Απόφαση

Αριθμός 1077/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Κορνηλία Πανούτσου-Εισηγήτρια και Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιουλίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Καλουτά και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ψ. του Μ. - Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, για αναίρεση της απόφασης ΗΤ 3099/2022 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.5.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/23.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.5.2023 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 3099/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί έφεσης κατά της με αριθμό 1458/2021 απόφασης του ΣΤ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία (προσβαλλομένη) ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από ενδεχόμενο δόλο, και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθ'όσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α'ΚΠΔ στις 5.5.2023 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 25.5.2023, τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος για την άσκησή της και περιλαμβάνει λόγους αναίρεσης για (α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθ. 510 παρ. 1 δ' ΚΠΔ και (β) απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (αρθ. 510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων κατ'ιδίαν λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. α` του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), "όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του παραπάνω Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 65 του ν. 4855/2021, "αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη». Η νέα διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ σε σχέση με την προηγούμενη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν διαφέρει ως προς τα απαιτούμενα για τη συγκρότηση του αδικήματος στοιχεία, είναι όμως ευμενέστερη ως προς την απειλούμενη ποινή, αφού αντί της ποινής φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (έως πέντε ετών), που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη, η προβλεπόμενη τώρα ποινή είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή (ΑΠ 368/2020, ΑΠ 812/2020). Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του ΠΚ, β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται απλός (κοινός) δόλος, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 368/2022, ΑΠ 322/2020), αρκεί δε, έστω και ενδεχόμενος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση (ή αποδοχή) όλων των στοιχείων της απλής σωματικής βλάβης αλλά και γνώση και θέληση (ή αποδοχή) των περιστάσεων εκείνων του τρόπου τελέσεως, που μπορούν να προκαλέσουν κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη ( ΑΠ 661/2020, ΑΠ 47/2020, ΑΠ 100/2018, ΑΠ 184/2004 ΑΠ 443/1994). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται, ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, αρκεί απλός (κοινός) δόλος (ΑΠ 757/2022, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 812/2020, ΑΠ 132/2020).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ` αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 132/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 25/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 3099/2022, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ` είδος σ` αυτή (καταθέσεις μαρτύρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως, τα εξής : " Δυνάμει του από 13.11.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης ο κατηγορούμενος Γ. Ψ., και ο αδελφός του Ι. Ψ., εκμίσθωσαν από κοινού στον Α. Δ. του Ν. αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος, μία αποθήκη που βρίσκεται στο ισόγειο διώροφης οικοδομής, κείμενης επί της συμβολής των οδών ..., στον ... Αττικής, προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί από τον ανωτέρω μισθωτή ως γραφείο της επιχείρησής του (μεταφορά και εμπορία κηπευτικών ειδών) και ως χώρος αποθήκευσης των μεταφερόμενων προϊόντων. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, με έναρξη την 1.1.2012 και λήξη την 31.12.2020. Εντός του Μαϊου 2015 ο μισθωτής Α. Δ., ο οποίος χρησιμοποιούσε το μίσθιο, κατά τον ως άνω συμφωνηθέντα τρόπο, προέβη σε κατασκευή τέντας με σίδερα και μουσαμά, που κάλυπτε τον αύλειο χώρο του μισθίου και εκτεινόταν σε ύψος ως τον εξώστη του ευρισκόμενου στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής διαμερίσματος, στο οποίο κατοικούσε η μητέρα του κατηγορουμένου. Η τέντα ήταν επίπεδη, χωρίς κλίση, είχε πλάτος 3 περίπου μέτρων, και εκτεινόταν κατά μήκος 15 περίπου μέτρων επί της πλευράς του ακινήτου προς την οδό ... περίπου μέτρων επί της πλευράς του ακαλύπτου χώρου, χωρίς να εφάπτεται με τον εξώστη του ανωτέρω διαμερίσματος, αφού ανάμεσα στην τέντα και στον εξώστη υπήρχε κενό τουλάχιστον 20 εκατοστών. Ο κατηγορούμενος και ο αδελφός του διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένως, ζητώντας από τον Α. Δ. να αφαιρέσει την τέντα. Με την από 25.5.2015 εξώδικη δήλωσή τους, που του κοινοποιήθηκε στις 29.5.2015, ισχυριζόμενοι ότι η τοποθέτηση της τέντας ήταν αντισυμβατική και παράνομη, του έταξαν προθεσμία δέκα (10) ημερών για να την αφαιρέσει, δηλώνοντας του, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα καταγγείλουν τη μίσθωση και θα απαιτήσουν την απόδοση του μισθίου. Ο Α. Δ. δεν συμμορφώθηκε, με αποτέλεσμα οι μεταξύ τους σχέσεις να ενταθούν, με τον κατηγορούμενο μάλιστα να τον απειλεί, λέγοντάς του ότι θα κάψει την τέντα. Στις 30 Ιουλίου 2015 και ώρα 17.40 ο Α. Δ. του Ν., η σύζυγός του Ο. Π. και ο ηλικίας τότε 17 μηνών γιός τους Α. Δ., βρίσκονταν στον μίσθιο χώρο και πιο συγκεκριμένα, ο Α. Δ. βρισκόταν εντός του γραφείου του, ενώ η σύζυγός του με τον υιό τους βρισκόταν στην αυλή, κάτω από την τέντα. Το βρέφος, το οποίο δεν φορούσε ρούχα, αλλά μόνον την πάνα του και ένα καπέλο στο κεφάλι, έπαιζε με τα παιχνίδια του και η μητέρα του απασχολείτο σε εξωτερικές εργασίες. Την ίδια χρονική στιγμή ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε επισκεφθεί το διαμέρισμα της μητέρας του, όπως έκανε κάθε απόγευμα, βγήκε στον εξώστη του διαμερίσματος, ακριβώς επάνω από την αυλή του ισογείου, και από μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια του, έριξε άγνωστης ταυτότητας καυστικό υγρό επάνω στην τέντα, το οποίο στη συνέχεια με τη χρήση μιάς σκούπας το άπλωσε στην επιφάνειά της. Το καυστικό υγρό κύλησε από την τέντα, έπεσε στην αυλή του μισθίου χώρου από το κενό που υπήρχε μεταξύ της τέντας και του εξώστη του πρώτου ορόφου και σταγόνες αυτού κατέληξαν στην πλάτη και στο πρόσωπο του βρέφους, το οποίο άρχισε να κλαίει. Η ανωτέρω πράξη του κατηγορουμένου έγινε αντιληπτή από τον Κ. Κ., ο οποίος διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Α. Δ. του Ν., και εκείνη τη στιγμή βρισκόταν εντός του φορτηγού του, το οποίο ήταν παρκαρισμένο ακριβώς απέναντι από την αυλή του μισθίου χώρου. Αυτός αμέσως ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον Α. Δ. για την ανωτέρω πράξη του κατηγορουμένου. Ακολούθως ο Α. Δ. άρχισε να φωνάζει προς τον κατηγορούμενο, λέγοντάς του ότι έχει ειδοποιήσει την αστυνομία. Πλην όμως, ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε την πράξη του και αποχώρησε από το σημείο. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, από την εκτίμηση του ιδίου, ως άνω, αποδεικτικού υλικού, ο Α. Δ. και η σύζυγός του διαπίστωσαν ότι το βρέφος είχε στην πλάτη του διάσπαρτες κόκκινες κηλίδες. Για το λόγο αυτό έπλυναν το σώμα του με νερό και μετέβησαν σε φαρμακείο, όπου τους δόθηκε φαρμακευτική αλοιφή για επάλειψη στα σημεία, όπως τους συνέστησε ο παιδίατρος Ι. Σ., με τον οποίο είχαν προηγουμένως τηλεφωνική επικοινωνία. Την 1.8.2015, λόγω του ότι το παιδί εμφάνιζε ανησυχία και κνησμό, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση λόγω της βρεφικής ηλικίας του να εξηγήσει την αιτία, μετέβησαν στα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας "ΘΡΙΑΣΙΟ». Εκεί εξετάστηκε από παιδίατρο η οποία διαπίστωσε την ύπαρξη κηλιδοβλατιτώδους εξανθήματος στη ράχη, αραιό και στο πρόσωπο, για την αντιμετώπιση του οποίου συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή ... Οι κηλίδες στο δέρμα του παιδιού προκλήθηκαν από το καυστικό υγρό που έριξε στην τέντα ο κατηγορούμενος, το οποίο (καυστικό υγρό) μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παιδιού, λαμβανομένης υπόψη και της βρεφικής ηλικίας του. Ο μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ο οποίος είναι ιατρός, διατύπωσε κατά την ένορκη κατάθεσή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ότι οι κηλίδες αυτές προέρχονται από τσιμπήματα κουνουπιού. Η ανωτέρω εκδοχή όμως, η οποία στηρίχθηκε κυρίως στην εκ μέρους του ανάλυση των φωτογραφιών που επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο και απεικονίζουν την πλάτη του βρέφους, δεν κρίνεται πειστική, δεδομένου ότι δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, και ιδίως εκ του ότι σχετική μνεία, δηλαδή, ότι οι κηλίδες οφείλονται σε τσιμπήματα κουνουπιών, δεν γίνεται στην με αριθμό... ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος τέλεσε σε βάρος του το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Και είναι μεν αληθές ότι με τη ρίψη του καυστικού υγρού επάνω τέντα επεδίωκε την πρόκληση φθορών σε αυτή και όχι την πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του βρέφους. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι από την πράξη του αυτή (ρίψη καυστικού υγρού στην τέντα) ενδέχεται να προκληθεί επικίνδυνη σωματική βλάβη στο βρέφος, και παρόλα αυτά, προέβη στην τέλεσή της, αποδεχόμενος το γεγονός αυτό, λαμβάνοντας υπόψη το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (καυστικό υγρό), το ότι μεταξύ της τέντας και του εξώστη του διαμερίσματος της μητέρας του υπήρχε κενό από το οποίο μπορούσε να κυλήσει το υγρό στο έδαφος και το ότι εκείνη τη στιγμή το βρέφος βρισκόταν στην αυλή κάτω από την τέντα. Ειδικότερα, η κρίση περί του ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το βρέφος βρισκόταν κάτω από την τέντα ενισχύεται, εκ του ότι το βρέφος έπαιζε με τα παιχνίδια του προκαλώντας με τον τρόπο αυτό θόρυβο, που δεν θα μπορούσε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής να μην είχε γίνει αντιληπτός από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ισχυρίστηκε ότι εκείνη την ημέρα δεν έριξε κανενός είδους υγρό στην τέντα. Πλην όμως, τούτο δεν κρίνεται πειστικό, δεδομένου ότι διαψεύδεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, ιδίως δε, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Κ. Κ., ο οποίος σαφώς κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι είδε τον κατηγορούμενο να ρίχνει από ένα μπουκάλι υγρό πάνω στην τέντα. Κατόπιν τούτων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, τελεσθέν με ενδεχόμενο δόλο... και συγκεκριμένα ότι " Στον ... Αττικής στις 30.7.2015 ενεργώντας με πρόθεση και ειδικότερα με ενδεχόμενο δόλο προκάλεσε σε άλλον σωματική βλάβη, με τρόπο ώστε να μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντα. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και επί της οδού ..., από τον εξώστη του διαμερίσματος όπου διαμένει η μητέρα του, έριξε ποσότητα άγνωστης ταυτότητας καυστικού υγρού, μικρή ποσότητα της οποίας έπεσε στο σώμα του ανήλικου Α. Δ. του Α., ηλικίας 17 μηνών, με αποτέλεσμα να προκαλέσει στο δέρμα του κηλίδες από το εν λόγω καυστικό υγρό. Η σωματική βλάβη που προκάλεσε ήταν επικίνδυνη, λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (καυστικό υγρό) και της ηλικίας του παθόντα, δεδομένου ότι ήταν μόλις 17 μηνών».
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατ' αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, διέλαβε στη προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικής διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27, 79, 84 παρ. 2, 308 παρ. 1α, 309 του ΠΚ , όπως ισχύουν μετά την θέση σε ισχύ του ν. 4619/2019, τις οποίες ορθά εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία και έτσι δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης ως προς τα ανωτέρω εγκλήματα. Συγκεκριμένα, εκτίθενται όλα τα στοιχεία, που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ περαιτέρω, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος, με τον οποίο έδρασε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στην τέλεση της παραπάνω πράξης με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, ενώ με πλήρη αιτιολογία εκτίθεται ο ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος ενόψει των παραδοχών του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε αντιληφθεί την παρουσία του βρέφους στην αυλή του μισθίου, γνώριζε ότι από την ρίψη στην τέντα του καυστικού υγρού ήταν ενδεχόμενο να προκληθεί επικίνδυνη σωματική βλάβη στο βρέφος και παρόλα αυτά προέβη στην ρίψη αυτού αποδεχόμενος τον κίνδυνο αυτό, λαμβανομένων υπόψη και του μέσου (καυστικού υγρού) και του κενού που υφίστατο μεταξύ της τέντας και του εξώστη του διαμερίσματος στο οποίο αυτός βρισκόταν, από το οποίο ήταν δυνατό και πιθανό να κυλήσει το καυστικό υγρό στο έδαφος, δηλαδή στην αυλή όπου βρισκόταν το βρέφος.
Συνεπώς ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια της ελλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για την ως άνω πράξη και της έλλειψης νόμιμης βάσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε`του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους αιτιάσεις, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του άνω Δικαστηρίου, αποτελούν δε απλώς υπερασπιστικά επιχειρήματα και αμφισβήτηση των σε βάρος του παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ.1 (ήδη 362 παρ. 1) και 369 (ήδη 367) ΚΠΔ, προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, γιατί έτσι στερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει επ` αυτού τις απόψεις του, να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο ή να αντιταχθεί στην ανάγνωσή του. Η ως άνω ακυρότητα αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος στο ακροατήριο εγγράφου αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή αυτό αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ή το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος εγγράφου διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, οπότε ο κατηγορούμενος λαμβάνει γνώση του εγγράφου αυτού και μπορεί να το αντικρούσει και να εκθέσει τις απόψεις του γι` αυτό, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ (ΑΠ 661/2020).
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, αβάσιμος και απορριπτέος ελέγχεται και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 Α του ΚΠΔ λόγω απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο για το λόγο ότι το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων εγγράφων, και το από 23.11.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, και τούτο παρόλο που αυτό δεν αναγνώσθηκε, καθόσον το έγγραφο αυτό αναφέρθηκε στο προδιαληφθέν σκεπτικό διηγηματικώς, η δε ύπαρξη μισθώσεως προέκυπτε από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ενώ η ύπαρξή της δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς από τον κατηγορούμενο. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω και μη υφισταμένου άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ποινικής διαδικασίας (αρθ. 578 ΚΠΔ) σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24.5.2023 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 3099/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης που ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Σεπτεμβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ