Απόφαση

Αριθμός 194/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Ο. Ζύγουρα, Π. Χαμάκος, Σύμβουλοι, Μ. Κρανίτη, Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2010 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Φωτεινή Καραμίντζιου (Α.Μ. 15729), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της … χήρας …, κατοίκου … Ν. Σερρών, η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1707/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Σ. Παπακωνσταντίνου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση νομίμως ασκείται χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α΄ 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1707/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφαλίσεως Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), εξαφανίστηκε η 893/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ακολούθως δε δικάστηκε και απορρίφθηκε προσφυγή του Ι.Κ.Α. κατά της υπ’ αριθμ. …/…/19.10.2000 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ’ αριθμ. …/8.2.2000 απόφασης του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος και είχε κριθεί ότι αυτή δικαιούτο επίδομα απόλυτης αναπηρίας, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 10 του Α.Ν. 1846/1951, για το χρονικό διάστημα από 22.9.1999 έως 30.9.2000. Με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου απορρίφθηκε η προσφυγή του ΙΚΑ κατά της ανωτέρω αποφάσεως της ΤΔΕ, λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της προσφυγής από δικηγόρο.
3. Επειδή, στο άρθρο 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.7.2009) ορίζεται ότι «1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: (α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, (β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων…». Εξάλλου, στην παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της κρινομένης αιτήσεως αναίρεσης (7.5.2010), δηλαδή όπως η παρ. 4, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), ορίζεται ότι: «Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή αφορούν στη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή στη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της …». Σύμφωνα δε με τα άρθρα 35 παρ. 3 και 51 του ν. 3772/2009, οι ως άνω αντικατασταθείσες με το νόμο αυτό διατάξεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 3772/2009 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 10.7.2009 και καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
4. Επειδή, όπως είχε κριθεί και για την ταυτοσήμου περιεχομένου προϊσχύσασα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 2721/1999, με την οποία προστέθηκε παράγραφος 4 στο άρθρο 53 του π.δ/τος.18/1989 (Α΄ 8), η προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις, ως πάγια ρύθμιση, εξαίρεση από τον κανόνα του απαραδέκτου λόγω ποσού των αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων «που εκδίδονται κατ’ έφεση επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές», αποβλέπει στην διασφάλιση του αναιρετικού ελέγχου σε υποθέσεις περιοδικών παροχών, στις οποίες το αντικείμενο της διαφοράς κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως είναι μεν κατώτερο του ανωτέρω ορίου, λόγω όμως της φύσεως των παροχών αυτών, που κατά τον νόμο επαναλαμβάνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα και παράγονται με μόνη την πάροδο του χρόνου, είναι δυνατόν να επάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο συνέπειες ανώτερες του εν λόγω ορίου, οι οποίες δεν είναι εκ των προτέρων ορισμένες (Σ.τ.Ε. 1913/2010 7μ., 1535/2011 7μ.). Η εξαίρεση αυτή έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ασκήσεως προσφυγής ουσίας κατά πράξεως που αφορά στη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρ. 10 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179) παροχής επιδόματος απολύτου αναπηρίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διότι στην περίπτωση αυτή το αντικείμενο της διαφοράς δεν εξαντλείται στο χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στις προσαυξήσεις του βασικού ποσού της καταβαλλόμενης από το Ι.Κ.Α. συντάξεως αναπηρίας ή θανάτου του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, αλλά καταλείπονται σε μεταγενέστερο χρόνο παρεπόμενες έννομες συνέπειες, καθόσον η χορήγηση της ανωτέρω προσαυξήσεως λόγω απόλυτης αναπηρίας μπορεί να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, δηλαδή αόριστη διάρκεια, σε περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά τη σχετική (δεσμευτική κρίση) της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. (απόφαση Υφυπουργού Εργασίας 57440/13.1.1938, Β΄ 33), ότι ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας ή λόγω θανάτου έχει εφ’ όρου ζωής ανάγκη της εν λόγω ιδιαίτερης περίθαλψης και πρόσθετης ασφαλιστικής προστασίας, για τον λόγο ότι η κατάσταση της υγείας του βρίσκεται διαρκώς, λόγω παθήσεως ή βλάβης, σε τέτοιο σημείο που να απαιτεί τη συνεχή και αδιάκοπη συμπαράσταση τρίτου προσώπου για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2680/2011, 1204/2014, 807/2015).
5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, στις 7.5.2010, διέπεται, κατά τα εκτεθέντα, από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009, με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά που ανέκυψε κατόπιν ασκήσεως προσφυγής του Ι.Κ.Α. με αντικείμενο τη χορήγηση στην αναιρεσίβλητη προσαυξήσεως της συντάξεώς της λόγω απόλυτης αναπηρίας για συγκεκριμένο μεν χρονικό διάστημα (από 22.9.1999 έως 30.9.2000), αλλά με παρεπόμενες συνέπειες για το μέλλον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη. Επομένως, παραδεκτώς ασκείται, από απόψεως ποσού, η κρινόμενη αίτηση.
6. Επειδή, στο άρθρο 29 παρ. 10 του Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179) ορίζεται ότι: «Το ποσόν των υπό του Ι.Κ.Α. καταβαλλομένων βασικών συντάξεων λόγω αναπηρίας προσαυξάνεται κατά 50%, εφ’ όσον ο ανάπηρος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασιν απαιτούσαν συνεχή επίβλεψιν, περιποίησιν και συμπαράστασιν ετέρου προσώπου (απόλυτος αναπηρία). (Υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις προσαυξάνεται κατά 50% και το ποσόν της συντάξεως των μελών οικογενείας αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής και δη άνευ μειώσεως τινός των ποσών των συντάξεων των δικαιουμένων συντάξεως ετέρων μελών οικογενείας ….»). Εξάλλου, στο άρθρο 29 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας και Διαδικασίας Απονομής των παροχών του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 57440/13.1/7.2.38, Β΄ 33) ορίζεται ότι: «Αι Υγειονομικαί Επιτροπαί έχουν ως έργον την τη αιτήσει της αρμοδίας υπηρεσίας του Ιδρύματος από ιατρικής απόψεως διαπίστωσιν της φύσεως, των αιτίων, της εκτάσεως και της διαρκείας της σωματικής ή της πνευματικής παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως του αιτούντος είτε πρωτοτύπως είτε παραγώγως σύνταξιν αναπηρίας ή επίδομα ασθενείας και ερευνώσι την επίδρασιν τούτων επί της καθόλου ικανότητος του ησφαλισμένου προς άσκησιν του συνήθους βιοποριστικού επαγγέλματος αυτού, ως και την ανάκτησιν αυτής. Επίσης, διαπιστώνουν την ανάγκην ιδιαιτέρας προνοίας υπέρ των συνταξιούχων, την ανάγκην της παροχής προσθέτου περιθάλψεως …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η κρίση, αν ο ανάπηρος βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση, που απαιτεί συνεχή επίβλεψη, περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου (απόλυτη αναπηρία), ανήκει στην αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α., αφού αναφέρεται στην ανάγκη ιδιαίτερης πρόνοιας για τον ανάπηρο συνταξιούχο και παροχής σε αυτόν πρόσθετης περίθαλψης. Τη διαπίστωση δε της ανάγκης της πρόσθετης αυτής ασφαλιστικής προστασίας, που συνάπτεται στενά με την κατάσταση της υγείας του συνταξιούχου, ανέθεσε ο Κανονισμός Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας στην οικεία υγειονομική επιτροπή, η κρίση της οποίας περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου (άρθρ. 29 παρ. 10 Α.Ν. 1846/1951) είναι δεσμευτική για τα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται της υπόθεσης μετά από άσκηση προσφυγής, εφόσον είναι προσηκόντως και πλήρως αιτιολογημένη (Σ.τ.Ε. 3455/2003, 630/2005, 1252/2009, 749/2010, 873/2011, 2680/2011, 4077/2013 κ.ά).
7. Επειδή, περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. (άρθρο 29) με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 4 του ίδιου Κανονισμού, καθώς και με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 2 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) και 79 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), συνάγεται ότι ειδικώς όταν τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται αιτήματος ασφαλιστικής παροχής που θεμελιώνεται σε αναπηρία του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, υποχρεώνουν με προδικαστική απόφασή τους τα υγειονομικά όργανα του Ι.Κ.Α. να αποφανθούν επί ορισμένων από τα ως άνω ιατρικής φύσεως θέματα, όπως είναι και το ζήτημα αν ο ανάπηρος βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή επίβλεψη, περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου, τα όργανα όμως αυτά παραλείπουν να ανταποκριθούν στην εν λόγω υποχρέωσή τους, εμμένοντας σε ελλιπώς αιτιολογημένες γνωματεύσεις, τα ως άνω δικαστήρια έχουν δύο δυνατότητες: είτε να αναπέμψουν για μία ακόμη φορά την υπόθεση στα αρμόδια υγειονομικά όργανα, είτε να κρίνουν τα ίδια επί του αιτήματος του ασφαλισμένου, αφού προηγουμένως εκφέρουν κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσεως θεμάτων, χρησιμοποιώντας τα προς τούτο πρόσφορα αποδεικτικά μέσα. Και τούτο, διότι η παράλειψη των υγειονομικών οργάνων του Ι.Κ.Α. να γνωματεύσουν, ύστερα μάλιστα από την έκδοση σχετικών προδικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια της ουσίας, δεν είναι δυνατό να αποβεί τελικώς σε βάρος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου (Σ.τ.Ε. 3455/2003, 749/2010, 873/2011, 2680/2011, 4077/2013 κ.ά).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα γενόμενα δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη, συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. λόγω θανάτου του συζύγου της, ζήτησε από το Ι.Κ.Α. να της χορηγηθεί επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Yποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών, με την …/14.10.1999 γνωμάτευση, αποφάνθηκε ότι η ανωτέρω συνταξιούχος παρουσιάζει «μετεγχειρητική ουλή δεξιού ισχίου – αδυναμία στάσης, βάδισης – επώδυνη δυσκαμψία δεξιού ισχίου με σημαντικού βαθμού περιορισμό της κινητικότητας και με σημεία χαλάρωσης», προσδιόρισε το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής της βλάβης σε 80% και έκρινε ότι αυτή χρήζει συμπαράστασης άλλου προσώπου κατά το χρονικό διάστημα από 22.9.1999 έως 30.9.2002. Η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, στην οποία προσέφυγε ο Διευθυντής του ως άνω Υποκαταστήματος, με την …/7.12.1999 γνωμάτευση, αποφάνθηκε ότι η αναιρεσίβλητη πάσχει από «Ολική αρθροπλαστική ΔΕ ισχίου, με έντονα λειτουργικά ενοχλήματα – μόνιμη δυσκαμψία ΟΜΣΣ σε έδαφος εκφ/κής σπονδ/πάθειας και συμπιεστικών καταγμάτων Ο3 – Ο4» και επικύρωσε την παραπάνω γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ως προς το ποσοστό και τον χρόνο της ανατομοφυσιολογικής της βλάβης, ενώ την αναθεώρησε όσον αφορά την κρίση για το επίδομα απόλυτης αναπηρίας και ειδικότερα έκρινε ότι αυτή δεν χρήζει συμπαράστασης άλλου προσώπου. Κατόπιν τούτου, ο Διευθυντής του ως άνω Υποκαταστήματος, με την …/8.2.2000 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση της αναιρεσίβλητης για χορήγηση επιδόματος απόλυτης αναπηρίας. Ένσταση αυτής κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης έγινε εν μέρει δεκτή με την …/…/19.10.2000 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει το επίδομα απόλυτης αναπηρίας για το χρονικό διάστημα από 22.9.1999 έως 30.9.2000. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης το Ι.Κ.Α. άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την 893/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για το λόγο ότι το δικόγραφο της προσφυγής είχε υπογραφεί από τον Διευθυντή του ανωτέρω Υποκαταστήματος και όχι, όπως απαιτεί ο νόμος, από δικαστικό πληρεξούσιο. Έφεση του Ι.Κ.Α. κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την 1883/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης ασκήθηκε από το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την 2006/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι στην προκειμένη υπόθεση έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 που προβλέπει τη δυνατότητα των εκπροσώπων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις κατά την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, επιλαμβανόμενο εκ νέου της υπόθεσης, έκανε δεκτή, με την 470/2009 απόφαση, την έφεση του Ι.Κ.Α, εξαφάνισε την 893/2009 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακολούθως δε ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής του Ι.Κ.Α., με τη σκέψη ότι η κρίση της ανωτέρω γνωμάτευσης της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ι.Κ.Α. περί του ότι η αναιρεσίβλητη δεν έχρηζε της συμπαραστάσεως άλλου προσώπου ήταν αναιτιολόγητη, καθόσον δεν αναφερόταν σε αυτήν αν η αναιρεσίβλητη μπορούσε να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες. Ενόψει τούτου, παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Περιφερειακό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης προκειμένου να εκδοθεί νέα γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής σχετικά με το εάν η αναιρεσίβλητη, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (22.9.1999 – 30.9.2000), βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση που απαιτούσε συνεχή συμπαράσταση άλλου προσώπου και, ειδικότερα, να διευκρινιστεί εάν αυτή, λόγω της γενικότερης κατάστασης της υγείας της, μπορούσε να εκτελέσει τις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες (μετακίνηση, εκτέλεση πράξεων αυτοεξυπηρέτησης) χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ζωή της ή η σωματική της ακεραιότητα. Σε εκτέλεση της προδικαστικής αυτής απόφασης προσκομίστηκε η …/12.5.2009 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ι.Κ.Α., της οποίας το περιεχόμενο ήταν ακριβώς το ίδιο με αυτό της προηγούμενης γνωμάτευσης της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε κριθεί αναιτιολόγητη. Κατόπιν τούτου, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκανε δεκτό ότι και η δεύτερη ως άνω γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, γιατί δεν απάντησε επί των συγκεκριμένων ερωτημάτων που της ετέθησαν και τα οποία τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με το ζήτημα αν η αναιρεσίβλητη μπορούσε να εκτελεί μόνη της τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες της. Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη: α) την προαναφερόμενη γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ι.Κ.Α. Σερρών, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσίβλητη παρουσιάζει αδυναμία στάσης βάδισης, επώδυνη δυσκαμψία δεξιού ισχίου με σημαντικού βαθμού περιορισμό κινητικότητας, β) την από 9.10.2006 γνωμάτευση του ιατρού της ορθοπεδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Κιλκίς …, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσίβλητη λόγω των παθήσεών της έχει ανάγκη από αερόστρωμα ηλεκτρικό και νοσοκομειακό κρεβάτι και γ) το γεγονός ότι για επόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 8.12.2006 – 31.12.2009, χορηγήθηκε στην αναιρεσίβλητη το επίμαχο επίδομα (…/14.11.2007 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης), έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (22.9.1999 – 30.9.2000), ήταν σε κατάσταση που απαιτούσε συνεχώς συμπαράσταση και περιποίηση άλλου ατόμου, αφού λόγω της κατάστασης της υγείας της (αδυναμία στάσης, βάδισης) αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, δηλαδή δεν μπορούσε από μόνη της να εκτελεί τις καθημερινές βιοτικές της ανάγκες χωρίς κίνδυνο της ίδιας της ζωής της ή της σωματικής της ακεραιότητας, επομένως, δικαιούτο τη σχετική προσαύξηση κατά το ανωτέρω διάστημα, όπως ορθώς είχε κριθεί και με την …/…/19.10.2000 απόφαση της Τ.Δ.Ε. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση του Ι.Κ.Α., εξαφάνισε την 893/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ακολούθως δε δίκασε και απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή του Ι.Κ.Α. κατά της απόφασης της Τ.Δ.Ε.
9. Επειδή, όπως εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η αρχική …/7.12.1999 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής κρίθηκε από το διοικητικό εφετείο, με την 470/2009 απόφαση, ως αναιτιολόγητη και, ως εκ τούτου, μη ληπτέα υπόψη, με τη σκέψη ότι δεν αναφερόταν σε αυτήν αν η αναιρεσίβλητη μπορούσε να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες (μετακίνηση, εκτέλεση πράξεων αυτοεξυπηρετήσεως). Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής προσκομίσθηκε στο εφετείο η …/12.5.2009 νεότερη γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, χωρίς με αυτήν να απαντώνται τα ανωτέρω ερωτήματα. Με τα δεδομένα αυτά η ανωτέρω παρατεθείσα αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού εφετείου σχετικά με την αιτιολόγηση της γνωμάτευσης της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής παρίσταται νόμιμη. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.
10. Επειδή, περαιτέρω, το αναιρεσείον Ίδρυμα προβάλλει ότι το δικάσαν εφετείο στήριξε την κρίση του σε μη πρόσφορα κατά το νόμο στοιχεία, τα οποία αναφέρονται σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από τον κρίσιμο, για τον οποίο εξεταζόταν το αίτημα της αναιρεσίβλητης, ήτοι στην προσκομισθείσα γνωμάτευση του ιατρού της ορθοπεδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Κιλκίς του έτους 2006, καθώς και στη χορήγηση στην αναιρεσίβλητη του επίμαχου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (από 8.12.2006 έως 31.12.2009). Συναφώς, το αναιρεσείον Ίδρυμα προβάλλει ότι το διοικητικό εφετείο στηρίχθηκε στη γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία, όμως, είναι αναιτιολόγητη για το λόγο ότι η Δευτεροβάθμια Επιτροπή έκρινε αντιθέτως ως προς το ζήτημα της ανάγκης συμπαράστασης άλλου προσώπου. Τα ανωτέρω προβαλλόμενα είναι απορριπτέα διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το διοικητικό εφετείο στήριξε την κρίση του, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσίβλητη είχε ανάγκη διαρκούς συμπαράστασης και περιποίησης άλλου προσώπου διότι αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί χωρίς κίνδυνο της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, πρωτίστως στη γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, στην οποία απέδωσε μείζονα αποδεικτική βαρύτητα, κατ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση από το δικάσαν δικαστήριο των στοιχείων της υποθέσεως, απλώς δε συνεκτίμησε και τη γνωμάτευση του ιατρού της ορθοπεδικής κλινικής και τη χορήγηση του επιδόματος απόλυτης αναπηρίας στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, επόμενο του κρισίμου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4294/2013). Εξ άλλου, κατά της γνωμάτευσης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής δεν αποδίδεται με την κρινόμενη αίτηση συγκεκριμένη πλημμέλεια, ενώ το γεγονός της αντίθεσης της γνωμάτευσης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής προς αυτή της Πρωτοβάθμιας δεν αρκεί από μόνο του για να καταστήσει την τελευταία πλημμελώς αιτιολογημένη. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν αιτιολογείται επαρκώς. Τούτο δε, διότι για τη διαμόρφωση της κρίσεως του ότι κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα (από 22.9.1999 έως 30.9.2000) η αναιρεσίβλητη είχε ανάγκη διαρκούς συμπαράστασης και περιποίησης άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου εδικαιούτο επίδομα απόλυτης αναπηρίας, το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψιν στοιχεία (ήτοι την χορήγηση μεταγενεστέρως του εν λόγω επιδόματος στην αναιρεσίβλητη και ιατρική γνωμάτευση έτους 2006), τα οποία ανάγονται στα έτη 2006-2009, ήτοι σε χρόνο απέχοντα πολύ από τον χρόνο, για τον οποίο η αναιρεσίβλητη επεδίωκε την λήψη του επιδίκου επιδόματος, συνδέονται δε με την κατά τον χρόνο εκείνο κατάσταση της υγείας της, χωρίς το δικαστήριο να τεκμηριώνη την προσφορότητα των στοιχείων αυτών για την κρίση περί της καταστάσεως της αναιρεσιβλήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο, ούτε να προκύπτη ότι τυχόν η αναιρεσίβλητη είχε δικαιωθή του επιδόματος και για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (2000-2006) ή ότι πέραν της γνωμοδοτήσεως της πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής προέκυπταν στοιχεία ή ιατρικοί λόγοι, για τους οποίους η αναιρεσίβλητη έχρηζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο 22.9.1999 – 30.9.2000, συμπαράστασης τρίτου προσώπου, μη δυναμένη να αυτοεξυπηρετηθή, ως εκ της κατά τον χρόνο αυτό καταστάσεως της υγείας της. Για τον λόγο δε αυτό, θα έπρεπε, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, η κρινομένη αίτηση να γίνη δεκτή.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2014
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Δ. Μαρινάκης Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2016.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Μ. Καραμανώφ Β. Κατσιώνη