Αριθμός 265/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη - Εισηγήτρια και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 20 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γ. Β., για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ. Β. του Δ., κατοίκου ... και 2. Δ. Β. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κωστόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 46/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27.7.2023 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό .../2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27.7.2023 αίτηση των 1) Χ. Β. του Δ. κατοίκου ..., οδός ... και 2) Δ. Β. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 46/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 17.7.2023 και με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας από κοινού και κατ' εξακολούθηση και καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών ο καθένας, ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 ΚΠοινΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος) που περιέχει με ποινή ακυρότητας, μεταξύ άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το δικαίωμα αυτού να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Ο καθορισμός της πράξης είναι ακριβής όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη σ' αυτό ποινική διάταξή, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς όμως να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα ως εισαγωγικό της δίκης Έγγραφο δεν ταυτίζεται. Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει και στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α και β της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα που εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Διαφορετικά, αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει αυτά τα στοιχεία είναι άκυρο κατά το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ και οι σχετικές ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία και σε περίπτωση έλλειψής τους από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 ΚΠΔ) ενώ αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του αντιτύπου που επιδόθηκε και του αποδεικτικού επίδοσης υπερισχύει το πρώτο. Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει κατά το άρθρο 174 παρ.2 ΚΠΔ να προταθεί ωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται κατά το άρθρο 175 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ. Επίσης, αν η ακυρότητα προταθεί έγκαιρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορριφθεί η σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος μπορεί να επαναφέρει στην εφετειακή δίκη την πρόταση ακυρότητας και την αντίρρησή του στην πρόοδο της διαδικασίας με σχετικό λόγο έφεσης. Αν η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος προβληθεί με παραδεκτό και ορισμένο λόγο έφεσης και το δικαστήριο δεν απαντήσει ή απαντήσει εσφαλμένα στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, ενώ αν απορρίψει αναιτιολόγητα τη σχετική ένσταση στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 359/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση τόσο των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και των πρακτικών της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου επανέφεραν με ειδικό λόγο έφεσης την πρωτοδίκως απορριφθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος επικαλούμενοι αοριστία του κλητηρίου θεσπίσματος διότι σ' αυτό δεν αναφερόταν το περιεχόμενο του εγγράφου που νόθευσαν.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό με την ακόλουθη αιτιολογία:
"Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου τυγχάνει αβάσιμος, αφού εν προκειμένω καθορίζεται επακριβώς η κατηγορία κατά τα υπό του νόμου καθοριζόμενα συστατικά αυτού στοιχεία, προκειμένου ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας για να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του (ΑΠ 1496/1990 ΠρινΧρ 1991.661, ΑΠ 674/1984 ΠοινΧρ1:985.908). Εξάλλου, το κλητήριο θέσπισμα αποτελεί εισαγωγικό της δίκης Έγγραφο και τα διαλαμβανόμενα σ' αυτό στοιχεία πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερειακή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, χωρίς όμως η αναφορά των στοιχείων να εξικνείται μέχρι του βαθμού της πλήρους αιτιολογίας δικαστικής αποφάσεως, αφού το κλητήριο θέσπισμα ούτε διάταξη κατ' άρθρο 138 ΚΠΔ αποτελεί ούτε στο άρθρο 321 παρ. 1 γίνεται λόγος περί αιτιολογίας αυτού (ΕγκΕΙσΑΠ 4/2005 ΑρχΝ 2005.848, ΑΠ 431/2001 ΠοινΧρ. ΝΒ 31,βλ. Μαργαρίτη, Κλητήριο Θέσπισμα: Τρόπος προβολής της ακυρότητας του και απόδειξη αυτής, ΠοινΔνη 2007.741 επ.).
Εν προκειμένω, τα μνημονευόμενα στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και οδηγούν σε μία πλήρη υπαγωγή υπό. την οικεία ποινική διάταξη, ήτοι σε πραγμάτωση όλων ανεξαιρέτως των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης. Επομένως ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να απορριφθεί».
Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά και με πλήρη και σαφή αιτιολογία δέχθηκε για τη θεμελίωση της απορριπτικής του κρίσης ότι τα μνημονευόμενα στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή σε σχέση με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στους κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β και Δ ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τις άνω ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος που δεν καλύφθηκε και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων περί ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου Π.Κ. που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως επιεικέστερη κατά το άρθρο 2 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται είτε η εξαρχής κατάρτιση από τον δράστη εγγράφου που εμφανίζεται ότι καταρτίστηκε από άλλον με απομίμηση της γραφής ή υπογραφής του είτε η νόθευση από τον δράστη γνήσιου εγγράφου. Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνησίου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πλαστογραφίας απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) τη γνώση και θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και β) τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του (εξαρχής) πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον ως προς γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή ως προς γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεμελίωση, διατήρηση, μεταβολή ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Οι έννομες συνέπειες μπορεί να αφορούν αυτόν που παραπλανάται ή τρίτο πρόσωπο, ενώ δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι η επιδιωκόμενη παραπλάνηση (ΑΠ 720/2020).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. γ ΠΚ "Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό , μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία».
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως Έγγραφο νοείται και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία. Με αυτή την έννοια έγγραφο αποτελούν και οι επισημάνσεις που τίθενται τόσο στα χαρτοκιβώτια που περιέχουν φιάλες αλκοολούχων ποτών, όσο και στις φιάλες των αλκοολούχων αυτών ποτών, που αναφέρουν την ημερομηνία λήξης και τον αριθμό παρτίδας παραγωγής του ποτού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.ΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, όπως συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της πλαστογραφίας, στο οποίο αξιώνεται περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.
Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης ων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατά το είδος τους αποδείχθηκαν τα εξής:
"Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Β. του Δ. ως ιδρυτής και μοναδικός εταίρος της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στην ... επί της οδού ..., και ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Β. του Χ. ως κατ' ουσία και εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστής, εντός του έτους 2016 και μέχρι την 11η-03-2016, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, νόθευσαν γνήσια έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός, το οποίο δύναται να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαταχθέντος ελέγχου, βάσει της .../8-03-2016 Εντολής Ελέγχου Έρευνας, την 24 Μαρτίου του έτους 2016, ελεγκτές υπάλληλοι του Τελωνείου ..., μετέβησαν στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης που διατηρεί η ως άνω εταιρία ..." και προέβησαν, μεταξύ άλλων, σε κατάσχεση ποσοτήτων εμφιαλωμένων αλκοολούχων ποτών. Ειδικότερα, με την υπ' αριθ. …./24-03-2016 έκθεση κατάσχεσης κατασχέθηκαν επτακόσια δεκαεπτά (717) χαρτοκιβώτια, που το καθένα περιείχε είκοσι τέσσερις (24) φιάλες των 275ml εκάστη του αλκοολούχου ποτού «...», ενώ με την υπ' αριθ. …/24-03-2016 έκθεση κατάσχεσης κατασχέθηκαν ογδόντα έξι (86) χαρτοκιβώτια που το καθένα περιείχε είκοσι τέσσερις φιάλες των 275 ml εκάστη του αλκοολούχου ποτού «...». Ακολούθως από τον έλεγχο που διενεργήθηκε και βάσει της απάντησης από την παραγωγό εταιρία «...» στο υπ' αριθ. πρωτ…./25-04-2016 έγγραφο του Τελωνείου ..., προέκυψε ότι από κοινού και με κοινό δόλο απέκοψαν από τα ως άνω χαρτοκιβώτια το τμήμα που αναφέρεται στην ημερομηνία λήξης και τον αριθμό παρτίδας ενώ το ίδιο έπραξαν και σε μία εκάστη των εμπεριεχόμενων στα χαρτοκιβώτια φιαλών. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω χρόνο, νόθευσαν την επισήμανση στις φιάλες των αλκοολούχων ποτών που κατασχέθηκαν και συνολικά σε δεκαεννέα χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα δύο φιάλες (ήτοι 717 χαρτοκιβώτια Χ 24 φιάλες + 86 χαρτοκιβώτια Χ 24 φιάλες = 19.272 φιάλες) ως προς την ένδειξη «...» που αφορά στην ημερομηνία και στην παρτίδα παραγωγής αλλά και την ημερομηνία λήξης των προϊόντων, ώστε να παραπλανήσουν άλλους και δη το καταναλωτικό κοινό και τα εν γένει πρόσωπα φυσικά ή νομικά, νομίμως εκπροσωπούμενα, εμπλεκόμενα με την εμπορία λιανική και χονδρική και διάθεση αλκοολούχων ποτών, σχετικά με το γεγονός ότι τα προϊόντα, τα οποία είχαν ήδη λήξει και, συνεπώς, ήταν ακατάλληλα προς διάθεση και κατανάλωση, ήταν μη ληγμένα, ώστε να διατεθούν στην αγορά προς πώληση ως τέτοια (μη ληγμένα), για να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους τουλάχιστον τριάντα μία χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ κόμμα εξήντα τεσσάρων λεπτών (31.220,64 €), καθώς η αξία της κάθε φιάλης ανέρχεται σε ένα ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (1,62€) και κατά μέγιστο τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ (38.736€), καθώς η αξία κάθε φιάλης με ΦΠΑ ανέρχεται σε δύο ευρώ και δύο λεπτά (2.02 €). Πλέον συγκεκριμένα, εντός του έτους 2016 και δη μέχρι την 11η-03-2016 στις μεν φιάλες του αλκοολούχου ποτού «...», που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. .../2016 έκθεση διέγραψαν με την χρήση των κατάλληλων τεχνικών μέσων την ήδη υπάρχουσα και τεθείσα από την παραγωγό εταιρία επισήμανση και με χρήση εκτυπωτή ανέγραψαν στις δεκαεπτά χιλιάδες διακόσιες οκτώ (17.208) φιάλες την ένδειξη «...», ενώ στις κατασχεθείσες με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση δύο χιλιάδες εξήντα τέσσερις (2064) φιάλες του αλκοολούχου ποτού «...» αφού διέγραψαν κατά τα άνω την τεθείσα επισήμανση έθεσαν την ένδειξη «...». Στις εν λόγω ενδείξεις το πρώτο γράμμα και οι επόμενοι πέντε αριθμοί υποδηλώνουν την ημερομηνία παραγωγής του προϊόντος δηλαδή στις επίδικες ενδείξεις στην μεν πρώτη το «...» σημαίνει την 175η ημέρα του έτους 2016, ενώ στην δεύτερη το «...» σημαίνει την 178η ημέρα του έτους 2016, τα επόμενα δύο γράμματα και οι επτά αριθμοί, δηλαδή στην μεν πρώτη ένδειξη το «...» και στην δεύτερη το «...» αφορά αρίθμηση της παρτίδας παραγωγής του εργοστασίου και οι επόμενοι έξι αριθμοί, δηλαδή για την μεν πρώτη ένδειξη το «...», για την δε δεύτερη ομοίως το «...», αφορούν τον μήνα και το έτος μέχρι τα οποία θα πρέπει κατά προτίμηση να έχουν αναλωθεί τα προϊόντα.
Συνεπώς, η νοθεία των εγγράφων στην οποία προέβησαν προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ τα ως άνω προϊόντα, δηλαδή συνολικά δεκαεννέα χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα δύο φιάλες των παραπάνω αλκοολούχων ποτών κατασχέθηκαν ήδη στις 24-03-2016, ωστόσο οι ενδείξεις που τέθηκαν από αυτούς παραπέμπουν σε ημερομηνίες παραγωγής μελλοντικές και δη οι μεν φιάλες που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση φαίνεται ότι παρήχθησαν την 23η Ιουνίου του έτους 2016, δηλαδή σε μεταγενέστερη της κατάσχεσής τους ημερομηνία και λήγουν τον 8° μήνα του έτους 2017, οι δε φιάλες που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση φαίνεται ότι παρήχθησαν την 26η Ιουνίου του έτους 2016, δηλαδή σε μεταγενέστερη της κατάσχεσής τους ημερομηνία και λήγουν ομοίως τον 8° μήνα του έτους 2016. Στην εν λόγω νόθευση προέβησαν προκειμένου να παραπλανήσουν το καταναλωτικό κοινό και τα εν γένει πρόσωπα φυσικά ή νομικά, νομίμως εκπροσωπούμενα, που εμπλέκονται με την εμπορία λιανική και χονδρική και διάθεση αλκοολούχων ποτών, σχετικά με το γεγονός ότι τα προϊόντα, τα οποία είχαν ήδη λήξει, σε μη επακριβώς από την ανάκριση προσδιορισθείσες ημερομηνίες και, συνεπώς, ήταν ακατάλληλα προς διάθεση και κατανάλωση, ήταν μη ληγμένα και κατάλληλα, ώστε να αποκομίσουν από την πώλησή τους παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους κατ' ελάχιστο 31.220,64 ευρώ (αξία φιάλης προ ΦΠΑ 1,62 €) και κατά μέγιστο 38.736 ευρώ (αξία φιάλης μετά ΦΠΑ 2.02 €) σε βάρος τόσο των καταναλωτών, οι οποίοι θα αγόραζαν τις εν λόγω φιάλες καταβάλλοντος αντίστοιχο τίμημα καίτοι επρόκειτο για προϊόντα ανεπίδεκτα εμπορίας όσο και σε βάρος της παραγωγού εταιρίας «...», της οποίας η φήμη τίθεται σε διακινδύνευση από την διάθεση ληγμένων προϊόντων και από την οποία, αν δεν είχαν προβεί στην παράνομη ενέργεια τους θα έπρεπε να προμηθευτούν εκ νέου ισόποσα προϊόντα προκειμένου να τα διαθέσουν στην αγορά.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αναγνωριζομένου του ελαφρυντικού του άρθ 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ, δεδομένου ότι, αποδείχθηκε ότι μέχρι την τέλεση της πράξης τους έζησαν σύννομο βίο».
Στη συνέχεια το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους ενόχους για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας - νόθευσης εγγράφου κατ' εξακολούθηση αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του συννόμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ) με το ακόλουθο διατακτικό: "Από κοινού, με κοινό δόλο και κατόπιν συναπόφασης στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπο και χρόνο, τέλεσαν έγκλημα, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τον νόμο με πρόσκαιρη της ελευθερίας στερητική ποινή. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Β. του Δ. ως ιδρυτής και μοναδικός εταίρος της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στην ... επί της οδού ..., και ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Β. του Χ. ως κατ' ουσία και εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστής, εντός του έτους 2016 και μέχρι την 11η-03-2016, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος νόθευσαν γνήσια έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός, το οποίο δύναται να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαταχθέντος ελέγχου, βάσει της …/8-03-2016 Εντολής Ελέγχου Έρευνας, την 24 Μαρτίου του έτους 2016, ελεγκτές υπάλληλοι του Τελωνείου ..., μετέβησαν στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης που διατηρεί η ως άνω εταιρία «...» και προέβησαν, μεταξύ άλλων, σε κατάσχεση ποσοτήτων εμφιαλωμένων αλκοολούχων ποτών. Ειδικότερα, με την υπ' αριθ. …/24-03-2016 έκθεση κατάσχεσης κατασχέθηκαν επτακόσια δεκαεπτά (717) χαρτοκιβώτια, που το καθένα περιείχε είκοσι τέσσερις (24) φιάλες των 275ml εκάστη του αλκοολούχου ποτού «...», ενώ με την υπ' αριθ. …/24-03-2016 έκθεση κατάσχεσης κατασχέθηκαν ογδόντα έξι (86) χαρτοκιβώτια που το καθένα περιείχε είκοσι τέσσερις φιάλες των 275 ml εκάστη του αλκοολούχου ποτού «...». Ακολούθως, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε και βάσει της απάντησης από την παραγωγό εταιρία «...» στο υπ' αριθ. πρωτ…./25-04-2016 Έγγραφο του Τελωνείου ..., προέκυψε ότι από κοινού και με κοινό δόλο απέκοψαν από τα ως άνω χαρτοκιβώτια το τμήμα που αναφέρεται στην ημερομηνία λήξης και τον αριθμό παρτίδας, ενώ το ίδιο έπραξαν και σε μία εκάστη των εμπεριεχόμενων στα χαρτοκιβώτια φιαλών. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω χρόνο, νόθευσαν την επισήμανση στις φιάλες των αλκοολούχων ποτών που κατασχέθηκαν και συνολικά σε δεκαεννέα χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα δύο φιάλες (ήτοι 717χαρτοκιβώτια Χ 24 φιάλες + 86χαρτοκιβώτια Χ 24 φιάλες = 19.272 φιάλες) ως προς την ένδειξη «...» που αφορά στην ημερομηνία και στην παρτίδα παραγωγής, αλλά και την ημερομηνία λήξης των προϊόντων, ώστε να παραπλανήσουν άλλους και δη το καταναλωτικό κοινό και τα εν γένει πρόσωπα φυσικά ή νομικά, νομίμως εκπροσωπούμενα, εμπλεκόμενα με την εμπορία λιανική και χονδρική και διάθεση αλκοολούχων ποτών, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, και δη ότι προϊόντα, τα οποία είχαν ήδη λήξει και, συνεπώς, ήταν ακατάλληλα προς διάθεση και κατανάλωση, ήταν μη ληγμένα, ώστε να διατεθούν στην αγορά προς πώληση ως τέτοια (μη ληγμένα), για να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους τουλάχιστον τριάντα μία χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ κόμμα εξήντα τεσσάρων λεπτών (31.220,64 €), καθώς η αξία της κάθε φιάλης ανέρχεται σε ένα ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (1,62 €) και κατά μέγιστο τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ (38.736 €), καθώς η αξία κάθε φιάλης με ΦΠΑ ανέρχεται σε δύο ευρώ και δύο λεπτά (2.02 €). Πλέον συγκεκριμένα, εντός του έτους 2016 και δη μέχρι την 11 η-03-2016 στις μεν φιάλες του αλκοολούχου ποτού «...», που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση διέγραψαν με την χρήση των κατάλληλων τεχνικών μέσων την ήδη υπάρχουσα και τεθείσα από την παραγωγό εταιρία επισήμανση και με χρήση εκτυπωτή ανέγραψαν στις δεκαεπτά χιλιάδες διακόσιες οκτώ (17.208) φιάλες την ένδειξη «......», ενώ στις κατασχεθείσες με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση δύο χιλιάδες εξήντα τέσσερις (2064) φιάλες του αλκοολούχου ποτού «...» αφού διέγραψαν κατά τα άνω την τεθείσα επισήμανση έθεσαν την ένδειξη «...». Στις εν λόγω ενδείξεις το πρώτο γράμμα και οι επόμενοι πέντε αριθμοί υποδηλώνουν την ημερομηνία παραγωγής του προϊόντος, δηλαδή στις επίδικες ενδείξεις στην μεν πρώτη το «...» σημαίνει την 175η ημέρα του έτους 2016, ενώ στην δεύτερη το «...» σημαίνει την 178η ημέρα του έτους 2016, τα επόμενα δύο γράμματα και οι επτά αριθμοί, δηλαδή στην μεν πρώτη ένδειξη το «...» και στην δεύτερη το «...» αφορά αρίθμηση της παρτίδας παραγωγής του εργοστασίου και οι επόμενοι έξι αριθμοί, δηλαδή για την μεν πρώτη ένδειξη το «...», για την δε δεύτερη ομοίως το «...», αφορούν τον μήνα και το έτος μέχρι τα οποία θα πρέπει κατά προτίμηση να έχουν αναλωθεί τα προϊόντα.
Συνεπώς, η νοθεία των εγγράφων στην οποία προέβησαν προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ τα ως άνω προϊόντα, δηλαδή συνολικά δεκαεννέα χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα δύο φιάλες των παραπάνω αλκοολούχων ποτών κατασχέθηκαν ήδη στις 24-03-2016, ωστόσο οι ενδείξεις που τέθηκαν από αυτούς παραπέμπουν σε ημερομηνίες παραγωγής μελλοντικές και δη οι μεν φιάλες που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση φαίνεται ότι παρήχθησαν την 23η Ιουνίου του έτους 2016, δηλαδή σε μεταγενέστερη της κατάσχεσής τους ημερομηνία και λήγουν τον 8° μήνα του έτους 2017, οι δε φιάλες που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθ. …/2016 έκθεση φαίνεται ότι παρήχθησαν την 26η Ιουνίου του έτους 2016, δηλαδή σε μεταγενέστερη της κατάσχεσής τους ημερομηνία και λήγουν ομοίως τον 8° μήνα του έτους 2016. Στην εν λόγω νόθευση προέβησαν προκειμένου να παραπλανήσουν το καταναλωτικό κοινό και τα εν γένει πρόσωπα φυσικά ή νομικά, νομίμως εκπροσωπούμενα, που εμπλέκονται με την εμπορία λιανική και χονδρική και διάθεση αλκοολούχων ποτών, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, και δη ότι προϊόντα, τα οποία είχαν ήδη λήξει, σε μη επακριβώς από την ανάκριση προσδιορισθείσες ημερομηνίες, και, συνεπώς, ήταν ακατάλληλα προς διάθεση και κατανάλωση, ήταν τάχα μη ληγμένα και κατάλληλα, ώστε να αποκομίσουν από την πώλησή τους παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους κατ' ελάχιστο 31.220,64 ευρώ (αξία φιάλης προ ΦΠΑ 1,62 €) και κατά μέγιστο 38.736 ευρώ (αξία φιάλης μετά ΦΠΑ 2.02 €) σε βάρος τόσο των καταναλωτών, οι οποίοι θα αγόραζαν τις εν λόγω φιάλες καταβάλλοντος αντίστοιχο τίμημα καίτοι επρόκειτο για προϊόντα ανεπίδεκτα εμπορίας, όσο και βάρος της παραγωγού εταιρίας «...», της οποίας η φήμη τίθεται διακινδύνευση από την διάθεση ληγμένων προϊόντων και από την οποία, αν δεν είχαν προβεί στην παράνομη ενέργεια τους θα έπρεπε να προμηθευτούν εκ νέου ισόποσα προϊόντα προκειμένου να τα διαθέσουν στην αγορά».
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκα οι αναιρεσείοντες, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α' , 27 , 98, 216 παρ. 1 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ώστε να στερήσει την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται οι ακόλουθες κρίσιμες παραδοχές για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος 1) ότι οι αναιρεσείοντες από κοινού πλαστογράφησαν - νόθευσαν έγγραφα με την αποκοπή αφενός από τα χαρτοκιβώτια, που περιείχαν τις φιάλες των αλκοολούχων ποτών τμήματος τους επί του οποίου αναγραφόταν τυπωμένη η ημερομηνία λήξης και ο αριθμός παρτίδος παραγωγής των περιεχομένων σ' αυτή φιαλών των ανωτέρω αλκοολούχων ποτών και αφετέρου με τη διαγραφή της τεθείσας από την παραγωγό εταιρεία επί των ανωτέρω φιαλών επισήμανσης που καταδεικνύει την ημερομηνία παραγωγής και λήξης του προϊόντος και τον αριθμό παρτίδας παραγωγής και την αναγραφή επί μεν των 17.208 φιαλών του αλκοολούχου ποτού «...» της ένδειξης «......», επί δε των 2064 φιαλών του αλκοολούχου ποτού «...» της ένδειξης ...... 2) Ότι οι ενδείξεις που τέθηκαν από τους αναιρεσείοντες παραπέμπουν σε ημερομηνίες παραγωγής μελλοντικές και οι μεν 17.208 φιάλες που κατασχέθηκαν στις 24.3.2016 φαίνεται ότι παρήχθησαν στις 23 Ιουνίου 2016, ήτοι σε μεταγενέστερη της κατάσχεσής τους ημερομηνία και λήγουν τον 8ο μήνα του έτους 2017, οι δε 2064 φιάλες που κατασχέθηκαν και αυτές στις 24.3.2016 φαίνεται ότι παρήχθησαν στις 26 Ιουνίου 2016 ήτοι σε μεταγενέστερη της κατάσχεσης τους ημερομηνία και λήγουν τον 8ο μήνα του έτους 2017. 3) Ότι στην πράξη τους αυτή προέβησαν οι αναιρεσείοντες προκειμένου να παραπλανήσουν το καταναλωτικό κοινό και τα εν γένει πρόσωπα φυσικά ή νομικά νομίμως εκπροσωπούμενα, που ασχολούνται με την εμπορία λιανική και χονδρική αλκοολούχων ποτών σχετικά με το γεγονός ότι τα προϊόντα τα οποία είχαν ήδη λήξει και συνεπώς ήταν ακατάλληλα προς διάθεση και κατανάλωση ήταν μη ληγμένα ώστε να αποκομίσουν από την πώλησή τους παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 69.956,64 ευρώ. Κατ' ελάχιστο 31.220,64 ευρώ και κατά μέγιστο 38.736 ευρώ.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης με εκ πλαγίου παραβίαση αυτής είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που περιέχονται στον τρίτο αναιρετικό λόγο και αφορούν την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, στην πραγματικότητα υποκρύπτουν διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων και πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα, υπό τον μανδύα της ελλείψεως αιτιολογίας, είναι απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθίαν εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.7.2023 αίτηση των 1) Χ. Β. του Δ., κατοίκου νήσου ..., οδός ... και 2) Δ. Β. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 46/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ