεως είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε μη προβληθέντα και μη εξετασθέντα λόγο αναίρεσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ενώ πρέπει ακόμη να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας εις βάρος της αιτούσας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό αυτής της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-11-2023 αίτηση της Δ. Ψ. του Γ., για επανεξέταση ως μη κριθέντων με την 1067/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου λόγων αναίρεσης της από της από 28.2.2023 αίτησής της για αναίρεση της 165/25.1.2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Μαΐου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ