Περίληψη

Η υπόθεση αφορά αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία ακυρώθηκαν καταλογιστικές πράξεις φόρου εισοδήματος συνολικού ύψους άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ, εκδοθείσες για την αναιρεσίβλητη εταιρεία για τα οικονομικά έτη 2007–2010. Κεντρικό νομικό ζήτημα αποτέλεσε η ένσταση παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να προβεί στις σχετικές ενέργειες καταλογισμού. Οι καταλογιστικές πράξεις εδράζονταν σε ευρήματα φορολογικού ελέγχου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., τα οποία στηρίζονταν σε κατασχεθέντα παραστατικά και σε εκθέσεις του Σ.Δ.Ο.Ε., από τις οποίες προέκυπτε ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία είχε λάβει και καταχωρίσει στα βιβλία της εικονικά τιμολόγια από προμηθευτή που είχε προηγουμένως ελεγχθεί και καταλογισθεί για αντίστοιχες παραβάσεις. Ο επαναπροσδιορισμός των κερδών με βάση λογιστικά κριτήρια και η προσθήκη της αξίας των τιμολογίων αυτών οδήγησαν στην έκδοση οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου. Το Διοικητικό Εφετείο είχε δεχθεί ως παραδεκτό και βάσιμο τον λόγο περί παραγραφής, μολονότι αυτός δεν είχε προβληθεί στην ενδικοφανή προσφυγή, κρίνοντας ότι ως αμιγώς νομικό ζήτημα μπορούσε να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου. Το ΣτΕ επιβεβαίωσε αυτή την κρίση, επικαλούμενο τη διαμορφωμένη πλέον νομολογία, σύμφωνα με την οποία, νομικά ζητήματα που δεν απαιτούν έρευνα πραγματικών περιστατικών επιτρέπεται να προβάλλονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγοι αναίρεσης πλήττοντες την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι. Το ΣτΕ επίσης απέρριψε τον ισχυρισμό περί δυνατότητας μονοετούς επιμήκυνσης της παραγραφής, κρίνοντας ότι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 84 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. δεν συνάδει με τις αρχές της σαφήνειας και προβλεψιμότητας της φορολογικής νομοθεσίας, όπως αυτές απορρέουν από την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων