Απόφαση

Αριθμός 2043/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Πηνελόπη Ζωντανού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "… SA" που εδρεύει στη … της Λιβερίας που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτη Καρυδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "… ΑΕ" που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-6-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5546/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 351/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 23-11-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Πηνελόπη Ζωντανού, ανέγνωσε την από 30-12-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου λόγου και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της κρινόμενης αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ.2, 498 παρ.1, 568 παρ.1, 2, 4 και 576 παρ.1 έως 3 Κ.Πολ.Δ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 98 αυτού καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης• και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της από 23-11-2012 αίτησης, η αναιρεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο στην δίκη, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί, όπως αυτό προκύπτει από την …/11-7-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελητρίας Πειραιώς Α. Α.. Πρέπει, επομένως, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της.
ΙΙ) Με την από 23-11-2012 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 351/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η ασκηθείσα κατ' αυτής έφεση, εξαφανίστηκε η 5546/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 Κ.Πολ.Δ ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 185, 189, 191, 192, 193, 195 και 196 ΑΚ συνάγεται, ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη), εφόσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στον λήπτη ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν. Η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ' αυτόν που πρότεινε, με αφετηρία το χρόνο της πρότασης, μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε με αυτή ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε. Η αποδοχή με τροποποιήσεις θεωρείται σαν αποποίηση της πρότασης, αλλά ταυτόχρονα ισχύει και ως νέα πρόταση προς σύναψη σύμβασης, με περιεχόμενο τις προτεινόμενες τροποποιήσεις σε συνδυασμό και με το υπόλοιπο περιεχόμενο της αρχικής πρότασης. Τέλος, η ασυμφωνία των μερών ως προς ουσιώδη όρο έχει ως συνέπεια την μη σύναψη της σύμβασης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού στη δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης ή ύπαρξη ασάφειας στη διατύπωση αυτής και για τον λόγο αυτό η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για τη συμπλήρωση του κενού ή την άρση της ασάφειας, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν, απ' όσα το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση του στο ζήτημα, αν υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στη δήλωση βούλησης, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό, εξαρτάται αν θα εφαρμοσθούν ή όχι οι παραπάνω ερμηνευτικές διατάξεις. Έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας σχετικά με τη δήλωση βούλησης προκύπτει, όταν, παρά η ρητή διαβεβαίωςη της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, από την οποία αποκαλύπτεται, ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δήλωσης βούλησης. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της δικαιοπραξίας έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της δικαιοπραξίας ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα (ΑΠ 28/2007). Παραβιάζονται ομοίως οι διατάξεις των άρθρων αυτών στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεση, κενού ή αμφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σ' αυτές για να διαπιστώσει την αληθή βούληση των δικαιοπρακτούντων ή δεν παραθέτει στην απόφασή του πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ. ΑΠ 26/2004, ΑΠ 1334/2008, Α.Π. 1183/2007 ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον λόγο αυτόν ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που (ανελέγκτως) δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση χωρεί, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμον αναγκαία για την στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα δε αιτιολογιών υπάρχει όταν εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το Νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα, και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ. ΑΠ 24/1992, Ολ. ΑΠ 1/1999).
ΙV) Mε τον δεύτερο λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα εταιρεία "… SA», υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια: α) της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 167, 185, 189, 191, 192, 195 και 196 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και β) της έλλειψης νόμιμης βάσης, ως περιέχουσα αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, σχετικά με την ύπαρξη ή μη συμφωνίας μεταξύ αυτής και της αναιρεσίβλητης εταιρείας ως προς τον χρόνο παράδοσης από την τελευταία του έργου (της τοποθέτησης ικριωμάτων στα αμπάρια φορτηγού πλοίου), όπως και ως προς τον υπολογισμό των οικονομικών επιβαρύνσεων της αναιρεσείουσας (εναγομένης) σε περίπτωση παραμονής των ικριωμάτων στο πλοίο της μετά πάροδο μηνός από την τοποθέτησή τους, αλλά και ως προς τις συνέπειες που τυχόν θα είχε η μη τήρηση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) του τεθέντος από την αναιρεσείουσα (εναγομένη) όρου της τοποθέτησης των μεταλλικών ικριωμάτων εντός ορισμένου χρόνου. Το Εφετείο δέχθηκε σχετικώς τα εξής: " Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε», έχουσα αντικείμενο την κατασκευή ικριωμάτων και επισκευών πλοίων, κατόπιν της από 19.11.2007 προσφοράς της προς την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρεία ... πλοιοκτήτρια του ελλιμενισμένου προς επισκευή στο Ναυπηγείο Σαλαμίνας υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου "M/V P.», ....που ενεργούσε δια της διαχειρίστριάς της.. στην Ελλάδα... εταιρείας "… S.A»,.. ... η οποία (προσφορά) έγινε αποδεκτή απ' εκείνη (εναγομένη) και περιήλθε σ' αυτήν, συναφθείσας έτσι εκεί (Πειραιά) συμβάσεως... έργου, ..... ανέλαβε αντί αμοιβής την τοποθέτηση μεταλλικών ικριωμάτων στο εν λόγω φορτηγό πλοίο. Ειδικότερα, η από 21.11.2007 προσφορά της ενάγουσας είχε επί λέξει, το ακόλουθο περιεχόμενο: «..σας γνωρίζουμε ότι τα ικριώματα θα τοποθετηθούν δεξιά και αριστερά καθ' όλο το μήκος και πλάτος 6 μέτρα και ύψος έως το ανθρώπινο, διαμορφώνουμε την τιμή κόστους ως εξής : Το κόστος της τοποθέτησης είναι 4,30 € ανά m3 χωρητικότητας του αμπαριού. Σε περίπτωση που τοποθετηθεί πύργος το κόστος θα είναι 65 € ανά μέτρο ύψους. Τα ικριώματα υπολογίζονται με μικρότερο πλάτος 3 μέτρα και μέχρι το ανθρώπινο ύψος. Σε περίπτωση που τα ικριώματα παραμείνουν περισσότερο από ένα μήνα τότε θα επιβαρύνεστε με 25 % ενοίκιο για κάθε μήνα μετά τον πρώτο μήνα παραμονής επί του κόστους των ικριωμάτων. Σε περίπτωση τοποθέτησης κρεμαστής σκαλωσιάς θα συμφωνείται επί τόπου το κόστος το οποίο θα είναι κατ' αποκοπή. (Σημείωση, στις ανωτέρω τιμές δεν συμπεριλαμβάνεται Φ.Π.Α. 19%. Σας γνωρίζουμε ότι ο τρόπος πληρωμής επιθυμούμε να είναι κάθε εβδομάδα (Παρασκευή) η κάλυψη των ημερομισθίων, κατά την διάρκεια των εργασιών να μας καταβληθεί το 70 % του κόστους των εργασιών και το υπόλοιπο 30% να μας καταβάλλεται τμηματικά κάθε εβδομάδα μετά το τέλος των εργασιών). Επίσης σας ενημερώνουμε ότι επιθυμούμε την Παρασκευή 23.11.07 να μας καταβληθεί ως προκαταβολή το ποσό των 5.000,00 € μετρητά, διότι οι εργασίες θα έχουν ήδη ξεκινήσει...». Η εναγομένη, δια της ως άνω διαχειρίστριάς της, αποδεχόμενη την άνω προσφορά της ενάγουσας απέστειλε σ' αυτήν με FAX αυθημερόν (ημερομηνία 21.11.2007, ώρα 17.32) το νομίμως προσκομιζόμενο, από την εκκαλούσα -εναγομένη σε επίσημη μετάφραση... στα Ελληνικά απαντητικό Έγγραφο με υπογραφή του αρμοδίου υπαλλήλου.., το οποίο είχε το πιο κάτω περιεχόμενο : «... Σε συνέχεια της από 21-11-07 προσφοράς σας, συμφωνούμε με την προσφορά σας υπό τον όρο να ολοκληρώσετε μία πλευρά κάθε αμπαριού ανά ημέρα, όπως συζητήσαμε, Παρακαλούμε πείτε μας για τις διαστάσεις των κρεμαστών σκαλωσιών σας.... Θα σας συντονίσουμε με τον τεχνικό επιθεωρητή μας κ. Μ. Χ. για την ακριβή θέση των σκαλωσιών...», ενώ αναγράφηκε δια χειρός στο Έγγραφο αυτό τόσο το ποσό της αιτηθείσας απ' εκείνη προκαταβολής των 5.000 ευρώ όσο και η ημερομηνία της αιτηθείσας καταβολής εκ μέρους της ίδιας (23.11)...... Και ναι μεν στην ως άνω προσφορά της ενάγουσας δεν είχε αναγραφεί από την τελευταία ο χρόνος παραδόσεως του επίδικου έργου στην εναγομένη, ενώ στο ανωτέρω απαντητικό Έγγραφο εκείνης είχε τεθεί, ως όρος συμφωνίας της, η ολοκλήρωση εκ μέρους της ενάγουσας μίας πλευράς κάθε αμπαριού ανά ημέρα, που σημειωτέον ήταν έξι ανά κάθε πλευρά αυτού, δεξιά και αριστερά, όμως, εφόσον η εναγομένη δεν ενέμεινε στον ανωτέρω όρο, αλλά αντίθετα μετά διήμερο (23.11.2007) άρχισε η εκτέλεση του ως άνω έργου εκ μέρους της ενάγουσας χωρίς αντίρρηση της ίδιας, μάλιστα δε καθ' όλη τη διάρκεια αυτού έδινε αυτή (εναγομένη) οδηγίες και έκανε σχετικές υποδείξεις δια του προαναφερθέντος υπαλλήλου της Μ. Χ., πρέπει να ερμηνευθεί αναζητούμενης της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων με βάση τα άρθρα 173, 200 ΑΚ ότι η συναφθείσα την 21.11.2007 επίδικη σύμβαση δεν περιλάμβανε το χρόνο παράδοσης του επιδίκου, έργου, ο οποίος τελούσε σε συνάρτηση με την πορεία των προγραμματισμένων να εκτελεστούν στο εν λόγω πλοίο επισκευαστικών εργασιών ...... Εξ άλλου, η εκ μέρους της ενάγουσας τοποθέτηση των μεταλλικών ικριωμάτων στο εν λόγω πλοίο ολοκληρώθηκε σταδιακά την 23.1.2008 ενώ οι εκτελεσθείσες απ' αυτήν εργασίες ολοκληρώθηκαν την 20.3.2008. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι υπήρξαν κατά το Δεκέμβριο 2007 μικρές καθυστερήσεις, ως προς τη συνέχιση του επίμαχου έργου της τοποθέτησης των ικριωμάτων, που, όμως, δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα της ενάγουσας (ΑΚ 342), αλλά οφείλονταν σε συμμετοχή των εργαζομένων της σε απεργιακές κινητοποιήσεις ... Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί, ότι η εναγομένη ποτέ δεν ισχυρίστηκε με σαφήνεια ότι η ενάγουσα δεν άρχισε έγκαιρα την εκτέλεση του επιδίκου έργου ή ότι χωρίς υπαιτιότητα της ιδίας, ως εργοδότη επιβράδυνε εκείνη (ενάγουσα) αντισυμβατικά την εκτέλεση, εν μέρει ή εν όλω, της επίδικης σύμβασης καθιστώντας αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του επίμαχου έργου, ούτε, βεβαίως, άσκησε κατ' εκείνης αξιώσεις εκ του άρθρου 686 ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι δεν είχε συμφωνηθεί χρόνος αποπεράτωσης του επίμαχου έργου και ότι η μικρή καθυστέρηση της συνέχισης των εργασιών τοποθέτησης των ικριωμάτων κατά το Δεκέμβριο του έτους 2007 δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις συμπληρούμενη κατά την αιτιολογία της με την παρούσα (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ), ο δε υπό στοιχ. Δ’ λόγος της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι λίγο πριν την ολοκλήρωση της τοποθέτησης των μεταλλικών ικριωμάτων εκ μέρους της ενάγουσας, η τελευταία ζήτησε την 21.1.2008 με FAX προς την εναγομένη (δια της διαχειρίστριάς της) να γίνει επιμέτρηση των εργασιών τοποθέτησής τους από τον προαναφερθέντα υπάλληλό της κ. Χ., με τον οποίο προσπαθούσε, ανεπιτυχώς, να επικοινωνήσει, αναφέροντας ότι έγιναν αυτές (τοποθετήσεις) με βάση τις υποδείξεις του ( επί λέξει «.. για το που, με τι διαστάσεις καθώς και για τον τρόπο τοποθέτησης των ικριωμάτων..."), ενώ την ενημέρωσε ότι διαφορετικά δεν θα ξηλώσουν καμία σκαλωσιά, γνωρίζοντάς της, μεταξύ άλλων, ότι "ήδη υπάρχει επιβάρυνση των τοποθετηθέντων ικριωμάτων με ενοίκιο" και της επεσήμανε ότι "εκκρεμεί η εκ μέρους της πληρωμή του προσωπικού της ίδιας για τη συνέχιση των επισκευαστικών εργασιών». Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε την 23.1.2008 στην εναγομένη (δια της διαχειρίστριάς της) FAX με λογαριασμό για το κόστος επιμέτρησης των εκ μέρους της τοποθετηθέντων μεταλλικών ικριωμάτων. Η εναγομένη ενεργώντας δια της ως άνω διαχειρίστριας της, αφού, όπως προκύπτει από το από 24.1.2008 FAΧ της προς την ενάγουσα προώθησε στον ανωτέρω υπάλληλό της κ. Χ. τα πιο πάνω αποσταλέντα εκ μέρους της τελευταίας έγγραφα, της απάντησε με αποσταλείσα επιστολή της με το από 25.1.2008 FAX, όπου, μεταξύ άλλων, ναι μεν αποδέχτηκε ότι τα ικριώματα στο εν λόγω πλοίο τοποθετήθηκαν απ' αυτήν σε θέσεις, που υποδείχτηκαν από τον κ. Χ., αμφισβήτησε όμως τις διαστάσεις τους υποστηρίζοντας ότι αυτές έγιναν σύμφωνα με τις ανάγκες ή με αποκλειστική ευθύνη του συνεργείου της ενάγουσας, ενώ αρνήθηκε ότι έγιναν προσπάθειες επικοινωνίας εκ μέρους της ενάγουσας με τον ως άνω κ. Χ., χωρίς όμως αυτή να ζητήσει ειδικά την απομάκρυνση των τοποθετηθέντων ικριωμάτων. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί, ότι από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής σε συνδυασμό με τις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας προκύπτει ότι αυτή δεν ισχυρίστηκε ότι οι διαστάσεις των τοποθετηθέντων ικριωμάτων από αυτήν επεκτάθηκαν κατά πλάτος από 6 μ. σε 8 μ, με νεότερη τροποποιητική συμφωνία (ΑΚ 361) μεταξύ των διαδίκων ως προς το σκέλος αυτό. Επομένως, η εκκαλουμένη δεχόμενη : α) ότι υπήρχε σχετικός αγωγικός ισχυρισμός ακολούθως δε ερευνώντας τον κατ' ουσία απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί μονομερούς επέκτασης εκ μέρους της ενάγουσας των διαστάσεων των ικριωμάτων κατά πλάτος από 6 μ. σε 8 μ. με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε καμιά αντίδραση, προφορική ή έγγραφη, των υπευθύνων της εναγομένης στην επικαλούμενη επιλογή της ιδίας (ενάγουσας) και β) υπολογίζοντας, συνακόλουθα, το συνολικό όγκο των τοποθετηθέντων από την ενάγουσα μεταλλικών ικριωμάτων, βάσει της γενόμενης εκ μέρους της επιμέτρησης, που ήταν σύμφωνη με την ως άνω επέκταση των διαστάσεών τους κατά πλάτος, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή ως βάσιμων των υπό στοιχ. Β’ και Γ’ λόγων της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στην αποσταλείσα (δια της διαχειρίστριάς της ) μέσω FAX από 15.2.2008 επιστολή της προς την ενάγουσα της ζήτησε, μεταξύ άλλων, να απομακρύνει και αποξηλώσει τα τοποθετηθέντα απ' αυτήν στο εν λόγω πλοίο ικριώματα, ενώ αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων μέσω FAX σωρεία επιστολών. Ειδικότερα, από τις από 4.2.2008, 20.2.2008, 25.2.2008, 26.2.2008, 29.2.2008 6.3.2008, 12.3.2008, 13.3.2008, 17.3.2008 επιστολές εκ μέρους της ενάγουσας και από 15.2.2008, 29.2.2008 με σχεδιαστική απεικόνιση, 6.3.2008, 12.3.2008, 13.3.2008 επιστολές και το από 26.3.2008 εξώδικο εκ μέρους της εναγομένης, προκύπτει ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων έντονη διαφωνία σε σχέση με το συνολικό ύψος των γενομένων εκ μέρους της ενάγουσας εργασιών, μετρούμενων σε κυβικά μέτρα, και τη γενόμενη, ακολούθως, απ' αυτήν επιμέτρησή τους, σύμφωνα με τους αποσταλέντες στην εναγομένη με FAX από 14.2.2008, 7.3.2008 και 20.3.2008 λογαριασμούς (που κάνουν λεπτομερή αναφορά και των οφειλομένων από την εναγομένη ενοικίων), εφόσον υπήρχε η προαναφερθείσα διαφορά των διαστάσεων κατά πλάτος των τοποθετηθέντων μεταλλικών ικριωμάτων, συνδέθηκε δε, αρχικά, από την ενάγουσα η αποδοχή της ως άνω επιμέτρησης από την εναγομένη με την αποξήλωση και απομάκρυνση αυτών (ικριωμάτων) εκ μέρους της ίδιας (ενάγουσας), όπως ειδικότερα θα εκτεθεί παρακάτω. Όμως, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας περί νεότερης τροποποιητικής συμφωνίας των διαδίκων ως προς τη διαφοροποίηση των διαστάσεων κατά πλάτος των τοποθετηθέντων απ' αυτήν μεταλλικών ικριωμάτων της από 6μ. σε 8μ., δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η γενόμενη εκ μέρους της ίδιας επιμέτρηση βάσει των ανωτέρω αποσταλέντων στην εναγομένη από 14.2.2008, 7.3.2008 και 20.3.2008 λογαριασμών.
Συνεπώς, ο υπολογισμός της επιμέτρησης του επίμαχου έργου έπρεπε να γίνει με βάση τις συμφωνηθείσες μεταξύ των διαδίκων κατά πλάτος διαστάσεις των μεταλλικών ικριωμάτων ( 6μ.), χωρίς κατά τα λοιπά να θίγονται οι ανωτέρω λογαριασμοί, οι οποίοι, πλην της ανωτέρω διαφοροποίησης (αντί 8 μ. σε 6 μ.), συμπίπτουν, κατά τα λοιπά, με τη γενόμενη εκ μέρους της εναγομένης, δια του αρμοδίου υπαλλήλου της κ. Χ., επιμέτρηση σύμφωνα με την εκ μέρους της αποσταλείσα στην ενάγουσα από 26.3.2008 εξώδικη δήλωση, ως ακολούθως ... Επομένως, εφόσον το γενικό σύνολο επιμέτρησης του επίμαχου έργου ανερχόταν σε 27.212 κυβικά μέτρα .........η αμοιβή της ενάγουσας γι' αυτό ανερχόταν σε 117.011,60 ευρώ (27.212 κυβ. μ. Χ 4,30 ευρώ). Ως προς το ζήτημα προαναφερθείσας ανακύψασας έντονης διαφωνίας των διαδίκων σχετικά με την αποδοχή εκ μέρους της εναγομένης της γενομένης από την ενάγουσα επιμέτρησης του επίμαχου έργου και τη συνδεθείσα απ' αυτήν εκ μέρους της τελευταίας απομάκρυνση των τοποθετηθέντων ικριωμάτων πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Με το από 2.4.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων η μεν ενάγουσα, που κατόπιν της ασκηθείσας κατά της εναγομένης από 26.3.2008 αίτησης της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδ. ασφαλ. μετρ.) για συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της εναγομένης με πυρήνα την επίδικη σύμβαση έργου, επί της οποίας ακολούθως ηγέρθη η ένδικη από 3.6.2008 αγωγή, είχε λάβει την από 27.3.2008 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί απαγόρευσης απόπλου του ως άνω φορτηγού πλοίου πλοιοκτησίας της (εναγομένης), που θα ανακαλείτο με κατάθεση εκ μέρους της τελευταίας εγγυητικής επιστολής τράπεζας ποσού 100.000 ευρώ, η δε εναγομένη είχε ασκήσει κατά της ενάγουσας την από 28.3.2008 αίτησή της ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση από την τελευταία των τοποθετηθέντων μεταλλικών ικριωμάτων, συμφώνησαν εν όψει της συζήτησης των πιο πάνω αιτήσεων η μεν ενάγουσα, μεταξύ άλλων, να απομακρύνει έως την 6.4.2008 ολοσχερώς αυτά (ικριώματα) από το εν λόγω πλοίο η δε εναγομένη να της καταβάλει την 4.3.2008 10.000 ευρώ υπό τις προϋποθέσεις: α) έναρξης των εργασιών απομάκρυνσης των ικριωμάτων και β) συναίνεσης (της ...) ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου για άρση της ανωτέρω απαγόρευσης απόπλου με κατάθεση εγγυητικής τραπεζικής επιστολής 90.000 ευρώ, με ειδική μνεία ότι η καταβολή απ' εκείνη του παραπάνω ποσού των 10.000 ευρώ δεν αποτελεί αναγνώριση οφειλής ... Με βάση τα παραπάνω κρίνεται ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμος ο πρωτοδίκως προβληθείς με τις προτάσεις ισχυρισμός της εναγομένης (σελ. 12-15), που στηρίζει τον υπό στοιχ. ΣΤ' λόγο της κρινόμενης έφεσης, ότι η καθυστέρηση της απομάκρυνσης εκ μέρους της ενάγουσας των τοποθετηθέντων ικριωμάτων, η ολοκλήρωση της τοποθέτησης των οποίων από την τελευταία έγινε την 23.1.2008 και συνδεόταν με την καταβολή εκ μέρους της εναγομένης ενοικίου γι' αυτά κατά τα συμφωνηθέντα, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητά της (ΑΚ 342) για το μετά την 15.2.2008 διάστημα, οπότε ζήτησε από την ενάγουσα με σαφήνεια, με την παραπάνω αποσταλείσα μέσω FAX επιστολή της, την απομάκρυνση και αποξήλωση των τοποθετηθέντων ικριωμάτων, σημειουμένου μάλιστα ότι η εναγομένη, όπως προκύπτει από την αποσταλείσα στην ενάγουσα μέσω FAX από 29.2.2008 επιστολή της, αφού προηγουμένως συνέπραξε δια των παρατηρήσεων του αρμοδίου υπαλλήλου της κ. Χ. στην επιμέτρηση των τοποθετηθέντων ικριωμάτων, της (δηλ από την ενάγουσα) ζήτησε εκ νέου να προβεί στην αποξήλωση τους. Επομένως, η εκκαλουμένη δεχόμενη ότι η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα ενοίκια για τα τοποθετηθέντα ικριώματα και μετά την 15.2.2008 έως την 3.4.2008 (επομένης της σύνταξης του συνταγέντος μεταξύ των διαδίκων ως άνω από 2.4.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού) έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βάσιμου του πιο πάνω λόγου (ΣΤ') της κρινόμενης έφεσης.
Συνεπώς, η ενάγουσα εδικαιούτο στα πλαίσια της συμφωνηθείσας (ΑΚ 361) πληρωμής σ' αυτήν μισθώματος (ενοικίου) από την εναγομένη για τα τοποθετηθέντα εκ μέρους της ικριώματα, όπως αυτά προαναφέρθηκαν, λαμβανομένων υπόψη και των παραπάνω λογαριασμών της ιδίας ως προς το μη ειδικά αμφισβητούμενο (261 Κ.Πολ.Δ) χρόνο τοποθέτησης τους, ενοίκιο ως ακολούθως... Επομένως, το γενικό σύνολο του οφειλομένου στην ενάγουσα ενοικίου για τα τοποθετηθέντα ικριώματα ανερχόταν σε 29.491,73 ευρώ ... Επομένως το εν γένει σύνολο της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας ανερχόταν σε 146.503,33 ευρώ (117.011,60 + 29.491,73) ... Ακόμη, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, στα πλαίσια της συμφωνηθείσας κατ' άρθρο 361 ΑΚ πληρωμής από την εναγομένη (70% της εργολαβικής αμοιβής) των εργαζομένων εκείνης κατά την εκτέλεση του επίμαχου έργου, είχε εισπράξει μέχρι την 29.2.2008, όπως προκύπτει από την από 4.4.2008 επιστολή της, για τις πραγματοποιηθείσες εργασίες στο εν λόγω φορτηγό πλοίο συνολικά 87.000 ευρώ, σε δόσεις...... Περαιτέρω, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το προαναφερθέν από 2.4.2008 συνταγέν ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα, έλαβε από την εναγομένη 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να έχει εισπράξει, ως εργολαβική αμοιβή, για το επίμαχο έργο, συνολικά 97.000 ευρώ και συνεπώς, να απομένει υπόλοιπο προς καταβολή εκ μέρους της εναγομένης το ποσό των 49.503,33 ευρώ......».
V) Υπό τα δεδομένα αυτά το Εφετείο σαφώς δέχθηκε επί της ουσίας της υπόθεσης ότι οι διάδικοι δεν συμφώνησαν στην ανάγκη να ολοκληρώνει η εργολάβος μία πλευρά ενός αμπαριού κάθε ημέρα, αφού επί του όρου αυτού, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, η αναιρεσείουσα δεν ενέμεινε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ουσιαστικά πλήττει, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. και των άρθρων 167, 185, 189, 191, 192, 193, 195, 196 και 361 ΑΚ την ουσιαστική αυτή παραδοχή του Εφετείου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει, με την απαιτούμενη σαφήνεια, ποια ήταν η έννομη επιρροή της παραδοχής αυτής του Εφετείου στη λειτουργία της ένδικης σύμβασης και ειδικότερα ποιο δυσμενές αποτέλεσμα είχε γι' αυτήν η επίμαχη παραδοχή. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος ο αναιρετικός αυτός λόγος με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
VΙ) Με το άρθρο 559 αριθμ. 8, 9, 10 11 και 20 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντιστοίχως, λόγοι αναίρεσης : α) αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, β) αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη, γ) αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, δ) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και ε) αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο Έγγραφο αυτό.
Με τον πρώτο λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα επικαλείται παραβίαση της διάταξης 559 αρ. 8, 9 και 10 Κ.Πολ.Δ., διότι το δικαστήριο δέχθηκε ως χρόνο έναρξης των εργασιών τοποθέτησης των μεταλλικών ικριωμάτων την 23-11-2007 και όχι την 22-11-2007, που αναφέρεται στην αγωγή ως χρόνος έναρξης των εργασιών αυτών. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Κατ' αρχήν διότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται να δεχθεί ως αποδειχθέντα αυτά που ισχυρίζεται ο διάδικος ως αληθή, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή ότι άφησε αίτηση αδίκαστη. Επίσης, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναφέρει το τι αποδείχθηκε, όχι από ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, διότι αρκεί ότι έλαβε όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία υπόψη του, όπως στην υπό κρίση περίπτωση. Με τον τρίτο λόγο η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. (κατά το νοηματικό περιεχόμενό του), αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι κατά την επιμέτρηση των μεταλλικών ικριωμάτων δεν έπρεπε να υπολογιστούν οι όγκοι των δεξαμενών έρματος των αμπαριών, όπου δεν τοποθετήθηκαν ούτε μπορούσαν να τοποθετηθούν ικριώματα. Ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως. Και αυτό, διότι δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό, ώστε να υποχρεούται το δικαστήριο να τον λάβει υπόψη του και να απαντήσει, αλλά για εν μέρει άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και συνεπώς δεν ιδρύει τον ως άνω λόγο αναίρεσης. Με τον τέταρτο λόγο της αίτησής της η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη παραβίαση το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ., παραπονείται για παραμόρφωση από το δικαστήριο (αλλοίωση του περιεχομένου ) της από 26-3-2008 εξωδίκου δήλωσής της με το να δεχθεί ότι, πέραν της αμφισβήτησης των κατά πλάτος διαστάσεων των ικριωμάτων, δεν υπήρχε άλλη αμφισβήτηση εκ μέρους της ως προς την επιμέτρηση του έργου, καθώς και ότι δεν υπήρξε διαμαρτυρία αυτής σε σχέση με τον όρο που είχε θέση περί ολοκλήρωσης μίας πλευράς κάθε αμπαριού ανά ημέρα. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και αυτό, διότι από την επισκόπηση της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα λαμβάνοντας υπόψη του και συνεκτιμώντας την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση της αναιρεσείουσας με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Εξ άλλου, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο Έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, δεν συντρέχει δε, όταν έχει απλώς συνεκτιμήσει το Έγγραφο μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση συνέβη. Επίσης, αβάσιμος είναι ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη παραβίαση της διάταξης 559 αρ. 11 Κ.Πολ.Δ. παραπονείται για μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της γενόμενης από τον Μ. Χ. επιμέτρησης του έργου όπως και της κατάθεσης αυτού (Μ. Χ.), που περιέχεται στα πρακτικά του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου αυτός κατέθεσε ότι από το σύνολο των κυβικών μέτρων έπρεπε να αφαιρεθεί ο όγκος των δεξαμενών έρματος των αμπαριών. Και αυτό, διότι, από την επισκόπηση της απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, χωρίς να απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα νόμιμα από τους διαδίκους κατά το νόμο επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 1παρ. 2 Ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος 2-4-2012).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση της εταιρείας "… SA" για αναίρεση της 351/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου 2014.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ